Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ανάφη



1. Φυσικός χώρος - περιβάλλον

Η Ανάφη είναι το νοτιοανατολικότερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται ανατολικά της Θήρας. Το έδαφός της είναι ημιορεινό με υψηλότερη κορυφή τη Βίγλα (584 μ.) στο κέντρο του νησιού. Η Ανάφη είναι νησί άγονο, χωρίς ιδιαίτερη βλάστηση. Η εικόνα της μοιάζει πυραμιδοειδής λόγω του κεντρικού ορεινού όγκου, με απόκρημνες, ελάχιστα διαμελισμένες ακτές, οι οποίες σε αρκετά σημεία σχηματίζουν μικρούς ορμίσκους με ήσυχες και δυσπρόσιτες παραλίες. Το έδαφός της αποτελείται από σκληρό γρανίτη, ενώ σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα στις πλάγιες όψεις των λόφων, έχουν εντοπιστεί στρώματα ελαφρόπετρας. Αυτά προέρχονται από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 1650 π.Χ., και μεταφέρθηκαν στην Ανάφη μέσω αέριων και θαλάσσιων μαζών. Ως προς το υπέδαφος, η Ανάφη διαθέτει μεταλλεύματα σιδήρου και μολύβδου, όπως και ιαματική θειούχα πηγή στη θέση Βάγια, στις δυτικές ακτές. Η Ανάφη είναι από τα νησιά των Κυκλάδων που δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα λειψυδρίας, καθώς σε πολλά σημεία υπάρχουν πηγές γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται μικρές εκτάσεις εύφορης γης, που δημιουργούν έντονη αντίθεση με το ξηρό και άγονο τοπίο. Οι περιοχές Κάλαμος και Ρούκουνας έχουν ενταχθεί στο περιβαλλοντικό δίκτυο "Natura 2000" ως Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ), ενώ όλο το νησί αποτελεί μία από τις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας.

2. Ιστορία

Η μυθολογία συνδέει την Ανάφη με την επιστροφή των Αργοναυτών από την Κολχίδα. Προσπαθώντας να αποφύγουν το ξαφνικό σκοτάδι και τη σφοδρή κακοκαιρία στο Κρητικό πέλαγος, οι Αργοναύτες κατέφυγαν στον Απόλλωνα, ζητώντας τη βοήθειά του. Εκείνος ανταποκρίθηκε ρίχνοντας μια έντονη δέσμη φωτός, που φανέρωσε το κοντινότερο νησί, στο οποίο έσπευσαν να αγκυροβολήσουν. Λόγω της σωτήριας εμφάνισης του νησιού αυτού, οι Αργοναύτες το ονόμασαν Ανάφη (=νησί που φωτίζεται) και για να τιμήσουν το θεό που τους συμπαραστάθηκε έχτισαν εκεί ένα ιερό του Απόλλωνα Αιγλήτου (=ακτινοβόλου). Η εμπλοκή του Απόλλωνα στην ιστορία του νησιού εντάσσεται στην πληθώρα των στοιχείων που διαθέτουμε για τη δεσπόζουσα θέση του συγκεκριμένου θεού στη μυθολογία των Κυκλάδων. Το ιερό του Δήλιου Απόλλωνα στο ομώνυμο νησί, το οποίο θεωρείται το θρησκευτικό κέντρο των αρχαίων Κυκλάδων και από τα σημαντικότερα του ελληνικού χώρου, τα ιερά σε άλλα νησιά (Δεσποτικό), αλλά και η χρήση του ονόματος του Απόλλωνα στις πόλεις μερικών νησιών (Μήλος-Πολλώνια, Σίφνος-Απολλωνία) αποδεικνύουν τη μακρά σχέση ανάμεσα στο θεό του φωτός και στις Κυκλάδες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι πρώτοι κάτοικοι της Ανάφης ήταν οι Φοίνικες με αρχηγό το Μεμβλίαρο, ο οποίος έδωσε στην Ανάφη και τις προσωνυμίες Μεμβλίαρος ή Βλίαρος.

Στα γεωμετρικά χρόνια, η Ανάφη κατοικήθηκε από Δωριείς (10ος-8ος αι. π.Χ.) και στη διάρκεια της ηγεμονίας της Αθήνας εντάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία (5ος αι. π.Χ.), όπως και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Ιδιαίτερη ακμή και σχετική αυτονομία παρουσίασε στους Ελληνιστικούς χρόνους, οπότε και διέθετε δικό της νόμισμα, ενώ ελάχιστα στοιχεία έχουμε για τη Ρωμαϊκή εποχή. Στη Βυζαντινή εποχή η Ανάφη δεν ανέπτυξε ιδιαίτερη δραστηριότητα. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο Μάρκος Σανούδος συγκρότησε το Δουκάτο του Αιγαίου, καταλαμβάνοντας όλες τις Κυκλάδες. Η Ανάφη παραχωρήθηκε στο Λεονάρδο Φώσκολο και το όνομά της εκλατινίστηκε σε Νamphio. Στη συνέχεια άλλαξε κυριάρχους: Βυζαντινούς και Βενετούς αρχικά, Οθωμανούς το 1537 (μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες), ενώ αποτέλεσε συχνά στόχο πειρατικών επιδρομών. Για αυτή την περίοδο προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για το νησί οι περιηγητές Chr. Buondelmonti το 15ο αιώνα και P. De Tournefort το 18ο αιώνα. Μετά την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, Αναφιώτες μετανάστευσαν στην Αθήνα για να εργαστούν ως κτίστες στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας, δημιουργώντας τα Αναφιώτικα, τη συνοικία κάτω από την Ακρόπολη. Όπως και πολλά άλλα νησιά, η Ανάφη χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας από τη δεκαετία του 1920 και σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

Στην κορυφή του λόφου Καστέλι, στο κέντρο του νησιού, σώζονται τα κατάλοιπα της αρχαίας πρωτεύουσάς του (4ος-2ος αι. π.Χ.), κυρίως ίχνη ισχυρού τείχους, νεκροταφείο με εντυπωσιακούς τάφους σε μορφή οίκων, αλλά και ρωμαϊκά επιτύμβια μνημεία. Η Μονή της Κάτω Παναγίας της Καλαμιώτισσας, στη νοτιοανατολική ακτή, είναι χτισμένη πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού του Απόλλωνα του Ασγελάτα με αρχαίο οικοδομικό υλικό και εντοιχισμένες επιγραφές. Ο ναός αποτελούσε το επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής των αρχαίων κατοίκων. Από επιγραφές προκύπτει ότι λατρεύονταν και άλλοι θεοί, όπως ο Ασκληπιός, ο Ζευς Κτήσιος και η Αφροδίτη. Το πολιτικό κέντρο (Καστέλι) και το θρησκευτικό συνδέονταν με μια ιερά οδό, τμήματα της οποίας έχουν εντοπιστεί. Τέλος, η θέση Καταλυμάτσο (ή Καταλυμάκια), λίγο δυτικότερα από το ιερό, ταυτίζεται με το αρχαίο λιμάνι του νησιού, όπως φαίνεται από τα ερείπια νεωρίων και μικρού οικισμού, ο οποίος συνδεόταν με τις δύο παραπάνω θέσεις μέσω μιας παράκαμψης της ιεράς οδού. Οι τρεις αυτοί αρχαιολογικοί χώροι είναι επισκέψιμοι, αλλά με μεγάλη δυσκολία, καθώς πρέπει κανείς να ακολουθήσει τους στενούς δρόμους στις πλαγιές των απότομων λόφων, οι οποίοι αποτελούν γνώριμο στοιχείο του αναγλύφου του νησιού. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φιλοξενεί πολλά από τα ευρήματα της Ανάφης, ενώ στο Μουσείο της Αγίας Πετρούπολης (Ερμιτάζ) βρίσκονται αυτά που απομάκρυναν οι Ρώσοι όταν κατέλαβαν το νησί το 1770-1774, κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Η συγκέντρωση του σημερινού πληθυσμού στη Χώρα της Ανάφης και η μεταφορά της παλιάς πρωτεύουσας από το Καστέλι στη σημερινή θέση, ήδη από την εποχή των Φώσκολων, οδήγησε στην απομόνωση των σημαντικών αρχαιολογικών χώρων του νησιού, προστατεύοντάς τους όμως ταυτόχρονα από τη σύγχρονη οικοδόμηση.

4. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική

Σήμερα, η Χώρα της Ανάφης αποτελεί το μοναδικό οργανωμένο οικισμό του νησιού, ο οποίος από το 2002 ανακηρύχθηκε μαζί με τα υπόλοιπα οικιστικά κατάλοιπα του νησιού διατηρητέος. Απέχει 1 χλμ. από το σύγχρονο λιμάνι του Αγίου Νικολάου, όπου καταλήγουν όλα τα δρομολόγια των πλοίων, τόσο από τον Πειραιά, όσο και από τα υπόλοιπα νησιά. Η αρχιτεκτονική της Χώρας αποτελεί θαυμάσιο δείγμα αιγαιοπελαγίτικου οικιστικού τοπίου με χαμηλά, διώροφα και ευρύχωρα πέτρινα λευκά σπίτια, μεγάλες αυλές με θέα στο πέλαγος και στενούς πλακόστρωτους δρομίσκους, που συνδέουν με καμάρες τα σπίτια. Πολύ καλά σωζόμενο δείγμα της αρχιτεκτονικής αυτής θεωρείται η συνοικία των Αναφιώτικων της Πλάκας στην Αθήνα, στα νότια της Ακρόπολης, που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1860 από Αναφιώτες μάστορες και χτίστες.

5. Το νησί κατά τα τελευταία χρόνια

Η ενασχόληση των Αναφιωτών με τη λάξευση της πέτρας αποτελούσε μία από τις πιο σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες του νησιού, το οποίο παρείχε σε αφθονία την πρώτη ύλη. Οι Αναφιώτες αναδείχθηκαν ιδιαίτερα επιτήδειοι μάστορες και χτίστες. Με την ιδιότητά τους αυτή συνέβαλαν με τη γνώση τους στην οικοδόμηση της Αθήνας κατά τον 19ο αιώνα. Η απόσταση του νησιού από τον Πειραιά και τις Κεντρικές Κυκλάδες και η απομόνωσή του βοήθησε στη διατήρηση του παραδοσιακού αρχιτεκτονικού τοπίου της Ανάφης και στην αποφυγή αρχιτεκτονικών επιλογών που υπαγορεύονταν από μια κοντόφθαλμη αντίληψη τουριστικής ανάπτυξης, όπως σε άλλα νησιά. Έτσι, οι ταξιδιώτες μπορούν να θαυμάσουν το εξαίρετο τοπίο της Χώρας και να επισκεφθούν τις ήσυχες παραλίες του νησιού, πολλές από τις οποίες προσεγγίζονται μόνο από τη θάλασσα και συγκεκριμένα με καΐκια από την Παναγία Καλαμιώτισσα. Επίσης, οι ανεμόμυλοι στις παρυφές της χώρας και τα πολλά και παλιά ξωκλήσια αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών, ενώ στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής γίνεται μεγάλο πανηγύρι στις 8-9 Σεπτεμβρίου, όπου οι κάτοικοι διασκεδάζουν σε ρυθμούς που θυμίζουν έντονα τις κρητικές μαντινάδες.

