Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Γορτύνιος Κώδικας


Γορτύνιος Κώδικας

Ο Γορτύνιος Κώδικας είναι η αρχαιότερη σήμερα γνωστή νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Χώρου. Χρονολογείται στο πρώτο ήμισυ του 5ου αι. π.Χ. και βρίσκεται χαραγμένος στον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας στην Κρήτη.

Την δεκαετία του 1880 οι Ιταλοί αρχαιολόγοι Φεντερίκο Χάλμπχερ και Έρνστ Φαμπρίτσιους ανακάλυψαν κατά την διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών την επιγραφή.
Η επιγραφή είναι χαραγμένη πάνω σε 42 συνεχόμενες πέτρες που είναι τμήμα τοίχου ενός αρχαίου δημόσιου κτηρίου στην Αγορά της αρχαίας πόλης. Το κτίριο αυτό, την ρωμαϊκή εποχή ενσωματώθηκε στο κτίριο του ωδείου.
Το κείμενο είναι σε αρχαία δωρική διάλεκτο και διαιρείται σε δώδεκα στήλες των οποίων το μήκος κυμαίνεται μεταξύ 53 και 55 γραμμών. Η φορά της γραφής είναι βουστροφηδόν, αλλάζει δηλαδή με κάθε σειρά και διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά και αντιθέτως. Το αλφάβητο της γραφής είναι ακόμα ελλιπές, αφού δεν συναντώνται τα γράμματα φι, χι, ψι, ζήτα, ήτα και ωμέγα.

Το περιεχόμενο του κώδικα

Πρόκειται για καταγραφή παλαιότερων νόμων. Μερικά παραδείγματα είναι:
Οικογενειακό δίκαιο: υιοθεσία, νομική θέση της γυναίκας και της χήρας, νομική θέση των παιδιών που γεννιούνται μετά από χωρισμό, νομική θέση παιδιών από γάμο μεταξύ ελεύθερων και σκλάβων ή αλλοδαπών
Κληρονομικό δίκαιο: η λεγόμενη επίκληρος
Εμπορικό δίκαιο: Συμβόλαιο αγοράς, κατάσχεση, ιδιοκτησία των σκλάβων και των παιδιών τους.
Ωδείο Γορτύνας


Βιβλιογραφία

Josef Kohler/E. Ziebarth, Das Stadtrecht von Gortyn und seine Beziehungen zum gemeingriechischen Rechte (Göttingen, 1912) ISBN 3-8067-0097-4
Johannes u. Theodor Baunack, Die Inschrift von Gortyn, 1972 380-67009-8-2
Franz Bücheler/Ernst Zitelmann, Das Recht von Gortyn Scientia Verlag (1960)
Ewald Weiss, Die große Inschrift von Gortyn und ihre Bestimmungen über Selbsthilfe und Prozess (1948), in: E. Berneker (Hg), Zur griechischen Rechtsgeschichte 315 ff (1968).
Rainer R. Metzger, Untersuchungen zum Haftungs- und Vermögensrecht von Gortyn Verlag Schwabe, Basel (1973) ISBN 3-7965-1681-5
Adonis Vasilakis, Die große Inschrift des Gesetzeskodex von Gortyn. Verlag MYSTIS, Heraklion 2005 ISBN 960-88534-2-7
Link, St., „Wenn die einen teilen wollen, die anderen aber nicht…: zum Grossen Gesetz von Gortyn, col. 5, 28-54“ Göttinger Forum für Altertumswissenschaft 7 (2004)

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Αναγκαστικός εποικισμός της Κωνσταντινούπολης

Κωνσταντινούπολη 1450

Κατά την περίοδο της επέκτασης του οθωμανικού κράτους, οι σουλτάνοι εφάρμοζαν συστηματικά την πολιτική των εποικισμών με στόχο την επιτυχή ενσωμάτωση των νεοκατακτημένων περιοχών στις κρατικές και κοινωνικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εποικισμοί αυτοί αφορούσαν αφενός την εγκατάσταση μουσουλμανικού πληθυσμού σε μια νεοκατακτηθείσα περιοχή και αφετέρου την απομάκρυνση και το διασκορπισμό μέρους του εντόπιου πληθυσμού σε άλλες περιοχές – στόχος ήταν η διάσπαση της ενότητας και του συμπαγούς χαρακτήρα του ντόπιου πληθυσμού, που σε μια πρόσφατα κατακτηθείσα περιοχή δε θα ενέπνεε ασφάλεια ως προς τη νομιμοφροσύνη του. Εκτός αυτών, οι μετακινήσεις πληθυσμού αποσκοπούσαν και στην πληθυσμιακή αναζωογόνηση πόλεω
ν ή περιοχών που σε δεδομένη συγκυρία είχαν υποστεί μεγάλη μείωση του πληθυσμού τους. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η Κωνσταντινούπολη την επαύριο της τουρκικής κατάκτησης. Αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμού (sürgün) είχαν καταναγκαστικό χαρακτήρα, συνοδεύονταν όμως και από διευκολύνσεις, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις ή απόδοση γης, οικήματος κ.λπ. στους μετακινούμενους, ώστε να καταστεί ευκολότερη η εγκατάστασή τους στο νέο τόπο κατοικίας, ή υπήρχε και εθελοντική μετακίνηση. Η πληθυσμιακή ανόρθωση της οθωμανικής πλέον Κωνσταντινούπολης μετά την Άλωση πραγματοποιήθηκε εν πολλοίς μέσα από αυτή την πρακτική του εποικισμού.

Το πλαίσιο

Η επιδίωξη κατάληψης της βυζαντινής πρωτεύουσας από το Μωάμεθ τον Πορθητή ενείχε σημαντικές συμβολικές και πρακτικές διαστάσεις. Οι ιδέες του σουλτάνου για την πόλη και τη σημασία της είχαν διαμορφωθεί μέσα από ένα συνδυασμό γεωπολιτικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών παραμέτρων. Καταρχάς γινόταν αντιληπτή η θέση της Πόλης ως ανεξάρτητου θύλακα στο κεντρικότερο σημείο της οθωμανικής επικράτειας· εκτός των άλλων, η μη κατοχή της εμπόδιζε την άσκηση πλήρους ελέγχου στα Στενά και κατ’ επέκταση την εμπέδωση της οθωμανικής επιρροής στον Εύξεινο Πόντο. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη είχε σταδιακά αποκτήσει ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα και στην ισλαμική παράδοση, μέσα από την καθιέρωση του θρύλου της παρακαταθήκης του Προφήτη Μωάμεθ προς τους μελλοντικούς ηγέτες του ισλαμικού κόσμου για την κατάληψή της· επίσης, το ενδεχόμενο μουσουλμανικής κατάληψης της Κωνσταντινούπολης είχε συνδεθεί με τελεολογικές και εσχατολογικές προσμονές.1 Τέλος, ο σουλτάνος Μωάμεθ Πορθητής είχε διαποτιστεί και από τις ρωμαιοβυζαντινές ιδέες περί οικουμενικής μοναρχίας και ενστερνιζόταν το συμβολικό ρόλο της Κωνσταντινούπολης σε αυτές. Οι παραπάνω επιρροές καθιστούσαν την κατάληψη της πόλης και τη μεταφορά εκεί της οθωμανικής πρωτεύουσας βασική προτεραιότητα του σουλτάνου.

Οι περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η κατάληψη της πόλης κατέστησαν επιτακτική την πραγματοποίηση εκτεταμένου εποικισμού. Θέτοντας σε τόσο υψηλή προτεραιότητα την ανάγκη κατάληψης της πόλης, ο σουλτάνος επιθυμούσε να διατηρήσει αυτή τον πληθυσμό της, στοιχείο που θα επέτρεπε την άμεση ένταξή της στον ιστό του οθωμανικού αστικού πλέγματος και θα καθιστούσε ευκολότερη τη μεταφορά εκεί της σουλτανικής έδρας. Αυτή η επιδίωξη του σουλτάνου εξηγεί και τις προτάσεις του προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο για ειρηνική παράδοση της Πόλης, που συνοδεύονταν από γενναιόδωρες παραχωρήσεις, αφού, αν η πόλη καταλαμβανόταν διά της βίας, ο σουλτάνος δε θα μπορούσε να εμποδίσει τον εξανδραποδισμό των κατοίκων από τους στρατιώτες του. Στόχος βέβαια του σουλτάνου δεν ήταν η διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως χριστιανικής πόλης, αλλά και η ανάδειξή της σε ισλαμικό κέντρο, παρά τη σχετικά «κοσμοπολιτική» ιδιοσυγκρασία της, όπως άλλωστε συνέβαινε και με άλλες σημαντικές πόλεις που περιέρχονταν υπό την οθωμανική εξουσία.2 Σε αυτή την περίπτωση θα απαιτούνταν ένας πιο περιορισμένης κλίμακας εποικισμός μουσουλμανικού κυρίως πληθυσμού. Ο τρόπος όμως που εξελίχθηκαν τα γεγονότα τελικά κατέληξε στη βίαιη άλωση της πόλης και στον εξανδραποδισμό των κατοίκων, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τους στρατιώτες σε διάφορα μέρη προκειμένου να πωληθούν. Έτσι η ανασυγκρότηση της πόλης, έως ότου αυτή αποκτούσε την πρέπουσα εικόνα της νέας οθωμανικής πρωτεύουσας, θα εξελισσόταν σε μία πολύχρονη υπόθεση και θα απαιτούσε εκτεταμένες μετοικήσεις.

