Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΣΧΕΣΕΙΣ ΡΩΣΙΑΣ-ΙΡΑΚ (από τον Yeltsin εώς τον Ayad Allawi)

Η ανάπτυξη των σχέσεων
Τα πρώτα χρόνια της θητείας του Yeltsin οι σχέσεις των χωρών επικεντρώθηκαν κυρίως σε οικονομικά ζητήματα. Καθώς η Ρωσία δεν λάμβανε καμία οικονομική βοήθεια από τα πλούσια, φιλοδυτικά, πετρελαιοπαραγωγά κράτη, κυρίως την Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ, αποτελούσε οικονομική αναγκαιότητα να στραφεί σε πιο ριζοσπαστικά κράτη, όπως το Ιράκ, την Λιβύη. Παράλληλα η στρατηγική θέση του Ιράκ στον Περσικό Κόλπο και η εγγύτητα με τα πρώην Σοβιετικά σύνορα, έκανε ακόμα πιο σημαντικές τις σχέσεις με το Ιράκ, ιδιαίτερα και λόγω της επιρροής του στα νέα Ισλαμικά κράτη εντός της περιοχής που η Ρωσία αποκαλούσε «εγγύς εξωτερικό», αλλά και του σημαντικού μουσουλμανικού πληθυσμού εντός της Ρωσίας.

Όταν τα Αμερικανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Βαγδάτη τον Ιούνιο του 1993, τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης καταδίκασαν ομόφωνα την επιχείρηση, παρά την επίσημη έγκριση της Ρωσικής κυβέρνησης. Μεταξύ 1993-1994 οι σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ θα ψυχραθούν με την Ρωσία να ζητά από το Συμβούλιο Ασφαλείας να ανταποκριθεί στα θετικά βήματα που γίνονται από το Ιράκ και να χαλαρώσει αν όχι να καταργήσει τελείως τις κυρώσεις. Κατά την διάρκεια συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε το 1994, η Ρωσία θα δηλώσει την ανάγκη ισότιμων νομικών δεσμεύσεων από όλα τα μέρη που εμπλέκονται στην διαμάχη Ιράκ-Κουβέιτ. Η Ρωσία προσπάθησε να πείσει το Ιράκ να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του Κουβέιτ κάτι το οποίο έγινε μετά από επισκέψεις του Kozyrev στα τέλη του 1994 στην Βαγδάτη. Αυτή η επιτυχία της Ρωσίας δεν θα ληφθεί θετικά από τις ΗΠΑ καθώς βλέπουν τα σχέδια τους στην περιοχή, να βλάπτονται και την η Ρωσία να ανακτά την χαμένη διπλωματική της δυναμική. Τον Μάιο του 1995 η Ρωσική Δούμα ψηφίζει την κατάργηση του εμπάργκο πετρελαίου κατά του Ιράκ, μια απόφαση περισσότερο συμβολική παρά δεσμευτική. Η Ρωσική ηγεσία επιθυμούσε την εξισορρόπηση των σχέσεων του τόσο με το Ιράκ και το Κουβέιτ όσο και με την Δύση.

Οι σχέσεις Ιράκ-Ρωσίας θα πάρουν θετική τροπή κατά την διάρκεια της θητείας Primakoν, καθώς ο ίδιος είχε δουλέψει μεταξύ 1968-1970 ως Σοβιετικός ανταποκριτής στην Βαγδάτη και είχε φιλικές σχέσεις με τον Saddam Hussein.

Παράλληλα η εμπλοκή του ως απεσταλμένος του Gorbachev στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου αντιμετωπίστηκε θετικά. Το Ιράκ θα αποτελέσει την πρώτη προτεραιότητα του Primakov και οι σχέσεις των δύο χωρών θα δοκιμαστούν στο τέλος του 1996, όπου αμερικανικοί πύραυλοι θα πλήξουν Ιρακινές περιοχές, με την αιτιολογία των παραβιάσεων από Ιρακινής πλευράς των ειδικά προστατευόμενων περιοχών στο βόρειο τμήμα της περιοχής του. Η Ρωσική πλευρά καταδίκασε, την αμερικανική ενέργεια καθώς θεωρούσε ότι με δική της παρέμβαση τα στρατεύματα θα αποχωρούσαν από την Κουρδική περιοχή και η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγηθεί σε λύση.