6. Κατοικιές

Εκτός από τη Χώρα, σε όλη την έκταση του νησιού υπάρχουν διάσπαρτες οι λεγόμενες «κατοικιές», κτίσματα που κατασκεύαζαν οι κάτοικοι της Χώρας στις παρυφές των χωραφιών τους, ώστε να μπορούν να διαμένουν σε αυτά κατά τη διάρκεια του θέρους ή του τρύγου. Λειτουργούσαν επίσης ως χώροι αποθήκευσης και επεξεργασίας των προϊόντων (σιτάρι, μαλλί, τυρί, μέλι κ.ά.). Πρόκειται για μικρά λιθόκτιστα συγκροτήματα, που αποτελούνται από δωμάτια διαμονής και κουζίνα σε ορθογώνια, μονόχωρη μορφή, και από αποθήκες, αχυρώνες, αλώνια, φούρνους ή μαντριά. Αποτελούν τον πυρήνα της αγροτικής οικονομίας του νησιού και υποδηλώνουν τη μόνιμη σχέση των κατοίκων με τη γη. Στην ιστορική τους διαδρομή, οι Αναφιώτες ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, ενώ η θαμνώδης βλάστηση συνέβαλε στην ανάπτυξη της μελισσοκομίας, όπως αποδεικνύεται και αρχαιολογικά με τον εντοπισμό ελληνιστικών νομισμάτων με το σύμβολο της μέλισσας στη μία πλευρά τους. Η διασπορά των αναβαθμών (πεζούλες) δείχνει την προσπάθεια των κατοίκων για την εξοικονόμηση καλλιεργήσιμης γης. Ο διαχρονικός δεσμός ανθρώπου-τοπίου διαπερνά όλες τις ιστορικές περιόδους και ορίζει ακόμα και σήμερα την εικόνα της Ανάφης, μετατρέποντας το νησί σε ιδανικό τόπο εναλλακτικού τουρισμού.


Συγγραφή : Τσώνος Κωνσταντίνος (31/3/2005)
Για παραπομπή: Τσώνος Κωνσταντίνος, «Ανάφη», 2005,
Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL:



English version
Anafi 

1. Location and environment

Anafi is the southeasternmost island of the Cyclades, to the east of the island of Thera (Santorini). It is hilly and barren with sparse vegetation, the highest peak being Vigla (584 m) in the centre of the island. Anafi looks like a pyramid, due to the central bulge, with a steep, slightly sinuous coastline, often forming small bays with secluded and tranquil beaches. The soil is composed of hard granite, while in several places, particularly on the hillsides, there are deposits of pumice from the eruption of the volcano of Santorini in 1650 BC, and transferred to Anafi through air and water masses. The subsoil contains iron and lead ores and there are sulphure springs at Vagia, on the west coast. Anafi is one of the Cyclades that do not face water shortage thanks to several springs, where the surrounding small fertile areas are in sharp contrast to the dry and arid landscape.
The areas Roukounas and Kalamos have been included in the European network "NATURA 2000" as Sites of Community Importance (SCI). The island has been declared an Important Bird Area of Greece.

2. Historical Background

The Greek Mythology associates Anafi with the return of the Argonauts from Colchis. While fleeing the sudden darkening of the sky and the stormy weather in the Cretan Sea, they sought Apollo’s aid. The god responded by sending a beam of light that revealed the closest island, where they found refuge and dropped anchor. Because of the island’s sudden revelation, the Argonauts called it Anafi (the illuminated island) and built a sanctuary to Apollo Aigletos (shining) to honour the god who aided them. The inclusion of Apollo in the history of the island is part of the evidence we have of the dominant position the specific god held in Cycladic mythology. The sanctuary to Delios Apollo on the island of Delos, considered the religious centre of ancient Cyclades and one of the most important centres of all ancient Greece, the sanctuaries on other islands (Despotiko) and the use of Apollo’s name in the towns of some islands (Milos-Pollonia, Sifnos-Apollonia) demonstrate the long-standing relation between the god of light and the Cyclades. According to mythology, the first people to inhabit Anafi were the Phoenicians under the command of Memvliaros, who gave Anafi the names Memvliaros and Vliaros.

In the Geometric period (10th-8th c. BC), Anafi was inhabited by the Dorians, while during the domination of Athens it joined the Athenian League (5th c. BC), like most of the Cyclades. The island thrived and acquired a relative autonomy during the Hellenistic period, when it minted its own coinage, while there is little information about the Roman period. In the Byzantine period Anafi was included in the theme of the Aegean Sea without being particularly active. After Constantinople was captured by the Franks (1204), Marco Sanudo occupied all the Cyclades and formed the Duchy of Naxos. Anafi was ceded to Leonardo Foscolo and renamed Νamphio. In the following years the island was successively occupied by the Byzantines and the Venetians at first, and the Ottomans in 1537 (together with the rest of the Cyclades), while it was a favourite target for pirates. The travellersChr. Buondelmonti in the 15th century and P. De Tournefort in the 18th century provided important information about the island during the particular period. After the Greek War of Independence in 1821 and the foundation of the Greek State people from Anafi migrated to Athens to seek their fortune and contributed as builders and stone-cutters to the development of the new capital. They formed Anafiotika, the quarter below the Acropolis. As it happened in several other islands, Anafi was used as a place of exile during the Mid-war period, from the 1920s until the beginning of World War II.

3. Archaeological Sites and Monuments

At the top of Kastelli hill, at the centre of the island, there are remains of the ancient capital (4th-2nd c. BC), including a strong wall, a cemetery with impressive graves and Roman funerary monuments. The Monastery of Kato Panagia (Virgin Mary) Kalamiotissa on the southeast coast has some walled inscriptions and is built from ancient buliding material on the ruins of a temple to Apollo Asgelata. The temple used to be the centre of the ancient inhabitants’ religious life, who, according to inscriptions, except for Apollo worshipped Asclepius, Zeus Ktesios and Aphrodite as well. The political centre (Kastelli) was connected with the religious centre by a sacred way, parts of which have been revealed. Finally, the site Katalymatso (or Katalymakia), a little to the west of the sanctuary, is identified with the island’s ancient port, as proven by the remains of the shipyards and the small settlement, which was connected with the two above sites by a detour around the sacred way. These three archaeological sites are not easily accessible, as one must follow the narrow paths on the steep hillsides, which are typical of the island’s relief. The National Archaeological Museum houses several findings from Anafi, while the Museum of Saint Petersburg (the Hermitage) houses items taken by the Russians, when they occupied the island in 1770-1774 during the Russo-Turkish war. The present population’s concentration in Chora of Anafi and the transfer of the old capital from Kastelli to its present location since the times of the Foscoli have isolated the island’s important archaeological sites, at the same time protecting them from modern building activity.

4. Traditional Architecture

Chora is today the island’s only organised settlement; together with the rest of the architectural remains on the island, was proclaimed preservable in 2002. It is built within 1 km from the contemporary port of Agios Nikolaos, where all ships arrive from Piraeus and other islands. Its architecture is an exceptional example of the Aegean built environment, with comfortable, low, two-storey, white, stone houses with large yards overlooking the sea and narrow paved alleys connecting the houses through arches. The quarter of Anafiotika in Plaka of Athens is a well-preserved example of this architectural style, built in the 1860s to the south of the Acropolis by immigrant craftsmen and builders from Anafi.

5. Anafi in recent times

Stone-carving was one of the most important economic activities on the island; Anafi provided plenty of raw material. The people of Anafi were particularly skillful craftsmen and builders, contributing their knowledge to Athens’ construction in the 19th century. The fact that the island was far from Piraeus and the central Cyclades and therefore relatively isolated helped Anafi to preserve its traditional setting and evade unfortunate architectural choices that were imposed by a short-sighted understanding of touristic development, as in other islands. Thus, visitors may admire the beautiful scenery of Chora and visit the island’s tranquil beaches, many of which are accessible only by sea, in particular from Virgin Mary Kalamiotissa. In addition, the windmills on the outskirts of Chora as well as several old country chapels are major attractions for many visitors, while in the Monastery of Zoodochos Pigi a great festival takes place on 8-9 September, when the inhabitants celebrate with songs reminiscent of the Cretan mantinades (folk songs in the form of 15-syllable rhyming couplets).

6. The "Katoikies"

Apart from Chora, the entire island has sparse buildings the inhabitants of Chora used to erect near their fields, so that they could live there during summer and vine harvest; they are called "katoikies". Such buildings were used for product storage (wheat, wool) and processing (cheese, honey). They are small stone complexes in rectangular form, consisting of some rooms and a kitchen, as well as storerooms, barns, threshing floors, ovens or sheep-runs. They form the nucleus of the agricultural economy of the island and underline the inhabitants’ permanent relationship with the land.
Throughout history, the people from Anafi have been farmers and stock breeders, while bushy vegetation has contributed to the development of apiculture. The discovery of Hellenistic coins with the symbol of the bee on the one side testifies the long tradition of apiculture in Anafi. The island’s extensive terrace cultivation (pezoules) shows the efforts of the inhabitants to create new arable land. The bond between human activity and natural landscape, which runs throughout history, marks even today the picture of Anafi and makes the island an ideal place for alternative tourism. 