Γενικό πλαίσιο του εποικισμού της Κωνσταντινούπολης

Αρχής γενομένης από την άλωση του 1204 και καθ’ όλη την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δε διατηρούσε τα πληθυσμιακά μεγέθη του παρελθόντος που την καθιστούσαν μία μοναδική μεγαλούπολη για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού και του μεσογειακού κόσμου. Ο πληθυσμός της μάλιστα γνώριζε συνεχή σταδιακή συρρίκνωση λόγω αποχωρήσεων αλλά και λόγω της επίδρασης των επιδημιών από την εποχή του «μαύρου θανάτου» (1347) και εξής. Ο εκτεταμένος χώρος που καλυπτόταν από τα θεοδοσιανά τείχη ουδέποτε είχε πυκνοκατοικηθεί στο σύνολό του, όμως κατά την τελευταία περίοδο της βυζαντινής ιστορίας η πόλη ήταν τόσο αραιοκατοικημένη, ώστε οι 13 regiones της περισσότερο αποτελούσαν ένα πλέγμα διακριτών οικισμών παρά έναν ενιαίο οικιστικό χώρο. Πάντως, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης παρέμενε συγκριτικά υψηλός για τα δεδομένα της εποχής.3

Αυτή ήταν η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης από πλευράς πληθυσμιακής ευρωστίας, όταν η βίαιη κατάληψή της την 29η Μαΐου 1453 είχε αποτέλεσμα τον εξανδραποδισμό του συνόλου των κατοίκων και τη μεταφορά των περισσότερων εκτός αυτής. Οι προσπάθειες του σουλτάνου για την αναζωογόνηση της πόλης αλλά και την απόδοση σε αυτήν των χαρακτηριστικών μιας ισλαμικής πρωτεύουσας ξεκίνησαν την επαύριο της Άλωσης και περιλάμβαναν ενέργειες όπως ο διορισμός διοικητή (subaşı) – παραδίδεται ότι αρχικά είχε επιλεγεί ο Λουκάς Νοταράς, αλλά φαίνεται πως ο σουλτάνος αναθεώρησε αμέσως αυτή τη σκέψη του και τοποθέτησε Τούρκο διοικητή, ενώ ο Νοταράς εκτελέστηκε. Άλλες ενέργειες ήταν η εγκατάσταση φρουράς, η μετατροπή του σημαντικότερου ναού, της Αγίας Σοφίας, όπως και πολλών άλλων σε τζαμιά, η ανέγερση ανακτόρων, η έναρξη εποικισμού, αλλά και ο διορισμός Πατριάρχη, του Γενναδίου, που εξαρχής εγκαταστάθηκε στην πόλη, ως θρησκευτικού ηγέτη του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού. Η προσπάθεια για ανασυγκρότηση της πόλης διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα και ο σουλτάνος δε μετέφερε οριστικά την έδρα του εκεί από την Αδριανούπολη παρά μόνο αρκετά χρόνια μετά την Άλωση.4

Σε ό,τι αφορά τους εποικισμούς, που συνιστούν και την κυριότερη όψη της ανασυγκρότησης της πόλης, αυτοί εξελίσσονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ Πορθητή (1451-1481) και προς το τέλος αυτής είχαν αποδώσει θεαματικά αποτελέσματα, αφού η πόλη παρουσίαζε πολύ πιο εύρωστα πληθυσμιακά μεγέθη σε σύγκριση με την κατάσταση πριν από την Άλωση. Σε απογραφικό κατάστιχο του 1477 καταγράφονται 14.803 νοικοκυριά, που αντιστοιχούν χονδρικά σε πληθυσμό της τάξης των 70.000 με 75.000 κατά προσέγγιση, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μουσουλμάνοι. Αναλυτικά, η κατανομή του πληθυσμού της πόλης το 1477 είχε ως εξής:

Εθνοθρησκευτική ομάδα   -   Αριθμός νοικοκυριών

Μουσουλμάνοι                      8.951

Ορθόδοξοι χριστιανοί            3.151

Εβραίοι                                1.647

Καφφαίοι (πιθανώς εννοούνται Ιταλοί)  267

Αρμένιοι                                372

Καραμανλήδες ορθόδοξοι και Αρμένιοι  384

Τσιγγάνοι                              31

Σύνολο  14.8035

Οι μετακινήσεις πληθυσμού προς την Κωνσταντινούπολη συντέλεσαν στο μέγιστο βαθμό στην ιδιαίτερη ένταση που έλαβε το φαινόμενο των αναγκαστικών εποικισμών κατά την περίοδο αυτή, αφού ούτως ή άλλως ανάλογες μετακινήσεις υφίσταντο και στο πλαίσιο της αντίστοιχης αναζωογόνησης άλλων σημαντικών πόλεων, όπως η Θεσσαλονίκη, που επίσης είχε απωλέσει τον πληθυσμό της κατά την άλωση του 1430, ή σε περιπτώσεις πόλεων και περιοχών που πολιτικοί λόγοι επέβαλαν την τροποποίηση της πληθυσμιακής τους σύνθεσης.

Επιμέρους περιπτώσεις μετακινήσεων προς την Κωνσταντινούπολη

Τα πρώτα μέτρα του Μωάμεθ Πορθητή για την πληθυσμιακή ανασυγκρότηση της Κωνσταντινούπολης ελήφθησαν αμέσως μετά την Άλωση και αφορούσαν την εξαγορά μέρους των αιχμαλώτων από τον ίδιο, οι οποίοι αφέθηκαν να παραμείνουν στην πόλη, ενώ αντίστοιχη προσπάθεια έγινε και για αιχμαλώτους που εξαγοράστηκαν με ίδια μέσα.6 Παράλληλα εκδόθηκε διάταγμα που επέβαλλε τη μεταφορά πληθυσμού, μουσουλμανικού, χριστιανικού και εβραϊκού, από άλλες πόλεις της οθωμανικής επικράτειας.7 Οι πηγές δε δίνουν πληροφορίες για αυτό το πρώτο κύμα μετοίκησης, και επιμέρους όψεις του τεκμαίρονται μάλλον έμμεσα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι εβραϊκοί πληθυσμοί των βαλκανικών πόλεων που βρίσκονταν ήδη υπό την οθωμανική εξουσία. Η μη καταγραφή τους σε φορολογικά κατάστιχα του 15ου αιώνα που αφορούν τις πόλεις αυτές, ορισμένα εκ των οποίων ανήκουν σε πολύ πρώιμες και κοντινές στο χρόνο της Άλωσης χρονολογίες, π.χ. 1455, δείχνει ότι η μετακίνησή τους είχε ήδη συντελεστεί (όπως ο εβραϊκός πληθυσμός των Σερρών ή των Τρικάλων). Η μετέπειτα καταγραφή των εβραϊκών κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης του 16ου αιώνα με αναφορά στον τόπο καταγωγής τους φανερώνει ότι περίπου το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού των Βαλκανίων της Ύστερης Μεσαιωνικής εποχής είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη.

Στη συνέχεια, οι αναφορές των πηγών αφορούν τις περιπτώσεις μετακίνησης πληθυσμού από νεοκατακτημένες πόλεις, οπότε συνήθως πρόκειται για χριστιανικό πληθυσμό, αλλά και για μουσουλμάνους (στην περίπτωση του Καραμάν). Σε αυτή την περίπτωση η μετακίνηση εξυπηρετεί το διπλό στόχο αφενός της πληθυσμιακής ενίσχυσης της Κωνσταντινούπολης αφετέρου της επέμβασης στη σύνθεση του πληθυσμού της νεοκατακτηθείσας περιοχής, ώστε να επιτευχθεί η ασφαλής ενσωμάτωσή της στο οθωμανικό κράτος (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τραπεζούντα, όπου στη θέση των απομακρυσθέντων εγκαθίστανται μουσουλμάνοι από άλλες πόλεις της Ανατολίας). Οι μετακινήσεις αυτές αφορούσαν κυρίως αστικό πληθυσμό που ασκούσε βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες, ώστε η παρουσία τους να συμβάλει άμεσα στην αναζωογόνηση της οικονομίας της πόλης.

Γνωστές περιπτώσεις μετακίνησης πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από νέες κατακτήσεις συνιστούν η Αίνος (1455), η Παλαιά και Νέα Φώκαια (1456),8 η Άμαστρις (1458),9 η Πελοπόννησος (1460),10 η Τραπεζούντα (1461, όπου σε αυτούς που υποχρεώνονται να μετοικήσουν περιλαμβάνεται το σύνολο των ευγενών και αξιωματούχων που θα στελέχωναν σουλτανικές υπηρεσίες), η Μυτιλήνη (1462),11 οι πόλεις του Καραμάν (1468, όπου η μετακίνηση αφορούσε κυρίως μουσουλμάνους· οι οθωμανικές πηγές αναφέρουν ότι αυτό το μέτρο επιβλήθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα),12 ο Κάφφας (1475, η μετακίνηση αφορά μάλλον Ιταλούς). Η μετακίνηση αιχμαλώτων από τη Σερβία και την Ουγγαρία, αλλά και Βουλγάρων, που επίσης μνημονεύεται στις αναφορές των πηγών, αφορούσε αγροτικούς πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στα αγροτικά περίχωρα της πόλης, τα οποία είχαν επίσης εγκαταλειφθεί κατά την πολιορκία του 1453.13

Τα δεδομένα του 1477 δείχνουν ότι σε διάστημα μιας εικοσαετίας το πρόγραμμα εποικισμού οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής, αν και ο πληθυσμός της πόλης απείχε ακόμη από τα εντυπωσιακά μεγέθη που θα αποκτούσε κατά τον επόμενο αιώνα. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν επίσης το εύρος του εποικιστικού προγράμματος και τα υψηλά επίπεδα κινητικότητας του πληθυσμού κατά την εποχή αυτή, δεδομένου ότι οι εποικισμοί δεν αφορούσαν μόνο την Κωνσταντινούπολη. Ο εποικισμός της πόλης κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσω των αναγκαστικών μετακινήσεων· είναι μάλιστα ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετακινήθηκαν, δεδομένου ότι τα σχετικά με τις μεταφορές μουσουλμανικού πληθυσμού δε μνημονεύονται ιδιαίτερα στις πηγές.

1. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 84-85.

2.  Lowry, H., “From Lesser Wars to the Mightiest War: The Ottoman Conquest and Transformation of Byzantine Urban Centers in the Fifteenth Century”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry, H.W. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), σελ. 323-338. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Τραπεζούντας. Δεδομένου ότι η πόλη παραδόθηκε χωρίς μάχη, βάσει του ισλαμικού δικαίου αλλά και της συνήθους οθωμανικής πρακτικής ο πληθυσμός της θα μπορούσε να παραμείνει με ασφάλεια στην πόλη. Όμως, οι ανάγκες ασφαλούς ενσωμάτωσης της πόλης στο οθωμανικό σύστημα, αλλά και η πάγια οθωμανική επιδίωξη της απόδοσης ισλαμικών χαρακτηριστικών στις νεοπροσαρτηθείσες σημαντικές πόλεις, συντέλεσαν στη μεταφορά μεγάλου μέρους του ντόπιου πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη και στην αντικατάστασή τους από μουσουλμάνους εποίκους προερχόμενους από άλλες πόλεις της Ανατολίας. Για την Τραπεζούντα, βλ.  Lowry, H.W., Trabzon Şehrinin Islâmlaşma ve Türkleşmesi, 1461-1583 (Istanbul 1998).

3. Jacoby, D., “La population de Constantinople à l’époque byzantine: Un problème de démographie urbaine”, Byzantion 31 (1961), σελ. 81-109.

4. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 102-104.

5. Βλ. Encyclopedia of Islam IV (Leiden 1978), σελ. 238, βλ. λ. “Istanbul” (H. Inalcik).

6. Κριτόβουλος I 73.4.