Το Ιράκ προσπάθησε να διατηρήσει τις σχέσεις του με την Ρωσία και τους επόμενους 8 μήνες ο Aziz θα επισκεφτεί την Μόσχα επανειλημμένα. Η Ρωσία με την Κίνα και την Γαλλία θα δημιουργήσουν ένα ανεπίσημο φιλο-Ιρακινό λόμπυ στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Η.Ε, για να περιοριστούν οι κυρώσεις και περιορίσουν τις Αμερικανικές ενέργειες. Ωστόσο θα οι προσπάθειές τους θα αποτύχουν λόγω της μονομερούς δράσης των ΗΠΑ με αποτέλεσμα την αποχή της Ρωσίας, Κίνας, Κένυας, Γαλλίας και Αιγύπτου από την διαδικασία της απόφασης 1134 του Συμβουλίου Ασφαλείας τον Οκτώβριο του 1997. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί όταν αργότερα προς το τέλος του ίδιου μήνα το Ιράκ θα απαιτήσει την εγκατάλειψη εντός μιας εβδομάδας από το Ιράκ όλων των Αμερικανών επιθεωρητών της UNSCOM, ενώ απαιτούν και την εναέρια παύση επιτήρησης των Αμερικανών αεροσκαφών πάνω από το Ιρακινό έδαφος 11 . Η Ρωσία θα παρέμβει και μετά από διπλωματικές διαμεσολαβήσεις του Primakov η κατάσταση θα εξομαλυνθεί αλλά για ακόμη μια φορά θα αναθερμανθεί με την βασική αντιπαράθεση να επικεντρώνεται στην αρμοδιότητα πρόσβασης των μελών της UNSCOM στο παλάτι.

Οι σχέσεις Ιράκ-Ρωσίας θα συνεχιστούν αλλά, οι προθέσεις και οι προσδοκίες τους θα γκρεμιστούν με την επίθεση τον Δεκέμβριο του 1998 από τις ΗΠΑ και τα Ηνωμένο Βασίλειο στο Ιρακινό έδαφος. Η Ρωσία διατύπωνε ότι οι επιθέσεις δεν προκλήθηκαν από το Ιράκ αλλά ουσιαστικά, προερχόταν από την προβοκατόρικη συμπεριφορά του επικεφαλή της UNSCOM, ο οποίος λίγες μέρες πριν την επίθεση είχε ζητήσει από το προσωπικό του να αποχωρήσει από την χώρα. Ο Yeltsin χαρακτήρισε την επίθεση ως παραβίαση του Χάρτη των Η.Ε αλλά και του διεθνούς δικαίου και ζήτησε άμεση κατάπαυση του πυρός, καταδικάζοντας την σκανδαλώδη συμπεριφορά του επικεφαλής της UNSCOM και κάλεσε σε έκτακτη συνάντηση του Συμβουλίου Ασφάλειας των Η.Ε. Οι βομβαρδισμοί θα σταματήσουν την 20 Δεκεμβρίου 1998 με τον Yeltsin χαρακτηρίζοντας τους ως το τέλος μιας παράλογης και παράνομης ενέργειας και καλώντας σε βοήθεια για την υποστήριξη των Ιρακινών ανθρώπων και θυμάτων των βομβαρδισμών.

