Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Το Σπιρτόκουτο


Μία κυνική απεικόνιση των μικροαστικών αντιλήψεων της ελληνικής κοινωνίας. To «Σπιρτόκουτο», η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, είναι τόσο ωμή, τόσο ρεαλιστική, που ενοχλεί. Είναι αλήθεια σκληρό να στέκεσαι στην άκρη, ως παρατηρητής, και να παρακολουθείς στιγμές της καθημερινότητας.

Πολλές σκηνές σοκάρουν. Άλλες προκαλούν απέχθεια. Όμως είναι απλά μία στεγνή προσέγγιση στιγμών της βίαιης καθημερινότητας, σωματικής και κυρίως λεκτικής. Υστερία, «μπινελίκια», εντάσεις χωρίς νόημα, απόγνωση, αδιέξοδα... όλα τόσο σκληρά, αλλά και τόσο αληθινά. Ένας πόλεμος σε τέσσερις τοίχους.

«Το Σπιρτόκουτο προέκυψε μέσα από την προσωπική μου ανάγκη να αποβάλλω το φόβο και τα «πρέπει» ενός αρεστού, στο ευρύ κοινό, έργου και να γράψω για αυτό που πραγματικά με απασχολεί, το σύγχρονο Έλληνα και την ορατή – αόρατη βία που κουβαλά. Είναι ένα έργο απόλυτα ανθρωποκεντρικό, με τους χαρακτήρες και τα πάθη των ηρώων να καταγράφονται χωρίς να κρίνονται, αφήνοντας αυτό το ρόλο στο θεατή.», είχε δηλώσει ο Γιάννης Οικονομίδης.

Υπόθεση:


Μία ημέρα μίας μικροαστικής οικογένειας στον Κορυδαλλό. Ο πατέρας, η μητέρα, ο κουνιάδος, η ξαδέλφη, ο γιος, η κόρη, και ο υπάλληλος της οικογενειακής επιχείρησης. Όλοι μέσα σε ένα σπίτι. Τα πάντα εξελίσσονται μέσα σε αυτό το σπίτι. Όνειρα, εντάσεις και προβλήματα... Μία αποκάλυψη των μικροαστικών νοοτροπιών. Όλοι εναντίον όλων.

Σενάριο/Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης

Πρωταγωνιστούν: Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Κοκκίδου, Κώστας Ξυκομηνός, Γιάννης Βουλγαράκης, Ιωαννα Ιβανούδη, Σταύρος Γιαγκούλης, Αγγελική Παπούλια, Σεραφίτα Γρηγοριάδου
κείμενο από το tvxs.gr

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ



Από τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος έως το Συνέδριο του Βερολίνου

Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και ενός αυτόνομου σερβικού άλλαξε σε μεγάλο βαθμό το σκηνικό στα Βαλκάνια, αφού πλέον τα κράτη αυτά αντικατέστησαν την Αυστρία και την Ρωσία στον αγώνα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας, που τάσσονταν υπέρ της διατήρησης της υποστάσεως και της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρέτεινε για έναν αιώνα τη διάλυσή της. Γεγονότα όπως οι επαναστάσεις των βαλκανικών λαών, των Σέρβων, των Ελλήνων, των Μαυροβουνίων και των Βουλγάρων, προκάλεσαν τριγμούς στο οικοδόμημα της ισορροπίας, αλλά δεν το κατεδάφισαν.

Η Μεγάλη Βρετανία

Κύριος στόχος της πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας στην Εγγύς Ανατολή τον ΙΘ΄ αιώνα ήταν η ανάσχεση της ρωσικής επέκτασης προς τα Στενά και την Μεσόγειο. Βάση για την επίτευξη αυτής της πολιτικής ήταν η διατήρηση της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι καλές σχέσεις με τον σουλτάνο, έτσι ώστε να λειτουργεί ως ανάχωμα στις ρωσικές επεκτατικές βλέψεις.

Τα θεμέλια της πολιτικής αυτής είχε θέσει ο Πρωθυπουργός Πάλμερστον στη δεκαετία 1830-1840 και με μικρές αλλαγές ακολουθήθηκε μέχρι το τέλος του ΙΘ΄ αιώνος απαρέγκλιτα, παρακάμπτοντας τους εθνικούς διαφωτισμούς των χριστιανικών και άλλων λαών που κατοικούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα αιτήματα για εθνική απελευθέρωση και για τη δημιουργία εθνικών κρατών.

Όμως η συνεχής απόκλιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη καθιστούσε αβέβαιο το όλο εγχείρημα. Γι' αυτό και με εισηγητή τον Στράτφορντ Κάνιγκ, Πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, οι Βρετανοί επιδίωκαν σταθερά την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στις δομές και τη λειτουργία του οθωμανικού κράτους, έτσι ώστε να συνεχίσει να υφίσταται και να μπορεί να ανταποκριθεί στις αλλαγές των καιρών.

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η συνθήκη ειρήνης, με την οποία τερματιζόταν ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να παράσχει ισονομία και να σέβεται όλους τους υπηκόους του, Μουσουλμάνους και Χριστιανούς, τη γνωστή πράξη «Χάττι Χουμαγιούν». Οι μεταρρυθμίσεις είχαν αρχίσει, αλλά επρόκειτο να διαρκέσουν πολύ και να αποδειχθούν ατελέσφορες.

Η μεγαλύτερη απόκλιση από το δόγμα αυτό ήταν η θετική στάση που υιοθέτησε η Μεγάλη Βρετανία μετά το 1824 στο Ελληνικό Ζήτημα, η οποία οδήγησε στην ανακήρυξη της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Μάλιστα, η μετατροπή του καθεστώτος από αυτόνομο σε ανεξάρτητο οφείλεται σε πρωτοβουλίες των Βρετανών, που χρησιμοποίησαν την ανεξαρτησία για να υπερκεράσουν τους Ρώσους, οι οποίοι με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829 είχαν αποκτήσει την πρωτοβουλία στο χειρισμό του Ελληνικού Ζητήματος. Πάντως, σε καμία φάση των διαπραγματεύσεων η Μεγάλη Βρετανία δεν έθεσε υπό συζήτηση θέμα ενσωματώσεως της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος.

Η Γαλλία

Η Γαλλία από την πλευρά της, σκόπευε να εγκαθιδρύσει μια Αραβοαιγυπτιακή Αυτοκρατορία, στην οποία θα διατηρούσε τον έλεγχο των οικονομικών, όπως και στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καθώς η Γαλλία διατηρούσε μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, το μόνο που δεν θα επιθυμούσε ήταν η κατάρρευση, η διάλυση ή η πτώχευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, κάθε προσπάθεια της Ρωσίας για την αλλαγή του καθεστώτος στην περιοχή την εύρισκε αντίθετη. Ακόμη και απέναντι στις μεταρρυθμίσεις που προωθούσαν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι ήταν επιφυλακτικοί.

Όμως στην περίπτωση της Ελληνικής Επαναστάσεως η Γαλλία μετά τα πρώτα χρόνια συνέβαλε από κοινού με την Ρωσία και τη Μεγάλη Βρετανία στη λύση του προβλήματος προς όφελος των Ελλήνων. Στο διπλωματικό πεδίο η Γαλλία υποστήριξε κυρίως τις ενέργειες των Βρετανών, αλλά ήταν αυτή που έστειλε στρατεύματα στην Πελοπόννησο, προκειμένου να απομακρύνουν τον Ιμπραήμ και να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της Συνθήκης του 1827. Πάντως, σε καμία φάση των διπλωματικών συζητήσεων και επαφών η Γαλλία δεν έθεσε θέμα προσαρτήσεως της Μακεδονίας στο υπό εκκόλαψη ελληνικό κράτος.

Στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία συμμάχησαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας, προκειμένου να εμποδίσουν την τελευταία να καταλύσει την οθωμανική κυριαρχία στην Ευρώπη. Ο Ναπολέων Γ΄ τάχθηκε υπέρ της ακεραιότητος της Τουρκίας και μάλιστα ήταν αυτός που επέβαλε την έναρξη των εχθροπραξιών με την Ρωσία στον Εύξεινο Πόντο. Φυσικό ήταν οι Γάλλοι όχι μόνο να αρνηθούν τη βοήθεια στους επαναστάτες του Καρατάσου, αλλά να στείλουν και πολεμικό πλοίο στη Χαλκιδική, το οποίο βομβάρδισε και βύθισε το στολίσκο του Καρατάσου αποκόπτοντας τον εφοδιασμό του από θαλάσσης. Όμως οι Πρόξενοι της Γαλλίας και της Βρετανίας μεσολάβησαν το 1854 για την ασφαλή αποχώρηση των Ελλήνων επαναστατών από τη Δυτική Μακεδονία και τη Χαλκιδική.

Μετά την ήττα της στον Γερμανογαλλικό Πόλεμο του 1870, η Γαλλία ενδιαφερόταν περισσότερο για τις ενέργειες της Γερμανίας και πολύ λιγότερο για την ανατολική κρίση. Όμως, πριν από τη διάσκεψη των Πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη, η Γαλλία πρότεινε στη Βρετανία τη διανομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μάλιστα την κατοχή της Μακεδονίας από τους Βρετανούς, για να ανακοπεί η πορεία των Σλάβων κατά του Ελληνισμού.

Η Αυστρία και η Γερμανία

Ίδια ήταν η πολιτική και των δύο γερμανικών κρατών, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Πιστές στο δόγμα της απόλυτης μοναρχίας και της διατήρησης της τάξεως και της νομιμότητος «ελέω Θεού» που εμπνεύστηκε ο Μέττερνιχ, η Αυστρία και η Πρωσία ήταν αντίθετες σε κάθε επαναστατικό κίνημα, είτε κοινωνικό είτε εθνικοαπελευθερωτικό και οπαδοί της επέμβασης σε γειτονικά κράτη, έτσι ώστε να καταστέλλουν εν τη γεννέσει τους τέτοιες επαναστάσεις, πριν γίνουν επικίνδυνες για την απολυταρχία. Με βάση τα παραπάνω, η στάση τους απέναντι στην Τουρκία ήταν σταθερή και παρόμοια με εκείνη της Γαλλίας.

Και οι δύο Δυνάμεις παρέμειναν εχθρικές στο θέμα της Ελληνικής Επαναστάσεως από την αρχή μέχρι το τέλος. Στη διάρκεια της κρίσης του Κριμαϊκού Πολέμου η Αυστρία και η Πρωσία τάχθηκαν στο πλευρό των Αγγλογάλλων, αλλά αρχικά παρέμειναν ουδέτερες στις εχθροπραξίες. Τελικά, η Αυστρία στράφηκε κατά της Ρωσίας.

Η πολιτική της Αυστροουγγαρίας, όπως και εκείνη της Μεγάλης Βρετανίας, ήταν η διατήρηση εν ζωή του οθωμανικού κράτους. Επιθυμούσε καλές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά ήταν έτοιμη να επωφεληθεί και να αποκομίσει εδαφικά οφέλη σε περίπτωση μιας νέας κρίσης. Ο καιροσκοπισμός της Βιέννης οδήγησε πολλές φορές σε αλλαγή ή επαναδιατύπωση της πολιτικής της στο θέμα της υποστάσεως και των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Γερμανία έδινε περισσότερη προσοχή στις κινήσεις της Γαλλίας και στο Ανατολικό Ζήτημα συνήθως υποστήριζε την Αυστροουγγαρία.

Η Ρωσία

Η Ρωσία, αντίθετα, είχε αταλάντευτο στόχο τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και την έξοδο στη Μεσόγειο. Όσο όμως η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία υποστήριζαν το υπάρχον καθεστώς στην Εγγύς Ανατολή, η προσπάθεια ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Η Ελληνική Επανάσταση έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να προκαλέσει τριγμούς στη συμμαχία των Αγγλογάλλων με τους Οθωμανούς. Στην αρχή ο τσάρος καταδίκασε την Ελληνική Επανάσταση, όμως μετά το 1825 η Ρωσία ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για να επιλύσει το θέμα της Σερβικής και της Ελληνικής Επαναστάσεως. Τελικά, η Ρωσία κινήθηκε στο μεν διπλωματικό πεδίο από κοινού με τους Βρετανούς και τους Γάλλους και στο δε στρατιωτικό πεδίο αυτόνομα, κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1830 και τα δυο θέματα είχαν λυθεί προς όφελος των δύο χριστιανικών εθνών, με τη δημιουργία -ήδη από το 1826- μιας αυτόνομης Σερβίας και το 1830 με τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Το θέμα της Μακεδονίας, που τόσο επρόκειτο να συζητηθεί πενήντα χρόνια αργότερα στο διπλωματικό πεδίο, δεν απασχόλησε καθόλου τη ρωσική διπλωματία. Άλλωστε, μέχρι το 1870 δεν είχε απασχολήσει και το ελληνικό κράτος, καθώς θεωρούσε την Μακεδονία ως μια ακόμη ελληνική επαρχία, η οποία θα προσαρτώνταν στο ελληνικό κράτος μετά από την Κρήτη, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια και χωρίς ανταγωνισμούς από άλλα έθνη.

Όμως, παρά τη νίκη του ρωσικού στρατού στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και τις παραχωρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δε δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την κατάρρευσή της. Γι' αυτό και η Ρωσία προσπαθούσε να συνδιαλλαγεί με τους Βρετανούς, έτσι ώστε να επιτύχει τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου κατά των Οθωμανών. Μάλιστα, στις αρχές του 1853 ο Τσάρος Νικόλαος είχε υποβάλει στους Βρετανούς σχέδιο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Κωνσταντινούπολη ελεύθερη πόλη με ρωσική φρουρά, τα Στενά με αυστριακή φρουρά και τη Βαλκανική να περιέρχεται στα χέρια των βαλκανικών λαών. Η Ελλάδα θα προσαρτούσε μόνο τα νησιά του Αιγαίου και δεν θα επεκτείνονταν προς βορράν.

Η πολιτική της Ρωσίας άρχισε να αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του 1850. Τελικά αποκρυσταλλώθηκε στο τρίπτυχο: αποτροπή διπλωματικής απομονώσεως, έλεγχος των Στενών και υποστήριξη των εθνικών επιδιώξεων των Βουλγάρων, δηλαδή αποφυγή του παθήματος του Κριμαϊκού Πολέμου. Η τελευταία συνιστώσα οφείλεται στη δράση των πανσλαβιστικών κύκλων. Εκείνη την εποχή ιδρύθηκε η «Σλαβική Φιλανθρωπική Επιτροπή», η οποία είχε ως κύριο έργο να στρέψει το ενδιαφέρον της Ρωσίας αποκλειστικά στους σλαβικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής. Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε σημαντικά με τον διορισμό του πανσλαβιστή Νικολάου Ιγνάτιεφ ως Πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, το 1864. Η ενέργεια αυτή επρόκειτο να έχει σοβαρές επιπτώσεις στις κατευθύνσεις της πολιτικής της Ρωσίας έναντι της Ελλάδος γενικότερα και στο θέμα της τύχης της Μακεδονίας ειδικότερα.

Συγκεκριμένα, η ρωσική πολιτική άρχισε να στηρίζει τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία, διεκδικήσεις, οι οποίες σε θρησκευτικό επίπεδο συνίσταντο σε 30 από τις 49 επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ευρωπαϊκή Τουρκία και σε πολιτικό επίπεδο στην ενσωμάτωση του συνόλου σχεδόν της Μακεδονίας στο μελλοντικό βουλγαρικό κράτος. Η υποστήριξη της Ρωσίας στα βουλγαρικά αιτήματα γινόταν είτε απ' ευθείας προς την Υψηλή Πύλη, εκφραζόμενη από τον Ιγνάτιεφ, είτε στις τοπικές οθωμανικές αρχές και στις τοπικές κοινωνίες της Μακεδονίας από τους Ρώσους διπλωματικούς υπαλλήλους που υπηρετούσαν στο Ρωσικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης και στο Ρωσικό Προξενείο του Μοναστηρίου, που ιδρύθηκε το 1861.