Συγγραφή : Tsonos Konstantinos (31/3/2005)
Μετάφραση : Velentzas Georgios (29/6/2005)
Για παραπομπή: Tsonos Konstantinos, "Anafi", 2005,
Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL:

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Βοιωτική μυθολογία

Η εκδίκηση που επιφύλασσαν ο Αμφίων και ο Ζήθος στη Δίρκη, σύζυγο του Λύκου, που βασάνιζε τη μητέρα τους Αντιόπη, ήταν να τη δέσουν σε έναν ταύρο που την έσυρε πίσω του μέχρι θανάτου. Στην εικόνα: ο Ταύρος των Φαρνέζε, κολοσσιαίο γλυπτό που απεικονίζει το μύθο του θανάτου της Δίρκης. Αποδίδεται στους καλλιτέχνες, Απολλώνιο από τις Τράλλεις και Ταυρίσκο. Τέλη 2ου αι. π.Χ. Museo Archeologico Nazionale di Napoli.
© copyrights photo: Marie-Lan Nguyen/ Wikimedia Commons

1. Εισαγωγή

Η Βοιωτία, διάσπαρτη με κατάλοιπα πολυάριθμων αρχαίων οικισμών και μνημείων, αποτέλεσε την κοιτίδα όπου γεννήθηκαν μερικοί από τους σημαντικότερους και ονομαστότερους αρχαίους ελληνικούς μύθους, κληροδοτώντας στην ανθρωπότητα πλήθος μυθολογικών παραδόσεων, άλλες με τοπικό χαρακτήρα και άλλες με πανελλήνια απήχηση. Η ίδια συμμετέχει, άλλωστε, με πρωταγωνιστικό τρόπο σε όλα τα μεγάλα «γεγονότα» που διηγούνταν οι μύθοι, μέσα από διηγήσεις στις οποίες πρωτοστατούν μερικές από τις γνωστότερες μορφές του ελληνικού πανθέου και της μυθολογίας. Γενεαλογίες ηρώων και αλληλουχίες γεγονότων ξεδιπλώνονται γλαφυρά, συνδέοντας τους βοιωτικούς αυτούς μύθους μεταξύ τους αλλά και με αντίστοιχους άλλων περιοχών, δημιουργώντας έτσι μια άρρηκτη συνέχεια στη μυθολογική αφήγηση και την εξέλιξη των πραγμάτων.

Πολλές από τις βοιωτικές μυθολογικές αφηγήσεις άρχισαν ίσως να διαμορφώνονται κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους από περιφερόμενους αοιδούς που τραγουδούσαν «κλέα ανδρῶν» στις αυλές των τοπικών ανακτόρων της Θήβας και του Ορχομενού, για τους ήρωες που ξεχώρισαν σε μεγάλα κυνήγια και φονικές μάχες ή για εκείνους που πρωταγωνίστησαν σε μακρινές εκστρατείες, αλλά και σε ιστορίες για τον βίο και τα ήθη θεών και ανθρώπων. Στις διηγήσεις αυτές συμμετέχουν κυρίως η Θήβα και ο Ορχομενός, τα δύο παλαιότερα, σπουδαιότερα και με σημαντικότερη διαχρονικά ιστορία, κέντρα, ενώ πολύ συχνά εμφανίζονται συμπληρωματικά και άλλες μικρότερες θέσεις της περιοχής.

Οι παλαίφατοι αυτοί βοιωτικοί μύθοι, ιστορούμενοι κάποτε σε χαμένα σήμερα κομμάτια του επικού κύκλου, όπως η Θηβαΐς, η Μινυάδα, η Ευρωπία και η Οιδιπόδεια, αλλά και γνωστοί στον Όμηρο και τον Ασκραίο Ησίοδο, διατηρήθηκαν από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα, με τους αρχικούς τους πυρήνες σε μια συνεχή διαδικασία διεύρυνσης και εμπλουτισμού με νέα στοιχεία, εξυπηρετώντας έτσι διάφορες σκοπιμότητες ανάλογα με τις επιδιώξεις των κατά καιρούς φορέων τους για σύνδεση με το ηρωικό παρελθόν. Στο γεγονός αυτό οφείλονται, άλλωστε, και οι πάμπολλες παραλλαγές τους, με τις οποίες αυτοί είναι σήμερα γνωστοί.

Στοιχεία βοιωτικής μυθολογίας υπάρχουν σε πολλούς αρχαίους συγγραφείς, όπως στον Πίνδαρο, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Εκαταίο, τον Έφορο, τον Ελλάνικο, τον Φιλόχορο, τον Απολλόδωρο τον Ρόδιο, τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και τον περιηγητή Παυσανία. Αυτοί όμως που ανύψωσαν στοιχεία τους σε πανανθρώπινα ιδανικά, «παιδεύοντας» τους συγχρόνους τους, αλλά και όλες τις μετέπειτα γενεές, ήταν ουσιαστικά οι τρεις μεγάλοι τραγικοί του 5ου αι. π.Χ., οι οποίοι τους περιέβαλλαν με τη δύναμη της καλλιτεχνικής τους έκφρασης, δημιουργώντας κάποια από τα απαράμιλλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ανά τους αιώνες. Και μαζί με αυτούς οι αρχαίοι αγγειογράφοι, που φιλοτέχνησαν με τους βοιωτικούς μύθους ορισμένα από τα πιο εξαίσια δημιουργήματά τους.

Τέτοιοι φημισμένοι στην αρχαιότητα βοιωτικοί μύθοι ήταν οι μύθοι του Ηρακλή, του μεγαλύτερου ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και άρχισε τη δράση του στη Θήβα, αλλά και εκείνοι του Οιδίποδα και των υπολοίπων μελών του πολύπαθου γένους των Λαβδακιδών, όπως και αυτοί των Νιοβιδών, των δεκατεσσάρων δηλαδή παιδιών της Νιόβης, κόρης του Ταντάλου και συζύγου του Αμφίονα, που θανατώθηκαν από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη για την ύβρη των γονιών τους κατά της μητέρας των δύο θεών Λητούς. Ομοίως, ιδιαίτερα αγαπητοί βοιωτικοί μύθοι ήταν εκείνος του Ακταίονα, του φημισμένου κυνηγού, τον οποίο κατασπάραξαν τα σκυλιά του, παρακινημένα από την Άρτεμη, επειδή αυτός την είδε να λούζεται γυμνή σε μια πηγή του Κιθαιρώνα, καθώς και του Πενθέα, του μυθικού βασιλιά της Θήβας, που διαμελίστηκε από την μητέρα του, Αγαύη, και τις μαινάδες επειδή αντιτάχθηκε στην εισαγωγή της λατρείας του Διονύσου. Ένας τέτοιος μύθος ήταν και αυτός της Πρόκνης και της Φιλομήλας που μεταμορφώθηκαν σε πουλιά, κυνηγημένες από τον θράκα Τηρέα στις δασωμένες πλαγιές του Παρνασσού, στην περιοχή της αρχαίας φωκικής και νυν βοιωτικής πόλης της Δαύλειας.

Ιδιαίτερη, ωστόσο, σημασία έχει η θέση και ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Βοιωτίας σε όλους τους μύθους που περιγράφουν τις μεγάλες πανελλήνιες εκστρατείες που συνέβησαν κατά το μυθικό παρελθόν, γύρω από τις οποίες περιπλέκονται πολυάριθμοι άλλοι τοπικοί μύθοι. Αρχικά, στην Αργοναυτική εκστρατεία, όντας η ίδια αφετηρία του μύθου, καθώς από το έδαφός της ξεκίνησαν ο Φρίξος και η Έλλη καβάλα στο χρυσόμαλλο κριάρι που τους μετέφερε στην Κολχίδα, και, παράλληλα, συνεισφέροντας στο σύλλογο των ηρώων που περιέβαλλαν τον Ιάσονα δύο από τα σημαντικότερα πρόσωπα του μύθου, τον μεγάλο ήρωα Ηρακλή, αλλά και τον κυβερνήτη της Αργούς Τύφη. Ακολουθώντας κανείς τη χρονολογική σειρά των μεγάλων αυτών «γεγονότων», συναντά τη Βοιωτία ως προορισμό των δύο διαδοχικών εκστρατειών των Αργείων βασιλιάδων εναντίον της Θήβας, της πρώτης των «Επτά» και της δεύτερης των «Επιγόνων» τους, ενώ διαπιστώνει ότι μεγάλο μέρος του στρατού των Αχαιών στον πόλεμο της Τροίας προερχόταν από βοιωτικές πόλεις, μια από τις οποίες, η Αυλίδα, αποτέλεσε και το σημείο συγκέντρωσης του στόλου, πριν αυτός αποπλεύσει για την Τροία.

Οι βοιωτικοί μύθοι, με βάση τον κεντρικό πυρήνα της θεματολογίας τους, μπορούν να διακριθούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

Α) Ιδρυτικοί μύθοι – μυθικές βασιλικές γενεαλογίες.

Β) Μύθοι που σχετίζονται με τη ζωή και τη δράση θεών και ηρώων. Τέτοιες μυθολογικές διηγήσεις αποτέλεσαν την αφορμή για την εγκαθίδρυση διαφόρων λατρειών, ενώ πλήθος τοπωνυμίων έχει την προέλευσή του σε αυτές.


2. Ιδρυτικοί μύθοι – μυθικές βασιλικές γενεαλογίες

Στην πρώτη κατηγορία μύθων που απαρτίζουν την αρχαία βοιωτική μυθολογία ανήκουν αυτοί που δικαιολογούν την καταγωγή του γένους των Βοιωτών, αλλά και την ίδρυση και επωνυμία των πόλεων της Βοιωτίας. Έτσι, κατά την παράδοση που ακολουθεί ο Παυσανίας, επώνυμος των Βοιωτών θεωρούταν ο ήρωας Βοιωτός, γιος του Ίτωνου και της Μελανίππης. Ο Ίτωνος ήταν γιος του Αμφικτύωνα και αυτός, με τη σειρά του, του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ενώ η Μελανίππη θεά του κάτω κόσμου. Άλλη παράδοση αναφέρει ως πατέρα του Βοιωτού τον Ποσειδώνα, τον μεγαλύτερο θεό των Βοιωτών, ενώ ο Διόδωρος διέσωσε ως προς τη μητέρα του ήρωα την παράδοση πως ήταν η Άρνη, παλαιά θεά του κάτω κόσμου και επώνυμη ηρωίδα πόλεως της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας.

Αντίστοιχα, πολλές βοιωτικές πόλεις έφεραν το όνομά τους από διάφορες τοπικές θεότητες ή από μυθικούς γενάρχες – βασιλείς και οικιστές που οι μυθολογικές παραδόσεις τους συνέδεαν συγγενικά με ονομαστές θεότητες ή με γενεαλογίες άλλων περιοχών. Έτσι, επώνυμος ήρωας στην Καδμεία της Θήβας ήταν ο Κάδμος και στο προάστιό της Ποτνιαί ο Ποτνιεύς, στον Ορχομενό ο γιος του Μινύα Ορχομενός, στην Αλίαρτο ο Αλίαρτος, στην Κορώνεια ο Κόρωνος, στην Ασπληδώνα ο γιος του Ποσειδώνα Ασπληδών, στη Λεβάδεια ο αθηναίος Λέβαδος, στη Χαιρώνεια ο γιος του Απόλλωνα Χαίρων, στη Φλεγυΐδα ο γιος του Άρη Φλεγύας. Οι Όλμωνες (Άλμωνες) και η Υηττός ονομάστηκαν έτσι από τον Άλμο, το γιο του Σισύφου, και τον αργείο Ύηττο, ενώ η Ογχηστός από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα. Για τις Αλαλκομενές υπήρχε η παράδοση πως πήραν το όνομά τους από κάποιον ντόπιο Αλαλκομενέα που είχε αναθρέψει την Αθηνά ή κατ’ άλλους από την Αλαλκομενία, κόρη του πρώτου μυθικού βασιλιά της Θήβας Ωγύγου, όπως αντίστοιχα και η Αυλίδα. Κάτι αντίστοιχο λεγόταν και για την Πλάταια, πως ονομάστηκε δηλαδή έτσι από την κόρη του βασιλιά της Πλάταιας Ασωπού, καθώς και για την Λάρυμνα από την ομώνυμη κόρη του Κύνου. Οι ταναγραίοι έλεγαν πως οικιστής τους ήταν ο Ποίμανδρος από τη γενιά του Απόλλωνα και της Αιθούσης, κόρης του Ποσειδώνα, ο οποίος νυμφεύθηκε την Τάναγρα, κόρη του Αιόλου. Η Ανθηδών όφειλε το όνομά της κατ’ άλλους σε νύμφη Ανθηδόνα και κατ’ άλλους σε ηγεμόνα Άνθα, γιο του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης, της κόρης του Άτλαντα. Από ομώνυμη νύμφη του τόπου πήρε το όνομά της και η Θίσβη, ενώ και για την Θέσπια υπήρχε η παράδοση πως ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη κόρη του Ασωπού ή από κάποιον Θέσπιο που καταγόταν από την Αθήνα και τη φημισμένη γενιά του Ερεχθέα.