Η νέα εποχή που ανέτειλε για τη ρωσική εξωτερική πολιτική με τον Putin στην ηγεσία, συνοδευόταν από κάποια χαρακτηριστικά που άφηναν ερωτήματα για το μέλλον των ρωσο-ιρακινών σχέσεων, δεδομένου του παρελθόντος τους. Η αυξημένη σημασία τόσο της Τουρκίας όσο και του Ιράν στις επιδιώξεις του Κρεμλίνου στην περιοχή, αλλά και η απόπειρα συνεργασίας με το Ισραήλ που προωθούσαν ρωσικοί ισχυροί κύκλοι, μπορούσε να ερμηνευθεί ως μείωση της στρατηγικής αξίας του Ιράκ. Ωστόσο, η νέα ρωσική ηγεσία κληρονομούσε ταυτόχρονα και τρεις εκκρεμότητες-στόχους από την περίοδο διακυβέρνησης Yeltsin. Ένα ιρακινό χρέος ύψους $7δις, την προσπάθεια εδραίωσης των ρωσικών πετρελαϊκών εταιριών στο Ιράκ μέσω σύναψης προνομιακών συμφωνιών και την άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράκ από τα Ηνωμένα Έθνη, η οποία αποτελούσε το κλειδί για το δεύτερο στόχο. Υπό το καθεστώς αυτό των κυρώσεων προσπάθησε η Μόσχα, στα πλαίσια διμερών επαφών που πραγματοποιήθηκαν το 2000, να τονώσει τους δεσμούς και να καταστήσει σαφή την πρόθεση για συνεργασία με τη Βαγδάτη, τονίζοντας τις πιέσεις που ασκούσε στο Συμβούλια Ασφαλείας του ΟΗΕ για την υιοθέτηση μιας νέας απόφασης με ολική ή μερική άρση των κυρώσεων. Επεσήμανε όμως και την ανάγκη επανέναρξης της συνεργασίας του Ιράκ με το νέο όργανο που θα αναλάμβανε την παρακολούθηση του στρατιωτικού προγράμματος του Ιράκ UNMOVIC 12 , που περιλάμβανε κίνητρα για την εφαρμογή του, τα οποία αφορούσαν έκτος από το Ιράκ και τη Ρωσία, όπως την άρση περιορισμού εξαγωγών ιρακινού πετρελαίου και την εισαγωγή αγαθών. Η άρνηση του ιρακινού καθεστώτος να εφαρμόσει την απόφαση του ΣΑ συνοδεύτηκε από επικρίσεις κατά της Ρωσίας, της Κίνας και της Γαλλίας 13 για τη μη άσκηση βέτο. Στις αμερικανο- βρετανικές αεροπορικές επιθέσεις κατά του Ιράκ το Φεβρουάριο του 2001, η Ρωσία απείλησε με μονομερή άρση των κυρώσεων, πρόταση που καταψήφισε τελικά η ρωσική Δούμα καταδεικνύοντας την απροθυμία της να δυναμιτίσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Το Κρεμλίνο κλήθηκε να διαχειριστεί την έντονη δυσαρέσκεια της Βαγδάτης που συνοδεύτηκε υπό τις απειλές ακύρωσης των συμφωνιών με τις ρωσικές πετρελαϊκές εταιρίες, αν δεν ξεκινούσαν εργασίες εξόρυξης στο Ιράκ. Με διπλωματικούς ελιγμούς εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας προσπάθησε να εκτονώσει τις ιρακινές πιέσεις, προτείνοντας αντί των δυτικών «έξυπνων κυρώσεων», την χαλάρωση των μέτρων που αφορούσαν την εισαγωγή αγαθών για τον ιρακινό λαό, αλλά αυστηρότερα μέτρα για την εισαγωγή στρατιωτικού υλικού τον έλεγχο για την ύπαρξη ή ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής και τα πετρελαϊκά έσοδα στο Ιράκ 14 ένα σχέδιο για την αποσόβηση ανθρωπιστικής καταστροφής και επανέναρξη ελέγχου και επιθεώρησης των εγκαταστάσεων του Ιράκ, κατόπιν της συγκατάθεσής του. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από την ιρακινή ηγεσία, ενώ και οι ΗΠΑ με τη Μεγάλη Βρετανία απέσυραν τις προτάσεις τους, εξέλιξη που ήταν σαφώς ευνοϊκή τόσο για το Ιράκ, όσο και για τη Ρωσία.

Οι διαβουλεύσεις που διεξάγονταν στους πρώτους δέκα μήνες του 2001 μεταξύ των δυο χωρών, στα πλαίσια της απαρέγκλιτης επιδίωξης της Μόσχας για οικονομική συνεργασία και διείσδυση στις αγορές όλων των χωρών τις περιοχής, απέφεραν εμπορικές συμφωνίες ύψους $1,85δις, αντιστοιχώντας στο 60% της εμπορικής δραστηριότητας της Ρωσίας στον αραβικό κόσμο 15 . Ο οικονομικός προσεταιρισμός του Ιράκ συνοδεύτηκε από τη στήριξη της ρωσικής κυβέρνησης στο θέμα των κυρώσεων και της παράτασης του προγράμματος στήριξης “Food for Oil” των ιρακινών πολιτών σε βασικά αγαθά, που δε θα προορίζονταν όμως για στρατιωτικούς σκοπούς και ανάγκες. Για τη Βαγδάτη η Μόσχα θεωρείτο στρατηγικός εταίρος.

Η μεταστροφή της Ρωσίας

Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου επέφεραν μια μεταστροφή στη ρωσική εξωτερική πολιτική προς το Ιράκ. Η αμερικανική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας στρεφόμενη και κατά του Ιράκ προφασιζόμενη τόσο την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής θέλοντας να εντείνει τις πιέσεις της εντός των ΗΕ για την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων σε βάρος του, όσο και τη χρηματοδότηση του δικτύου της διεθνούς τρομοκρατίας από ιρακινό καθεστώς. Το ανοιχτό μέτωπο της Ρωσίας στην Τσετσενία υποδείκνυε την συνεργασία με τις ΗΠΑ για την περιφερειακή ασφάλεια. Παράλληλα η διαφαινόμενη βαθύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή θα αναδείκνυε σε πολύτιμη για την Ουάσιγκτον την παροχή πληροφοριών της Μόσχας 16 .