Η ρωσική πολιτική του Πανσλαβισμού στη Μακεδονία εκφράστηκε και με την προσπάθεια εκρωσισμού του Αγίου Όρους. Από τη δεκαετία του 1850, εκατοντάδες Ρώσοι μοναχοί άρχισαν να συρρέουν στο Άγιον Όρος και να εγκαταβιώνουν στις μονές, τις σκήτες και τα κελιά. Ο συσχετισμός των Ρώσων με τους υπόλοιπους μοναχούς άλλαξε μέσα στη δεκαετία του 1860-1870 σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκλεγεί το 1867 Ρώσος ηγούμενος στη μονή Αγίου Παντελεήμονος. Το ρωσικό κράτος στεκόταν αρωγός στην όλη προσπάθεια, τόσο ηθικά όσο και υλικά, καθώς προσέφερε τα απαραίτητα ποσά, τα υλικά και τα μεταφορικά μέσα για την αγορά κελιών, την κτιριακή επέκταση των μονών και την ανέγερση των νέων σκητών του Αγίου Ανδρέα και του Προφήτη Ηλία.

Η ριζική αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας στα Βαλκάνια δεν εξηγείται αποκλειστικά από την επιρροή που ασκούσαν οι Πανσλαβιστές στη ρωσική ηγεσία. Οι Ρώσοι συνειδητοποίησαν, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ανέφικτη όσο τη στήριζαν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις και ότι η συμμαχία τους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσε να ξαναφέρει τους Αγγλογάλλους στη Μαύρη Θάλασσα, χωρίς να υπάρξει κάποια άλλη Δύναμη ικανή να τους εμποδίσει. Γι' αυτό και έπρεπε να δημιουργηθεί στη Βαλκανική ένα ισχυρό κράτος, με έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα και στο Αιγαίο, το οποίο θα τελούσε υπό την κηδεμονία της.

Κατά τη διάρκεια της κρίσεως του 1870, που οδήγησε στη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η Ρωσία ακολούθησε διφορούμενη πολιτική στο όλο θέμα, αλλά κατά την ανατολική κρίση του 1875-1878 η Ρωσία, με πρωταγωνιστή τον Ιγνάτιεφ, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο των Πανσλαβιστών με τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, μιας Βουλγαρίας που περιελάμβανε και όλη την Μακεδονία, εκτός από την Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της καθώς και τη Χαλκιδική. Στην απόφαση των Ρώσων να ευνοήσουν αποκλειστικά τους Βουλγάρους σε βάρος των Ελλήνων, μπορεί να έπαιξε ρόλο και η άρνηση της Ελλάδος να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας, παρά την σχετική πρόσκληση του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄, καθώς πιεζόταν από τη Μεγάλη Βρετανία να τηρήσει ουδέτερη στάση.

Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο του 1876 διεξήχθη στην Κωνσταντινούπολη σύσκεψη των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, για να επιλύσουν τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η βουλγαρική εξέγερση. Οι εκπρόσωποι της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας κυρίως επιζητούσαν να δράσουν πυροσβεστικά, έτσι ώστε να μην ξεσπάσει ένας νέος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, που θα μπορούσε να φέρει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε χειρότερη θέση ή ακόμη και να οδηγήσει στη διάλυσή της. Έτσι, ζητούσαν από την Υψηλή Πύλη διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις περιοχές που είχαν επαναστατήσει. Ο Ιγνάτιεφ επέλεξε να συνταχθεί με τους εκπροσώπους των άλλων Δυνάμεων, αλλά με αριστοτεχνικό τρόπο συμπεριέλαβε στις επαναστατημένες από τους Βουλγάρους -άρα και περιλαμβανόμενες στις υπό μεταρρύθμιση- περιοχές πολλές επαρχίες της Μακεδονίας. Οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας (στις οποίες περιλαμβάνονταν και οι επαρχίες Καστοριάς, Φλωρίνης και Εδέσσης) εντάσσονταν σε ένα νέο αυτοδιοικούμενο βιλαέτι. Αυτονόητη ήταν πλέον η σύνδεση των περιοχών αυτών με τη βουλγαρική εθνική υπόθεση. Τελικά το σχέδιο δεν τέθηκε σε εφαρμογή, καθώς ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ προχώρησε στην παραχώρηση συντάγματος με αποκλειστικό σκοπό να βγει από την δύσκολη θέση, στην οποία είχε περιέλθει.

Όμως η έκρηξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, τον Απρίλιο του 1877 και η προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων, τα οποία έφθασαν μέχρι τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως, άλλαξε ριζικά τους συσχετισμούς μειώνοντας δραματικά τις αντιστάσεις των Οθωμανών. Στις 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878 υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης στο προάστιο της Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Στέφανο, μεταξύ των Οθωμανών και των Ρώσων. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ο Ιγνάτιεφ επιδίωξε να λύσει διά παντός το ζήτημα της Μακεδονίας, με τη δημιουργία ενός βουλγαρικού κράτους που θα περιελάμβανε όλη την Μακεδονία μέχρι την Καστοριά, ακόμη και την Θεσσαλονίκη. Για να κάμψει τις αντιδράσεις των Ελλήνων και των άλλων Δυνάμεων, πρότεινε την απόδοση στους Έλληνες της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν τόσο εξασθενημένη, που δεν μπορούσε να προβάλλει αντίσταση. Όμως ο τσάρος φοβήθηκε τις αντιδράσεις των άλλων Δυνάμεων και δεν ενέκρινε την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο υπό σχεδιασμό βουλγαρικό κράτος. Τελικά, η Υψηλή Πύλη δέχθηκε τη δημιουργία μιας βουλγαρικής ηγεμονίας, που θα ενσωμάτωνε όλα τα εδάφη της Μακεδονίας, εκτός από τις επαρχίες Κοζάνης, Σερβίων, Χαλκιδικής και την Θεσσαλονίκη με τα περίχωρά της.

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ήταν ο διπλωματικός θρίαμβος του Ιγνάτιεφ, ήταν η δικαίωση των Πανσλαβιστών αλλά ήταν επίσης και μια απόδειξη της θελήσεως της Ρωσίας για επέκταση στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για έξοδο στις θερμές θάλασσες, μία ένδειξη δυνάμεως και διαθέσεως να ακολουθήσει -με τον δικό της τρόπο ενδεχομένως- τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στον αποικιακό ανταγωνισμό.

Οι άλλες Δυνάμεις δεν ήταν διατεθειμένες να επικυρώσουν τον ρωσικό θρίαμβο και να ενταφιάσουν τα δικά τους όνειρα και τις δικές τους επιδιώξεις. Ταυτόχρονα είχε αρχίσει να αναβιώνει στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία ένα κύμα φιλελληνισμού, το οποίο στρεφόταν κατά του Πανσλαβισμού και υπέρ της ελληνικής κυριαρχίας στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Μακεδονία.

Η σύμπτωση των απόψεων της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας οδήγησε στη σύγκληση ενός συνεδρίου ειρήνης, το οποίο επρόκειτο να επανεξετάσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου. Στο Συνέδριο του Βερολίνου η τύχη της Μακεδονίας άλλαξε. Η «Μεγάλη Βουλγαρία» παρέμεινε όνειρο, η «Μεγάλη Ιδέα» για τους Βουλγάρους. Στη θέση της δημιουργήθηκε μία φόρου υποτελής στο σουλτάνο βουλγαρική Ηγεμονία βορείως της Ροδόπης και μια δεύτερη, η Ανατολική Ρωμυλία, με το ίδιο καθεστώς, που εκτείνονταν από τον Αίμο ως τη Ροδόπη. Η Μακεδονία επανήλθε στην κατοχή των Οθωμανών, οι οποίοι όμως υποχρεούνταν να προβούν σε μεταρρυθμίσεις.

Υπεύθυνες για τις αλλαγές αυτές ήταν η Αυστροουγγαρία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Η πρώτη δεν είχε εμπλακεί καθόλου στον αγώνα για την απόκτηση αποικιών εκτός Ευρώπης και προσπαθούσε να επεκταθεί προς νότο και προς ανατολάς. Επιζητούσε την έξοδο προς την Αδριατική και προς το Αιγαίο. Η πρώτη επιδίωξη πραγματοποιήθηκε με την απόδοση σε αυτήν των επαρχιών της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης. Η δεύτερη εκφράστηκε με την επιμονή της να της αποδοθεί το σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, κάτι όμως που τελικά δεν κατέστη εφικτό. Ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος στη Μακεδονία θα ματαίωνε τα σχέδια των Αυστριακών για έξοδο στο Αιγαίο μέσω της λεκάνης του Αξιού. Γι' αυτό και η Αυστροουγγαρία επέμεινε σθεναρά στην αναθεώρηση της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Για να αποτρέψει την αναβίωση εκτεταμένου βουλγαρικού κράτους στο μέλλον αλλά και για να μειώσει τις αντιδράσεις της Σερβίας για την αυστριακή κατοχή στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, προτίμησε να ενθαρρύνει την επέκταση της σερβικής επιρροής στη Μακεδονία. Μάλιστα, η Αυστροουγγαρία υπέγραψε με τη Σερβία και επίσημη συμφωνία στις 16 Ιουνίου 1881, με την οποία δεσμευόταν να υποστηρίξει τις σερβικές αξιώσεις στη Μακεδονία, όταν οι εξελίξεις στο μέλλον θα έκαναν δυνατή μια τέτοια εξέλιξη.

Από το Συνέδριο του Βερολίνου έως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο

Στην περίοδο από το Συνέδριο του Βερολίνου μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπάθησαν να ακολουθήσουν μια σταθερή πολιτική απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μια πολιτική ισορροπιών στις μεταξύ τους σχέσεις. Η Μεγάλη Βρετανία συνέχισε να ασκεί την πολιτική της ενισχύσεως και μεταρρυθμίσεως του οθωμανικού κράτους ως μέσο για την ανάσχεση των Ρώσων, αλλά είχε αρχίσει να διαβλέπει ότι η στιγμή της διάλυσής του δεν ήταν μακριά. Παρόμοια ήταν και η πολιτική της Αυστρίας, της Ρωσίας και της Ιταλίας. Μόνο η Γερμανία θεωρούσε ότι τα συμφέροντά της θα προστατεύονταν αποτελεσματικά στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή με την υποστήριξη της υποστάσεως και της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρις εσχάτων. Η Ρωσία από την πλευρά της, θεωρούσε ότι είχε ταπεινωθεί στο Συνέδριο του Βερολίνου και κινούνταν δραστήρια για την ακύρωσή του.

Το ζήτημα της κυριότητος της Μακεδονίας και των χριστιανικών πληθυσμών της παρέμενε στην επικαιρότητα ανελλιπώς. Σε αυτό βοηθούσαν και οι αντιμαχόμενες προπαγάνδες των βαλκανικών κρατών. Η ανεύρεση λύσεως για το Μακεδονικό που θα άφηνε ικανοποιημένα όλα τα μέρη -Μεγάλες Δυνάμεις και βαλκανικά κράτη- και δεν θα έθιγε την υπόσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποδείχθηκε ένα σταυρόλεξο για γερούς λύτες.

Η Αυστροουγγαρία

Ειδικότερα, η Αυστροουγγαρία αναβάθμισε την επιρροή της στη Βαλκανική καθώς, με την ανανέωση της Συμμαχίας των Τριών Αυτοκρατοριών (18/6/1881) είχε αποκτήσει το δικαίωμα να προσαρτήσει τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη αλλά και την υποχρέωση να μην αντιταχθεί στην ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με την Βουλγαρία. Απώτερος στόχος της πολιτικής της έγινε η έξοδος στο Αιγαίο στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, διαμέσου της κοιλάδας του Αξιού. Με βάση τον στόχο αυτό, η Αυστροουγγαρία επιδίωξε την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνδυασμό με την μη ενδυνάμωση της Βουλγαρίας. Η πολιτική αυτή λειτουργούσε αποτρεπτικά για την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος, καθώς μια ισχυρή σλαβική Ηγεμονία θα εμπόδιζε τα αυστριακά σχέδια. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1897 οι Αυστριακοί συνεργάσθηκαν με τους Ρώσους, ώστε να αποφευχθεί κάθε αλλαγή στο εδαφικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Μακεδονίας ειδικότερα.

Στο πνεύμα της αποδυναμώσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της δημιουργίας των κατάλληλων προϋποθέσεων για έξοδο της Αυστροουγγαρίας στο Αιγαίο μέσω της κοιλάδας του Αξιού ήταν και το σχέδιο μεταρρυθμίσεων, που πρότειναν οι Αυστριακοί από κοινού με τους Ρώσους προς την Υψηλή Πύλη το 1903, για να κατευνάσουν τα πνεύματα στη Μακεδονία μετά την Εξέγερση του Ίλιντεν. Συγκεκριμένα, είχαν προτείνει τη θέσπιση του αξιώματος ενός Γενικού Επιθεωρητή των βιλαετίων Σκοπίων, Μοναστηρίου, Θεσσαλονίκης και την τοποθέτηση δύο συμβούλων, ενός Ρώσου και ενός Αυστριακού καθώς και την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής από Ευρωπαίους αξιωματικούς. Φανερή ήταν η πρόθεση της μείωσης της επιρροής του σουλτάνου στη Μακεδονία και της διεθνοποίησής της, με τη συμβολή στην διοίκησή της των δύο ξένων συμβούλων.

Η Επανάσταση του Νεοτούρκων του 1908 και η απόδοση του συντάγματος φαινομενικά αποτελούσε μία κακή εξέλιξη για τις αυστριακές επιδιώξεις, καθώς ακύρωνε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Μίρστεγκ και έδειχνε ότι οι νέοι ηγέτες άλλαζαν στάση απέναντι στη Βιέννη. Ωστόσο, η Αυστροουγγαρία εκμεταλλεύθηκε τη συγκυρία προσαρτώντας τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη και διώχνοντας μεγάλο μέρος Μουσουλμάνων, οι οποίοι κατέφυγαν πρόσφυγες στη Μακεδονία. Επιπλέον, βρήκε την ευκαιρία να απεμπλακεί από την υπευθυνότητα για την επιτυχή πορεία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος στη Μακεδονία, για το οποίο τόσο η Υψηλή Πύλη όσο και η κοινή γνώμη την θεωρούσαν ως εμπνευστή και ως υπεύθυνη για την καλή ή την κακή πορεία του.

Η Αυστρία προσάρτησε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το 1908, μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων. Αντιτάχθηκε μαζί με την Ιταλία στην προέλαση του σερβικού στρατού προς την Αδριατική και προς την Αλβανία και ανάγκασε τους Σέρβους να κινηθούν, στη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, προς τα νότια, κατά παραβίαση των σερβοβουλγαρικών συμφωνιών τις παραμονές του πολέμου.