Από τις πόλεις της σημερινής Βοιωτίας που ανήκαν στη αρχαία Φωκίδα, ο Πανοπέας είχε το όνομά του από τον ομώνυμο ήρωα, ο οποίος θεωρούταν γιος του μυθικού γενάρχη των Φωκέων, Φώκου. Ο Πανοπέας, μαζί με άλλους ονομαστούς ήρωες, είχε λάβει μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και στην εκστρατεία του Αμφιτρύωνα κατά των Ταφίων ή Τηλεβόων. Ομοίως, η Άμβροσσος έφερε το όνομά της από τον ήρωα Άμβροσσο και η Αντίκυρα από τον ήρωα Αντικυρέα, ο οποίος θεωρούταν σύγχρονος του Ηρακλή. Τέλος, για την γειτονική Στίριδα υπήρχε η παράδοση πως κατοικήθηκε από Αθηναίους επήλυδες που κατάγονταν από τον αττικό δήμο των στιρέων και ακολούθησαν τον Πετεό, τον οποίο εξόρισε από την Αττική ο Αιγαίας.


2.1 Θήβα

Η Θήβα, ως το σπουδαιότερο και με την μακρότερη ίσως ιστορική παράδοση βοιωτικό κέντρο, κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους ιδρυτικούς μύθους της Βοιωτίας. Για τη σύσταση της πόλης είναι γνωστές τρεις διαφορετικές μυθολογικές παραδόσεις. Η πρώτη, που διασώζεται από τον Εκαταίο και τον Έφορο, ήθελε κάποια βαρβαρικά φύλα να έχουν καταλάβει αρχικά την περιοχή, τους Άονες, τους Τέμμικες, τους Ύαντες, τους Λέλεγες και τους Πελασγούς. Αντίθετα, σύμφωνα με την παράδοση που καταγράφεται από τους Ελλάνικο, Φιλόχορο και Παυσανία, οι πρώτοι αυτόχθονες κάτοικοι της Θήβας ήταν οι Έκτηνες και βασιλιάς ο Ώγυγος, ο οποίος ίδρυσε την πόλη. Κατά την παράδοση αυτή, μετά από τους Έκτηνες εγκαταστάθηκαν στη θέση οι Ύαντες και οι Άονες.

Κοινό στοιχείο στις παραδόσεις αυτές είναι η παρουσία του Κάδμου που έφτασε εκεί από τη Φοινίκη, για τον οποίο η πρώτη διηγούταν πως ήταν αυτός που τείχισε την Καδμεία και ίδρυσε εξ’ αρχής την πόλη της Θήβας, σε αντίθεση με τη δεύτερη που θεωρούσε ότι αυτός κατέλαβε τη Θήβα του Ωγύγου, όπου νίκησε τους Άονες και τους Ύαντες και τείχισε την Καδμεία. Η τρίτη, τέλος, παράδοση, γνωστή ήδη από τον επικό κύκλο, θεωρούσε ως ιδρυτές και τειχιστές της πόλης τον Ζήθο και τον Αμφίονα, οι οποίοι συνένωσαν την ακρόπολη και την κάτω πόλη και έδωσαν στις δύο το όνομα Θήβαι, από τη Θήβη, κόρη του Ασωπού και σύζυγο του Ζήθου. Την τείχιση της Θήβας περιγράφει γλαφυρά ο Όμηρος, ο οποίος, ωστόσο, δεν αναφέρεται στην παράδοση για το ρόλο της λύρας του Αμφίονα, η απαράμιλλη μουσική της οποίας έκανε τους λίθους του τείχους να συναρμόζονται μόνοι τους. Η τρίτη αυτή εκδοχή για την ίδρυση της πόλης θεωρούσε τον Κάδμο ως ένα μεταγενέστερο ηγεμόνα της και από αυτόν ήδη στον Όμηρο οι κάτοικοι της Θήβας ονομάζονται Καδμείοι.

Σύμφωνα με τη γνωστότερη παραλλαγή του μύθου, ο Κάδμος ήταν γιος του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα και εγγονός του Ποσειδώνα. Όταν ο Δίας απήγαγε την Ευρώπη, αδελφή του Κάδμου, αυτός με τους υπόλοιπους αδελφούς του, Φοίνικα και Κίλικα, άφησαν την πατρίδα τους ψάχνοντας την Ευρώπη παντού. Ο Κάδμος επισκέφθηκε πολλά μέρη, ιδρύοντας πόλεις και φέρνοντας σε αυτά το αλφάβητο. Μη μπορώντας όμως να βρει την αδελφή του κατέληξε στο μαντείο των Δελφών, όπου του δόθηκε ο χρησμός να ιδρύσει πόλη στη θέση όπου θα τον οδηγούσε μια αγελάδα. Εκεί ο Κάδμος θυσίασε την αγελάδα και θανάτωσε τον δράκοντα που φρουρούσε μια γειτονική πηγή. Από τη σπορά των δοντιών του δράκοντα φύτρωσαν οι Σπαρτοί, από τους οποίους, μετά το επεισόδιο της αλληλοεξόντωσης που συνέβη μεταξύ τους, επιβίωσαν οι Χθόνιος, Υπερήνωρ, Πέλωρος, Ουδαίος και Εχίων. Απόγονοι αυτών καυχώνταν πως ήταν οι ευγενείς οικογένειες των Θηβών. Επειδή, ωστόσο, ο δράκοντας ήταν γιος του Άρη, ο Κάδμος τιμωρήθηκε να υπηρετεί τον θεό για οκτώ έτη. Κατόπιν παντρεύτηκε την Αρμονία, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης ή του Δία και της Ηλέκτρας κατ’ άλλη παράδοση, την οποία γνώρισε στη Σαμοθράκη και την απήγαγε για να τη νυμφευτεί στην Καδμεία. Μάλιστα, οι μύθοι έλεγαν πως στο γάμο τουςείχαν τραγουδήσει οι Μούσες, ενώ ανάμεσα στα δώρα που έλαβε η Αρμονία ονομαστά ήταν το περιδέραιο που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος και ο πέπλος που ύφαναν οι Χάριτες. Με την Αρμονία ο Κάδμος απέκτησε πέντε παιδιά, τον Πολύδωρο, την Ινώ, την Αγαύη, τη Σεμέλη και την Αυτονόη, αποτελώντας έτσι τον ιδρυτή μιας καινούριας γενιάς, από την οποία εξαρτάται στη συνέχεια και όλη η υπόλοιπη μυθική γενεαλογία της πόλης.

Η μυθική γενεαλογία της Θήβας συνεχίζεται με τον γιο του Κάδμου Πολύδωρο, ο οποίος ανέλαβε τη βασιλεία, όταν ο Κάδμος και η Αρμονία, γέροντες πια, μετοίκησαν στην Ιλλυρία. Κατ’ άλλη παράδοση ο θρόνος ανατέθηκε στον Πενθέα που ήταν γιος του Σπαρτού Εχίονα και της κόρης του Κάδμου Αγαύης. Σύμφωνα με το μύθο, ο Πενθέας αντιτάχθηκε στην εισαγωγή στη Θήβα της λατρείας του εξαδέλφου του, Διονύσου, γιου της Σεμέλης και του Δία, και ο Διόνυσος εκδικήθηκε βάζοντας τις βάκχες και την ίδια την Αγαύη να τον διαμελίσουν.

Μετά τον Πολύδωρο η βασιλεία περιήλθε στον γιο του Λάβδακο, ο οποίος επιτροπεύτηκε διαδοχικά μέχρι την ενηλικίωσή του από τους γιους του Σπαρτού Χθονίου, Νυκτέα και Λύκο. Μετά το θάνατο του Λαβδάκου τη βασιλεία ανέλαβε σε μικρή ηλικία ο γιος του Λάιος, επίτροπος του οποίου έγινε πάλι ο Λύκος. Τότε ήταν που ο Ζήθος και ο Αμφίων, γιοί του Δία και της Αντιόπης, κόρης του Νυκτέα, επιτέθηκαν στη Θήβα, απ’ όπου εκδίωξαν το Λύκο και εξόρισαν το Λάιο, ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Πέλοπα.

Από το σημείο αυτό αρχίζει η ιστορία των Λαβδακιδών που γέμισαν με πάθη το βασιλικό γένος της Θήβας. Ο Λάιος μεγάλωσε στον οίκο του Πέλοπα, όπου όμως αποπλάνησε το μικρότερο γιο του Χρύσιππο, με αποτέλεσμα αυτός και το γένος του να φέρουν πάντοτε την κατάρα του Πελοποννήσιου γενάρχη. Με το θάνατο του Ζήθου και του Αμφίονα και την επιστροφή του στη Θήβα ο Λάιος νυμφεύθηκε την Ιοκάστη, κόρη του Μενοικέα και αδελφή του Κρέοντα, με την οποία απέκτησε τον Οιδίποδα. Στη μυθολογική αφήγηση ακολουθούν τα επεισόδια της έκθεσης του μικρού Οιδίποδα στον Ελικώνα και, αργότερα, της επαλήθευσης του χρησμού με τη θανάτωση του Λαΐου από τον ίδιο του τον γιο, της ανάληψης της εξουσίας από τον Κρέοντα, της εμφάνισης της Σφίγγας και της τελικής λύσης του αινίγματός της από τον Οιδίποδα, με αποτέλεσμα τη σωτηρία της πόλης και την ανταμοιβή του Οιδίποδα με το να χριστεί αυτός βασιλιάς και να νυμφευθεί τη βασίλισσα μητέρα του, Ιοκάστη.