Παρόλα αυτά η ρωσική ηγεσία τασσόταν κατά της ανάληψης μονομερούς στρατιωτικής δράσης από ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία κατά του Ιράκ, γιατί θα επιδείνωνε ένα ήδη βεβαρημένο κλίμα στην ευρύτερη περιοχή από το Παλαιστινιακό, αλλά θα απέβαινε και σε βάρος των ρωσικών συμφερόντων. Εξακολούθησε δε να προβάλλει αντίσταση στα πλαίσια του ΣΑ των ΗΕ στις αγγλο- αμερικανικές προθέσεις για επιβολή κυρώσεων. Η σχετική απόφαση όμως για επανεξέταση των κυρώσεων το Δεκέμβριο του 2001,προκάλεσε την αντίδραση του Ιράκ και την δυσαρέσκεια του απέναντι στη Ρωσία, η οποία καλείτο να ωρίμαζε η απόφαση για μονομερή εισβολή στο Ιράκ και την αδιαλλαξία του Saddam Houssein να αποδεχτεί διεθνή έλεγχο ως το μόνο τρόπο για την άρση ισορροπήσει ανάμεσα στην εκτόνωση των εντεινόμενων από την Ουάσιγκτον πιέσεων, για διεθνή έλεγχο και αποστολή επιθεωρητών στο Ιράκ, ενώ ταυτόχρονα των κυρώσεων. Τα περιθώρια των ελιγμών της ρωσικής ηγεσίας ήταν περιορισμένα. Στις διασκέψεις του ΣΑ που διεξήχθησαν το 2002 η Μόσχα προσπαθούσε να αποτρέψει την χορήγηση εξουσιοδότησης για μία επέμβαση στο Ιράκ, καθώς στο ζήτημα της επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων και την επανεξέταση του προγράμματος «Food for Oil» προς το χειρότερο, δεν μπόρεσε να τα αποτρέψει και συντάχθηκε με τα υπόλοιπα μέλη.

Η ομόφωνη απόφαση του ΣΑ το Νοέμβριο του 2002, με αριθμό 1441, για έναρξη ελέγχων και επιθεώρησης στο ιρακινό έδαφος από τη UNMOVIC, ερμηνεύτηκε από τη Μόσχα ως ελπίδα για εξεύρεση μιας πολιτικής-διπλωματικής λύσης καθιστώντας μη αναγκαία τη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ., την οποία όπως διευκρίνισε θα καταψήφιζε στο ΣΑ. Παράλληλα ήθελε μέσω της διπλωματίας να ενισχύσει τις πιθανότητες για άρση των κυρώσεων, αλλά και να αποσυνδέσει το ζήτημα αλλαγής του καθεστώτος στο Ιράκ από τις αποφάσεις του ΣΑ. Ωστόσο, τόσο στο εσωτερικό, όσο και διεθνώς φαινόταν αδύνατο να μπορεί η Ρωσία να αποτρέψει την η επερχόμενη επίθεση. Παρά τις δηλώσεις Ρώσων κορυφαίων αξιωματούχων ότι η Ρωσία θα ασκήσει veto στο ΣΑ για να μην επιβληθούν οι κυρώσεις στο Ιράκ, στην πραγματικότητα η Ρωσία δεν ήθελε να χρεωθεί με ένα ηγετικό ρόλο ενός αντι-αμερικανικού συνασπισμού «καταστρέφοντας ότι είχε αποκομίσει από τις διμερείς επαφές τους τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, η ρωσική ηγεσία επιχείρησε να προσδώσει στο ιρακινό ζήτημα διεθνείς διαστάσεις, ερχόμενη σε επαφές με τα μη μόνιμα μέλη του ΣΑ των ΗΕ, αλλά και με Γαλλία και Γερμανία οι οποίες ήταν αντίθετες στον πόλεμο κατά του Ιράκ και προωθούσαν την αποστολή επιθεωρητών των ΗΕ, πρόταση που υποστήριζε και η Ρωσία. Τήρησε αποστάσεις όμως από αυτές στην απόρριψη εκ μέρους τους της αμερικανικής πρότασης για αποστολή δύναμης Κυανόκρανων στο Ιράκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Το Μάιο του 2003, μετά την επίθεση στο Ιράκ και την κατάληψη της Βαγδάτης, Ρωσία και Γαλλία, στα πλαίσια του ΣΑ τέθηκαν τα ζητήματα του ρόλου των ΗΕ έως την ανάδειξη δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, της άμεσης άρσης των κυρώσεων, της οικονομικής ανασυγκρότησης και του ενεργειακού πλούτου του Ιράκ.