Στο μεσοδιάστημα των δύο Βαλκανικών Πολέμων η Αυστροουγγαρία ανέπτυξε έντονη διπλωματική δράση. Ενθαρρυμένη από την ευκολία με την οποία προσάρτησε τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, προσπάθησε, στις παραμονές της διάσκεψης της Ειρήνης του Λονδίνου, να αποκομίσει τα μέγιστα οφέλη για τον εαυτό της, καθώς ζητούσε τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Αλβανίας, την απαγόρευση εξόδου των Σέρβων στην Αδριατική, την μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε ελεύθερο λιμάνι και το δικαίωμα να ασκεί ελεύθερο εμπόριο σε όλες τις πρώην οθωμανικές επαρχίες. Ωστόσο οι αξιώσεις αυτές, όπως και η γενικότερη στάση της στο Συνέδριο του Λονδίνου, προκάλεσαν ακόμη και την αντίδραση της Γερμανίας, η οποία συνειδητοποίησε ότι η αυστριακή αδιαλλαξία ήταν ικανή να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων υπό άσχημες προϋποθέσεις για τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, καθώς, σε αυτή την περίπτωση, τα βαλκανικά κράτη θα συντάσσονταν στο σύνολό τους με τις δυνάμεις της Αντάντ.

Η Μεγάλη Βρετανία

Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θεωρούσε ότι ο ρωσικός θρίαμβος της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου αποτελούσε έναν σοβαρότατο κίνδυνο για τη δική της πολιτική στην περιοχή, καθώς η δημιουργία ενός ισχυρού βουλγαρικού κράτους υπό την κηδεμονία της Ρωσίας ουσιαστικά περικύκλωνε την Κωνσταντινούπολη και κρατούσε σε μια ιδιότυπη ομηρία τον σουλτάνο. Γι' αυτό και κινήθηκε δραστήρια για την ακύρωση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και την μείωση της δυναμικότητος του μελλοντικού βουλγαρικού κράτους.

Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας συνέχισε να είναι η διατήρηση της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως μόνης λύσεως για την αποτροπή της κατάληψης των Στενών και της Κωνσταντινουπόλεως από κάποια άλλη Δύναμη, εξέλιξη η οποία θα έφερνε εμπόδια στον έλεγχο των ναυτικών και χερσαίων δρόμων Ανατολής-Δύσης από τη Μεγάλη Βρετανία.

Απέναντι στη Βουλγαρία κράτησε εφεκτική στάση. Το 1880 είχε έλθει στην εξουσία το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Γκλαντστόουν, το οποίο ήταν κληρονόμος της πολιτικής του Γεωργίου Κάνινγκ προς τους βαλκανικούς λαούς. Επιπλέον, η κατάληψη της Κύπρου το 1878, η εγκατάσταση στην Αίγυπτο το 1882 και ο έλεγχος της διώρυγας του Σουέζ μείωνε για τους Βρετανούς τη σημασία της προστασίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένα βουλγαρικό κράτος αρκετά ισχυρό, που δεν θα κηδεμονεύονταν από την Ρωσία, θεωρούνταν ικανοποιητική εξέλιξη για τους Βρετανούς. Έτσι, χωρίς ιδιαίτερες επιφυλάξεις, οι Βρετανοί επέλεξαν να υποστηρίξουν τις βουλγαρικές επιδιώξεις, σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν την Βουλγαρία από τη ρωσική κηδεμονία ή να δημιουργήσουν αρνητικά αισθήματα των Βουλγάρων προς τους Ρώσους. Η πολιτική αυτή εκφράστηκε στην κρίση του 1885.

Επιπλέον, στη Μεγάλη Βρετανία υπήρχαν αρκετά σωματεία και αρκετές προσωπικότητες που έβλεπαν με εντελώς ρομαντικό πνεύμα τις αγριότητες των σωμάτων της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), ως ηρωικές πράξεις των καταπιεσμένων χριστιανών εναντίον των καταπιεστών τους. Η κοινή γνώμη στην Αγγλία αντέδρασε με μεγάλη δυσαρέσκεια στη σκληρότητα που έδειξαν οι Οθωμανοί κατά την κατάπνιξη της Επανάστασης του Ίλιντεν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα ρεύμα υποστήριξης των Βουλγάρων. Μάλιστα δημιουργήθηκε και κομιτάτο, το «Βαλκανικό Κομιτάτο», με σκοπό να βοηθήσει τους πρόσφυγες και να ζητήσει τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονίας.

Όμως η επαναπροσέγγιση των Βουλγάρων με τους Ρώσους και η ισχυροποίηση της Βουλγαρίας σε βάρος των γειτονικών λαών άλλαξε τις προτεραιότητες της βρετανικής πολιτικής. Η Μεγάλη Βρετανία δεν επιθυμούσε μια ισχυρή Βουλγαρία που θα περιελάμβανε την Μακεδονία και θα τελούσε υπό ρωσική κηδεμονία. Επίσης τη Βρετανία άρχισε να προβληματίζει στα τέλη του ΙΘ΄ αιώνος και η βιαιότητα, με την οποία συνήθως αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί τις εξεγέρσεις των χριστιανικών λαών στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, άρχισε να προσανατολίζεται σε μια πολιτική πιο κριτική απέναντι στον σουλτάνο, η οποία δεν απέκλειε την αλλαγή του καθεστώτος και στη Μακεδονία, πεδίο συνεχούς αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας και των Μουσουλμάνων ατάκτων σε βάρος των Χριστιανών. Μία λύση στην κατεύθυνση αυτή ήταν η τοποθέτηση του Γκλάντστοουν το 1897, για την αυτοδιάθεση των λαών που κατοικούσαν στη Μακεδονία.

Η Βρετανία συνέχιζε να θεωρεί τη δημιουργία μιας αυτόνομης ηγεμονίας στη Μακεδονία με χριστιανό διοικητή ως πιθανή λύση και στις αρχές του Κ΄ αιώνος, ως αντίδραση στις μεταρρυθμίσεις της Βιέννης και του Μίρστεγκ, αλλά υποχώρησε, προκειμένου να μη δημιουργήσει πρόβλημα στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Βλέποντας όμως ότι οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις περιορίζονταν σε συγκεκριμένες περιοχές της Μακεδονίας και ότι δεν ήταν αποτελεσματικές, ζήτησε, στις αρχές του 1905, την επέκταση των μεταρρυθμίσεων και σε κάποιους καζάδες του βιλαετίου της Αδριανούπολης, την παραχώρηση επιπλέον αρμοδιοτήτων στον Γενικό Επιθεωρητή της Μακεδονίας και τον διορισμό επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους των έξι ευρωπαϊκών δυνάμεων, για να εκπονήσει σχέδιο ελέγχου των οικονομικών και της απονομής της δικαιοσύνης στα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας. Το καλοκαίρι του 1907 επανέφερε το αίτημα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας με χριστιανό διοικητή. Όμως οι άλλες Δυνάμεις -και κυρίως η Αυστρία- αρνήθηκαν να στηρίξουν τις βρετανικές προτάσεις, θεωρώντας ικανοποιητικό το μέχρι τότε έργο των μεταρρυθμίσεων.

Ακόμη πιο σημαντική ήταν η προσέγγιση της Μεγάλης Βρετανίας με τη Ρωσία, το καλοκαίρι του 1907. Το Λονδίνο, που έβλεπε με ανησυχία να αυξάνεται ανησυχητικά η επιρροή της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να μειώνεται η δική της, προτίμησε να έλθει σε συνεργασία με τη Ρωσία, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων της στην Άπω Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Ρώσων και με αντάλλαγμα τη συμφωνία για αλλαγή του καθεστώτος στη Βαλκανική.

Τον Μάρτιο του 1908, η Βρετανία παρουσίασε εκ νέου την πρόταση για αυτονόμηση της Μακεδονίας υπό την αιγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων, όμως το σχέδιο δεν έγινε αποδεκτό ούτε από την Αυστρία ούτε από τη Ρωσία. Η Βρετανία, πάντως, συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, προκειμένου να καταλήξουν σε μια νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια, η οποία όμως δεν κατέληξε πουθενά καθώς το καλοκαίρι του 1908 εξερράγη η Επανάσταση των Νεοτούρκων στη Μακεδονία, που είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση συντάγματος.

Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, άλλαξε προς στιγμήν τα δεδομένα. Η πορεία των μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία διακόπηκε, καθώς με το σύνταγμα αποδίδονταν πολύ μεγαλύτερες ελευθερίες στους πληθυσμούς και δίνονταν υποσχέσεις για μεγάλες αλλαγές στην οργάνωση και τη λειτουργία του Οθωμανικού κράτους.

Η Βρετανική Κυβέρνηση τάχθηκε εξ' αρχής ευνοϊκά προς την Επανάσταση των Νεοτούρκων. Άλλωστε, είχε περισσότερους λόγους να επιθυμεί μια τέτοια εξέλιξη σε σχέση με τις άλλες Δυνάμεις. Η πλήρης ανατροπή του πολιτικών ισορροπιών στην Κωνσταντινούπολη δημιουργούσε περισσότερες πιθανότητες για την επαναπροσέγγιση των Τούρκων με τους Βρετανούς και μάλιστα οι Νεότουρκοι αρχικά κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Επίσης, το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα των Βρετανών για την Μακεδονία, σαφώς πιο προωθημένο σε σχέση με εκείνο του Μίρστεγκ, είχε περισσότερες πιθανότητες να ευοδωθεί με το επαγγελλόμενο Σύνταγμα των Νεοτούρκων. Υπέρ της νέας καταστάσεως τάχθηκαν -αλλά με επιφυλάξεις- και οι διάφοροι φιλελεύθεροι κύκλοι της Βρετανίας, όπως και το Βαλκανικό Κομιτάτο, καθώς δεν εμπιστεύονταν τους Οθωμανούς. όμως δεν μπορούσαν να αρνηθούν ότι οι εξελίξεις με την Επανάσταση του 1908 οδηγούσαν προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Πάντως τότε η Βρετανική Κυβέρνηση, όσο και η βρετανική κοινή γνώμη, ήταν έτοιμη να αλλάξει στάση απέναντι στους Νεότουρκους, σε περίπτωση που διαπίστωνε την αθέτηση των υποσχέσεων και την εκ νέου καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών. Και όταν μετά το 1910 οι Νεότουρκοι προχώρησαν στην αναστολή των δικαιωμάτων των χριστιανών και άρχισαν να ασκούν μια σκληρή εθνικιστική πολιτική, τόσο η Βρετανική Κυβέρνηση όσο και ο τύπος και οι διάφορες φιλελεύθερες οργανώσεις άλλαξαν άρδην την πολιτική τους απέναντι στην οθωμανική εξουσία.

Η δημιουργία της συμμαχίας των βαλκανικών κρατών δεν ήταν άγνωστη στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά τα μυστικά πρωτόκολλα που όριζαν τις διεκδικήσεις και τον όρο της μεσολαβήσεως της Ρωσίας, έγιναν γνωστά μετά την έκρηξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Η Βρετανία δεν κατέβαλε προσπάθειες για να αποτρέψει την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων, καθώς εκτίμησε ότι κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αναπόφευκτο. Φιλοξένησε το συνέδριο της ειρήνης στο Λονδίνο, φιλοδοξώντας να παίξει ρόλο αντίστοιχο με εκείνον της Γερμανίας στον τερματισμό της κρίσης του 1875-1877, αλλά τελικά δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Πάντως, ενώ υπήρξε μεγάλη διπλωματική κινητικότητα για όλα τα άλλα θέματα (Αλβανία, νησιά του Αιγαίου, έξοδος της Σερβίας στην Αδριατική), το θέμα της Μακεδονίας δεν συζητήθηκε εκτενώς. Ούτε η Μεγάλη Βρετανία, ούτε οι άλλες Δυνάμεις -με την εξαίρεση της Αυστρίας, η οποία προσπαθούσε να διεθνοποιήσει την Θεσσαλονίκη- κατέθεσαν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την Μακεδονία.

Η Ρωσία

Στο διάστημα που ακολούθησε τη Διάσκεψη του Βερολίνου μέχρι τα τέλη του ΙΘ΄ αιώνος, η Ρωσία συνέχισε να υποστηρίζει τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας στη Μακεδονία και τη Θράκη, ακόμη και όταν την εξουσία στη Βουλγαρία νέμονταν κόμματα που συμπαθούσαν περισσότερο τους Αυστριακούς και τους Γερμανούς, παρά τους Ρώσους. Στο διάστημα 1878-1885, η Ρωσία είχε καταβάλει προσπάθεια να φέρει σε συνδιαλλαγή Έλληνες και Βουλγάρους σχετικά με το μέλλον της Μακεδονίας, αλλά τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι παρέμειναν ανυποχώρητοι στις θέσεις τους και η πρωτοβουλία της Ρωσίας έμεινε χωρίς αντίκρισμα.

Η πραξικοπηματική ενέργεια των Βουλγάρων να προσαρτήσουν την Ανατολική Ρωμυλία, τον Σεπτέμβριο του 1885, συνάντησε την αντίθεση των Ρώσων, οι οποίοι φοβούνταν ότι μια τέτοια ενέργεια θα προκαλούσε την αντίδραση των Αυστριακών και τις αξιώσεις Σέρβων και Ελλήνων για ανταλλάγματα. Μάλιστα η Ρωσία, από κοινού με την Αυστροουγγαρία και την Γερμανία, αρνήθηκε να αποδεχθεί τα τετελεσμένα και ζήτησε την επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενθαρρυμένη από τη στάση των τριών αυτοκρατοριών, απείλησε να επέμβει στρατιωτικά, αλλά συνάντησε την αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία έθεσε το θέμα της ενδεχόμενης στρατιωτικής εμπλοκής των Σέρβων και των Ελλήνων εναντίον της, χωρίς την κάλυψη εκ μέρους της.

Η υποστήριξη των βουλγαρικών επιδιώξεων κατέστη ακόμη πιο φανερή μετά τον Σερβοβουλγαρικό Πόλεμο του 1885-1886 και την επικράτηση των Βουλγάρων. Οι Ρώσοι διπλωματικοί υπάλληλοι στη Μακεδονία προωθούσαν ή υποστήριζαν όλα τα αιτήματα των Βουλγάρων για τη σύσταση νέων ναών και σχολείων. Μάλιστα στο διάστημα αυτό ήταν τόση η αίγλη της Βουλγαρίας, ώστε τα αιτήματά της τύγχαναν της υποστήριξης και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία πίστευε ότι με την πολιτική αυτή θα μπορούσε να αποσπάσει την Βουλγαρία από τη ρωσική κηδεμονία.

Η αντίθεση των άλλων Δυνάμεων στην αλλαγή των συνόρων στα Βαλκάνια και η δράση των βουλγαρομακεδονικών Κομιτάτων, που ζητούσαν τη δημιουργία μιας ενιαίας και αυτόνομης Μακεδονίας, άρχισε να γίνεται αποδεκτή με την πάροδο του χρόνου ως πιθανή λύση στους κόλπους της ρωσικής διπλωματίας. Έτσι, όταν τον Δεκέμβριο του 1902 συναντήθηκαν στη Βιέννη οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας Λάμπσντορφ και Γκολουσόφσκι, ο πρώτος πρότεινε ως λύση την αυτονόμηση της Μακεδονίας με χριστιανό διοικητή. Τελικά η Ρωσία, μετά την αντίδραση της Αυστροουγγαρίας, αποδέχθηκε τη λύση των μεταρρυθμίσεων του Μίρστεγκ.