Τούτο αποτελεί κεντρικό σημείο του μύθου, καθώς γίνεται αφετηρία για μια νέα εξέλιξη στη μυθολογική πλοκή. Από την αιμομικτική αυτή σχέση γεννήθηκαν τέσσερα αδέλφια, ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, τα πάθη των οποίων ενέπνευσαν τους τραγικούς σε τέτοιο βαθμό όσο και εκείνα των γονιών τους. Μετά την αποκάλυψη της αιμομικτικής σχέσης, την τύφλωση και την εκδίωξη του Οιδίποδα, η βασιλεία της Θήβας έγινε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, με τον πρώτο να εκδιώκει τον δεύτερο στην Πελοπόννησο. Αυτός κατέφυγε στο Άργος, όπου συγκέντρωσε στρατό και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Οι Αργείοι ήρωες που συμμετείχαν στην εκστρατεία αυτή ήταν ο Άδραστος, ο Αμφιάραος, ο Καπανέας, ο Ιππομέδων, ο Τυδέας και ο Παρθενοπαίος. Είναι ο λεγόμενος πόλεμος των «Επτά», που έληξε με τη μονομαχία και την αλληλοεξόντωση των δύο αδελφών μπροστά στα τείχη της Θήβας, στην περιοχή των Ηλεκτρών πυλών και του Ισμηνίου, αλλά και την ήττα των Αργείων. Στη Θήβα ανέλαβε βασιλιάς ο Λαοδάμαντας, γιος του Ετεοκλή, η εξουσία όμως περιήλθε στον Κρέοντα ως επίτροπο του παιδιού. Τότε ήταν που οι Αργείοι επανήλθαν με τους γιους των «Επτά», τους αποκαλούμενους «Επιγόνους»: το γιο του Αδράστου, του μόνου που επιβίωσε από τους «Επτά», Αιγιαλέα, το γιο του Τυδέα Διομήδη, το γιο του Καπανέα Σθένελο, το γιο του Παρθενοπαίου Πρόμαχο, τους δύο γιους του Αμφιαράου Αλκμαίωνα και Αμφίλοχο, συνεπικουρούμενοι από το γιο του Μικηστέα Ευρύαλο. Τη φορά αυτή οι Αργείοι νίκησαν τους Θηβαίους στον Γλίσαντα, στους πρόποδες του Υπάτου όρους, και εξανάγκασαν τον Λαοδάμαντα να καταφύγει στους Ιλλυριούς. Τη βασιλεία τότε ανέλαβε ο Θέρσανδρος, γιος του Πολυνείκη και αρχηγός των «Επιγόνων», ο οποίος σκοτώθηκε αργότερα από τον Τήλεφο, γιο του Ηρακλή, στην πρώτη εκστρατεία του τρωικού πολέμου, όταν τα πλοία πήγαν κατά λάθος στη Μυσία. Τον διαδέχθηκε ο Πηνέλεως, ο οποίος έλαβε αρχικά μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και αργότερα υπήρξε ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, ενώ ηγήθηκε του βοιωτικού εκστρατευτικού σώματος στη δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Τροίας, όπου και σκοτώθηκε από τον γιο του Τηλέφου, Ευρύπυλο. Στη βασιλική διαδοχή ακολουθούν ο γιος του Θέρσανδρου και της κόρης του Αμφιαράου Δημώνασσας, Τισαμενός, ο γιος του Τισαμενού, Αυτεσίων, που μετά από χρησμό μετοίκησε στους Δωριείς, ο Δαμασίχθων, γιος του Οφέλτη, γιου του Πηνέλεω, ο γιος του Δαμασίχθονα, Πτολεμαίος και, τέλος, ο γιος του Πτολεμαίου, Ξάνθος.


2.2 Ορχομενός

Εξίσου σημαντική θέση στους ιδρυτικούς μύθους της Βοιωτίας κατέχει ο Ορχομενός, το έτερο μεγάλο σε ιστορία, δύναμη και σπουδαιότητα κέντρο της περιοχής. Σύμφωνα με τη μυθική γενεαλογία των βασιλικών γενών του που καταγράφει ο Παυσανίας, πρώτος οικιστής του Ορχομενού ήταν ο Ανδρεύς, γιος του Πηνειού, από τον οποίο η χώρα ονομάστηκε Ανδρηίδα. Αυτός παραχώρησε αργότερα την περιοχή του Λαφυστίου, την Κορωνειακή και την Αλιαρτία στον αδελφό του Σισύφου Αθάμαντα, ο οποίος έφτασε στον Ορχομενό από την Άλο της Θεσσαλίας, και αυτός με τη σειρά του στον Αλίαρτο και τον Κόρωνο, οι οποίοι ήταν εγγονοί του από τον ανιψιό του και γιο του Σισύφου Θέρσανδρο. Όταν ο Φρίξος, ο γιος του Αθάμαντα, ή ο Πρέσβων, ο γιος που ο Φρίξος απέκτησε στην Κολχίδα με την κόρη του Αιήτη Χαλκιόπη, επέστρεψε από τη χώρα του Πόντου, ο Αλίαρτος και ο Κόρωνος έδωσαν πίσω στον Αθάμαντα τις περιοχές που τους είχε δώσει και οι ίδιοι έγιναν οικιστές της Αλιάρτου και της Κορώνειας.

Γιος του Ανδρέα ή, κατ’ άλλους, του ποταμού Κηφισού ήταν ο Ετεοκλής, μετά το θάνατο του οποίου η βασιλεία περιήλθε στη γενιά του Άλμου, ο οποίος είχε κόρες τη Χρύση και τη Χρυσογένεια. Από τη Χρύση και τον Άρη γεννήθηκε ο Φλεγύας που μετονόμασε τη χώρα σε Φλεγυΐδα και έγινε γενάρχης των πολεμικού φύλου των Φλεγύων. Αυτοί αποστάτησαν από τους άλλους της φυλής τους και άρχισαν να διαρπάζουν τους γείτονές τους και το δελφικό ιερό. Για το λόγο αυτό οι Φλεγύες δέχθηκαν δεινά πλήγματα με φυσικές καταστροφές και επιδημίες και μόνο ένα μικρό τους μέρος διέφυγε στον γειτονικό Πανοπέα.

Μετά το θάνατο του Φλεγύα ανέλαβε τη βασιλεία ο εξάδελφός του Χρύσης, γιος της Χρυσογένειας και του Ποσειδώνα. Γιος του Χρύση ήταν ο Μινύας, από τον οποίο οι κάτοικοι ονομάστηκαν Μινύες, και γιος του Μινύα ο Ορχομενός, από τον οποίο πήρε το όνομά της η πόλη και οι κάτοικοί της την ονομασία Ορχομένιοι.

Τη μοίρα του Ετεοκλή και του Φλεγύα ακολούθησε και ο Ορχομενός, ο οποίος πέθανε χωρίς να αφήσει απόγονο και έτσι χάθηκε και η γενιά του Άλμου. Η βασιλεία τότε περιήλθε στον Κλύμενο, εγγονό του Φρίξου από τον Πρέσβωνα, ο οποίος απέκτησε πέντε γιους, τον Εργίνο, τον Στράτο, τον Άρρωνα, τον Πύλειο και τον Αζέα. Ο Κλύμενος σκοτώθηκε στο ιερό του Ογχηστίου Ποσειδώνα από τον Περιήρη, ηνίοχο του Θηβαίου Μενοικέα, γεγονός που προκάλεσε την χρόνια διαμάχη Ορχομενίων και Θηβαίων, και έτσι τη βασιλεία και μαζί την υποχρέωση να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο Εργίνος. Αυτός και τα αδέλφια του μάζεψαν αμέσως στρατό και κινήθηκαν εναντίον της Θήβας. Στη μάχη που έγινε, ο Εργίνος νίκησε τους Θηβαίους και τους δέσμευσε με όρκο να δίνουν στους Ορχομενίους κάθε χρόνο εκατό βόδια επί είκοσι χρόνια. Από το φόρο αυτό τους απάλλαξε ο Ηρακλής όταν ενηλικιώθηκε, την εποχή που βασιλιάς στη Θήβα ήταν ο Κρέοντας, αναγκάζοντας τους Μινύες να καταβάλουν τριπλάσιο φόρο στους Θηβαίους. Ο μύθος μάλιστα λέει πως στην ήττα των Ορχομενίων συνέβαλε το γεγονός πως ο Ηρακλής έφραξε τις διεξόδους των υδάτων και έστρεψε τους ποταμούς προς το εσωτερικό της Κωπαΐδας, καταστρέφοντας έτσι τα περίφημα αποστραγγιστικά έργα των Μινυών.

Τέλος, η βασιλεία του Ορχομενού περιήλθε στον Ασκάλαφο και τον Ιάλμενο, που κατά την παράδοση ήταν γιοί του Άρη και της Αστυόχης, κόρης του Άκτορα, γιου του Αζέα, οι οποίοι και ηγήθηκαν του στρατού των Ορχομενίων στην Τροία.


3. Ζωή και δράση θεών και ηρώων

Μεγάλο μέρος των μύθων της αρχαίας Βοιωτίας σχετιζόταν με τη ζωή και τη δράση θεών και ηρώων, με την οποία είχαν συνδεθεί διάφοροι τόποι, κατά την προσφιλή συνήθεια των πόλεων να διεκδικούν κύρος και αίγλη δείχνοντας τουλάχιστον ένα μέρος της επικράτειάς τους όπου θεϊκά σημάδια ή ηρωικά κατορθώματα είχαν συμβεί. Η Βοιωτία, άλλωστε, αποτελούσε τη μυθολογική πατρίδα σημαντικών θεών, όπως η Αθηνά, ο Ερμής και ο Διόνυσος, αλλά και σπουδαίων ηρώων με θεϊκή καταγωγή, όπως ο Ηρακλής, ο Τροφώνιος και ο Πτώιος.

Για την Αθηνά ο μύθος έλεγε πως είχε γεννηθεί στις Αλαλκομενές και πως ανατράφηκε σε έναν μικρό χείμαρρο που βρισκόταν εκεί, ενώ για τον Ερμή οι Ταναγραίοι έδειχναν το γειτονικό όρος Κηρύκειο ως τόπο γέννησής του. Ομοίως, τον Διόνυσο, γιο της κόρης του Κάδμου Σεμέλης και του Δία, τον διεκδικούσαν οι Θηβαίοι και για τον λόγο αυτό ισχυρίζονταν πως το αμπέλι για πρώτη φορά φύτρωσε στον τόπο τους. Οι ίδιοι μάλιστα έδειχναν και τα ερείπια του θαλάμου της οικίας του Κάδμου, ο οποίος, σύμφωνα με το μύθο, κατακάηκε από την εμφάνιση του πατέρα των θεών στη Σεμέλη.