Παρά τις τριβές μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας 18 , η απόφαση 1483 του ΣΑ ψηφίστηκε ομόφωνα στις 22 Μαΐου, σηματοδοτώντας μια αλλαγή στη εξωτερική πολιτική του Putin στο ζήτημα του Ιράκ που δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων Μόσχας-Ουάσιγκτον. Οι λόγοι της μεταστροφής αυτής οφείλονταν στις ανησυχίες της Μόσχας, αλλά και άλλων διεθνών δρώντων όπως η Ινδία, η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.α. για την όξυνση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού στην περιοχή, απειλώντας την περιφερειακή ασφάλεια, και εγκυμονώντας κινδύνους για το εσωτερικό της Ρωσίας από το μουσουλμανικό στοιχείο. Επιπλέον, η ρωσική οικονομία ήταν ευπαθής σε πιθανή αστάθεια των διεθνών τιμών του πετρελαίου, από την ενδεχόμενη πτώση του καθεστώτος του Saddam Houssein. Η αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς που θα ακολουθούσε θα συμπίεζε τη διεθνή τιμή του πετρελαίου πλήττοντας την ενεργειακή βιομηχανία της Ρωσίας και τα κρατικά έσοδα 19 Τέλος εκκρεμούσε και το ζήτημα του χρέους του Ιράκ από τη σοβιετική περίοδο ύψους $7δις.

Η παροχή στήριξης από τη ρωσική ηγεσία στις αμερικανικές πρωτοβουλίες και προτάσεις συνεχίστηκε εντός του ΣΑ στις αποφάσεις για την εγκαθίδρυση Κυβερνητικού Συμβουλίου του Ιράκ απαρτιζόμενο από αντιπροσώπους ξένων χωρών και εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων, και την ανάδειξη της σε μεταβατική κυβέρνηση μέχρι τη διενέργεια εκλογών στις αρχές του 2005. Ο Putin, αν και εμφανίστηκε επικριτικός για το ζήτημα της σύλληψης του Saddam Houssein, τόνισε την σχέση συνεργασίας των δυο χωρών στο αγώνα κατά της τρομοκρατίας, επισφραγίζοντας την αλλαγή στάσης της Ρωσίας στο ζήτημα της αμερικανικής εισβολής. Το 2004 στη συμφωνία για την απόφαση των ΗΕ για τη νέα εποχή στο Ιράκ, κατόπιν διαπραγματεύσεων, η Ρωσία, παρά τον πλήρη έλεγχο των ΗΠΑ στη χώρα, εκτός του στρατιωτικού εξοπλισμού, ήλπιζε στη σύναψη επικερδών συμφωνιών για τα ενεργειακά αποθέματα του Ιράκ Η προσπάθεια της Μόσχας να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Βαγδάτη, συνεχίστηκαν και μετά την ανάδειξη της μεταβατικής ιρακινής κυβέρνησης. Η ρωσική ηγεσία επιδίωξε έναν διακανονισμό για το ιρακινό χρέος από τη σοβιετική περίοδο, ο οποίος προσέκρουσε στην αντίδραση τόσο της νέας ιρακινής κυβέρνησης, όσο και των ΗΠΑ που απαίτησαν τη διαγραφή του. Η αντίδραση του Κρεμλίνου για τις απώλειες που θα είχαν οι ρωσικές εταιρίες, αλλά και τον αποκλεισμό άλλων, από την ιρακινή αγορά, δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς κατόπιν αμερικανικών πιέσεων διαγράφηκε το 80% του ρωσικού χρέους προκειμένου να στηριχτεί το Ιράκ. Αποτέλεσε όμως αφορμή για να ανοίξει ένας νέος δρόμος στις ρωσο-ιρακινές σχέσεις, με τον Putin να εκφράζει τη στήριξη του στον ιρακινό Πρωθυπουργό Allawi για την ανοικοδόμηση του Ιράκ με τη συμμετοχή ρωσικών εταιριών και για τη διεξαγωγή εκλογών, εκφράζοντας ωστόσο αμφιβολίες για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, λόγω ενδεχόμενης αμερικανικής ανάμιξης