7. Δούκας XLII 42· Κριτόβουλος ΙΙ 1.

8. Δούκας XLIV 44· Κριτόβουλος ΙΙΙ 17.4.

9. Κριτόβουλος ΙΙΙ 11.2.

10. Κριτόβουλος ΙΙΙ 11.

11. Κριτόβουλος IV 12.9.

12. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 272.

13. Δούκας XLII 42· Κριτόβουλος ΙΙ 22.


Συγγραφή : Μουστάκας Κωνσταντίνος (5/2/2008)

Forced migration (sürgün) in Constantinople after the Ottoman conquest
Συγγραφή : Moustakas Konstantinos (5/2/2008)
Μετάφραση : Tsokanis Anna
Για παραπομπή: Moustakas Konstantinos, "Forced migration (sürgün) in Constantinople after the Ottoman conquest",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
Αναγκαστικός εποικισμός της Κωνσταντινούπολης (16/12/2009 v.1) Forced migration (sürgün) in Constantinople after the Ottoman conquest (26/4/2011 v.1)

1. Introduction

During the period of expansion for the Ottoman state, the sultans systematically implemented the forced migration policy (sürgün), in order to successfully incorporate the newly-conquered areas within the governmental and social framework of the Ottoman Empire. These migrations involved both the introduction of Muslims to newly-conquered areas, as well as the depopulation and dispersal of part of the indigenous population to other areas – aiming to fracture the unity and compact ties of the local population, which in a newly-acquired area could raise questions with regard to its loyalty to the sultan. Besides that, the translocation of people also intended to repopulate and revive cities or areas that at one point had suffered a significant decrease of population. That was the case with Constantinople (Istanbul) right after the Ottoman conquest. These migrations (sürgün) were forced, but accompanied by benefits as well, such as tax reductions or the attribution of land or lodging to the new inhabitants, in order to facilitate their settlement at their new residence; voluntary migrations also took place. However, the repopulation of Ottoman Constantinople after the Fall was mainly achieved through the practice of forced migrations.

2. Framework

Mehmed’s intent to conquer the Byzantine capital involved important symbolic, as well as practical aspects. The sultan nurtured ideas for the city and its significance, which had been shaped within a certain geopolitical, ideological and cultural context. Firstly, Constantinople itself was perceived as an independent pocket, which lay at the most central part of the Ottoman Empire; moreover, non-occupation of Constantinople meant that complete control over the Straits would be obstructed and, consequently, so would the consolidation of Ottoman power in the Black Sea. Furthermore, Constantinople had gradually acquired a special symbolic status within the Islamic tradition as well, through the establishment of the legend of Prophet Muhammad, according to which he had guaranteed the future leaders of the Islamic world its conquest. Moreover, the potential occupation of Constantinople by Muslims was associated with teleological and eschatological aspirations.1 Lastly, Mehmed II the Conqueror himself was imbued with the Romeo-Byzantine ideas of ecumenical monarchy and embraced the symbolical part Constantinople occupied in those ideas. All these ideas constituted the conquest of the city and the transfer there of the Ottoman capital as the sultan’s top priority.

The circumstances, under which the city was conquered, constituted extended forced migrations necessary. By putting the conquest of the city in such high a priority the sultan wanted to preserve its population, in order to immediately incorporate it to the Ottoman urban plexus, thus constituting the transfer of the Ottoman capital there easier. This intention on behalf of the Sultan justifies his proposal to Constantine XI Palaiologos to peacefully surrender Constantinople to him, a proposal accompanied by generous concessions, since if the city was violently conquered the sultan would not be able to stop his soldiers from enslaving its inhabitants. The sultan’s goal, of course, was not to preserve Constantinople as a Christian city, but to transform it into an Islamic centre, despite its “cosmopolitan” character; the same had happened to other significant cities yielding to Ottoman power.2 In that case, a less extensive translocation of, mostly, non-Muslim population would be necessary. The way the events progressed, however, led to the violent occupation of the city and, consequently, the enslavement of its inhabitants, who were transferred by soldiers to various locations to be sold. So, the city’s revival, until it gradually morphed into a new Ottoman capital, would turn into a time-consuming procedure and would demand extended migrations.

3. General framework of forced migration to Constantinople

From the Fall of 1204 onwards and during the whole Late Byzantine Period, the capital of the empire did not preserve such high figures of population as in the past, figures which constituted it a unique cosmopolis within the context of the contemporary European and Mediterranean world. In fact, its population was gradually decreasing due to emigration and the effect of epidemics since the time of the “Black Death” (1347) onwards. The vast ground covered by the Theodosian Walls was never densely-populated, during the last period of Byzantine history; however, the city was so sparsely inhabited that its 13 regions constituted more of a plexus of distinct settlements rather than an integrated residential area. Still, the population of Constantinople remained relevantly high given the period.3

These were the conditions in Constantinople with regard to its population, when the violent conquest of the city on May 29th, 1453 resulted in the enslavement of all its inhabitants and the transfer of their majority elsewhere. Shortly after the Fall, the sultan began his efforts to revive the city and create characteristics of an Islamic capital for it; within that context, he proceeded to steps, such as the appointment of a governor (subaşı) – it is said that the initial choice was Loukas Notaras, but it appears that the Sultan immediately reconsidered and selected a Turk as governor, while Notaras was executed. Other steps included the institution of a guard, the transformation of the most significant church, the Hagia Sophia, as well as other churches, into mosques, the construction of palaces, the introduction of forced migrations, but also the appointment of a Patriarch; the new Patriarch was Gennadios, who settled in the city from the beginning as the religious leader of the Christian Orthodox population. The efforts to revive Constantinople were quite time-consuming and the sultan did not permanently transfer his capital there from Adrianople (Edirne) until after many years after the Fall.4

With regard to the forced migrations, which constitute the main aspect of the attempts to revive the city, they continued for the duration of the reign of Mehmed II the Conqueror (1451-1481); in fact, towards the end of the reign they yielded impressive results, since the population of Constantinople was greater than before the Fall. In a 1477 census archive 14,803 households were registered, roughly representing an approximate population of 70,000 or 75,000, the majority being Muslim. In detail, the distribution of population in 1477 was as follows:


Ethnic/religious group

Number of households

Muslims

8.951

Orthodox Christians

3.151

Jews

1.647

Kaffians (probably referring to Italians)

267

Armenians

372

Orthodox and Armenian Karamanli

384

Gypsies

31

Total

14.8035

The translocation of residents to Constantinople greatly contributed to the extent of the forced migrations phenomenon during this period, since the same practice was applied within the context of respective attempts to revive other significant cities like Thessaloniki, which had also suffered a population decrease after the 1430 Fall, or in cases of cities where political reasons dictated alterations in the composition of the population.

4. Individual cases of migrations to Constantinople

Mehmed II the Conqueror took the first measures for the revival of Constantinople in population directly after the Fall with regard to ransoming himself some of the prisoners. They were released and allowed to stay in town, while respective attempts were made for prisoners ransomed by their own means.6 At the same time, an edict was issued dictating the transfer of Muslim, Christian and Jewish population from other areas of the Ottoman Empire.7 Contemporary sources do not offer any information for this first migration wave, so its different aspects are rather indirectly assumed. Characteristic is the case of Jews from Balkan cities that were already under Ottoman rule. The fact that they are not recorded in 15th century tax catalogues from these Balkan cities, some of the catalogues dating close to the time of the Fall – i.e. 1455, indicates that they had already been transferred (as were, for example, the Jews of Serres or Trikala). A later record of the Jewish communities of Constantinople from the 16th century, which includes place of origin, manifests that the Balkan Jewish population of the Late Middle Ages had been translocated to Constantinople almost en masse.

Moreover, data from the sources refer to cases of migrations from newly-conquered cities; consequently, most of these cases involve Christian population, but also Muslims (as in the case of Karaman). In these instances, the translocations had a double purpose: on one hand to reinforce Constantinople population-wise and on the other to alter the composition of the population in the newly-acquired area, in order to smoothly incorporate it to the Ottoman state (characteristic is the example of Trabzon, where in the place of those who were transferred, Muslims from other areas of Anatolia were settled). These translocations mainly regarded urban population with artisan and mercantile skills; their presence aimed to contribute to the city’s financial revival.

Well-known cases of forced migrations to Constantinople after new conquests were Ainos (1455), Old Phokaia (Old Phocaea) and Nea Phokaia (New Phocaea) (1456),8Amastris (1458)9, the Peloponnese10, Trabzon (1461, where those forced to migrate included all of the nobles and officials who were to staff the ottoman administration), Mytilini (1462),11 the cities of Karaman (1468, where the translocations mainly regarded Muslims; Ottoman sources record that in this case the measure was brutally enforced)12 and Kaffa (1475, the transfer probably regarded Italian population). The transfer of prisoners from Serbia, Hungary and Bulgaria referred to in records regarded rural population that settled in the agricultural outskirts of Constantinople, which had been also abandoned during the 1453 siege.13

Data from 1477 indicate that within 20 years, the forced migrations program had lead to a great increase in population for the time, although the total number of inhabitants did not come close to the impressive figures it would reach the following century. The data also manifest the extent of the migration program, as well as the high levels of mobility for the people of the time, provided that the migrations were not only focused on Constantinople. The repopulation of the city was chiefly achieved through forced migrations; rather impressive is the number of Muslims being translocated, despite the fact that these transfers were not extensively recorded.

1. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), pp. 84-85.

2. Lowry, H., “From Lesser Wars to the Mightiest War: The Ottoman Conquest and Transformation of Byzantine Urban Centers in the Fifteenth Century”, in Bryer, A.A.M. – Lowry, H.W. (ed.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), pp. 323-338. The example of Trabzon is characteristic. Since the city surrendered without a fight, by right of Islamic law and standard Ottoman custom its population could have remained safely in town. However, the need to securely incorporate the city within the Ottoman system, as well as the Ottoman practice of attributing Islamic characteristics to newly-annexed important cities, resulted in the transportation of a significant part of the local population to Constantinople and their replacement with Muslim colonists from other cities of Anatolia. For Trabzon, see Lowry, H.W., Trabzon Şehrinin Islâmlaşma ve Türkleşmesi, 1461-1583 (Istanbul 1998).

3. Jacoby, D., “La population de Constantinople à l’époque byzantine: Un problème de démographie urbaine”, Byzantion 31 (1961), pp. 81-109.

4. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), pp. 102-104.

5. See Encyclopedia of Islam IV (Leiden 1978), p. 238, see entry “Istanbul” (H. Inalcik).

6. Κριτόβουλος I 73.4.