Από την άλλη μεριά, ο μεγάλος ήρωας Ηρακλής είχε πατρίδα του τη Θήβα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Γονείς του ήταν ο Δίας και η Αλκμήνη, κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Ηλεκτρύωνα, που μαζί με το σύζυγό της, Αμφιτρύωνα, βρέθηκαν εκεί ως εξόριστοι από την Αργολίδα. Στην Αλκμήνη παρουσιάστηκε ο Δίας με τη μορφή του Αμφιτρύωνα ενόσω αυτός βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Τηλεβόων ή Ταφίων, μαζί με τον Κρέοντα και τους βασιλείς του Θορικού Αττικής Κέφαλο, των Φωκέων Πανοπέα και του Άργους Έλειο. Στη Θήβα υπήρχε η παράδοση πως στη γέννηση του Ηρακλή βοήθησε η Γαλινθιάς, κόρη του Θηβαίου Προίτου, ενώ άλλοι μύθοι ανέφεραν την κόρη του Τειρεσία Ιστορίδα, η οποία με τέχνασμα έδιωξε τις φαρμακίδες, τοπικές θεότητες του τοκετού, που είχαν σταλεί από την Ήρα να δυσκολέψουν τη γέννα της Αλκμήνης. Οι Θηβαίοι έδειχναν επίσης ένα σημείο όπου, κατά την παράδοση, η Ήρα θήλασε τον Ηρακλή, αλλά και το σπίτι των γονέων του ήρωα κοντά στις Ηλέκτρες πύλες, για το οποίο μάλιστα έλεγαν πως το είχαν κτίσει οι θρυλικοί μαστόροι Τροφώνιος και Αγαμήδης, που είχαν επίσης κατασκευάσει το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, αλλά και το θησαυροφυλάκιο του Υριέα στην πόλη Υρία της Ταναγρικής. Αυτοί θεωρούνταν γιοι του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου, κατ’ άλλη όμως παράδοση πατέρας τους ήταν ο Απόλλωνας.

Πολυάριθμα τέτοια παραδείγματα τόπων που συνδέονταν με επιφάνειες και τη δράση θεών και ηρώων καταγράφηκαν από τον περιηγητή Παυσανία κατά την πορεία του στη Βοιωτία. Έτσι, όσον αφορά τη Θήβα, υπήρχε ο μύθος ότι στο προάστιο Ποτνιαί που βρισκόταν στα νότια της πόλης ζούσε κάποτε ο γιος του Σισύφου, Γλαύκος, τον οποίο κατασπάραξαν τα άλογά του που τα έτρεφε με ανθρώπινο κρέας για να είναι άγρια και να νικάει στις αρματοδρομίες. Επίσης, μπροστά στο ναό του Ισμηνίου οι Θηβαίοι έδειχναν ένα βράχο όπου πίστευαν πως καθόταν η κόρη του Τειρεσία, Μαντώ, όταν έδινε χρησμούς. Σε άλλα σημεία της πόλης τους έδειχναν τον τάφο των Νιοβιδών, τον κοινό τάφο του Ζήθου και του Αμφίονα, τον τάφο του Τυδέα, όπως και εκείνον του Θηβαίου Μελάνιππου, ο οποίος κατά την εκστρατεία των «Επτά» τραυμάτισε θανάσιμα τον Αργείο βασιλιά και σκότωσε τον αδελφό του Αδράστου Μικηστέα, αλλά και τους τάφους των παιδιών του Οιδίποδα, καθώς και εκείνους των παιδιών του Ηρακλή από τη Μεγάρα, κόρη του Κρέοντα, τα οποία η ήρωας κατέσφαξε έχοντας σαλεμένα τα λογικά του από την Ήρα, ενώ επίσης ισχυρίζονταν πως ο Λίνος, ο εξοχότερος μουσικός όλων των εποχών, τον οποίο σκότωσε άδικα ο Απόλλωνας, είχε επίσης ταφεί στον τόπο τους. Ακόμα έδειχναν τους τάφους της Ανδρόκλειας και της Αλκίδος που, καταγόμενες από την επιφανέστερη γενιά των Θηβών και εφαρμόζοντας σχετικό χρησμό, αυτοκτόνησαν ώστε οι Θηβαίοι να νικήσουν τους Ορχομενίους στον πόλεμο, καθώς και τον τάφο του Μενοικέα, γιου του Κρέοντα, ο οποίος αυτοκτόνησε πέφτοντας από τις επάλξεις για τη σωτηρία της Θήβας, όταν ο Πολυνείκης και ο στρατός του έφτασαν εκεί κατά την πρώτη εκστρατεία από το Άργος, εξευμενίζοντας έτσι τον Άρη που ως τότε ήταν οργισμένος από τη σφαγή του δράκοντα, όπως αντίστοιχα έλεγε άλλος χρησμός του Τειρεσία ή του δελφικού ιερού.

Οι Θηβαίοι έδειχναν επίσης ένα σημείο της πόλης τους, όπου έλεγαν πως ο Αμφιτρύων είχε φορέσει τα άρματα όταν πολέμησε κατά του Χαλκώδοντα, βασιλιά των Αβάντων της Εύβοιας, με σκοπό να απαλλάξει τη Θήβα από το φόρο υποτελείας που κατέβαλε σε αυτούς. Κατά τη μάχη ο Χαλκώδων σκοτώθηκε και ο λεγόμενος τάφος του πιστευόταν πως ήταν στο δρόμο από τη Θήβα προς τη Χαλκίδα, στην περιοχή του Άρματος και της Μυκαλησσού. Κάπου εκεί υπήρχε και η θέση Τευμησσός, όπου έλεγαν πως ο Δίας είχε κρύψει την Ευρώπη και όπου είχε τη φωλιά της η αλεπού που έβλαπτε τους Θηβαίους εξαιτίας της οργής του Διονύσου, μέχρι που ο Αμφιτρύων την κυνήγησε χρησιμοποιώντας το σκυλί της Πρόκνης, ενώ δυτικότερα, στην περιοχή του Γλίσαντα, βρισκόταν, κατά την παράδοση, η θέση όπου έγινε η σύγκρουση Θηβαίων και Αργείων κατά την εκστρατεία των «Επιγόνων» εναντίων της Θήβας και όπου έλεγαν πως είχαν ταφεί οι Αργείοι ήρωες. Τέλος, στα δυτικά της Θήβας υπήρχε το όρος Φίκιον, όπου έλεγαν πως καθόταν η Σφίγγα που αφάνιζε τους νέους της Θήβας, μέχρις ότου ο Οιδίποδας έλυσε το αίνιγμά της και τη θανάτωσε.

Όμοια παραδείγματα αναφέρονται από τον Παυσανία και για άλλες θέσεις και πόλεις της Βοιωτίας. Οι Χαιρωνείς, για παράδειγμα, ισχυρίζονταν ότι στον Πετραχό, στον επιβλητικό βράχο πάνω από την Χαιρώνεια, ήταν το σημείο όπου είχε εξαπατηθεί ο Κρόνος και δέχτηκε από τη Ρέα μια πέτρα αντί για τον Δία, την οποία και κατάπιε, ενώ οι γείτονές τους, κάτοικοι του Πανοπέα, θεωρούσαν την πόλη τους ως πατρίδα του κατασκευαστή του Δουρείου Ίππου, Επειού, όπως και του Σχεδίου, ενός από τους βασιλείς των Φωκέων, που σκοτώθηκε στην Τροία από τον Έκτορα, στη θρυλική μάχη πάνω από το νεκρό σώμα του Πατρόκλου. Ομοίως, ο κάτοικοι των Σιφών, σημαντικού λιμανιού στον κορινθιακό κόλπο, έδειχναν μια θέση όπου, κατά την παράδοση, είχε προσορμιστεί η Αργώ γυρνώντας από την Κολχίδα, ενώ οι Πλαταιείς έδειχναν ένα σημείο όπου πίστευαν πως ήταν ο χώρος όπου ξάπλωνε ο Ακταίων, γιος της Αυτονόης, καθώς και μια πηγή λίγο έξω από την πόλη, όπου έλεγαν πως ήταν το σημείο όπου ο ονομαστός κυνηγός κατασπαράχθηκε από τα σκυλιά του, τα οποία ξεσήκωσε εναντίον του η Άρτεμη. Υπήρχε επίσης και ο μύθος πως στον Κιθαιρώνα ο Ηρακλής, νεαρός ακόμα, σκότωσε το φοβερό λιοντάρι που κατασπάραζε τα κοπάδια του Αμφιτρύωνα και του βασιλιά της Πλάταιας, Θεσπίου. Κατά τους τοπικούς μύθους, στην περιοχή του Σκώλου η Αγαύη και οι βάκχες διαμέλισαν τον Πενθέα, ενώ στην Τάναγρα υπήρχε τάφος του Ωρίωνα, καθώς και μια θέση όπου έλεγαν πως καθόταν ο Άτλας. Στην Αυλίδα, απ’ όπου ξεκίνησε η εκστρατεία για την Τροία, έδειχναν την πηγή και το χάλκινο κατώφλι της σκηνής του Αγαμέμνονα, ενώ στον Ελικώνα, στην περιοχή Δονακών, υπήρχε πηγή, στο νερό της οποίας, όπως παρέδιδαν οι τοπικοί μύθοι, κοίταξε ο Θεσπιέας Νάρκισσος, ο οποίος δεν κατάλαβε πως η εικόνα που είδε ήταν δική του και έτσι ασυνείδητα ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Αντίστοιχα, στην Κορώνεια υπήρχε παράδοση πως η Ήρα είχε πείσει τις σειρήνες, κόρες του Αχελώου, να ανταγωνιστούν στο τραγούδι τις Μούσες, οι οποίες όμως νίκησαν και έβγαλαν τα φτερά των σειρήνων, κάνοντάς τα στεφάνια για τους εαυτούς τους. Τέλος, οι βοιωτικοί μύθοι έλεγαν πως δίπλα στην πηγή Τιλφούσα ήταν ο τάφος του μάντη Τειρεσία, ο οποίος πέθανε στο σημείο αυτό κατά τη μεταφορά του στους Δελφούς ως αιχμάλωτος των Αργείων που νίκησαν στη δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Θήβας, ενώ στην Ανθηδώνα υπήρχε ιερό του Διονύσου με τους τάφους του Ώτου και του Εφιάλτη, τους οποίους θανάτωσε ο Απόλλωνας, ενόσω αυτοί ήταν ακόμη παιδιά, εξαιτίας της απειλής τους προς τους θεούς ότι, αν προλάβαιναν να γίνουν έφηβοι, θα έριχναν πάνω στον Όλυμπο την Όσσα και πάνω σ’ αυτή το Πήλιο για ν’ ανέβουν στον ουρανό.