Η έκρηξη του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, το 1904, περιόρισε προς στιγμήν το ενδιαφέρον της Ρωσίας για τις βαλκανικές υποθέσεις. Η αρνητική έκβαση του πολέμου έστρεψε εκ νέου τη Ρωσία προς την Εγγύς Ανατολή και την αναζήτηση συμμάχου, τον οποίο βρήκε στο πρόσωπο της Μεγάλης Βρετανίας το καλοκαίρι του 1907, με σκοπό την πλήρη αλλαγή του καθεστώτος στη Βαλκανική και την Ανατολική Μεσόγειο. Η Επανάσταση των Νεοτούρκων δεν επέφερε αλλαγές στη ρωσική στάση προς την Υψηλή Πύλη, καθώς οι Ρώσοι εκτιμούσαν ότι το κίνημα ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Η αλλαγή στην πολιτική των Νεοτούρκων μετά το 1909 απέναντι στους χριστιανικούς λαούς που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δικαίωσε τις εκτιμήσεις των Ρώσων. Επιπλέον, η κίνηση των Αυστριακών να προσαρτήσουν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τους οδήγησε να ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας και να υιοθετήσουν μια πιο επιθετική πολιτική απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πολιτική όμως που δεν υιοθετούσαν και οι Αγγλογάλλοι.

Η πολιτική αυτή εκφράστηκε με την παρότρυνση προς τη Σερβία και την Βουλγαρία να συνεργασθούν στρατιωτικά κατά της οθωμανικής κυριαρχίας στη Βαλκανική. Τα θεμέλια αυτής της συνεργασίας τέθηκαν από τον Χάρτγουιγκ, τον Ρώσο Πρεσβευτή στο Βελιγράδι από το 1909 και θερμό οπαδό των Πανσλαβιστών. Η προσέγγιση κατέστη δυνατή μόλις το 1911, λόγω των επιφυλάξεων του Βασιλιά Φερδινάνδου της Βουλγαρίας. Η τελική συμφωνία προέβλεπε ότι για τα εδάφη μεταξύ του ποταμού Στρυμώνα και του όρους Σαρ, δηλαδή για την Μακεδονία, εάν τα δύο μέρη δεν συμφωνούσαν να μεταβληθεί σε μια ενιαία αυτόνομη επαρχία, τότε αυτά θα χωριζόταν σε δυο ζώνες, από το όρος Γκόλεμ μέχρι τη λίμνη Αχρίδα. Η νότια ζώνη θα περιέρχονταν στη Βουλγαρία και η βόρεια στη Σερβία. Πιο σημαντικό για τη Ρωσία ήταν το γεγονός ότι αν προέκυπταν διαφορές μεταξύ των δύο κρατών, τότε θα προσέτρεχαν στη ρωσική διαιτησία.

Όμως τελικά η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο της Ρωσίας, καθώς μπορεί να συμφωνούσε για τη σύναψη συμφωνίας Βουλγαρίας-Ελλάδας, αλλά η αντίθεσή της στη συμμετοχή του Μαυροβουνίου δεν εισακούσθηκε. Δεν εισακούσθηκαν επίσης οι παροτρύνσεις της για αναβολή των πολεμικών επιχειρήσεων, καθώς στα μέσα Σεπτεμβρίου 1912 η Βουλγαρία πληροφόρησε τη Ρωσία ότι τα βαλκανικά κράτη αποφάσισαν να κηρύξουν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η Γερμανία

Η ένωση των γερμανικών κρατών στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος και η επικράτηση της Γερμανίας στον Γαλλογερμανικό Πόλεμο του 1870 δημιούργησαν ακόμη μία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, τη Γερμανία. Η Γερμανία, με τη σειρά της, ακολούθησε και αυτή την πολιτική της υποστήριξης της ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ίσως πιο πιστά και από την Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.

Ο λόγος για την πολιτική αυτή ήταν κυρίως η αναζήτηση αγορών για τα γερμανικά βιομηχανικά προϊόντα και πρώτων υλών για τα γερμανικά εργοστάσια. Η πολιτική αυτή εκφράστηκε στην πράξη με την υποστήριξη της Αυστρίας σε βάρος των ρωσικών επιδιώξεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η υποστήριξη δεν βασίζονταν στην κοινή καταγωγή, αλλά σε καθαρά οικονομικά κριτήρια. Η Γερμανία έβλεπε την περιοχή από τον ποταμό Έλβα στην Κεντρική Ευρώπη ως τον Ευφράτη στη Μεσοποταμία ως έναν ενιαίο οικονομικό χώρο, στον οποίο θα κατείχε προνομιακή θέση μαζί με τη σύμμαχό της Αυστροουγγαρία. Η κατασκευή από τους Γερμανούς σιδηροδρομικής γραμμής από το Ικόνιο μέχρι τη Βαγδάτη και η άδεια που έλαβαν οι Αυστριακοί για ένωση των αυστριακών σιδηροδρόμων με τους οθωμανικούς στη Μιτροβίτσα, έθετε σε εφαρμογή το σχέδιο των Γερμανών αλλά ταυτόχρονα προκαλούσε τους φόβους της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας, οι οποίες άρχισαν να προσανατολίζονται στη συνολική λύση του Ανατολικού Ζητήματος στη βάση της διασπάσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι Γερμανοί δεν διέθεταν κάποια συγκεκριμένη πολιτική αναφορικά με την Μακεδονία. Στα πλαίσια της διατήρησης του υπάρχοντος καθεστώτος, υποστήριζαν τις ενέργειες της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας για την επίλυση των προβλημάτων που ανέκυπταν από την κακοδιοίκηση και από τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Φυσικά, κάθε κίνηση κατά του σουλτάνου ή των τοπικών αρχών προκαλούσε την εχθρότητα και την αντίδραση της γερμανικής πολιτικής.

Η Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 προκάλεσε, για σύντομο χρονικό διάστημα, μία ψυχρότητα στις σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Γερμανίας, καθώς η Γερμανία αποτελούσε τον στυλοβάτη του διεφθαρμένου καθεστώτος του Αβδούλ Χαμίτ. Λογικό ήταν οι Νεότουρκοι να αντιμετωπίσουν με ψυχρότητα τους Γερμανούς και να στραφούν αρχικά προς τους Αγγλογάλλους. Η ψυχρότητα αυτή είχε οδυνηρές συνέπειες για τους Οθωμανούς, καθώς οι Γερμανοί στήριξαν, έστω και με επιφυλάξεις, την Αυστροουγγαρία στην πραξικοπηματική ενσωμάτωση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης και δεν αντιτάχθηκαν στον επεκτατισμό της Ιταλίας προς τις αφρικανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όμως, από το 1911 και μετά, οι Νεότουρκοι άρχισαν να δείχνουν εκ νέου την προτίμησή τους προς τους Γερμανούς. Σε αυτό βοήθησε η τοποθέτηση του γερμανόφιλου Σεφκέτ Πασά στη θέση του Υπουργού Πολέμου και η άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να προμηθεύσει άμεσα την Υψηλή Πύλη με πολεμικά σκάφη καθώς και η πολιτική που ακολούθησε στο Κρητικό Ζήτημα.

Η Γαλλία

Η γαλλική παρουσία στη Μακεδονία, όπως και στην υπόλοιπη Βαλκανική, συνέχισε να ταυτίζεται αυτή την εποχή με το γαλλικό κεφάλαιο, που ήλεγχε σημαντικούς τομείς της οικονομίας όπως τράπεζες, βιομηχανίες, μεταφορές και υπηρεσίες. Η Γαλλία επιθυμούσε τη διατήρηση ενός καθεστώτος ειρήνης, τάξεως και ασφάλειας, τις συνθήκες δηλαδή που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της οικονομίας. Όμως η πολιτική της διαφοροποιούνταν από εκείνην της Γερμανίας, καθώς δεν έφθανε στο σημείο να εθελοτυφλεί στις σημαντικές αλλαγές που συντελούνταν στην περιοχή και στις αδυναμίες και αγριότητες των Οθωμανών.

Συμφωνούσε όμως με τη Μεγάλη Βρετανία ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία χρειαζόταν εκτεταμένες αλλαγές για να επιβιώσει και υποστήριζε κάθε σχετική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στην προστασία των χριστιανικών πληθυσμών από τις αυθαιρεσίες των τοπικών αρχών και τις βιαιότητες του μουσουλμανικού όχλου, του στρατού και των ατάκτων. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά την καταστολή της Εξεγέρσεως του Ίλιντεν, το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας που μοιράσθηκε στα θύματα της εξεγέρσεως ήταν γαλλικής προελεύσεως και για τη διανομή του συνεργάσθηκαν οι γαλλικές αρχές με τις Καθολικές οργανώσεις.

Οι Γάλλοι Πρόξενοι στη Μακεδονία κράτησαν επιφυλακτική στάση απέναντι σε όλη την προσπάθεια των μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, το διάστημα 1902-1908. Θεωρούσαν ότι η κατάσταση μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο με τη βελτίωση της δημόσιας διοικήσεως και ότι το όλο σύστημα που είχε επιβληθεί με το πρόγραμμα του Μίρστεγκ ήταν αναποτελεσματικό και γραφειοκρατικό. Πάντως, υποστήριξαν την πολιτική των μεταρρυθμίσεων, διότι προείχε η διατήρηση του υφισταμένου καθεστώτος.

Η Ιταλία

Η Ιταλία συγκαταλέγεται στις νεαρές ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς προέκυψε από την ένωση των ιταλικών κρατών στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος. Κύριος στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Ιταλίας αποτέλεσε αμέσως μετά την ένωσή της, η δημιουργία του mare nostrum, δηλαδή της επεκτάσεως σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ως πρώτο βήμα για την εκπλήρωση του στόχου τέθηκε η προσάρτηση των ανατολικών ακτών της Αδριατικής, κάτι που την έφερνε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την Αυστροουγγαρία. Στο Συνέδριο του Βερολίνου οι Ιταλοί δεν διατύπωσαν καμιά ιδιαίτερη αξίωση για εδαφικές παραχωρήσεις, όμως τα επόμενα χρόνια κινήθηκαν δραστήρια προς αυτή την κατεύθυνση.

Μέχρι τις αρχές του Κ΄ αιώνος, η Ιταλία εμφανιζόταν ως εγγυητής της συνέχειας και της εδαφικής ακεραιότητος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς υπέγραψε τις συνθήκες του 1887, αλλά η πολιτική της αυτή εκπορεύτηκε από το γεγονός ότι ένιωθε ανήμπορη να αντιπαρατεθεί στην Αυστρία και την Γερμανία σε μία κρίση που θα οδηγούσε σε αλλαγή του καθεστώτος. Η διπλωματική κινητικότητα που παρατηρήθηκε στις αρχές του Κ΄ αιώνος με αίτιο την κατάσταση στη Μακεδονία, έδωσε την αφορμή στην Ιταλία να επαναδιατυπώσει την πολιτική της. Έτσι, στις αρχές του 1903 υποστήριξε, όπως και η Μεγάλη Βρετανία, τη δημιουργία μιας ενιαίας αυτόνομης Μακεδονίας με χριστιανό διοικητή. Δεν επρόκειτο για στρατηγική επιλογή, αλλά περισσότερο είχε τον χαρακτήρα της έκφρασης δυσαρέσκειας διότι είχε αποκλειστεί από τη Διάσκεψη του Μίρστεγκ. Άλλωστε, μόλις ορίστηκε ότι ο αρχηγός της διεθνούς χωροφυλακής θα ήταν Ιταλός, απέσυρε τις επιφυλάξεις της.

Ο καιροσκοπισμός της Ιταλίας αποκαλύφθηκε μετά το 1908, όταν εκμεταλλεύθηκε την αλλαγή των διπλωματικών ισορροπιών, την ενσωμάτωση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και την ευνοϊκή στάση της Ρωσίας, σε συνδυασμό με την αδιαλλαξία της νέας οθωμανικής εξουσίας και κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με σκοπό να αποσπάσει εδάφη της στην Ανατολική Μεσόγειο.


Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου μπορεί να άλλαξε ριζικά το καθεστώς στη Μακεδονία και με μικρές τροποποιήσεις αυτό να ισχύει μέχρι σήμερα, όμως εκείνη την εποχή ελάχιστοι την προσέλαβαν ως τελικό κείμενο που επρόκειτο να διαρκέσει. Και πρώτα-πρώτα οι χαμένοι της συνθήκης, οι Οθωμανοί Τούρκοι, που είχαν χάσει μέσα σε δυο χρόνια όλες τις κτήσεις τους στην Ευρώπη και οι Βούλγαροι, οι ηττημένοι στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και για την Βουλγαρία μια ευκαιρία για να ανατρέψουν προς όφελός τους το καθεστώς στη Μακεδονία, που είχε επιβληθεί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913.

Ίδιες ήταν και οι προθέσεις όλων σχεδόν των Μεγάλων Δυνάμεων. Τόσο οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες όσο και η Εγκάρδια Συνεννόηση (Αντάντ) προσπάθησαν να προσεταιριστούν την Βουλγαρία, προσφέροντάς της μέρος των εδαφών της Μακεδονίας που είχαν περιέλθει στους Σέρβους και στους Έλληνες με τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία

Οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες υπόσχονταν στη Βουλγαρία πλήρη αλλαγή του status quo στη Μακεδονία και ουσιαστικά της επέτρεπαν να προσαρτήσει το σύνολο των μακεδονικών -και όχι μόνον- εδαφών.

Στις αρχές του 1915, όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι η Ελλάδα επρόκειτο να μπει στον πόλεμο κατά της Τουρκίας, η Γερμανία, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τη θέση του Βασιλιά Κωνσταντίνου, προσέφερε εγγυήσεις για την περιοχή της Θεσσαλονίκης και μικρές παραχωρήσεις στην μεθοριακή γραμμή Σερβίας-Ελλάδος στη Γευγελή-Δοϊράνη καθώς και εδαφικές παραχωρήσεις στην Αλβανία. Όταν όμως, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, άρχισαν οι κρίσιμες συνομιλίες Γερμανίας-Βουλγαρίας, το μόνο που είχαν να προσφέρουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα ήταν η Νότια Αλβανία και τα νησιά του Αιγαίου. Τελικά η Βουλγαρία υπέγραψε στρατιωτική συμφωνία με την Γερμανία, με αντάλλαγμα όλες τις περιοχές ανατολικά του ποταμού Μοράβα και ολόκληρη τη σερβική Μακεδονία. Επίσης, απέκτησε το δικαίωμα να προσαρτήσει όλες τις περιοχές που είχε αποκτήσει η Ελλάδα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Η Γερμανία υποστήριξε πλήρως τις βουλγαρικές φιλοδοξίες στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων και χρησιμοποίησε τις βουλγαρικές δυνάμεις για να επιβάλλει την επιρροή της στην ηττημένη Σερβία. Οι Γερμανοί επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την ΕΜΕΟ, σε σημείο μάλιστα που στα μέσα του 1915 να υφίσταται δίαυλος πληροφοριών και επικοινωνίας μεταξύ των γερμανικών υπηρεσιών και της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ. Έναν χρόνο αργότερα, στις 18 Ιανουαρίου 1916, στη συνάντηση του Γερμανού Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ και του Βούλγαρου Βασιλέα Φερδινάνδου ήταν παρόντες οι δυο αρχηγοί της ΕΜΕΟ, ο Αλεξανδρώφ και ο Πρωτογέρωφ.

Η Μεγάλη Βρετανία

Οι δυνάμεις της Αντάντ από την πλευρά τους, θεωρούσαν ότι η Βουλγαρία ήταν πολύ σημαντική στη σκακιέρα του πολέμου στα Βαλκάνια. Η Βουλγαρία έπρεπε ή να μείνει ουδέτερη ή να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, οι δυνάμεις της Αντάντ προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν εδαφικές παραχωρήσεις από τη Σερβία και την Ελλάδα προς την Βουλγαρία στο χώρο της Μακεδονίας.