7. Doukas XLII 42; Kritovoulos ΙΙ 1.

8. Doukas XLIV 44; Kritovoulos ΙΙΙ 17.4.

9. Kritovoulos ΙΙΙ 11.2.

10. Kritovoulos ΙΙΙ 11.

11. Kritovoulos IV 12.9.

12. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), p. 272.

13. Doukas XLII 42; Kritovoulos ΙΙ 22.


Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ναύπλιον – Ετυμολογία του Ονόματος



Α΄ Ονοματολογικά.
 Η ονομασία της πόλεως κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν Ναυπλία και απαντάται στην αρχαία Γραμματεία κατά πρώτον στον Ηρόδοτο στη φράση «Ναυπλίη χώρη». Γράφει ο Ηρόδοτος: «Μετά δε ταύτα εξαναχωρήσας (ο Κλεομένης) την στρατίην κατήγαγε ες Θυρέην, σφραγησάμενος δε τη θαλάσση ταύρον πλοίοισι σφέας ήγαγεν ες τε την Τιρυνθίην χώρην και Ναυπλίην = Μετά από αυτά, έφυγε ο Κλεομένης και οδήγησε τον στρατόν του στην Θυρέα κι αφού απέκλεισε την θάλασσα με πλοία μετέφερε τους δικούς του στην περιοχή της Τίρυνθας και της Ναυπλίας» (VI 76).

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.
Τύπος ονόματος na-u-pi-ri-jo στη Γραμμική Γραφή Β ταυτίζεται από ορισμένους γλωσσολόγους με το όνομα Ναύπλιος. Γενικότερη όμως παραδοχή της εκτιμήσεως αυτής δεν υπάρχει στους ειδικούς. Ίσως νεώτερες πινακίδες, πού κατά καιρούς ανευρίσκονται, να λύσουν το πρόβλημα. Έτσι παραμένομε στον Ηρόδοτο, ως πρώτη μνεία του ονόματος.

Το εθνικό όνομα, αυτό δηλαδή πού δηλώνει τον κάτοικο της πόλεως, το συναντούμε μεταγενεστέρως στον Στράβωνα (VIII, p. 374) και έχει τον τύπο Ναυπλιεύς / Ναυπλιείς.

Το κτητικό επίθετο έχει τους τύπους Ναύπλιος και Ναυπλίειος και απαντάται συχνά στον Ευριπίδη. Λέγει ο αρχαίος τραγωδός: Ναυπλίη χθών = γη του Ναυπλίου (Ορέστης, σ. 369), Ναύπλιοι λιμένες = λιμάνια του Ναυπλίου (Ελένη, σ. 453), Ναύπλιαι ακταί (Ελέ­νη, σ. 1586) και Ναυπλίειος λιμήν (Ορέστης, σ. 54). Η πόλις με τα ονόματα Ναύπλιον και Ανάπλιον-Ανάπλιν – Ανάπλι εμφανίζεται κατά πρώτον στα υστεροβυζαντινά χρόνια:

Συγκεκριμένα το όνομα Ναύπλιον αναφέρεται κατά πρώτον από τον Βυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό, πού έγραψε γύρω στα 1100 μ.Χ., στο έργο του Σύνοψις Ιστοριών:
«στρατηγούντος έν Ναυπλίω Νικηφόρου Πατρικίου = όταν στρατηγός στο Ναύπλιο ήταν ο Ν. Π.» (Migne, τ. 122 II 499, σ. 232).

Το όνομα επισημαίνεται και πά­λιν σε υπόμνημα του επισκόπου Ναυπλίου και Άργους Λέοντος συνταχθέν κατά το έτος 1144 μ.Χ. Ακολούθως το συναντούμε στους ιστορικούς Μιχαήλ Χωνιάτη Ακομινάτο και Νικήτα Χωνιάτη Ακομινάτο πού έγραψαν γύρω στο 1200 μ.Χ. Λέγει ο Μιχαήλ σε επιστολή του προς τον ανεψιό του Γεώργιο Σεβαστόν: «Οι μεν φασιν εκ των παρακρήμνων Ναυπλίου σκοπέ­λων…= Άλλοι μεν λέγουν από τα απόκρημνα βράχια του Ναυπλίου». Και ο Νικήτας: «Ο δε Σγουρός ούτος εκ Ναυπλίου γεγενημένος…» (Χρονική Διήγησις, σ. 800).

Τον τύπον αυτόν του ονόματος θα τον συναντήσωμε ακολούθως στους Ιστορικούς της αλώσεως Γεώργιο Σφραντζή και Λαόνικο Χαλκοκον­δύλη. Ο Σφραντζής γράφει: «Και εν Ναυπλίω τον πλείονα καιρόν διέτριβε» (Χρονικόν, Migne, τ. 156 IV 407, σ. 983). Και ο Χαλκοκονδύλης: «Ην δε ο νεανίας Πριάμου παις, του Ναύπλιον επιτετραμένου παρά Ουενετών = Ήταν δε ο νέος αυτός γυιός του Πριάμου, αυτόν που οι Βενετοί είχαν τοποθετήσει στο Ναύπλιον» (Απόδειξις Ιστοριών, Migne τ. 159 IX 241, σ. 445).

Το όνομα Ανάπλιον, και απλοποιημένο Ανάπλιν και Ανάπλι, εμφανίζεται κατά πρώτον στο Βυζαντινό ιστορικό και λόγιο Γεώργιο Παχυμέρη (1242-1310;), ο οποίος στο έργο του Μιχαήλ Παλαιολόγος, γράφει: «τα κατά την Πελοπόννησον ταύτα, Μονεμβασίαν, Μαΐνην, Ιεράκιον, Μυζηθράν (Ανάπλιον δε και Άργος εν Αμφιβόλοις ετίθει = Το Ναύπλιον και το Άργος ανέθεσε στους Αμφιβόλους)» (Migne τ. 143 I 88, σ. 523).

Την ίδια εποχή (περ. 1300 μ.Χ.) το μνημονεύει ο συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως. Ο τύπος αναγράφεται και στις τρεις παραλλαγές. Δηλαδή μορφή Ανάπλιον (στ. 1587 και 2766), μορφή Ανάπλιν (στ. 2085) και Ανάπλι (στ. 2871) (Έκδ. J. Schmidt, Methuen, London 1904).

Και πάλιν μεταγενεστέρως συναντάται στον Γεώργιο Σφραντζή στη μορφή Ανάπλιν: «και πάλιν ευρίσκετο εις τε τον δεσπότην κύρ Δημήτριον και εις το Ανάπλιν, τον πλείονα καιρόν» (Χρονικόν Μικρόν, Migne τ. 156 υξ’, σ. 1070). Και πάλι θα το συναντήσομε στον Δωρόθεο Μονεμβασίας στο έργο του Χρονογράφος (γύρω στο 1600 μ.Χ.).

Ναύπλιος ο Νεώτερος
 Β’ Ετυμολογικά. Η ετυμολογία της λέξεως Ναυπλία είναι διαφα­νής. Δηλαδή η λέξις παράγεται εκ του ναύς + πλέω. Ο Στράβων εξηγεί την ετυμολογία της λέξεως ως εξής: «το δ’ έτυμον από του ταις ναυσίν προσπλείσθαι = την ετυμολογία της λέξης ερμηνεύει από τα πλοία» (VIII, p. 368). Υπήρχε όμως και η θέσις ότι το όνομα της πόλεως ωφείλετο στον Ναύπλιο, υιόν του Ποσειδώνος και της Δαναΐδος Αμυμώνης.

Ο Ναύπλιος υπήρξε ο θεμελιωτής και πρώτος οικιστής της πόλεως αυτής. Γράφει ο Παυσανίας: «οικιστής δε εγένετο αυτής Ναύπλιος Πο­σειδώνος λεγόμενος και Αμυμώνης είναι = αυτός που έχτισε την πόλη ήταν ο Ναύπλιος ο οποίος κατά την παράδοση ήταν γυιός του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης» (II 38 2).

Ο Παυσανίας δηλαδή θεωρεί το όνομα κυριώνυμο. Ας σημειωθή ότι η τάσις αυτή, του να αναζητούνται δηλαδή για τα τοπωνύμια πρώτοι οικιστές, είναι αρκετά διαδεδομένη στους αρχαίους χρόνους. Την άποψη όμως αυτή απορρίπτει ο γεωγράφος Στράβων ισχυριζόμενος ότι προηγείται το όνομα της πόλεως, ενώ το όνομα Ναύπλιος είναι νεώτερο δημιούργημα: «Από τούτου (του ετύμου) δε πεπλάσθαι φασί τον Ναύπλιον και τους παίδας αυτού παρά τοις νεωτέροις = Λέγεται δε ότι οι μεταγενέστεροι ξεκινώντας από την ονομασία αυτή ( της πόλης) δημιούργησαν το Κύριο όνομα που έδωσαν στον Ναύπλιο και τους απογόνους του». Και συνεχίζει αιτιολογών τη θέσιν του: «Ου γαρ Όμηρων αμνημονήσαι αν τούτων = Γιατί ο Όμηρος δεν θα μπορούσε να τους ξεχάσει» (VIII, p. 368).

Ο Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος  αιώνας μ.Χ.) υιοθετεί αυτή τη θέση: «Ναυπλία, πόλις Άργους. Στράβων ογδόη «από του ταις ναυσί προσπλείσθαι». Οι οικούντες Ναυπλιείς, ως Στράβων» (s.v. Ναυπλία). Αντιθέτως ο αρχαίος σχολιαστής του Ευριπίδη υιοθετεί τη θέσιν του Παυσανία: «Ναύπλιος γαρ Αργείος ανήρ, ναυτικής εμπειρίας έμπειρος… ότι εν λιμένι διέτριβε, εκ τούτου ομώνυμος αύτω ο λιμήν» (Σχόλιο στο στίχο 472 του Ορέστη).

Το ότι ο Ναύπλιος ήταν δεινός θαλασσοπόρος μαρτυρείται και από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο: «Ναύπλιον, ος περί πάντας εκαίνυτο ναυτιλίησιν = ο Ναύπλιος ο οποίος εξουσίαζε τους πάντες με τον στόλο του( τη ναυτική δύναμη)» (Αργοναυτικά, στ. 138).

Το λεξικό της Σούδας αναφέρεται στη σιγή του Ομήρου, πού μνημο­νεύει ο Στράβων, και δίδει μία ερμηνεία: «Τα δε ποιήματα αυτού ηφανίσθη υπό των Αγαμέμνονος απογόνων δια βασκανίαν. Υπολαμβάνω δε και τον ποιητήν Όμηρον αυτό τούτο πεπονθέναι, και μηδεμίαν του ανδρός μνήμην ποιήσασθαι = τα έργα αυτού χάθηκαν ( ξεχάστηκαν) από τους απογόνους του Αγαμέμνονα για λόγους αντιζηλίας. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι και ο ποιητής Όμηρος αυτό έπαθε και δεν μνημονεύει τον άνδρα πουθενά» (δηλ. του Παλαμήδη) (λ. Παλαμήδης).