4. Μυθολογικές διηγήσεις ως απαρχές λατρειών

Στους βοιωτικούς μύθους φαίνονται καθαρά οι άρρηκτοι δεσμοί της αρχαίας ελληνικής θρησκείας με τη μυθολογία, καθώς γίνεται σαφές ότι πολλές από τις σημαντικότερες λατρείες ανά την επικράτεια της Βοιωτίας είχαν απαρχές διάφορες μυθολογικές διηγήσεις. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αφορά την «εξήγηση» που δινόταν για την εγκαθίδρυση της λατρείας του Διονύσου, σύμφωνα με την οποία όποιος αντιτάχθηκε σε αυτή τιμωρήθηκε παραδειγματικά, όπως ακριβώς συνέβη με τον βασιλιά της Θήβας Πενθέα, ο οποίος διαμελίστηκε από την ίδια τη μητέρα του, Αγαύη, και τις μαινάδες.

Από τις σημαντικότερες βοιωτικές λατρείες ήταν και εκείνη των Ελικωνιάδων Μουσών στο ονομαστό ιερό τους στον Ελικώνα, για την οποία πίστευαν πως την ίδρυσαν στο ιερό βουνό ο Εφιάλτης και ο Ώτος, οι οποίοι ήταν και οικιστές της Άσκρης μαζί με τον Οίοκλο, γόνο του Ποσειδώνα και της Άσκρας. Οι παραδόσεις έλεγαν πως αρχικά λατρεύονταν εκεί τρεις Μούσες, η Μελέτη, η Μνήμη και η Αοιδή, κόρες του Ουρανού και της Γαίας, και πως η λατρεία των εννέα Μουσών (Καλλιόπη, Ευτέρπη, Κλειώ, Ερατώ, Μελπομένη, Πολύμνια, Τερψιχόρη, Θάλεια, Ουρανία), οι οποίες ήταν κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, εισήχθη εκεί αργότερα από τον μακεδόνα Πίερο, ο οποίος και τους έδωσε τα ονόματά τους.

Ομοίως, μυθολογικές διηγήσεις βρίσκονταν πίσω και από την εορτή των Δαιδάλων στην Πλάταια, η οποία αναγόταν στο μύθο για τη διαμάχη του Δία και της Ήρας σχετικά με το αν ο άνδρας ή η γυναίκα ζουν εντονότερα την ερωτική ηδονή και όφειλε το όνομά της στα δαιδαλικά ξόανα που στήνονταν εκεί κατά την εορτή. Στις Θεσπιές τιμούσαν τον Δία σάωτο, δηλαδή σωτήρα, από το μύθο για τη σωτηρία της πόλης από τον δράκοντα που κάθε χρόνο κατασπάρασσε έναν από τους εφήβους της. Εκεί υπήρχε και ιερό του Ηρακλή, όπου υπηρετούσε ως ισόβια ιέρεια μία παρθένος, από τον μύθο που έλεγε πως ο Ηρακλής, μετά το φόνο του φοβερού λιονταριού του Κιθαιρώνα, καταδίκασε τη μοναδική από τις πενήντα κόρες του βασιλιά Θεσπίου που δεν δέχτηκε να συνευρεθεί μαζί του στο να παραμείνει σε όλη της τη ζωή παρθένος και να τον υπηρετεί ως ιέρειά του.

Ο μύθος για τη σύγκρουση Θηβαίων και Ορχομενίων ήταν η αφορμή για την ίδρυση δύο τουλάχιστον ιερών προς τιμήν του Ηρακλή. Στο πρώτο ο ήρωας είχε το προσωνύμιο «Ρινοκολούστης», από την παράδοση ότι εκεί έκοψε τα αυτιά και τις μύτες των Ορχομενίων που είχαν πάει για να παραλάβουν το δασμό από τους Θηβαίους, εκατό βόδια ετησίως για είκοσι έτη, έδεσε τα χέρια τους με σχοινιά από τους τραχήλους τους και τους έστειλε πίσω στον Εργίνο. Το δεύτερο, όπου ο Ηρακλής ονομαζόταν «Ιπποδέτης», βρισκόταν στο Τηνέριον πεδίον και, κατά την παράδοση, εκεί ο Ηρακλής έδεσε τα πόδια των αλόγων που έσερναν τα άρματα των Ορχομενίων, οδηγώντας τους έτσι σε συντριπτική ήττα.

Λίγο έξω από τη Θήβα και προς τα δυτικά υπήρχε το ιερό των Καβίρων, για την αρχή της λατρείας στο οποίο οι παραδόσεις των Θηβαίων έλεγαν πως ξεκίνησε, όταν η ίδια η Δήμητρα εμπιστεύτηκε τις μυστικές ιεροπραξίες που γίνονταν εκεί σε έναν από τους κατοίκους της πόλης που βρισκόταν αρχικά στο σημείο αυτό. Σεβάσμιο ιερό και μαντείο υπήρχε και στο δρόμο από τις Ποτνιές προς τη Θήβα. Αυτό ήταν αφιερωμένο στον Αμφιάραο, από την παράδοση πως στο σημείο αυτό άνοιξε η γη και τον κατάπιε, παράδοση αντίστοιχη με εκείνη του Τροφωνίου και το ιερό του στο άλσος της Λιβαδειάς.

Στην Τάναγρα υπήρχε ιερό του κριοφόρου Ερμή, η παράδοση για το προσωνύμιο του οποίου έλεγε πως ο θεός είχε αποτρέψει επιδημική αρρώστια με το να περιφέρει γύρω από το τείχος ένα κριάρι. Σε άλλο ιερό τιμόταν ως πρόμαχος, για την παράδοση ότι όταν οι Ερετριείς είχαν αποβιβαστεί με πλοία από την Εύβοια στην Ταναγρική, ο θεός οδήγησε τους εφήβους στη μάχη και πολέμησε και ο ίδιος κρατώντας στλεγγίδα, συμβάλλοντας έτσι στο να νικηθούν οι Ευβοείς.

Στην άλλη πλευρά της Βοιωτίας, στην περιοχή της Κορωνειακής, το ιερό της Αθηνάς στις Αλαλκομενές όφειλε την ύπαρξή του στο μύθο πως εκεί είχε γεννηθεί η θεά, ενώ για το κοντινό ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας υπήρχε η παράδοση πως τη λατρεία έφεραν μαζί τους οι Βοιωτοί, όταν μετοίκησαν στη βοιωτική χώρα από τη Θεσσαλία, μετά τον πόλεμο της Τροίας. Στην ίδια περιοχή υπήρχε και ιερό του Ηρακλή Χάροπος, όπου οι Βοιωτοί έλεγαν πως ήταν το σημείο όπου ο Ηρακλής ανέβηκε από τον Άδη, φέρνοντας μαζί του και το σκυλί του Άδη Κέρβερο, ενώ ψηλά, στον Ελικώνα, βρισκόταν το σπήλαιο των Λειβηθρίδων Νυμφών και της Νύμφης Κορώνειας, που κατά τη μυθολογία ήταν τροφός του Διονύσου.

Ακριβώς αντίκρυ από τα ιερά αυτά, στην ανατολική πλευρά της κωπαϊδικής λεκάνης και κοντά στην αρχαία Ακραιφία, επί του Πτώου όρους, βρισκόταν τα φημισμένο ιερό και το μαντείο του Απόλλωνος Πτωιέως, καθώς και το ιερό του τοπικού ήρωος Πτώιου. Γι’ αυτόν υπήρχαν οι παραδόσεις πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Ευξίππης ή Ζευξίππης, κόρης του Αθάμαντα, επώνυμου του Αθαμαντίου πεδίου, ή του Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Τέλος, στον Ορχομενό λατρεύονταν οι Χάριτες, η λατρεία των οποίων, έλεγαν οι παραδόσεις, είχε ιδρυθεί εκεί ήδη από την εποχή των Μινυών, από τον βασιλιά του Ορχομενού Ετεοκλή.


5. Ονομασίες θέσεων από μυθολογικές παραδόσεις

Μυθολογική, επίσης, βάση είχαν και πολυάριθμα βοιωτικά τοπωνύμια, καθώς διάφορα μυθολογικά πρόσωπα ή γεγονότα που συνδέθηκαν με συγκεκριμένες περιοχές έδωσαν την ονομασία τους σε αυτές. Μεγάλος αριθμός από αυτά σχετίζεται με την αρχαία θηβαϊκή τοπογραφία. Έτσι, η πεδιάδα που εκτεινόταν βορείως της Θήβας ήταν γνωστή ως το «Αόνιον πεδίον», από τους Άονες, τους πρώτους μυθικούς κατοίκους της πόλης, ενώ εκείνη στα δυτικά της ονομαζόταν «Τηνέριον πεδίον», από τον Τήνερο, έναν από τους δύο γιους που ο Απόλλωνας είχε με τη Μελία, στον οποίο μάλιστα χάρισε τη μαντική ιδιότητα. Ο άλλος γιος ήταν, κατά μια παράδοση, ο Ισμηνός, ο οποίος έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο ποτάμι που έρεε κατά μήκος των ανατολικών παρυφών της Θήβας. Κατ’ άλλη όμως παράδοση, ο ποταμός Ισμηνός έφερε το όνομά του από τον ομώνυμο γιο του Αμφίονα και της Νιόβης, ο οποίος, χτυπημένος από το βέλος του Απόλλωνα, έπεσε μέσα στο ποτάμι που είχε ήδη δημιουργήσει παλιότερα ο Κάδμος χτυπώντας το έδαφος δυνατά με το δεξί του πόδι, όταν αναζητούσε καθαρή πηγή για τους εναγισμούς, αφού το νερό της κρήνης του δράκοντα είχε μολυνθεί από το φόνο του θηρίου. Ομοίως, από τη σύζυγο του Λύκου Δίρκη, την οποία ο Ζήθος και ο Αμφίων τιμώρησαν παραδειγματικά με επώδυνο θάνατο επειδή φερόταν άσχημα στη μητέρα τους Αντιόπη, είχε το όνομά του το ομώνυμο ποτάμι που έρεε στη δυτική πλευρά της Καδμείας, ενώ «Σύρμα Αντιγόνης» ονομαζόταν η περιοχή όπου έλεγαν πως η Αντιγόνη έσυρε το νεκρό Πολυνείκη για να τον ρίξει στην αναμμένη πυρά του Ετεοκλή.

Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τις θρυλούμενες επτά πύλες των Θηβών, οι ονομασίες των οποίων παρέπεμπαν άμεσα στις διηγήσεις των μύθων. Έτσι, εκτός από τις Βορραίες, που η ονομασία τους ήταν ταυτόχρονα και γεωγραφικός προσδιορισμός, όλες οι υπόλοιπες πύλες του τείχους της Καδμείας έφεραν την ονομασία τους από μυθολογικά πρόσωπα ή γεγονότα. Αρχικά, οι Ηλέκτρες ονομάζονταν έτσι από την Ηλέκτρα, κόρη του Άτλαντα, την οποία διάφορες παραδόσεις παρουσίαζαν ως πεθερά του Κάδμου, μητέρα της Αρμονίας από το Δία. Αντίστοιχα, επώνυμος ήρωας των Προιτίδων ήταν ο Θηβαίος Προίτος, σύγχρονος του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης, η κόρη του οποίου, Γαλινθιάς, βοήθησε την Αλκμήνη κατά τη γέννα του Ηρακλή. Κατόπιν οι Νήιστες, από το γιο του Ζήθου Νήι και έπειτα οι Ομολωίδες που έφεραν το όνομά τους από την παράδοση ότι από εκεί μπήκαν στην πόλη όσοι δεν ακολούθησαν τον Λαοδάμαντα στην Ιλλυρία, αλλά βρήκαν καταφύγιο στο Ομόλιον της Θεσσαλίας και επέστρεψαν στη Θήβα, όταν τους κάλεσε πίσω ο Θέρσανδρος. Ακολουθούν οι Κρηναίες, από τη θέση τους κοντά στην υποτιθέμενη πηγή του δράκοντα που σκότωσε ο Κάδμος και, τέλος, οι Ογκαίες, που όφειλαν την ονομασία τους στο ότι βρίσκονταν κοντά στο ιερό της Αθηνάς Όγκας, στην περιοχή όπου παραδιδόταν πως στάθηκε η αγελάδα που οδήγησε τον Κάδμο στη Θήβα.

Πιο πέρα από τη Θήβα, ο Κιθαιρών, το φημισμένο βουνό στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, έφερε το όνομά του από τον μυθικό βασιλιά της Πλάταιας Κιθαιρώνα, παλιότερος του οποίου ήταν, σύμφωνα με τους Πλαταιείς, ο βασιλιάς Ασωπός, ο οποίος και έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο ποτάμι. Έτσι και η πηγή Ιπποκρήνη στην κορυφή του Ελικώνα, για την οποία πιστευόταν πως τη δημιούργησε ο Πήγασος, το άλογο του Βελλερεφόντη, χτυπώντας το έδαφος με την οπλή του ποδιού του. Μια άλλη θέση που βρισκόταν στο δρόμο από τον Γλίσαντα στη Θήβα ονομαζόταν «Όφεως κεφαλή», καθώς γι’ αυτήν υπήρχε η παράδοση ότι εκεί ο Τειρεσίας είδε δύο συνουσιαζόμενα φίδια και έκοψε το κεφάλι του θηλυκού, οπότε έγινε ο ίδιος γυναίκα, ενώ, αργότερα, όταν ξαναείδε δύο άλλα φίδια, σκότωσε το αρσενικό και έγινε πάλι άντρας. Άλλη τοποθεσία, κοντά στην Ανθηδώνα, είχε την ονομασία «Γλαύκου πήδημα», για το λόγο ότι από εκεί, σύμφωνα με τους ντόπιους, ο Γλαύκος πήδησε στη θάλασσα, όταν έφαγε το βότανο που τον έκανε θαλασσινό δαίμονα με μαντικές ιδιότητες. Ομοίως, η πόλη Άρμα όφειλε το όνομά της στο ότι εκεί, σύμφωνα με τους ντόπιους, είχε εξαφανιστεί το άρμα του Αμφιάραου, ενώ και το όνομα της Μυκαλησσού οφειλόταν στο ότι εκεί μυκήθηκε (μούγκρισε) η αγελάδα που οδήγησε τον Κάδμο και την ακολουθία του στη Θήβα.

Στην άλλη πλευρά της Βοιωτίας, πέραν του Φικίου όρους, υπήρχε το «Αθαμάντιον πεδίον», όπου έλεγαν πως είχε ζήσει ο Αθάμας, ο οποίος τιμόταν ως ο οικιστής της Ακραιφίας, ενώ στην περιοχή της Αλιαρτίας υπήρχε ποταμός που ονομαζόταν Λόφις, από τον γιο ενός από τους άρχοντες του τόπου που πήγε στο δελφικό μαντείο για να λάβει χρησμό για την άνυδρη χώρα του. Το μαντείο τού είπε να σκοτώσει όποιον έβρισκε πρώτο κατά την επιστροφή του στον τόπο του και εκείνος, φτάνοντας στην Αλίαρτο, συνάντησε το γιο του, Λόφι. Χωρίς δισταγμό τον χτύπησε με το ξίφος του και από το αίμα του παιδιού που έπεσε στη γη ανέβλυσε νερό. Άλλη παράδοση υπήρχε και για τον ποταμό της Λιβαδειάς Έρκυνα, σύμφωνα με την οποία αυτός πήρε την ονομασία του από την μικρή Έρκυνα που ήταν φίλη της Κόρης-Περσεφόνης.


6. Σεβάσματα ηρώων

Προσπαθώντας να επιβεβαιώσουν και να διατρανώσουν τη σχέση τους με το ηρωικό παρελθόν που διηγούνταν οι μύθοι, οι αρχαίοι Βοιωτοί διατηρούσαν παραδόσεις για «κειμήλια» που φυλάσσονταν στον τόπο τους, τα οποία σχετίζονταν με τη ζωή και τη δράση ονομαστών ηρωικών μορφών της μυθολογίας. Έτσι, οι Θηβαίοι διατηρούσαν ως ιερό κατάλοιπο την πυρά από την καύση των Νιοβιδών, ενώ κοντά στην Οιδιποδεία κρήνη είχαν τάφο του Έκτορα, τα οστά του οποίου είχαν φέρει από την Τροία βάσει χρησμού που έλεγε ότι για να ζήσουν στον τόπο τους με ευμάρεια έπρεπε να φέρουν και να τιμούν σ’ αυτόν τα οστά του μεγάλου Τρώα ήρωα. Στον Ορχομενό έλεγαν πως, σύμφωνα με χρησμό που είχαν πάρει από τους Δελφούς, είχαν φέρει εκεί τα οστά του Ησιόδου, ώστε να αποδιώξουν μια επιδημία που είχε ενσκήψει στην πόλη τους. Επίσης, έλεγαν πως όμοιος χρησμός από τους Δελφούς τους είχε συμβουλεύσει να βρουν ό, τι είχε απομείνει από τον Ακταίονα και να το θάψουν στη γη τους, ώστε να διώξουν το κακό από τον τόπο τους. Αντίστοιχα, οι Λεβαδείς ισχυρίζονταν πως πλάι στον Έρκυνα ποταμό υπήρχε ο τάφος του Αρκεσιλάου, ενός από τους κυριώτερους Βοιωτούς αρχηγούς, τον οποίο είχε σκοτώσει στην Τροία ο ίδιος ο Έκτορας και του οποίου τα οστά είχε φέρει από εκεί ο Λήιτος, Βοιωτός πολεμιστής, που και αυτός τραυματίστηκε από τον Έκτορα. Έτσι και οι κάτοικοι της αρχαίας φωκικής πόλης Αντίκυρας έλεγαν πως στον τόπο τους υπήρχε ο τάφος των γιων του Ιφίτου, Επίστροφου και Σχεδίου, των αρχηγών των Φωκέων στην Τροία. Για τους Χαιρωνείς γνωρίζουμε πως τιμούσαν ιδιαίτερα το σκήπτρο του Αγαμέμνονα. Σύμφωνα με την παράδοση που καταγράφει ο Όμηρος, το είχε φτιάξει ο Ήφαιστος για τον Δία, από τον οποίο το πήρε στη συνέχεια ο Ερμής και το έδωσε στον Πέλοπα. Ο Πέλοπας το άφησε στον Ατρέα, ο Ατρέας στο Θυέστη και αυτός στον Αγαμέμνονα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία, υπήρχε η φήμη πως το σκήπτρο βρέθηκε μαζί με πολύ χρυσάφι στα σύνορα της Χαιρώνειας με τον Πανοπέα και ότι το χρυσάφι κράτησαν οι Φωκείς, ενώ το σκήπτρο περιήλθε στους Χαιρωνείς. Τέλος, μέσα στο ναό της Αυλιδείας Αρτέμιδος, ορμητήριο των Αχαιών για την Τροία, οι Αυλιδείς φύλασσαν ένα τμήμα του πλατάνου που αναφέρει ο Όμηρος, κάτω από τον οποίο οι Αχαιοί τελούσαν τις θυσίες ενόσω παρέμεναν στην Αυλίδα και όπου είδαν φοβερό οιωνό για την επικείμενη εκστρατεία τους στην Τροία, ενώ οι Ταναγραίοι φύλασσαν στο ιερό του Ερμή Προμάχου ό, τι πίστευαν πως είχε περισωθεί από το δέντρο κάτω από το οποίο θεωρούσαν πως είχε ανατραφεί ο θεός.

Συγγραφή : Φάππας Ιωάννης
Για παραπομπή: Φάππας Ιωάννης, «Βοιωτική μυθολογία»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία
URL:


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ του Ίων Δραγούμη από τις δημοσιεύσεις του στον Νουμά (1907)



Μ Ε Λ Ε Τ Α I
ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ (ΙΔΑΣ) 2 ΣΕΠΤΕΜΕΡΙΟΥ 1878 — 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1920
10 άρθρα του στο «Νουμά»


Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907.  O Παίρνει το Γλωσσικό ζήτημα από τη δική του την άποψη, την εθνικιστική, και πλαταίνοντας τα σύνορά του το αποδείχνει για την κυριώτερη δημιουργική δύναμη μιας καινούριας Ελλάδας.

ΟΙ Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό;

Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;

Τι γίνεται;

Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών ― λαϊκών και παπάδων.

Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες ― όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. ― Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος ― η Μεγάλη Ιδέα.

Οι Φιλέλληνες κ' οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, ― ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.

Όλ' αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ' αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει.

Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:

«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι (υπερβολή). Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας
διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι' αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ' αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και ταρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής είταν παπούλης μας, και πως είτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ' εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο. Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα. Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι' αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα. Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε. Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ' ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ' έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες ― νομοθέτες θεότυφλοι, ― είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες….»

Κ' έτσι και σ' όλα τάλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια ― χρυσά κι ατίμητα κουσούρια ― σ' όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια ― χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, ― καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ' τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει ― να τον ονομάσω ευτύς κ' ήσυχα ― ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».

Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα.

Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά ― δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 1897, ― θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.

Μ Ε Λ Ε Τ Α I

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ (ΙΔΑΣ) 2 ΣΕΠΤΕΜΕΡΙΟΥ 1878 — 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1920
10 άρθρα του στο «Νουμά»

ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟ
ΕΚΔΟΣΗ "ΤΥΠΟΥ„ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 3, ΑΘΗΝΑΙ

ΤΟΥ βιβλίου αυτού τυπώθηκαν εκατό αντίτυπα σε χαρτί χειροποίητο ολλανδικό, αριθμημένα στο πιεστήριο.