Η Μεγάλη Βρετανία προσέφερε την περιοχή της Καβάλας πολλές φορές στη Βουλγαρία και κάποιες μόνο την περιοχή της Δράμας και των Σερρών και δεχόταν επίσης αλλαγές στη σερβική Μακεδονία. Η πολιτική αυτή δεν άλλαξε ακόμη και μετά την κήρυξη του πολέμου από τη Μεγάλη Βρετανία προς την Βουλγαρία. Το καλοκαίρι του 1916 οι Βρετανοί ήταν σίγουροι ότι ο βουλγαρικός στρατός θα κινούνταν προς την Θεσσαλονίκη και για να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη, πρότειναν την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Μάλιστα, στα τέλη του 1917 επεδίωκαν να ουδετεροποιήσουν την Βουλγαρία, υπογράφοντας ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης και γι' αυτό ήταν πρόθυμοι για εδαφικές παραχωρήσεις στον χώρο της Μακεδονίας, αλλά δεν αποδέχονταν τις βουλγαρικές αξιώσεις για την ανασύσταση της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1918, με παρότρυνση των στελεχών του Βαλκανικού Κομιτάτου Μπάξτον και Μπουσιέ, επεξεργάζονταν σχέδιο, από κοινού με τους Αμερικανούς, για την αυτονόμηση της Μακεδονίας.

Η Ρωσία

Η Ρωσία πλειοδοτούσε σε παραχωρήσεις προς τους Βουλγάρους, καθώς με τη σειρά της πρότεινε να δοθεί στη Βουλγαρία μία ζώνη από τη Δοϊράνη ως την Καστοριά ή τη Φλώρινα και μια αντίστοιχη ζώνη προς βορράν από τις νέες σερβικές περιοχές. Πάντως, απώτερος σκοπός της Ρωσίας ήταν να στρέψει τους Σέρβους προς την Αδριατική, τους Έλληνες προς την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία και να δοθεί το Μοναστήρι στη Βουλγαρία ή αλλαγές στη συνοριακή γραμμή στην περιοχή της Εδέσσης.

Μετά τις ήττες στη Γαλικία το 1915, η Ρωσία πίεζε τους Αγγλογάλλους να προσφέρουν μεγάλες εδαφικές διευκολύνσεις στη Βουλγαρία στην περιοχή της σερβικής και της ελληνικής Μακεδονίας, προκειμένου να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και να συμμετάσχει σε επιχείρηση πλαγιοκόπησης των οθωμανικών στρατευμάτων στη Θράκη. Άλλωστε, οι Ρώσοι δεν επιθυμούσαν τη συμμετοχή των Ελλήνων στην εκστρατεία της Καλλίπολης, αφού τους έβλεπαν ως εν δυνάμει διεκδικητές της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών.

Γαλλία

Η Γαλλία, η οποία διατηρούσε μεγάλη οικονομική επιρροή και κεφάλαια στην Εγγύς Ανατολή, επιθυμούσε να διατηρήσει αυτή την επιρροή στα Βαλκάνια και ταυτόχρονα να εμποδίσει την αύξηση της ρωσικής παρουσίας στον ίδιο χώρο. Γι' αυτό και στα τέλη του 1914 προώθησε την ιδέα της δημιουργίας ενός ακόμη μετώπου στα νότια Βαλκάνια. Έναν χρόνο αργότερα, η Γαλλική Κυβέρνηση -και κυρίως ο Μπριάν- οραματιζόταν την Θεσσαλονίκη ως τη βάση για την εξάπλωση της επιρροής της Γαλλίας στα Βαλκάνια μετά τη λήξη του πολέμου.

Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου η Γαλλία επέλεξε να χρησιμοποιήσει τη Σερβία. Το 1915 η Σερβία είχε ηττηθεί και ο σερβικός στρατός, με επικεφαλής τον βασιλέα της Σερβίας, υποχώρησε μέσω Αλβανίας και κατέφυγε στην Κέρκυρα. Οι Γάλλοι σκέφθηκαν να δημιουργήσουν μία βάση στη Μακεδονία, την οποία θα ήλεγχαν είτε οι ίδιοι είτε οι εξόριστες σερβικές δυνάμεις. Το σχέδιο αυτό υλοποιήθηκε με την επάνοδο των σερβικών δυνάμεων από την Κέρκυρα στα εδάφη της Μακεδονίας. Έτσι ο γαλλικός στρατός, από κοινού με τον σερβικό, προωθήθηκε στη Δυτική Μακεδονία. Το 1916 βρισκόταν στα χέρια των Γάλλων μεγάλο μέρος της Δυτικής Μακεδονίας από την Κορυτσά στα δυτικά μέχρι το Μοναστήρι και το Καϊμακτσαλάν προς βορράν και τα Γιαννιτσά προς ανατολάς. Στις υπό γαλλική και σερβική κατοχή περιοχές εγκαταστάθηκαν σερβικές αρχές. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1916 και συγκεκριμένα στις 18 Αυγούστου αξίωσαν, εκμεταλλευόμενοι την ρευστή πολιτική κατάσταση, την εκκένωση της Θεσσαλονίκης από τα ελληνικά στρατεύματα, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει ως έδρα του ο βασιλιάς της Σερβίας.

Οι ελληνικές αρχές διαμαρτύρονταν συχνά για τις ενέργειες των Γάλλων και τις αυθαιρεσίες των Σέρβων, αλλά οι Γάλλοι όχι μόνον απέρριπταν τις ελληνικές διαμαρτυρίες αλλά και προσέφεραν και την κάλυψή τους σε όποιες αυθαιρεσίες προέβαιναν οι σερβικές αρχές και ο σερβικός στρατός στη Δυτική Μακεδονία. Κύριος λόγος της στάσεως αυτής ήταν η γερμανόφιλη ουδετερότητα που είχε υιοθετήσει ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος.

Η παρουσία ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων και η κατοχή μεγάλου τμήματος της Δυτικής Μακεδονίας καθώς και οι οξύτατες διαφωνίες με την πολιτική του Βασιλιά Κωνσταντίνου οδήγησαν προς στιγμήν στη δημιουργία σεναρίου ακόμη και για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονίας υπό γαλλική κατοχή ή επιρροή. Μάλιστα ο Ζούλ Λεκόγκ, διευθυντής της πολιτικής αποστολής της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη, σε έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας είχε προτείνει τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονίας, η οποία θα αποτελούνταν από έξι καντόνια. Τα καντόνια των Σκοπίων, Βελεσσών, Μοναστηρίου θα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Σέρβων, τα καντόνια Σερρών και Χαλκιδικής στα χέρια των Ελλήνων και το καντόνι της Δράμας υπό τον έλεγχο των Τούρκων. Η Θεσσαλονίκη με την ενδοχώρα της θα αποτελούσε μια ελεύθερη ομοσπονδιακή πόλη. Η αυτόνομη Μακεδονία θα τελούσε υπό την επιρροή της Γαλλίας, η οποία μάλιστα θα την εκπροσωπούσε και στις διεθνείς σχέσεις. Το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε, λόγω της συμμετοχής της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και της δημιουργίας μιας ισχυρής Σερβίας μετά το τέλος του πολέμου.

Η Ιταλία

Η Ιταλία δεν επεδείκνυε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Μακεδονία στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αρχικοί στόχοι της Ιταλίας ήταν να αποκτήσει ισχυρές βάσεις στην Αλβανία και μετά το 1917 να θέσει υπό την κατοχή της όσο το δυνατόν περισσότερα αλβανικά εδάφη, έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργήσει στο μέλλον μία Μεγάλη Αλβανία, η οποία θα στεκόταν εμπόδιο στην έξοδο των Σέρβων στην Αδριατική. Το ενδιαφέρον των Ιταλών για τις εξελίξεις στη Μακεδονία ήταν περιορισμένο. Περισσότερο τους απασχολούσε η φιλοδοξία του Βενιζέλου για επέκταση της Ελλάδος στη Μικρά Ασία, επέκταση που θα δημιουργούσε δυσχέρειες στην δική τους επεκτατική πολιτική στον ίδιο χώρο. Η ίδια αντιπάθεια τους ώθησε να καλλιεργήσουν καλές σχέσεις με την εβραϊκή κοινότητα Θεσσαλονίκης. Οι Εβραίοι αντιμετώπισαν τους Ιταλούς ως μια ισχυρή φωνή διαμαρτυρίας και ένα ανάχωμα στις όποιες ενέργειες της Προσωρινής Κυβερνήσεως του Βενιζέλου.

Οι ΗΠΑ

Τέλος, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Μακεδονία ήταν εξαιρετικά μικρό και όψιμο. Προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη για τα τεκταινόμενα στην περιοχή, εστάλη στη Μακεδονία στις αρχές του 1918 ο Συνταγματάρχης Χάουζ. Ο Αμερικανός αξιωματικός περιηγήθηκε στην περιοχή και είχε πολλές συναντήσεις με εκπροσώπους των άλλων συμμαχικών στρατευμάτων αλλά και με τους Αμερικανούς ιεραποστόλους, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στην περιοχή ήδη από τον ΙΘ΄ αιώνα, αποκλειστικά στο σλαβικό στοιχείο της Μακεδονίας. Στο πόρισμά του ο Χάουζ πρότεινε λύση για το Μακεδονικό Ζήτημα, σε διαφορετική κατεύθυνση από τις άλλες δυνάμεις της Αντάντ. Συγκεκριμένα, προέκρινε την αυτονόμηση της Μακεδονίας και την έξοδο της Σερβίας στο Αιγαίο, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Ο Μεσοπόλεμος

Η νίκη των δυνάμεων της Αντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στην επισφράγιση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Απλώς, η περιοχή της Στρωμνίτσης πέρασε στον έλεγχο των Σέρβων και η Δυτική Θράκη αποδόθηκε στην Ελλάδα. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου το Μακεδονικό Ζήτημα έχασε τη σημασία που είχε προσλάβει τα προηγούμενα χρόνια, καθώς αποσυνδέθηκε από το θέμα της διατηρήσεως ή της διαλύσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το ζήτημα του ελέγχου των Στενών. Η πολιτική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων καθορίσθηκε από την γενικότερη στάση τους απέναντι στο υφιστάμενο καθεστώς στην Ευρώπη. Η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία επιδίωκαν τη διατήρησή του, ενώ η Ιταλία, η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση κατέβαλαν προσπάθειες για την αναθεώρησή του. Έτσι, η δραστηριότητα της ευρωπαϊκής διπλωματίας γύρω από το Μακεδονικό βρίσκονταν σε άμεση συνάρτηση με τη διατήρηση ή την αλλαγή του ευρύτερου καθεστώτος στη Βαλκανική.

Η Μεγάλη Βρετανία

Βασική αρχή της πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας ήταν η διατήρηση του καθεστώτος που είχε δημιουργηθεί με τη συνθήκη ειρήνης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Απασχολημένοι με τις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής, οι Βρετανοί δεν ενδιαφέρονταν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή. Προτιμούσαν το ρόλο του παρατηρητή και του ισορροπιστή στις αντιθέσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας. Για να επιτύχει η πολιτική τους, έπρεπε να μειωθεί η αντιπαλότητα μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Στην περίπτωση της Μακεδονίας, την ένταση προκαλούσε η δράση της ΕΜΕΟ στην γιουγκοσλαβική και στη βουλγαρική Μακεδονία. Μάλιστα, οι Βρετανοί πίστευαν ότι η συνεργασία της ΕΜΕΟ με την φασιστική Ιταλία μπορούσε να επιφέρει αλλαγές στην εδαφική ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας και εκείνη με τη σειρά της να οδηγήσει σε ευρύτερες αλλαγές του καθεστώτος που είχε επιβληθεί με τις συνθήκες ειρήνης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο χρονικό διάστημα 1927-1930, οι Βρετανοί άσκησαν ισχυρές πιέσεις στη Βουλγαρική Κυβέρνηση, προκειμένου να λάβει αυστηρά μέτρα εναντίον της ΕΜΕΟ.

Βέβαια, στη Βρετανία εξακολουθούσαν να υφίστανται και να ασκούν επιρροή και οι παραδοσιακοί φίλοι της Βουλγαρίας όπως το Βαλκανικό Κομιτάτο και ο Νόελ Μπάξτον, σημαίνον στέλεχος του Εργατικού Κόμματος και οι οποίοι προσπαθούσαν να μεταστρέψουν την βρετανική πολιτική στο Μακεδονικό σε πιο φιλοβουλγαρικές και φιλοΕΜΕΟ κατευθύνσεις. Όμως την εποχή που οι Εργατικοί ήταν στην εξουσία (23/1-4/11/1924) και δυο βουλγαρόφιλοι πολιτικοί (Μπάξτον και Τόμπσον) μετείχαν στην κυβέρνηση, οι σπαραγμοί στο εσωτερικό της ΕΜΕΟ και η υπόθεση της συμμετοχής της σε κίνημα μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας δεν τους επέτρεψαν να διαμορφώσουν μια πολιτική διαφορετική από εκείνη που ασκούσε η Βρετανία μέχρι τότε και θα ασκούσε και έπειτα το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Το μεγαλύτερο κέρδος -αλλά πρόσκαιρο, όπως αποδείχθηκε για την Βουλγαρία- ήταν η υπογραφή του Συμφώνου Πολίτη-Καλφώφ.

Η Γαλλία

Η Γαλλία ενδιαφερόταν κυρίως για τη διατήρηση του μεταπολεμικού καθεστώτος της εδαφικής κυριαρχίας και της σταθερότητος στην Ευρώπη, για τη διαμόρφωση του οποίου είχε η ίδια εισηγηθεί και εγγυηθεί. Για την υλοποίηση αυτού του στόχου, η Γαλλία επιδίωκε τη δημιουργία και διατήρηση μιας συμμαχίας κρατών, τα οποία θα διέκειντο αρνητικά, αν όχι εχθρικά, απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία. Στη Νοτιοανατολική Ευρώπη η συγκεκριμένη πολιτική εκφράσθηκε με την υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τσεχοσλοβακίας. Μάλιστα, η επιθετικότητα της Ιταλίας προς την Γιουγκοσλαβία αύξησε το ενδιαφέρον της Γαλλίας για τη Γιουγκοσλαβία. Οι Γάλλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα -όπως και οι Βρετανοί- ότι η ιταλική επιρροή και επιθετικότητα θα μπορούσε να μειωθεί, εάν η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία έφθαναν σε κάποιο επίπεδο συνεννοήσεως. Αγκάθι στις σχέσεις τους αποτελούσε το καθεστώς της Μακεδονίας και κυρίως η δράση της ΕΜΕΟ. Γι' αυτό και στο χρονικό διάστημα 1927-1934, από κοινού με τη Βρετανία όσο και αυτόνομα, πίεσαν κατ' επανάληψη τη Βουλγαρική Κυβέρνηση να πάρει τέτοια μέτρα, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η δράση της ΕΜΕΟ στα νότια εδάφη της Γιουγκοσλαβίας.

Η Ιταλία

Ο βασικός άξονας της πολιτικής της φασιστικής Ιταλίας στο Μεσοπόλεμο ήταν η επέκταση της χώρας, επέκταση πολιτική, οικονομική, δημογραφική στην Αδριατική, τη Βόρειο Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο. Μια ισχυρή Γιουγκοσλαβία, ένα κράτος-δημιούργημα των συνθηκών ειρήνης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, εμπόδιζε σε μεγάλο βαθμό την πραγμάτωση αυτής της πολιτικής. Αρχικά ο Μουσολίνι προσπάθησε να έλθει σε συνδιαλλαγή με το Βελιγράδι, συνομολογώντας τη Συνθήκη της Ρώμης (27/1/1924), με την οποία υποστήριζε τους σερβικούς πόθους για έξοδο στο Αιγαίο Πέλαγος και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη, με αντάλλαγμα την επέκταση της ιταλικής επιρροής στη Ριέκα.