Παλαμήδης
Ο Παλαμήδης, ως γνω­στόν, μετέσχε του Τρωικού Πολέμου και είχε οικτρό τέλος από τέχνασμα του Οδυσσέα. Ήταν γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης. Ο εδώ αναφερόμενος Ναύπλιος ήταν πέμπτος απόγονος του πρώτου Ναυπλίου.

Το όνομα Ναύπλιον είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του κτητικού επιθέτου Ναύπλιος, το οποίο, ως ήδη ελέχθη, θεωρείται παράγωγο του ονόματος Ναυπλία. Το εθνικό όνομα του τύπου αυτού είναι Ναυπλιώτης / Ναυπλιώτισσα και το κτητικό Ναυπλιακός και Ναυπλιώτικος.

Το όνομα Ανάπλιον παράγεται από το πρόθεμα (προτακτικό φωνήεν) α + Ναύπλιον, με απλοποίησιν του συμφωνικού συμπλέγματος fpl στο δεύ­τερο συνθετικό. Εθνικό όνομα του τύπου αυτού είναι Aναπλιώτης και Αναπλιώτισσα και το κτητικό Αναπλιώτικος.

Ας σημειωθή ότι η πόλις ως πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος επί πενταετίαν (1829-1834) καταγράφεται και ως Ανάπλιον, ονομασία πού μέχρι σήμερα διατηρείται σε χρήσιν λαϊκή και λογοτεχνική. Το πρόθεμα α στη λέξι Ανάπλιον αναπτύχθηκε χάριν ευφωνίας και απλοποιήσεως. Τούτο, ως γνωστόν, συνέβη και σε άλλα τοπωνύμια, όπως Ναύπακτος – Έπαχτος κ.λπ. Το προτακτικό φωνήεν είναι συνηθέστερο στην ποιητική γλώσσα και συνήθως δεν διαφοροποιεί τη σημασία της λέξεως. Έτσι ο τσιγγάνος λέγεται και Ατσίγγανος, η βδέλλα και αβδέλλα, η σκιά και ίσκιος, η μασχάλη και αμασχάλη, κ.λπ.

Συμπερασματικά, κατά την πιθανότερη θέσιν, η Ναυπλία είναι ή το πρώτον υπάρξασα λέξις και παράγεται εκ του ναύς + πλέω. Δηλώνει δε τον τόπο στον οποίο προσωρμίζοντο τα πλοία των χρόνων εκείνων, εύρι­σκαν δηλ. καλό αραξοβόλι.



 Αθανάσιος Βερτσέτης                                             

Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών                                            

Σταυρούλα Πετράκη – Βερτσέρη

Σχολική Σύμβουλος

* Η μετάφραση των αποσπασμάτων από τα αρχαία,  έγινε από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Ναύπλιο 18-20 Φεβρουαρίου 2005, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι, 2006.
Επισκεφτείτε το εξαιρετικό site της Αργολικής Βιβλιοθήκης 

Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Αρχαία Τίρυνθα


Τα «κυκλώπεια» τείχη της Τίρυνθας σηματοδοτούν μεγαλόπρεπα ένα χώρο που κατοικήθηκε αδιάλειπτα για πολλούς αιώνες στην αρχαιότητα. Είκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Μυκηνών, σ’ ένα χαμηλό λόφο με δύο εξάρματα, μόλις 26 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η αρχαία Τίρυνθα είναι μία φυσικά οχυρή θέση και ελέγχει μια μεγάλη έκταση της πεδιάδας καθώς και σημαντικές διαβάσεις προς το Άργος και τις Μυκήνες, το Ναύπλιο και την Επίδαυρο. Τα τείχη της που κατασκευάστηκαν από μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους προκάλεσαν ήδη στην αρχαιότητα το θαυμασμό και την απορία. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος πως τα έκτισαν οι Κύκλωπες, γίγαντες από τη Λυκία, για χάρη του ιδρυτή της Τίρυνθας, Αργείου πρίγκιπα Προίτου.
Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelm Dörpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Müller. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jörg Schäfer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Τα συμπεράσματα των ανασκαφών αυτών αφήνουν να διαγραφεί μια σαφής εικόνα της εξέλιξης της αρχαίας Τίρυνθας. 


Η Τίρυνθα κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεολιθική εποχή (7η-4η χιλιετία π.Χ.), όπως μαρτυρούν τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα που προήλθαν από τα βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα, και παρέμεινε αδιάλειπτα σε χρήση μέχρι την εποχή που ιδρύθηκε η επιβλητική της οχύρωση.
Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Μεγάλα συγκροτήματα οικιών προσαρμόζονται πάνω στις πλαγιές του λόφου και οργανώνονται γύρω από ένα τεράστιο κυκλικό οικοδόμημα (διαμέτρου 27-28 μ.) στην κορυφή του νότιου εξάρματός του, την Άνω Ακρόπολη. Παρά τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη χρήση του (οχυρωμένο ανάκτορο, μνημειώδες ταφικό κτίσμα ή ιερό), το κυκλικό οικοδόμημα είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της οργάνωσης του πρώτου αστικού συστήματος ως ένας χώρος που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο και είχε προσαρμοσθεί μορφολογικά στο συγκεκριμένο γεωλογικό υπόβαθρο.
Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) πραγματοποιούνται επιχωματώσεις και κατασκευές ανδήρων στην Άνω Ακρόπολη με στόχο τη διαμόρφωση επίπεδων επιφανειών για την ανέγερση των κτιρίων. Παρά τις δυσκολίες στη διερεύνηση των λειψάνων αυτής της εποχής λόγω της μεταγενέστερης οικοδομικής δραστηριότητας, η κατοίκηση του χώρου θεωρείται βέβαια. Η μεγάλη ακμή ωστόσο της Τίρυνθας συνδέεται με την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1050 π.Χ.). Τον 14ο αι. π.Χ., κατά την αρχαιότερη ανακτορική περίοδο, πριν την κατασκευή της οχύρωσης ένα πρώτο ανακτορικό συγκρότημα που αποτελείται από δύο κεντρικά κτίρια και οικίες ιδρύεται στο νότιο τμήμα του λόφου, τη λεγόμενη Άνω Ακρόπολη, και περιβάλλεται στη συνέχεια από την πρώτη οχύρωση που έχει μια πύλη στα ανατολικά. Η οχύρωση επεκτείνεται σταδιακά στις αρχές του 13ου αι. π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο οχυρώνεται για πρώτη φορά το βόρειο, χαμηλότερο έξαρμα του λόφου, η λεγόμενη Κάτω Ακρόπολη και επισκευάζεται το ανάκτορο στην Άνω Ακρόπολη. Στο τέλος αυτής της περιόδου καταστρέφονται τα κτίσματα της Κάτω Ακρόπολης από σεισμό και το ανάκτορο από πυρκαγιά. Στον ύστερο 13ο αι. π.Χ. η οχύρωση παίρνει την τελική της μορφή, αυτή που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης. Τα τείχη περιβάλλουν ολόκληρο το λόφο και δημιουργούν μια ενιαία οχύρωση που ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους. Η τειχισμένη έκταση ανέρχεται σε 20.000 τ.μ., το εύρος του τείχους φθάνει σε ορισμένα σημεία τα 8 μ. ενώ το ύψος του υπολογίζεται σε 13 μ. Στην Κάτω Ακρόπολη κατασκευάζονται δωμάτια στο εσωτερικό του τείχους, ενώ στη βορειοδυτική πλευρά της χτίζονται δύο προσβάσεις που οδηγούν στις υπόγειες πηγές νερού έξω από την Ακρόπολη, οι λεγόμενες «Σύριγγες».

Στα δυτικά της άνω Ακρόπολης κατασκευάζεται ένας καμπύλος προμαχώνας που  προφυλάσσει το λεγόμενο δυτικό κλιμακοστάσιο και την έξοδο προς την πλευρά αυτή. Στα νότια και ανατολικά της άνω Ακρόπολης ανεγείρονται οι λεγόμενες «Γαλαρίες», μακρόστενοι διάδρομοι με τοξωτή οξυκόρυφη στέγη που οδηγούν σε τετράγωνα δωμάτια του τείχους. Την περίοδο αυτή οικοδομείται το μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα που ανασκάφηκε από τον H. Schliemann και τον W. Dörpfeld και αποτελεί την κορύφωση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ακρόπολη. Την καρδιά του συγκροτήματος αποτελεί το μεγάλο Μέγαρο και η μεγάλη περίστυλη Αυλή.
Ο δυτικός προμαχώνας

Το Μέγαρο είναι ένα τετράπλευρο επίμηκες οικοδόμημα που αποτελείται από τρεις χώρους, από τους οποίους ο εσωτερικός ήταν ο μεγαλύτερος. Την πρόσοψή του κοσμούσαν δύο κίονες, ενώ τέσσερις άλλοι εσωτερικοί κίονες στήριζαν την υπερυψωμένη στέγη της εσωτερικής μεγάλης αίθουσας. Στο χώρο αυτό υπήρχε ο θρόνος του ηγεμόνα στην ανατολική πλευρά και μια μεγάλη εστία στο κέντρο ανάμεσα στους κίονες. Εδώ ο άναξ, ο ανώτατος άρχων στη μυκηναϊκή ιεραρχία,  δεχόταν τους υπηκόους του και τους επίσημους ξένους. Τα δάπεδα και τους τοίχους κοσμούσαν τοιχογραφίες με εικονιστικά θέματα από τη ζωή των ανακτόρων καθώς και το ζωικό και φυτικό βασίλειο.
Το Μέγαρο και η μεγάλη Αυλή που ανοιγόταν στην πλευρά της εισόδου του, αποτελούσε το χώρο όπου διαδραματίζονταν οι σημαντικότερες δραστηριότητες του Μυκηναίου ηγεμόνα (wanaka). Εκτός από χώρος επίσημης υποδοχής μετατρεπόταν και σε χώρο λατρευτικών λειτουργιών, όπως μαρτυρεί ο Βωμός που βρίσκεται στη νότια πλευρά της Αυλής, ακριβώς στον άξονα του Μεγάρου. Δύο πτέρυγες πλαισίωναν το Μέγαρο ανατολικά και δυτικά. Ανάμεσα στα οικοδομήματα αυτά διακρίνονται το Λουτρό στη δυτική και το λεγόμενο μικρό Μέγαρο στην ανατολική πτέρυγα. Η είσοδος στην άνω Ακρόπολη βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του τείχους και σ’ αυτήν οδηγούσε μια μεγάλη ράμπα μήκους 47 μ. και πλάτους 4.70 μ. Στο διάδρομο που πλαισιωνόταν από τις δύο πλευρές του τείχους είχε κατασκευασθεί η κεντρική πύλη. Η πύλη αυτή έχει περίπου τις ίδιες διαστάσεις με τη γνωστή Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες και έχει κατασκευασθεί από το ίδιο με αυτήν πέτρωμα, ένα κροκαλοπαγή λίθο. Δυστυχώς εδώ σώζεται μόνο το μονολιθικό κατώφλι και τμήματα των παραστάδων της εισόδου. Το υπέρθυρο και το ανάγλυφο ανακουφιστικό τρίγωνο έχουν ίσως χαθεί για πάντα. Περνώντας από ένα διάδρομο και μία μικρή αυλή με στοά στα ανατολικά έφθανε κανείς στο μεγάλο πρόπυλο, μια πομπώδη είσοδο στο εσωτερικό του ανακτόρου. Το τετράγωνο στεγασμένο οικοδόμημα είχε μήκος πλευράς 13.50 μ. και ανά δύο κίονες σε κάθε πλευρά. Διασχίζοντας το μνημειώδες πρόπυλο ο επισκέπτης βρισκόταν σε μία εσωτερική αυλή και περνώντας ένα δεύτερο μικρότερο πρόπυλο κατέληγε στην κεντρική αυλή του ανακτόρου. Γύρω στα 1200 π.Χ. ένας σεισμός προκαλεί σοβαρές καταστροφές στα τείχη και το ανακτορικό συγκρότημα. Την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, το 12ο αι. π.Χ., αναμορφώνεται η περιοχή της Ακρόπολης, ενώ στην πεδιάδα έξω από τα τείχη οργανώνεται ένας οικισμός με πολεοδομικό ιστό έκτασης 25 εκταρίων.