Η συμμαχία Γιουγκοσλαβίας-Γαλλίας, το 1926, δυσαρέστησε πολύ τον Μουσολίνι, καθώς έβλεπε ότι περιορίζονταν η δική του ισχύς τόσο στην Αδριατική όσο και στην Ευρώπη γενικότερα. Γι' αυτό προώθησε αρχικά τη δημιουργία μιας τετραμερούς συμμαχίας με τη συμμετοχή της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Κατανοώντας ότι τα σχέδιά του για υπεροχή στην Αδριατική και για επέκταση στη Βαλκανική δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς την αποδυνάμωση της Γιουγκοσλαβίας, ακολούθησε την πολιτική του accerchiamento (δηλαδή της περικύκλωσης) της Γιουγκοσλαβίας. Για την επίτευξη αυτής της πολιτικής, ο Μουσολίνι επιδίωξε την παράλληλη δράση με την Αλβανία, την Ουγγαρία, την Βουλγαρία αλλά και με την ΕΜΕΟ, με τους Κοσσοβάρους Αλβανούς και τους Κροάτες αποσχιστές.

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, η Βουλγαρία και η ΕΜΕΟ είχαν να διαδραματίσουν έναν πολύ σοβαρό ρόλο. Η πρώτη έπρεπε να αποκρούει κάθε «επίθεση φιλίας» του Βελιγραδίου και κάθε πίεση από τις άλλες Δυνάμεις, προκειμένου να έλθει σε συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία και να αφήνει ελεύθερη τη δράση της ΕΜΕΟ στο έδαφός της. Η πολιτική αυτή έγινε αποδεκτή από την Βουλγαρία μέχρι το 1934 και κύριος εκφραστής της ήταν ο Στρατηγός Βολκώφ, μέλος σε όλες τις Βουλγαρικές Κυβερνήσεις κατά το διάστημα αυτό. Η δεύτερη επρόκειτο να παίξει έναν εξίσου σημαντικό ρόλο, καθώς ήταν η μόνη οργάνωση που διέθετε ισχυρές δυνάμεις για την αποσταθεροποίηση του γιουγκοσλαβικού κράτους. Έτσι, η Ιταλία ενίσχυσε την ΕΜΕΟ με όπλα και με χρήματα, προσφέροντάς της διπλωματική υποστήριξη και επιχειρησιακές βάσεις στην Αλβανία.

Σχετικά με το μέλλον της Μακεδονίας, η Ιταλία δεν επέδειξε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε επαφές με στελέχη της ΕΜΕΟ η Ιταλία πρότεινε τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας υπό ιταλική προστασία, κάτι που όμως δεν θα γινόταν εύκολα αποδεκτό από την ΕΜΕΟ και την Βουλγαρία. Άλλες προτάσεις για τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας που θα περιελάμβανε την Μακεδονία, την Αλβανία και το Μαυροβούνιο ή την Μακεδονία, το Κοσσυφοπέδιο και την Κροατία, δεν προχώρησαν, καθώς η πραγματοποίησή τους αποδεικνύονταν εκ των πραγμάτων ανέφικτη. Στην πραγματικότητα ο Μουσολίνι δεν ενδιαφέρονταν ειλικρινά για τη Μακεδονία, επομένως δεν είχε κάποιο λόγο να συζητά για το τελικό καθεστώς της. Αντίθετα, ενδιαφέρονταν κυρίως για την αποδυνάμωση της Γιουγκοσλαβίας με κάθε τρόπο και μέσο.

Η Γερμανία

Η Γερμανία, η μεγάλη ηττημένη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει να ασκεί παρεμβατική πολιτική στα Βαλκάνια, όπως γινόταν στις αρχές του Κ΄ αιώνος. Η αδυναμία της Γερμανίας αντικατοπτρίζονταν και στην πολιτική της στο Μακεδονικό. Στη διάρκεια της Μεσοπολέμου, η εικόνα των Βουλγαρομακεδόνων στη Γερμανία ήταν αυτή του υπερήφανου λαού-επαναστάτη, ενώ η ΕΜΕΟ παρουσιάζονταν ως μία εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση και ο αρχηγός της, Ιβάν Μιχαήλωφ, ως ένας ήρωας. Όλα τα κόμματα, από τους Κομμουνιστές -με επιφυλάξεις- έως την εξτρεμιστική Δεξιά, καλλιεργούσαν σχέσεις και υποστήριζαν τον αγώνα της ΕΜΕΟ, αλλά η Γερμανία ως κράτος δεν μπορούσε να ασκήσει ενεργό πολιτική και να επηρεάσει καταστάσεις. Μέχρι το 1929 προσπαθούσε να καλλιεργήσει σχέσεις φιλίας και συνεργασίας σε οικονομικό επίπεδο ταυτόχρονα με την Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, παρ' όλο που γνώριζε ότι το Μακεδονικό Ζήτημα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Μετά το 1929, η πολιτική της στα Βαλκάνια κατέστη σαφώς πιο δραστήρια και είχε ως κύριο στόχο την ακύρωση της μικρής Αντάντ, που προωθούσε η Γαλλία.

Η Σοβιετική Ένωση

Η πολιτική που υιοθέτησε η Σοβιετική Ένωση στο Μακεδονικό Ζήτημα έχει τις ρίζες της στις ιδέες του Λένιν για την αυτοδιάθεση των λαών και την ένταξή τους σε Σοσιαλιστικές Ομοσπονδίες αλλά και στη σύνδεση του Εργατικού Κινήματος με εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των αποικιών. Έτσι, η Κομμουνιστική Διεθνής, οργάνωση στην οποία μετείχαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και βρίσκονταν υπό τον πλήρη έλεγχο της Σοβιετικής Ενώσεως, εκτίμησε ότι η υφιστάμενη κατάσταση στα Βαλκάνια το 1922 μπορούσε να οδηγήσει στην επικράτηση του Κομμουνισμού στη Βουλγαρία. Όμως, η ήττα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας το 1923 έδειξε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του χωρίς εξωτερική βοήθεια. Γι' αυτό και η Κομμουνιστική Διεθνής καλούσε όλα τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα να στηρίξουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, ώστε να καταλάβει την εξουσία. Ο Βούλγαρος Κομμουνιστής ηγέτης Βασίλ Κολάρωφ, εκπρόσωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και επικεφαλής της Ομοσπονδίας των Βαλκανικών Κομμουνιστικών Κομμάτων, εκτιμούσε ότι το σημείο στο οποίο μπορούσαν να συσπειρωθούν όλες οι μάχιμες δυνάμεις στη Βουλγαρία και να προσφέρουν την υποστήριξή τους τα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα, ήταν το Μακεδονικό. Και ως λύση προκρίνονταν η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας -και μιας ανεξάρτητης Θράκης- με εργατο-αγροτική κυβέρνηση. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγούσε στην επικράτηση των Κομμουνιστών στη Βουλγαρία και ακολούθως και στις άλλες χώρες, έτσι ώστε να δημιουργηθεί στη συνέχεια μία εθελοντική Ένωση Ανεξάρτητων Βαλκανικών Δημοκρατιών. Το περίεργο είναι ότι σε μεταγενέστερα κείμενα (τα ντοκουμέντα της Βιέννης) η δημιουργία της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας, η οποία μάλιστα θα εκτείνονταν στα γεωγραφικά της όρια, θεωρούνταν προϋπόθεση για τη δημιουργία της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα σχετικά κείμενα έκαναν λόγο για «λαό της Μακεδονίας» [μακεντόνσκι νάροντ (makedonski narod)] και όχι για «μακεδονικό έθνος» και μάλιστα ανέφεραν ονομαστικά τις εθνότητες που κατοικούσαν στο χώρο της Μακεδονίας και αποτελούσαν τον μακεδονικό λαό.

Όμως, η βιαστική δημοσίευση των κειμένων της συμφωνίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων με τους Βουλγαρομακεδόνες Επαναστάτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργανώσεως (ΕΜΕΟ) και με άλλες μικρότερες ομάδες έστρεψε από τη μια την ΕΜΕΟ εναντίον τους, η οποία και δολοφόνησε τους περισσότερους ηγέτες της σχετικής κινήσεως και απομάκρυνε, από την άλλη, όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα από τους λαούς τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν, καθώς είτε τέθηκαν εκτός νόμου, είτε στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Παρ' όλα αυτά, οι απεσταλμένοι των Σοβιετικών επέμειναν και επέβαλλαν στα Κομμουνιστικά Κόμματα να συνεχίσουν να υποστηρίζουν το σύνθημα της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης, αν και στα τέλη της δεκαετίας του 1920 αυτό είχε τεθεί σιωπηρά στο περιθώριο.

Η εξάπλωση του Φασισμού στην Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, επέφερε αλλαγές στην πολιτική της Σοβιετικής Ενώσεως και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ζητήματα όπως η αυτοδιάθεση των μειονοτήτων και η δημιουργία ομοσπονδιών αλλά και το Μακεδονικό ειδικότερα, τέθηκαν στο περιθώριο, καθώς προείχε η απόκρουση του κινδύνου του Φασισμού. Η πολιτική αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 1934 και αποκρυσταλλώθηκε σε δόγμα το επόμενο έτος. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ζ΄ Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Ιούλιος-Αύγουστος 1935), τα Κομμουνιστικά Κόμματα έπρεπε να συνεργασθούν με άλλα συγγενή κόμματα και πολιτικές και κοινωνικές ομάδες, να δημιουργήσουν λαϊκά μέτωπα, ώστε να αντισταθούν ιδεολογικά και πολιτικά στη λαίλαπα του Φασισμού. Στον αγώνα αυτό έπρεπε να συστρατευθούν οι εθνικές μειονότητες, τα δικαιώματα των οποίων όφειλαν να προστατεύουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής ο «λαός της Μακεδονίας» βαφτίσθηκε «μακεδονικό έθνος», έτσι ώστε να βρίσκεται σε συμφωνία με την κεντρική γραμμή. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα απεμπόλησαν την πολιτική της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», αλλά αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν «μακεδονικές» μειονότητες. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας. Τo ΚΚΕ στο ΣΤ΄ Συνέδριό του αναγνώρισε δύο εθνικές μειονότητες στην ελληνική Μακεδονία, την εβραϊκή και τη «μακεδονική», για τις οποίες άρχισε να ζητά προστασία των δικαιωμάτων τους.

Όπως το 1923 οι Βούλγαροι Κομμουνιστές προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τη γραμμή της Σοβιετικής Ενώσεως για να επιτύχουν τους στόχους τους, έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1930 οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές επεξεργάστηκαν τη νέα θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τους δικούς τους στόχους. Διατήρησαν δηλαδή την χωριστή «μακεδονική» εθνότητα, προσαρμόζοντας την ιδέα της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας στα δεδομένα της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1940, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας κάλεσε τον «μακεδονικό λαό» να αγωνιστεί εναντίον των Σέρβων, των Βουλγάρων και των Ελλήνων.

Οι αποφάσεις αυτές, που πέρασαν απαρατήρητες μέσα στις προετοιμασίες για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποδείχθηκαν αργότερα καθοριστικές, καθώς το 1942 το ΚΚΓ ανέλαβε, με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ενώσεως, να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα της δημιουργίας μιας νέας Γιουγκοσλαβίας και την επίλυση των θεμάτων του Κοσσυφοπεδίου και της Μακεδονίας. Το 1943, στη δεύτερη Σύνοδο του AVNOJ τέθηκαν οι βάσεις της μετέπειτα Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, που θα αποτελούνταν από έξι κράτη και στα οποία περιλαμβάνονταν και η Μακεδονία. Μάλιστα, στη δεύτερη Σύνοδο του AVNOJ είχαν εκλεγεί και αντιπρόσωποι της ελληνικής και της βουλγαρικής Μακεδονίας, οι οποίοι όμως δεν παρέστησαν στις εργασίες της συνόδου.

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος - Εμφύλιος

Οι δυνάμεις του Άξονος

Η συνθηκολόγηση της Ελλάδος με την Γερμανία στις 23 Απριλίου 1941, είχε ως αποτέλεσμα η Μακεδονία να μοιρασθεί σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική ζώνη, η οποία εκτείνονταν μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονα και Στρυμώνα, με τη Θεσσαλονίκη ως έδρα της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης-Αιγαιίδος. Η ιταλική ζώνη κατοχής περιελάμβανε τη Δυτική Μακεδονία, η οποία, μαζί με την Αλβανία και την Ήπειρο, αποτέλεσε μια ενιαία περιοχή υπό ιταλική διοίκηση, ενώ η βουλγαρική ζώνη περιελάμβανε την Μακεδονία ανατολικά του Στρυμώνα και όλη τη Δυτική Θράκη. Παράλληλα, στους Βουλγάρους είχε δοθεί το μεγαλύτερο μέρος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, με εξαίρεση την περιοχή του Τετόβου, η οποία προσαρτήθηκε -όπως και το Κοσσυφοπέδιο- στην ιταλοκρατούμενη Αλβανία. Οι Γερμανοί έβλεπαν την Μακεδονία ως το κέντρο της γερμανικής κατοχής στα Βαλκάνια και την Θεσσαλονίκη ως τον κόμβο στις επικοινωνίες του Άξονος από την Γερμανία προς τη Βόρειο Αφρική.

Οι Βούλγαροι θεωρούσαν την Κατοχή ως την πλήρη ανατροπή των αποφάσεων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και του Νεϊγύ και την υλοποίηση της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Γι' αυτό προχώρησαν αμέσως στην κατάλυση των ελληνικών αρχών και στην αντικατάστασή τους από βουλγαρικές, με σκοπό την πλήρη ενσωμάτωση των παραπάνω αναφερόμενων περιοχών στο βουλγαρικό κράτος. Μάλιστα, στις 14 Μαΐου 1941 η Βουλγαρία προσάρτησε τα εδάφη αυτά με επίσημη πράξη, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από την Γερμανία.

Παράλληλα, φρόντισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, με την τοποθέτηση Βούλγαρων αξιωματικών συνδέσμων στις ιταλικές και γερμανικές φρουρές και με τη σύσταση «Επιτροπών Απελευθέρωσης» σε ορισμένα σλαβόφωνα χωριά. Κέντρο της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Θεσσαλονίκη φιλοδοξούσε να γίνει η «Βουλγαρική Λέσχη». Μάλιστα, το 1943 η Βουλγαρία προσπάθησε να επιτύχει την επέκταση της κυριαρχίας της σε όλη την Μακεδονία. Οι Γερμανοί αποδέχθηκαν αρχικά στις 8 Ιουλίου 1943 την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής από τον Στρυμώνα μέχρι τον Αξιό, καθώς επιζητούσαν να αποδεσμεύσουν στρατιωτικές δυνάμεις από την Μακεδονία για να τις προωθήσουν προς το Ανατολικό Μέτωπο. Όμως η αντίδραση των Ελλήνων, τόσο του απλού κόσμου όσο και των επισήμων φορέων, απέτρεψε την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στην Κεντρική και στη Δυτική Μακεδονία μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943. Μόνο το 1944, όταν πλέον υπήρχε λειψανδρία στον γερμανικό στρατό στα μέτωπα, οι γερμανικές αρχές επέτρεψαν στους Βουλγάρους να αναλάβουν τον έλεγχο της περιοχής ανατολικά του Αξιού. Επίσης, στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους επέτρεψαν τη δημιουργία ενός -θνησιγενούς- ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, με επικεφαλής τον αρχηγό της ΕΜΕΟ και ευνοούμενο του Χίτλερ, Ιβάν Μιχαήλωφ.