Η χρήση της Μέσης Ακρόπολης, του χώρου βόρεια και χαμηλότερα του ανδήρου του ανακτόρου, δεν είναι βέβαιη λόγω της μικρής έκτασης των ανασκαφών που έγιναν σ΄ αυτόν. Η ύπαρξη ενός κεραμικού κλιβάνου μπορεί να δηλώνει ότι εδώ ήταν συγκεντρωμένοι εργαστηριακοί χώροι, οι οποίοι, όπως και στις Μυκήνες, βρίσκονταν μέσα στην οχύρωση και τελούσαν υπό την άμεση επίβλεψη του άνακτα και της άρχουσας τάξης.

Η Κάτω Ακρόπολη, ένας χώρος που θεωρήθηκε αρχικά ως καταφύγιο σε περίπτωση επιδρομής, είχε την τύχη να ερευνηθεί με σύγχρονη διεπιστημονική ανασκαφική μέθοδο από τον κορυφαίο προϊστορικό αρχαιολόγο Klaus Kilian, ο οποίος στη διάρκεια των ετών 1976 έως 1985 ανέσκαψε το σύνολο του χώρου αυτού και συνέβαλε αποφασιστικά στην έρευνα των περιόδων της εποχής του Χαλκού στην Αργολίδα. Με την ανασκαφή της Κάτω Ακρόπολης διαπιστώθηκε μια συνεχής οικιστική ακολουθία κατά τη Μυκηναϊκή εποχή και καθιερώθηκε μια δεσμευτική ακριβής χρονολόγηση τόσο της Πρωτοελλαδικής όσο και της Μυκηναϊκής κεραμικής. Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή των ερευνών του στη διαπίστωση ότι η καταστροφή των ανακτόρων στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. δεν προήλθε από ανθρώπινη επέμβαση αλλά σχετιζόταν με τις καταστροφικές επιπτώσεις της αυξημένης σεισμικής δραστηριότητας στο 12ο αι. π.Χ. Στο χώρο της Κάτω Ακρόπολης εντοπίσθηκαν οικοδομικά συγκροτήματα που χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες αλλά και χώροι που λειτούργησαν ως εργαστήρια, αποθήκες ή ιερά.

Η οργάνωση του οικισμού της Κάτω Ακρόπολης παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση πριν και μετά το μεγάλο σεισμό. Τη θέση των οργανωμένων κατά μήκος μονοπατιών πυκνοδομημένων συγκροτημάτων της ΥΕΙΙΙΒ, μερικά από τα οποία ήταν διώροφα, καταλαμβάνουν στην ΥΕΙΙΙΓ ισόγεια σπίτια χωρίς κανονική διάταξη που εμφανίζονται μεμονωμένα σε μεγάλους ανοικτούς χώρους. Την ίδια εποχή παρατηρείται μια διεύρυνση του οικισμού έξω από τα τείχη, γεγονός που σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη μικρότερων θέσεων γύρω από την Τίρυνθα μπορεί να ερμηνευθεί ως κάποια διάθεση «συνοικισμού» στο άμεσο περιβάλλον των ισχυρών ακροπόλεων.

Μέσα στα «κυκλώπεια» τείχη εκτός από τα μεγαλόπρεπα κτίρια υποδοχής υπήρχαν κτιριακά συγκροτήματα που χρησίμευαν για διοικητικές και τελετουργικές λειτουργίες, για αποθήκευση αγαθών και εργαστήρια, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός κτιρίων χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες των μελών της άρχουσας τάξης. Το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που αντικατοπτρίζουν τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι εύκολα αναγνώσιμο. Μια αστική κοινωνία διαρθρώνεται γύρω από την έδρα του ηγεμόνα που ελέγχει μια μεγάλη έκταση με πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή και ρυθμίζει τη διακίνηση των αγαθών και την παραγωγή αντικειμένων που προορίζονται για λατρευτική χρήση, εξαγωγή ή ανταλλαγή σε επίπεδο επισήμων. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ Γραφής, στις οποίες καταγράφονταν αρχειακά στοιχεία σχετικά με τη διακίνηση των αγαθών, μαθαίνουμε ότι όλη η παραγωγή της περιοχής δικαιοδοσίας του εκάστοτε ηγεμόνα συνέρεε στο ανάκτορο, όπου γινόταν απογραφή και στη συνέχεια ένα μέρος της μοιραζόταν στους δικαιούχους παραγωγούς κατά την κρίση του ηγεμόνα, ενώ το υπόλοιπο αποτελούσε αντικείμενο διαχείρισης της ανώτερης αστικής τάξης. Το σύστημα αυτό της ανακατανομής των αγαθών είναι χαρακτηριστικό για τη μυκηναϊκή κοινωνία και αλληλένδετο με την εξωτερική μορφή των οικοδομικών συγκροτημάτων. Οι μυκηναϊκές οχυρώσεις και τα ανάκτορα είναι εργαλεία εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης ενός ισχυρού πλουραλιστικού συστήματος.
Με την έναρξη της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου (αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.) ο οικισμός αστικού χαρακτήρα της μυκηναϊκής εποχής παίρνει τη μορφή νέων οικιστικών μονάδων που καταλαμβάνουν σε αραιή διάταξη το χώρο που κατείχε πριν η πόλη και περιβάλλονται από τα νεκροταφεία τους. Μια αργή πορεία από τον «Οίκο» στην «Πόλη» διαδέχεται την εποχή της μυκηναϊκής παντοδυναμίας. Στα χρόνια αυτά η Τίρυνθα δεν εγκαταλείπεται, αλλά δεν αποκτά ποτέ ξανά την παλαιά της αίγλη. Το κτήριο που κατέλαβε το ανατολικό ήμισυ του μεγάλου μεγάρου της ΥΕΙΙΙΒ μετά τη μεγάλη καταστροφή και το οποίο είχε θεωρηθεί ως γεωμετρικός ναός, αποδείχθηκε από τις πρόσφατες έρευνες του Joseph Maran ότι χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Εάν αυτό συνέχισε να χρησιμοποιείται και στους αιώνες που ακολούθησαν ως χώρος λατρείας, στον οποίο αποτίθενταν  τα δεκάδες αφιερώματα που βρέθηκαν συγκεντρωμένα σε ένα λάκκο-αποθέτη, το λεγόμενο βόθρο, δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί. Τον 5ο αι. π.Χ. οι Τιρύνθιοι χάνουν την πολιτική τους αυτονομία και εξορίζονται από τους κατακτητές Αργείους.

Άλκηστης Παπαδημητρίου
Αρχαιολόγος.

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Εντελέχεια


Το τέλος, η ολοκλήρωση, η τελειοποίηση κάθε όντος είναι η θεμελιακή αρχή της Αριστοτελικής φιλοσοφίας. 
Τέλεια είναι η κατάσταση, γιατί δε λείπει πια τίποτα από τον οργανισμό που την πραγματοποιεί. 

Τέλειο είναι αυτό που δεν του λείπει τίποτα, το ολοκληρωμένο, που κάνει περιττή την παραπέρα αναζήτηση ενός άλλου σκοπού ή μιας άλλης κατάστασης. Σύμφωνα λοιπόν με τη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη, όλες οι ενέργειες των ανθρώπων αποτελούν ένα σύνολο τελών, που έχουν ως στόχο ένα υψηλότερο τέλος που είναι το « άριστον» και ταυτίζεται με την ευδαιμονία.

 Η αρχή αυτή, κατά την οποία η πράξη έχει εκπληρωθεί ονομάζεται από το φιλόσοφο ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ. 

Κάθε ον, κατά τον Αριστοτέλη φτάνει στην τελειότητα που απαιτεί η φύση του και τότε από « εν δυνάμει ον» γίνεται « εν ενεργεία ον».

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

D.O.A. (1949)




D.O.A. (1950) is a film noir drama film directed by Rudolph Maté, considered a classic of the stylistic genre. The frantically-paced plot revolves around a doomed man's quest to find out who has poisoned him – and why – before he dies. The film begins with a scene called "perhaps one of cinema's most innovative opening sequences" by a BBC reviewer. The scene is a long, behind-the-back tracking sequence featuring Frank Bigelow (O'Brien) walking through a hallway into a police station to report a murder: his own. Disconcertingly, the police almost seem to have been expecting him and already know who he is.


This movie is part of the collection: Film Noir

Director: Rupolph Mate
Producer: Leo C. Popkin
Production Company: Cardinal Pictures
Audio/Visual: sound, b&w
Keywords: suspense; film noir; pdmovies
Creative Commons license: Public Domain

http://archive.org/details/doa_1949

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Θουκυδίδης: Επιτάφιος Περικλή


Aρχαίο κείμενο και  μετάφραση του 

[35] Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.
[36]   ῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶαἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦνἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢεἴ τι αὐτοὶ  οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ῞Ελληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμωςἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐβουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τεἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτὰ καὶ μεθ' οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλαἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷπαρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶτὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν. 