Η Γαλλία

Παρ' ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου αναπτύχθηκε έντονη δραστηριότητα σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα, η Γαλλία δεν τοποθετήθηκε στις τρέχουσες εξελίξεις. Περισσότερο την απασχολούσε η θέση της Ελλάδος στην αρχή του πολέμου και στην μεταπολεμική εποχή των ισορροπιών, παρά τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία και στο διπλωματικό πεδίο.

Κατά την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γάλλοι πρότειναν την επανάληψη του Βαλκανικού Μετώπου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με την οχύρωση της Θεσσαλονίκης, η οποία θα λειτουργούσε ως βάση εξόρμησης προς τα πετρέλαια της Ρουμανίας, που χρησιμοποιούσε για ανεφοδιασμό η Γερμανία. Η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη να συζητήσει το σχέδιο αυτό, αλλά οι Γάλλοι διέθεταν ελάχιστες δυνάμεις για την υλοποίησή του. Αντίθετα, οι Βρετανοί προωθούσαν τη δημιουργία ενός συνασπισμού ουδετέρων κρατών στα Βαλκάνια, γι' αυτό και η ιδέα των Γάλλων εγκαταλείφθηκε γρήγορα.

Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Γαλλία συντάχθηκε με τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ στις συζητήσεις σχετικά με την Ελλάδα, στα πλαίσια του ΟΗΕ. Συγκεκριμένα, καταψήφισε μαζί με τις υπόλοιπες Δυνάμεις -εκτός της Σοβιετικής Ενώσεως και της Πολωνίας- την προσφυγή της Ουκρανίας κατά της εισβολής του ελληνικού στρατού στην Αλβανία και υποστήριξε την αντίστοιχη προσφυγή της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά της βοήθειας που παρείχαν τα γειτονικά κομμουνιστικά κράτη στους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού και στην ανάμειξή τους στις ελληνικές υποθέσεις. Συγκεκριμένα, υποστήριξε την πρόταση των Αμερικανών για τη σύσταση επιτροπής με έργο τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών (UNSCOB) καθώς και τα πορίσματα και το έργο της UNSCOB αλλά και τις προτάσεις της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ για να σταματήσουν η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία να ενισχύουν τους αντάρτες του ΔΣΕ.

Η Μεγάλη Βρετανία

Το σημερινό καθεστώς που υφίσταται στο χώρο της Μακεδονίας με τη διατήρηση της συνοριακής γραμμής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ενέργειες της Μεγάλης Βρετανίας, το 1944. Η ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας, αποτελούμενη από τον Πρωθυπουργό Ουίστον Τσώρτσιλ και τον Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν, όχι απλά τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της επανόδου στο προ του πολέμου καθεστώς για την Μακεδονία, αλλά αγωνίστηκε για να το επιτύχει. Φυσικά, από τη δική τους πλευρά, οι Βρετανοί ανησυχούσαν για την προέλαση των Σοβιετικών στη Ρουμανία και για το ενδεχόμενο της αφίξεώς τους μέχρι τις ακτές του Αιγαίου.

Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1944 η κατάρρευση του Άξονος και η προέλαση του σοβιετικού στρατού στη Ρουμανία δημιουργούσαν νέα δεδομένα. Στη Βουλγαρία, στις 2 Σεπτεμβρίου, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Αγροτικού Κόμματος Κώστα Μοράβιεφ, η οποία στη συνέχεια ανατράπηκε στις 9 Σεπτεμβρίου, όταν δηλαδή εισήλθε στη Βουλγαρία ο σοβιετικός στρατός. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε το Πατριωτικό Μέτωπο, με πρωθυπουργό τον Κίμωνα Γκεοργκίεφ. Οι κυβερνήσεις αυτές διατήρησαν τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, αποβλέποντας σε εδαφικά οφέλη στην περιοχή. Μάλιστα ο Γκεοργκίεφ έθεσε τις μονάδες του βουλγαρικού στρατού στη διάθεση του Σοβιετικού Στρατάρχη Τομπούλχιν.

Ήδη από τον Μάιο του 1944 ο Τσώρτσιλ είχε στείλει σχέδιο στον Στάλιν, με το οποίο πρότεινε την πλήρη ελευθερία κινήσεων των Σοβιετικών στη Ρουμανία και αντίστοιχη της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα και το οποίο είχε αποδεχθεί ο σοβιετικός ηγέτης. Επίσης ο Ήντεν, σε τηλεγράφημα προς τον Τσώρτσιλ της 6ης Σεπτεμβρίου 1944, σημείωνε χωρίς περιστροφές ότι «αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε δυο χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα) είναι φανερό ότι πρώτη έρχεται η Ελλάδα, διότι είναι σύμμαχός μας και αγωνίστηκε στον πόλεμο και αφετέρου, διότι όσον αφορά τη μεταπολεμική μας θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα μας ενδιαφέρει πιο πολύ από την Βουλγαρία». Ο Τσώρτσιλ, πάλι, στις 21 Σεπτεμβρίου πληροφόρησε τους Σοβιετικούς ότι επρόκειτο να στείλει βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα και ζητούσε να μην εισέλθει σοβιετικός στρατός στο ελληνικό έδαφος, παρά μόνον ύστερα από δική του συγκατάθεση.

Η τελική ρύθμιση των συνόρων στη Μακεδονία φαίνεται ότι αποφασίστηκε στη συνάντηση που είχαν στη Μόσχα, στις 9 Οκτωβρίου 1944, ο Στάλιν με τον Τσώρτσιλ. Εκεί η Ελλάδα πέρασε στη βρετανική ζώνη επιρροής, καθώς ο Τσώρτσιλ πρότεινε 90% επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως στη Ρουμανία, 75% στη Βουλγαρία, 90% επιρροή των Βρετανών στην Ελλάδα και 50-50% επιρροή και των δυο στη Γιουγκοσλαβία, κάτι που αποδέχθηκε ο Στάλιν.

Οι Σοβιετικοί τίμησαν τις συμφωνίες με τους Βρετανούς, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1944 η σοβιετική στρατιά του Τολμπούχιν σταμάτησε στη συνοριακή γραμμή Ελλάδος-Βουλγαρίας, αρνούμενη να περάσει τη γραμμή και να τερματίσει την γερμανική κατοχή στη Μακεδονία ή να βοηθήσει τον «σύμμαχο» πλέον βουλγαρικό στρατό στην Ανατολική Μακεδονία. Μάλιστα στις 11 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά τις συμφωνίες Στάλιν-Τσώρτσιλ, ο βουλγαρικός στρατός διατάχθηκε να εκκενώσει το ελληνικό έδαφος εντός δεκαπέντε ημερών, κάτι που έπραξε εντός της προθεσμίας. Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, ο Στάλιν βεβαίωσε εκ νέου τον Τσώρτσιλ για την μη ανάμειξή του στην Ελλάδα.

Η συνεργασία των Σοβιετικών με τους Βρετανούς έδωσε τη δυνατότητα στους δεύτερους να ζητήσουν από τον Τίτο να απέχει από κάθε ενέργεια κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Στις 9 Δεκεμβρίου συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της βρετανικής αποστολής Μακλίν, ζήτησε εξηγήσεις από τον Τίτο για την συγκρότηση της «Μακεδονικής Ταξιαρχίας» προειδοποιώντας τον να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά της Ελλάδος. Ο Τίτο διαβεβαίωσε ότι δεν επρόκειτο να προβεί σε επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδος. Έτσι, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών το αίτημα του ΚΚΕ προς τον Τίτο για ενίσχυση δεν έγινε αποδεκτό και οι μονάδες του Γκότσεφ διατάχθηκαν από τον Τίτο αντί να περάσουν την ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο, να κινηθούν βορειότερα προς καταδίωξη των γερμανικών δυνάμεων και των Αλβανών εθνικιστών στο Κοσσυφοπέδιο. Αρνητική ήταν και η απάντηση του Γκιόργκι Δημητρώφ, αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, σε παρόμοιο αίτημα του ΚΚΕ.

Αλλά και γενικότερα οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποτρέψουν την αναμόχλευση του Μακεδονικού Ζητήματος. Έτσι, στις αρχές του 1945 τάχθηκαν κατά της ενώσεως της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, όπως και κατά της διεκδικήσεως εδαφών από την Γιουγκοσλαβία. Αλλά και στο θέμα της δημιουργίας μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας», που προέβαλε ο Τίτο και οι ηγέτες του νεοπαγούς ομόσπονδου κράτους, η βρετανική πολιτική ήταν αρνητικά διακείμενη, καθώς θεωρούσε ότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να συμβιώσουν Σλάβοι και Έλληνες στο ίδιο κράτος, οπότε θα υπήρχε διαρκής ένταση και ότι θα αναβίωναν οι εθνικοί ανταγωνισμοί, δημιουργώντας τα ίδια προβλήματα που υφίσταντο στις αρχές του Κ΄ αιώνος.

Την άνοιξη του 1945 παρατηρήθηκε σημαντική αλλαγή στην πολιτική της Γιουγκοσλαβίας προς την Ελλάδα, καθώς ο Τίτο προέβη σε πληθώρα δηλώσεων ότι θα δεχόταν την ένωση των Σλαβομακεδόνων των ελληνικών επαρχιών με τη Γιουγκοσλαβία, κατηγορώντας παράλληλα την Ελλάδα για συστηματική καταπίεσή τους. Οι Βρετανοί, όπως και οι Αμερικανοί, υποψιάζονταν ότι η επιθετικότητα του Τίτο ήταν απότοκος της αλλαγής της στάσεως της Σοβιετικής Ενώσεως. Συμβούλεψαν την Ελλάδα να κρατά χαμηλούς τόνους, αλλά απέρριψαν όλες τις αιτιάσεις κατά της Ελλάδος σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και στη σχετική συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τον Φεβρουάριο του 1946.

Στο Συνέδριο της ειρήνης, που ξεκίνησε στις 25 Απριλίου 1946 στο Παρίσι, η Μεγάλη Βρετανία υποστήριζε την Ελλάδα κάθε φορά που οι Σοβιετικοί ή οι εκπρόσωποι άλλων κρατών με κομμουνιστικό καθεστώς διατύπωναν κατηγορίες εναντίον της αλλά δεν προσέφερε, όπως άλλωστε και οι Αμερικανοί, καμιά βοήθεια στην Ελλάδα για την υλοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεών της, που περιελάμβαναν την απόσχιση της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία και την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα καθώς και την επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Βουλγαρία σε βάθος 36 μιλίων. Θεωρούσαν ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις δεν παρείχαν καμία βελτίωση στην αμυντική ικανότητα της χώρας, ενώ παράλληλα θα επέσειαν την αντίδραση των Σοβιετικών. Μαζί με τους Αμερικανούς, πρότειναν στην Ελλάδα να αναζητήσει την ασφάλειά της στο πλαίσιο του νεοπαγούς Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Παρ' όλα αυτά, ο εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρετανίας παρουσίασε τις αλλαγές στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο που ζητούσε η Ελλάδα, στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη, τον Νοέμβριο του 1946, αλλά δεν έδειξε διάθεση για περαιτέρω συζήτηση όταν ο Αμερικανός εκπρόσωπος αρνήθηκε να υποστηρίξει την υλοποίησή τους.

Οι Βρετανοί, σε σύμπνοια με τους Αμερικανούς, συνέχισαν να υποστηρίζουν τα επόμενα χρόνια (1947-1949) την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και να διαμαρτύρονται δριμύτατα στους Βουλγάρους και στους Γιουγκοσλάβους για δηλώσεις και ενέργειές τους προς την κατεύθυνση της προσχώρησης των τμημάτων της ελληνικής, βουλγαρικής και γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας σε μια νοτιοσλαβική ομοσπονδία.

Οι ΗΠΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά τους, καθ' όλη τη διάρκεια του 1944 ήταν αντίθετες στη δημιουργία σφαιρών επιρροής στην Ευρώπη και προτιμούσαν να διευθετήσουν το όλο θέμα με συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων. Δεν είχαν ούτε επαρκείς πληροφορίες από δικές τους πηγές για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, ούτε κάποια ξεκάθαρη θέση για την μελλοντική κατάσταση στα Βαλκάνια γενικότερα. Πίστευαν ότι όλα μπορούσαν να καθορισθούν στη Διάσκεψη της Γιάλτας, τον Φεβρουάριο του 1945. Η αμερικανική κοινή γνώμη αντέδρασε αρνητικά στη δράση των Βρετανών κατά τα Δεκεμβριανά, αλλά ο Ρούσβελτ έδωσε την συγκατάθεσή του για τις βρετανικές ενέργειες. Όμως γενικά μέχρι το καλοκαίρι του 1945, οι ΗΠΑ δεν έδειχναν κάποια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Η κατάσταση άλλαξε το καλοκαίρι του 1945, όταν οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα στείλουν αποστολή στην Ελλάδα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ελεύθερη έκφραση του ελληνικού λαού στις βουλευτικές εκλογές.

Ειδικότερα για το Μακεδονικό, οι ΗΠΑ είχαν ξεκάθαρη θέση. Η συνοριακή γραμμή Ελλάδος- Βουλγαρίας- Γιουγκοσλαβίας που ίσχυε πριν τον πόλεμο, έπρεπε να συνεχίσει να υφίσταται χωρίς αλλαγές, εκτός εάν αυτό επιθυμούσαν οι πληθυσμοί των χωρών αυτών. Το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικούνταν από Έλληνες, οι οποίοι δεν έδειχναν καμία διάθεση ούτε για συνοριακές αλλαγές ούτε για συμμετοχή στη δημιουργία ενός «μακεδονικού» κράτους. Μάλιστα για τους Αμερικανούς ούτε «μακεδονικό» έθνος υπήρχε, ούτε «μακεδονική εθνική συνείδηση». Επομένως, τους Αμερικανούς κάθε προσπάθεια για αλλαγές στη Μακεδονία θα τους έβρισκε κάθετα αντίθετους.

Οι Αμερικανοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία της στηρίξεως της Ελλάδος στο Συνέδριο της ειρήνης και στον ΟΗΕ κατά το 1946, αρνήθηκαν όμως να υποστηρίξουν, όπως και οι Βρετανοί, τα αιτήματα για προσαρτήσεις εδαφών στην ελληνική επικράτεια. Οι εκπρόσωποι των Αμερικανών απέκρουσαν με σθένος και παρρησία τις κατηγορίες των Σοβιετικών και των άλλων κομμουνιστικών δυνάμεων κατά της Ελλάδος, ενώ αρνήθηκαν να συζητήσουν το ενδεχόμενο αποσπάσεως ελληνικών εδαφών προς όφελος γειτονικών κρατών και αντιμετώπισαν την σοβιετική επιθετικότητα κατά της Ελλάδος ενισχύοντας τους δεσμούς τους με τη χώρα, ακόμη και με την αποστολή ισχυρών πολεμικών σκαφών για επίσκεψη στο λιμάνι του Πειραιά. Όμως η πραγματική σύσφιξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων έγινε με την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν, στις 12 Μαρτίου 1947, για την υποστήριξη της Ελλάδος και της Τουρκίας από την κομμουνιστική επιβολή και τη χορήγηση δανείου 400.000.000 δολαρίων ως βοήθεια στις δύο αυτές χώρες.