[37] Ξρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺςτῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλοναὐτοὶ ὄντες τισὶν  μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ' ἐςπλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται·μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴνἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ'ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ' αὖ κατὰ πενίαν,ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν,ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρωςδὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐςτὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέρανἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι' ὀργῆς τὸνπέλας, εἰ καθ' ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψειἀχθηδόνας προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲτὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέοςμάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐνἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων, καὶμάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ' ὠφελίᾳ τῶνἀδικουμένων κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντεςαἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.
[38] Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες,ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ'ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει.ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
[39] Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶνμελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρπόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτεξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα  μαθήματοςἢ θεάματος,  μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶνπολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢτῷ ἀφ' ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσειεὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται,ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲνἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνουςχωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρΛακεδαιμόνιοι καθ' ἑαυτούς, μεθ' ἁπάντωνδὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶνπέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείωνἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείωκρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ δυνάμει ἡμῶνοὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇγῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέπου μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντέςτέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαικαὶ νικηθέντες ὑφ' ἁπάντων ἡσσῆσθαι.καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλλον  πόνων μελέτῃκαὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον  τρόπωνἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν,περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσινἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶμοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοιςτὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτιἐν ἄλλοις.
[40] Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶφιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τεἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳχρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖντινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳαἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶπολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργατετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶςγνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδεμετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖοννομίζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ τοὺςλόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰμὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴκαὶ τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶμάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομενἐκλογίζεσθαι·  τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲνθράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοιδ' ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τεδεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντεςκαὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶνκινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθατοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰδρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότεροςδὲ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι'εὐνοίας  δέδωκε σῴζειν·  δὲ ἀντοφείλωνἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ' ἐςὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. καὶ μόνοιοὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆςἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.
[41] Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιντῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι καὶ καθ'ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ'ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ' ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτωνμάλιστ' ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκεςπαρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντικόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶνἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣνἀπὸ τῶνδε τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα,σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσωνἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷπολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ'οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳκατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ' ἀξίων ἄρχεται. μετὰμεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοιἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοιτοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειταθαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοιοὔτε ῾Ομήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσιμὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ' ἔργων τὴνὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσανμὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳτόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι,πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶνἀίδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖνπόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν,καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸςἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.
[42] Δι'  δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆςπόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδεμηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίανἅμα ἐφ' οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοιςκαθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃγὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶντοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂνπολλοῖς τῶν ῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερτῶνδε  λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέμοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τεμηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα  νῦντῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλαχείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρτῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι·ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶςμᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν.τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτιἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτεπενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴνπλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίανποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνωνἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντεςἐβουλήθησαν μετ' αὐτοῦ τοὺς μὲντιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες,ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιναὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷτῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλονἡγησάμενοι  [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸμὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ' ἔργοντῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι' ἐλαχίστουκαιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢτοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.
[43] Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ' ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ' οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος. 
[44] Δι' ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢπαραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ' εὐτυχές, ο῏ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν,ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲλύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε  βίοςὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν, ὧν καὶπολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶλύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενοςἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ' οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι  δίκαιον βουλεύεσθαι ο῏ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ' αὖπαρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺνἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸτιμᾶσθαι.   
[45]  παισὶ δ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλιςἂν καθ' ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ'ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼνἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳπαραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαιὑμῖν μεγάλη  δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστονἀρετῆς πέρι  ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.
[46] Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμονὅσα εἶχον πρόσφορα, καὶ ἔργῳ οἱθαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲαὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡπόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳἄπιτε.'
 [47] Τοιόσδε μὲν  τάφος ἐγένετο ἐν τῷχειμῶνι τούτῳ·


Μετάφραση



35. «Οι  περισσότεροι απ όσους έχουν μιλήσει ως τώρα απ αυτό το βήμα επαινούν τον νομοθέτη που συμπλήρωσε τη συνηθισμένη τελετή μ' αυτό τον λόγο, με τη σκέψη ότι είναι ωραίο να εκφωνείται πάνω στον τάφο των νεκρών του πολέμου. Εγώ όμως θα ήμουν της γνώμης πως είναι αρκετό, για άντρες που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα, με έργα να τους αποδίδονται τιμές, σαν κι αυτές που βλέπετε να συνοδεύουν αυτή την ταφή, κι όχι να κρέμεται η αναγνώριση του ηρωισμού πολλών από έναν άντρα, που ο λόγος του μπορεί να είναι ωραίος, μπορεί και κατώτερος. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς μ επιτυχία, εκεί που με κόπο εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι λέει την αλήθεια. Κι αυτό, γιατί ο ακροατής που ξέρει καλά τα γεγονότα και τ' ακούει μ' ευνοϊκή διάθεση, ίσως θα σχημάτιζε τη γνώμη ότι τα λεγόμενα είναι κάπως κατώτερα, σε σύγκριση μ' αυτά που και θέλει ν’ ακούει και τα ξέρει καλά' όμως, αυτός που δεν τα γνώρισε, θα σχημάτιζε τη γνώμη πως πρόκειται για υπερβολές, επειδή νιώθει φθόνο, αν τυχόν ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δική του δύναμη. Γιατί μόνο ως εκείνο το σημείο ανέχεται ο άνθρωπος ν’ ακούει επαίνους που λέγονται για άλλους, ως εκεί που κι ο καθείς πιστεύει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι απ όσα άκουσε' όμως, για καθετί που ξεπερνά τη δύναμη του, κυριεύεται απ' την πρώτη στιγμή από φθόνο, κι έτσι δεν δίνει πίστη. Αλλά, επειδή οι παλιότεροι δοκίμασαν στην πράξη το έθιμο χι έκριναν ότι έχει καλώς, έχω κι εγώ την υποχρέωση να συμμορφωθώ με τον νόμο και ν' ανταποκριθώ όσο γίνεται πιο πολύ στην επιθυμία και τις πεποιθήσεις του καθενός σας.

36. Θα μιλήσω πρώτα για τους προγόνους μας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, όπως η σημερινή, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί την χώρα αυτή, οι ίδιοι πάντα κατοικώντας από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας, χάρις στην ανδρεία τους μας την παράδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας. Γιατί, μαζί με όσα κληρονόμησαν, αφού απέκτησαν όση εξουσία έχουμε με πολλούς κόπους τη κληροδότησαν σε μας τους σημερινούς. Τους περισσότερους τομείς εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, αυξήσαμε και προετοιμάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε και για πόλεμο και για ειρήνη να είναι αυταρκέστατη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα αναφέρονται σε πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν τον τρόπο, με τον οποίο αποκρούσαμε πρόθυμα, είτε εμείς είτε οι πρόγονοί μας, κάποιον βάρβαρο ή Έλληνα επιτιθέμενο εχθρό, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν. Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι.

 37. Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα έναντι δε των νόμων στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας, ανάλογα με την επίδοση σε κάποιο τομέα, προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα, και όχι από την πολιτική του παράταξη όσο από την αρετή του, ούτε εξαιτίας της φτώχειας, ενώ έχει την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι άγνωστος. Ζούμε ελεύθερα, και ως πολίτες στον δημόσιο βίο και ως άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει σύμφωνα με την ευχαρίστησή του, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε σε όσους κάθε φορά έχουν τα αξιώματα και στους νόμους, και περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για ωφέλεια των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή.

38. Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε εφεύρει πολλούς τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με γιορταστικούς αγώνες και θυσίες, που έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η ευχαρίστηση που καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση οικειότητα καταναλώνουμε τα δικά μας.

39. Υπερέχουμε δε από τους αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας την παρέχουμε ανοιχτή, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε μάθημα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουμε μυστικό και το δει κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, γιατί πιστεύουμε όχι τόσο στις προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας στα έργα. Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ηλικία σε επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τους ίδιους μεγάλους κινδύνους. Και η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν με όλους τους συμμάχους τους κατά της χώρας μας και ποτέ μόνοι, εμείς εισβάλλουμε κατά των άλλων εντελώς μόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς δυσκολία τους αντιπάλους μας, αν και εκείνοι μάχονται για την πατρίδα τους, εμείς δε είμαστε σε ξένο έδαφος. Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί από τη μία φροντίζουμε ταυτόχρονα για το ναυτικό μας, και από την άλλη στέλνουμε τις δυνάμεις μας σε πολλά σημεία της γης. Αν δε κάπου με μέρος μόνο της δύναμής μας συμπλακούν οι εχθροί μας, τότε, αν νικήσουν, καυχώνται ότι μας νίκησαν όλους, αν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους. Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, περισσότερο με μια αφροντισιά και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία που οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν κουραζόμαστε προκαταβολικά για δεινά, που ανήκουν ακόμα στο μέλλον, και, όταν φθάσουμε στα δεινά αυτά, ότι αποδεικνυόμαστε ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν συνεχώς. Δεν είναι η πόλη μας άξια μόνο σε αυτά αλλά και σε πολλά ακόμη.

40. Γιατί αγαπούμε το ωραίο με απλότητα, και αγαπούμε τη σοφία χωρίς μαλθακότητα. Μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία έργων παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία. Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και ενώ ασχολούμαστε με διαφορετικά επαγγέλματα κατέχουμε καλά τα πολιτικά ζητήματα. Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δε μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που ή κρίνουμε ή διαμορφώνουμε σωστές γνώμες για τα πράγματα, γιατί δεν θεωρούμε τους λόγους εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε εμπόδιο να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι τολμούμε να υπολογίσουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε. Σχετικά μ΄ αυτό στους άλλους η αμάθεια φέρνει θράσος, ενώ η σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο γενναιόψυχοι όμως πρέπει να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια τις συμφορές και τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της αρετής διαφέρουμε από τους πολλούς. Γιατί εμείς αποκτάμε τους φίλους τους περισσότερο ευεργετώντας παρά ευεργετούμενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι αυτός που ευεργέτησε, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου με τη συμπάθεια που του δείχνει. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι απρόθυμος, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλοσύνη σαν χρέος και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του άλλου. Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς δισταγμό, όχι τόσο από υπολογισμό του συμφέροντος, όσο από την πίστη μας στη ελευθερία.

41. Συνοψίζοντας θεωρώ ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, μου φαίνεται, ο καθένας από εμάς μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτάρκη σε πάρα πολλές δραστηριότητες με χάρη και επιδεξιότητα. Και ότι αυτά είναι μάλλον η αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει η ίδια η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε με τους τρόπους αυτούς. Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον εχθρό που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους συμμάχους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους. Αφού παρουσιάσαμε  τη δύναμή μας με μεγάλες αποδείξεις, και μαρτυρίες θα μας θαυμάζουν οι σύγχρονοί μας και οι επόμενοι, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τον Όμηρο να μας επαινεί, ούτε κανέναν άλλο που με λόγια θα μας ευχαριστήσει προς στιγμήν, όμως την ιδέα που θα σχηματιστεί για τα έργα μας θα τη βλάψει η αλήθεια, αλλά εξαναγκάσαμε με την τόλμη μας ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά να γίνει προσιτή, ιδρύσαμε παντού αιώνια μνημεία και των συμφορών μας και των επιτυχιών μας. Για μια τέτοια πόλη και αυτοί εδώ λοιπόν πολεμώντας γενναία πέθαναν, για να μη τη στερηθούν, και είναι φυσικό ο καθένας από όσους απομένουν να θέλει να μοχθήσει γι’ αυτήν.

 42. Γι’ αυτόν μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, που αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’ ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις το εγκώμιο των ανδρών, για τους οποίους μιλάω τώρα. Και έχουν ειπωθεί τα κυριότερα σημεία  αυτού του εγκωμίου. Γιατί οι αρετές αυτών και των ομοίων τους έκαναν στολίδια όσα ύμνησα για την πόλη, και άρα για λίγους από τους Έλληνες όπως ακριβώς γι’ αυτούς ο λόγος θα μπορούσε να φανεί ισάξιος με τα έργα τους. Έχω η γνώμη, ότι ο θάνατος αυτών εδώ των νεκρών παρέχει το μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, είτε είναι ο πρώτος που τη φανερώνει, είτε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν την ανδραγαθία, που επέδειξαν κατά τους πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας. Γιατί εξαφάνισαν το κακό με το καλό, και με τον κοινό αγώνα για το γενικό συμφέρον ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο έβλαψαν με τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα ότι μπορεί να την αποφύγει επί τέλους και να γίνει πλούσιος. Αντίθετα, πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους περισσότερο από όλα τα αγαθά, και συγχρόνως έκριναν αυτό τον κίνδυνο σαν τον πιο ωραίο από τους κινδύνους, και για αυτό αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν, να εκδικηθούν τους εχθρούς τους, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών΄ την αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν υποχωρώντας, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα δεινά της μάχης, σε μια κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.

43. Αυτοί εδώ λοιπόν, σαν γνήσια παιδιά της πόλης, αυτό το φρόνημα έδειξαν. Όσοι όμως μένετε, έχετε καθήκον να εύχεστε το φρόνημά σας απέναντι στους εχθρούς να σας βάλει σε μικρότερο κίνδυνο, αλλά να μη καταδεχτείτε να είναι λιγότερο τολμηρό, λογαριάζοντας όχι μόνο με τα λόγια τις ωφέλειες - κάτι που θα μπορούσε ν' αναπτύξει κάποιος διεξοδικότερα σε σας, που κι από μόνοι σας τις ξέρετε εξίσου καλά, απαριθμώντας πόσα καλά εξασφαλίζει η αντίσταση στον εχθρό-, καλύτερα όμως προσηλώνοντας καθημερινά το βλέμμα σας στα έργα, που δείχνουν τη δύναμη της πόλης μας, κι έτσι να την αγαπήσετε με πάθος. Κι όταν αντιληφτείτε το μεγαλείο της, βάλτε στο νου σας ότι τη δύναμη αυτή την απέκτησαν άντρες τολμηροί που είχαν συνείδηση του καθήκοντος και με φιλότιμο την ώρα του αγώνα' και που, κάθε φορά που αποτύχαιναν σε κάποιο εγχείρημά τους, δεν επέτρεπαν βέβαια στον εαυτό τους να στερήσει την πόλη απ' τη δική τους ανδρεία, αλλά πρόσφεραν σ' αύτή την πιο ωραία συνεισφορά' γιατί, δίνοντας όλοι μαζί τη ζωή τους, έπαιρναν ο καθείς τους ξεχωριστά τον αγέραστο έπαινο και τον πιο περίλαμπρο τάφο: όχι τόσο τον τάφο, στον οποίο κείτονται, αλλά εκείνον όπου η δόξα τους επιζεί, για να μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, είτε για λόγο είτε για δράση. Γιατί τάφος των ενδόξων αντρών είναι η γη ολόκληρη, και τη μνήμη τους δεν τη διασώζει μόνο η επιγραφή μιας στήλης στην πατρίδα τους, αλλά και στα ξένα μέρη φωλιάζει στην Ψυχή του καθενός άγραφη η ανάμνηση όχι τόσο των ανδραγαθημάτων τους, όσο του φρονήματός τους. Εσείς λοιπόν να έχετε αυτούς εδώ πρότυπα και να θεωρήσετε θεμέλιο της ευτυχίας την ελευθερία και θεμέλιο της ελευθέριας τη δυνατή Ψυχή' κι έτσι μη δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους της μάχης. Γιατί δεν έχουν σοβαρότερο λόγο ν' αψηφούν το θάνατο οι απόκληροι της ζωής, που δεν έχουν να ελπίζουν καλύτερες μέρες, αλλά εκείνοι που, στη ζωή που τους απομένει, υπάρχει φόβος να μεταβληθεί ριζικά η καλή τύχη τους' αυτοί, αν κάπου σκοντάψουν, έχουν να χάσουν περισσότερα από κάθε άλλον. Γιατί, για έναν άντρα με υψηλό φρόνημα, είναι πιο πικρή η εξαθλίωση που φέρνει η δειλία παρά ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσει, σε στιγμή έξαρσης της δύναμής του και της κοινής ελπίδας.

  44. Γι' αυτό και τους γονείς αυτών που ενταφιάζoυμε τώρα, όσοι βρίσκεστε εδώ, δε τους κλαίω, πιο πολύ θα προσπαθήσω να ελαφρώσω τον πόνο τους. Γιατί το ξέρουν καλά πως η ζωή τους πέρασε μέσ' από κάθε λογής μεταπτώσεις της τύχης' κι ότι ευτυχισμένοι είναι, όπως οι σημερινοί νεκροί μας, εκείνοι που η μοίρα τους χάρισε τον πιο ένδοξο θάνατο, και, όπως εσείς, για το τιμημένο πένθος σας, κι εκείνοι που κανονίστηκε το τέλος της ζωής τους να συμπέσει με το τέλος της ευτυχίας τους. Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να πείσω εσάς, αφού θα σας φέρνουν ζωντανή τη θύμηση αυτών που χάσατε οι ευτυχίες των άλλων γονιών που κι εσείς κάποτε τις χαρήκατε' και θλίβεται ο άνθρωπος όχι επειδή του λείπουν αγαθά που δεν τα δοκίμασε, αλλά για όσα, ενώ είχε συνηθίσει να τα’ απολαμβάνει, τα έχασε. Πρέπει όμως να δείχνετε εγκαρτέρηση, με την ελπίδα άλλων παιδιών, όσοι ακόμα είστε σε ηλικία ν’ αποχτήσετε παιδία' γιατί, για τα άτομα, τα παιδιά που θα τους έρθουν στον κόσμο από δω και πέρα θα κάνουν πόλους να ξεχάσουν εκείνους που χάθηκαν, ενώ, για την πόλη, θα είναι διπλό το όφελος: και δε θα ερημώσει και θα έχει ασφάλεια' γιατί δεν είναι δυνατό να έχει την ίδια αξία ή να είναι το ίδιο δίκαιη η γνώμη για τα δημόσια πράγματα όσων δεν μπαίνουν στον ίδιο κίνδυνο, ρίχνοντας σ’ αυτόν τα παιδιά τους. Κι όσους πάλι σας πήραν τα χρόνια, να θεωρήσετε κέρδος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας, που το περάσατε ευτυχισμένοι, και ότι το μέρος της που απομένει θα είναι σύντομο, κι ας κάνει ελαφρότερο το πένθος σας η δόξα αυτών εδώ. Γιατί το μόνο που δεν γερνά είναι ο πόθος για τιμές, και στην ηλικία που ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε, δεν είναι, όπως λεν μερικοί, το κέρδος που δίνει τη μεγαλύτερη τέρψη, αλλά οι τιμές.

 45. Τώρα, τα παιδιά των νεκρών μας, όσα βρίσκεστε εδώ ή τ' αδέρφια τους, βλέπω ότι έχετε μεγάλον αγώνα μπροστά σας (γιατί ο καθείς συνηθίζει να επαινεί αυτόν που δε βρίσκεται στη ζωή), και πολύ δύσκολα, ακόμη κι αν δείξετε μοναδικό ηρωισμό, θα σας κρίνουν κάπως κατώτερους - ποτέ το ίδιο ανδρείους! Γιατί οι ζωντανοί νιώθουν φθόνο για τον ανταγωνιστή τους' αντίθετα, όποιον δεν αντισκόφτει το δρόμο τους, τον τιμούν με αδιαφιλονίκητη εύνοια. Κι αν είμαι υποχρεωμένος ν' αναφέρω κάτι για την αρετή που ταιριάζει στη φύση της γυναίκας, θα δηλώσω, για όσες τώρα θα μείνουν χήρες, με μια σύντομη παραίνεση όλη μου τη σκέψη: δηλαδή, μεγάλη η δόξα σας, αν δεν φανείτε κατώτερες απ' τη γυναικεία φύση, όπως κι η δόξα εκείνης, που τ' όνομά της θ' ακουστεί λιγότερο, επαινετικά ή περιγελαστικά, ανάμεσα στους άντρες.

 46. Έχετε ακούσει κι από μένα, με την επιβαλλόμενη από το νόμο αγόρευσή μου, όσα είχα κατάλληλα, και με έργα αυτοί που θάβονται έχουν κιόλας πάρει τις τιμές τους΄ εξάλλου, από σήμερα τα παιδιά τους θα τ' αναθρέψει με δημόσια δαπάνη η πόλη ως την εφηβεία τους, προβάλλοντας ως βραβείο τέτοιων αγώνων και γι' αυτούς εδώ και για όσους επιζούν, ένα στεφάνι που πιάνει τόπο. Γιατί, όπου έχουν θεσμοθετηθεί τα πιο μεγάλα βραβεία ανδρείας, εκεί ζουν ως πολίτες άντρες με τη μεγαλύτερη αρετή. Και τώρα, αφού ο καθένας αποτέλειωσε το θρήνο για τον δικό του, να πάτε στο καλό.