Όσον αφορά το Μακεδονικό Ζήτημα, οι ΗΠΑ συνέχισαν να εγγυώνται την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και να αντιτίθενται έντονα σε κάθε προσπάθεια δημιουργίας χωριστού «μακεδονικού» κράτους, το οποίο θα συμπεριελάμβανε ελληνικά εδάφη. Αλλά, σε αντίθεση με τους Βρετανούς, οι Αμερικανοί θεωρούσαν ότι οι κομμουνιστικές χώρες Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία μπορούσαν να επιλύσουν το Μακεδονικό Ζήτημα όπως αυτές ήθελαν, είτε με τη συγκατάθεση είτε με την αντίθεσή τους, αλλά δεν μπορούσαν να δεχθούν την απόσπαση ελληνικών εδαφών που θα προσαρτώνταν στο νέο αυτό κράτος. Έτσι κατά καιρούς οι Αμερικανοί αντιδρούσαν έντονα σε κάθε ενέργεια της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας που στρεφόταν κατά της ακεραιότητας της Ελλάδος, με σημαντικότερες το θέμα της αναγνώρισης της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβερνήσεως το 1948 και της δημιουργίας ανεξάρτητης Μακεδονίας που επαγγέλλονταν το ΚΚΕ, με βάση την απόφαση της 5ης Ολομέλειας του 1949.

Από τη στιγμή που η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού έλυσε το πρόβλημα της εθνικής ασφάλειας και της ακεραιότητας της Ελλάδος, οι Αμερικανοί παρότρυναν τη χώρα να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Γιουγκοσλαβία. Οι ΗΠΑ είχαν αντιμετωπίσει πολύ ευνοϊκά την εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ. Όμως η πρώτη προσπάθεια για βελτίωση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων μετά την πρωθυπουργοποίηση του Πλαστήρα το 1950, σκόνταψε στην απαίτηση του Τίτο για παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων στους «Μακεδόνες» της Ελλάδος. Οι συνομιλίες διακόπηκαν και συνεχίστηκαν μόνο ύστερα από πιέσεις των Αμερικανών και των Άγγλων προς τον Τίτο να σταματήσει να αναμειγνύεται σε μειονοτικά θέματα άλλων χωρών. O Τίτο προέβη σε διευκρινιστική δήλωση ότι δεν εξαρτούσε την πορεία των διμερών σχέσεων από τη θέση των Σλαβομακεδόνων στην ελληνική κοινωνία, δήλωση που οδήγησε στην ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών. Το γεγονός ότι ο Τίτο δεν είχε ανασκευάσει τις δηλώσεις του για «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα, δεν ενοχλούσε τους Αμερικανούς, αφού το κύριο πρόβλημα γι' αυτούς ήταν η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και στο εξής η απόσπαση του Τίτο από το κομμουνιστικό μπλοκ.

Το πρόβλημα της ασφάλειας της ελληνικών συνόρων, κυρίως από το βορρά, λύθηκε ουσιαστικά με την προσχώρηση της Ελλάδος στην Ατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) στις 22 Οκτωβρίου 1951, καθώς η ασφάλεια της χώρας τοποθετήθηκε σε άλλο επίπεδο, αυτό των σχέσεων των δύο αντίπαλων συνασπισμών. Επομένως, κάθε επίθεση κατά της ελληνικής Μακεδονίας θα αποκρούονταν από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Με παρότρυνση των Αμερικανών, υπογράφηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1953 και τριμερής συνθήκη φιλίας και συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος, μια συνθήκη που προέβλεπε ότι τα τρία κράτη είχαν υποχρέωση να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητά τους απέναντι σε κάθε άλλη Δύναμη.

Η Σοβιετική Ένωση

Η Σοβιετική Ένωση μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αντιμετώπισε το Μακεδονικό Ζήτημα όχι ως ένα ξεχωριστό θέμα προς διευθέτηση, αλλά ως ένα κομμάτι στη διπλωματική σκακιέρα με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Καθώς το 1945 οι δυνάμεις του Άξονος είχαν συνθηκολογήσει, η Σοβιετική Ένωση στράφηκε στην ενσωμάτωση της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στο κομμουνιστικό μπλοκ και στην προώθηση της επιρροής της στην Ελλάδα, με την ενίσχυση του ΚΚΕ και των Κομμουνιστικών Κομμάτων των γειτονικών χωρών και με την αύξηση των στρατευμάτων κατοχής στο Ιράν. Σύμφωνα με τον Τζώρτζ Κένναν (George Kennan), επιτετραμμένο των ΗΠΑ στη Μόσχα εκείνη την εποχή, οι ενέργειες γίνονταν είτε απ' ευθείας από την Σοβιετική Κυβέρνηση μέσω των επισήμων διπλωματικών οδών είτε μέσω της πιέσεως που ασκούσαν τα τοπικά Κομμουνιστικά Κόμματα, για τη δράση των οποίων ισχυριζόταν ότι δεν έφερε την ευθύνη. Έτσι, εάν οι ενέργειες της Σοβιετικής Ενώσεως συναντούσαν την αντίδραση των άλλων Δυνάμεων, τότε η πίεση συνεχιζόταν από τη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε τοπικό επίπεδο.

Ο Ελληνικός Εμφύλιος, που ξεκίνησε το ΚΚΕ το 1946 με την επίθεση στο Λιτόχωρο την ημέρα της διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών, παρουσίαζε τα παραπάνω χαρακτηριστικά της σοβιετικής πολιτικής. Η Σοβιετική Ένωση επέτρεπε στο ΚΚΕ να ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα, ο οποίος αν πετύχαινε, θα οδηγούσε στη σοβιετοποίηση της Ελλάδος και αν αποτύγχανε, η ήττα θα βάραινε το ΚΚΕ και όχι την ίδια.

Στο συνέδριο της ειρήνης οι Σοβιετικοί υιοθέτησαν μια σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα, καθώς ενθάρρυναν και υποστήριζαν τις εδαφικές διεκδικήσεις των γειτονικών -ηττημένων στον πόλεμο- κρατών με κομμουνιστικό καθεστώς κατά της νικήτριας Ελλάδος. Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντιμίτρι Μανουίλσκι υποστήριξε την απαίτηση της Βουλγαρίας για έξοδο στο Αιγαίο και για προσάρτηση της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία και το ίδιο έπραξε και ο εκπρόσωπος της Γιουγκοσλαβίας, Μοσέ Πιγιάντε. Φυσικά, η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να συζητήσει τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος των συμμάχων της Αλβανίας και Βουλγαρίας, τόσο στο συνέδριο της ειρήνης όσο και στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών. Αντίθετα η Ουκρανία, μέλος της Σοβιετικής Ενώσεως και μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, προσέφυγε κατά της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 24 Αυγούστου 1946, διότι η Ελλάδα καταπίεζε τις μειονότητες στη Μακεδονία και τη Θράκη και επειδή ζητούσε την απόσπαση της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία. Σκοπός της ουκρανικής προσφυγής ήταν να μπλοκάρει τη συζήτηση στο μέλλον των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων κατά των γειτονικών κομμουνιστικών κρατών.

Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να είναι αρωγός στις ενέργειες του ΚΚΕ για την κατάληψη της εξουσίας καθώς και της Γιουγκοσλαβίας για την ένωση με την Βουλγαρία υπό τη μορφή ομοσπονδίας. Όταν όμως ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι ο Τίτο εργαζόταν για τη δημιουργία συνεργασίας με άλλα κομμουνιστικά κράτη, η οποία θα μπορούσε είτε να αντιταχθεί στη δική του πολιτική είτε να καθορίσει δική της πολιτική, προχώρησε στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ και στην καταγγελία του Τίτο για ρεβιζιονισμό σε όλο τον τότε κομμουνιστικό κόσμο.

Η υπόθεση της δημιουργίας ενός χωριστού «μακεδονικού» κράτους που μέχρι τότε προωθούσε ο Τίτο, δεν ξεχάστηκε. απλώς οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να την ενεργοποιήσουν εναντίον του Τίτο, καλώντας τον πληθυσμό της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε αυτοδιάθεση με τη βοήθεια των Βουλγάρων και του ΚΚΕ, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μία «ανεξάρτητη Μακεδονία» στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας.

Όταν όμως οι Σοβιετικοί διαπίστωσαν, στις αρχές του 1949, ότι το ΚΚΕ είχε χάσει τον αγώνα και ότι ο ελληνικός στρατός ήταν πλέον αξιόμαχος τόσο, ώστε να αποτελεί κίνδυνο και για τις άλλες κομμουνιστικές χώρες, τότε ο Υπουργός Εξωτερικών Γκρομίκο ζήτησε την κατάπαυση του πυρός στην Ελλάδα. Στη διάρκεια των συνομιλιών, αρνήθηκε κάθε υπαιτιότητα της Σοβιετικής Ενώσεως στην υπόθεση της δημιουργίας ανεξάρτητης Μακεδονίας.

Οι δηλώσεις Γκρομίκο δε σήμαιναν ότι η δραστηριότητα της Σοβιετικής Ενώσεως σχετικά με το Μακεδονικό θα σταματούσε στο εξής. Αντίθετα, τα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε μία οργανωμένη προπαγάνδα προερχόμενη από την Βουλγαρία, με την ενθάρρυνση ή την ανοχή των Σοβιετικών, η οποία καλούσε όλους τους «Μακεδόνες» σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα να ενωθούν με τα αδέλφια τους στη Βουλγαρία. Οι ενέργειες αυτές είχαν σκοπό να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανατροπή του Τίτο. Όμως, μετά τον θάνατο του Στάλιν το Μακεδονικό έπαψε να αποτελεί θέμα υψηλής πολιτικής για τη Σοβιετική Ένωση.

Μεταπολεμική περίοδος

Η ένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ ουσιαστικά επέφερε την απεμπλοκή του Μακεδονικού Ζητήματος από ζητήματα αλλαγής μεθοριακών γραμμών και κυριαρχίας στην περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας. Βαθμιαία μετεξελίχθηκε στο θέμα της υπάρξεως ή μη «Μακεδόνων», στην εθνική ταυτότητά τους και στη διεκδίκηση του ιστορικού παρελθόντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας.

Κατά καιρούς προκλήθηκε ένταση στις σχέσεις Αθήνας και Βελιγραδίου, καθώς η πρώτη θεωρούσε και θεωρεί ότι δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα» και «μακεδονικό έθνος», ενώ το Βελιγράδι την καλούσε να αποδεχθεί την πραγματικότητα, όπως εκείνο την ερμήνευε. Όμως η κύρια εστία έντασης υφίστατο στις σχέσεις Βελιγραδίου-Σόφιας, καθώς το Βελιγράδι αναγνώριζε και αναγνωρίζει τους «Μακεδόνες» ως χωριστό έθνος και η Σόφια ή αποδέχονταν τους ισχυρισμούς του Βελιγραδίου -όταν οι σχέσεις Βελιγραδίου-Μόσχας ήταν καλές- ή μέρος του «βουλγαρικού έθνους», όταν η Μόσχα κατήγγειλε τον Τίτο για «ρεβιζιονισμό».

Η ίδια η Σοβιετική Ένωση, ενώ συνήθως έτρεφε εχθρικές διαθέσεις προς το Βελιγράδι, ωστόσο δεν αποδέχθηκε ποτέ τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας για την βουλγαρικότητα των Μακεδόνων, αφού ήδη από το 1934 είχε αναγνωρίσει την «μακεδονική» εθνότητα και ζητούσε την αυτοδιάθεσή της. Απλώς τις περιόδους που οι σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία ήταν ψυχρές, αποσιωπούσε πλήρως το θέμα, ενώ τις περιόδους ευφορίας προέβαινε σε ενέργειες που δήλωναν άμεσα ή έμμεσα την υποστήριξή της προς τα Σκόπια και το Βελιγράδι.

Άλλωστε και η ηγεσία του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην εξορία και ελέγχονταν απόλυτα από τους Σοβιετικούς, υποστήριζε την ίδια θέση με τους Γιουγκοσλάβους, δηλαδή την ύπαρξη και καταπίεση Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, άσχετα από τις συνεχείς και εμπαθείς επιθέσεις κατά των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών.

Η στάση των ΗΠΑ στη νέα φάση του Μακεδονικού Ζητήματος καθορίσθηκε κυρίως από την ανάγκη στηρίξεως της Γιουγκοσλαβίας και της διατηρήσεως σταθερά κακών σχέσεων με τη Μόσχα και καλών σχέσεων με τα γειτονικά κράτη. Έτσι στην ελληνογιουγκοσλαβική κρίση του 1962, που προκλήθηκε από δηλώσεις Γιουγκοσλάβων αξιωματούχων για την ύπαρξη «Μακεδόνων» στην ελληνική επικράτεια και την ακόλουθη αναστολή εφαρμογής της συμφωνίας μεθοριακής επικοινωνίας του 1959 από την Ελλάδα, κάποιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, σύμφωνα με τον ελληνικό τύπο, παρότρυναν την Αθήνα να «κάνει κάποιες υποχωρήσεις» ή και να αναγνωρίσει την μειονότητα και κάποιοι άλλοι συμβούλευαν τις δυο πλευρές να δείξουν εφεκτικότητα. Φυσικά, το θέμα της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος αποτελούσε διαφορετικό ζήτημα και η άποψη των Αμερικανών ήταν σταθερή ότι κάθε απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας θα εκλαμβάνονταν ως απειλή κατά των ΗΠΑ.

Η -προφορική- συμφωνία κυρίων αναφορικά με το Μακεδονικό, που έγινε μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδος Αβέρωφ και της Γιουγκοσλαβίας Πόποβιτς στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 1962, ουσιαστικά υποβάθμισε το Μακεδονικό Ζήτημα μέχρι την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα.

R. T. Shannon, Gladstone and the Bulgarian Agitation 1876, Λονδίνο 1963, σσ. 15-17. Δόμνα Δοντά, Η Ελλάς και αι Δυνάμεις κατά τον Κριμαϊκόν Πόλεμον, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 6.
Δοντά, ό.π., σ. 6.
Αυτόθι, σ. 76.
Ιωάννης Μαμαλάκης, «Η εκστρατεία του Δ. Τσάμη Καρατάσου στη Χαλκιδική το 1854», Χρονικά της Χαλκιδικής (1967), 26.
Ιωάννης Κολιόπουλος, «Απελευθερωτικά κινήματα στη Μακεδονία (1830-1870)», Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη χ.χ, τομ. Α΄, σσ. 486-487.
Ευάγγελος Κωφός, Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα 1875-1881, Αθήνα 2001, σ. 68.
Δοντά, ό.π., σ. 5.
Κωφός, Ανατολικό, σ. 42.
Αυτόθι, σ. 36.
Δοντά, ό.π., σσ. 6-7.
Αυτόθι, σ. 19.
Charles Jelavich, Tsarist Russia and Balkan Nationalism; Russian Influence in the Internal Affairs of Bulgaria and Serbia; 1879-1886, Μπέρκλεϊ 1958, σ. 1.
Ευάγγελος Κωφός, «Αγώνες για την απελευθέρωση 1830-1912», Μακεδονία. 4000 χρόνιαιστορίαςκαιπολιτισμού, Αθήνα 1982, σσ. 453-454.
Valentine Chival, "The Attitude of the Powers", Luigi Villari (επιμ), The Balkan Question: The Present Condition of the Balkans and of the European Responsibilities, Λονδίνο 1905, σ. 236, αναφέρεται στο Evangelos Kofos, Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 15.
Για το θέμα βλ. πρόχειρα Ιωάννης Κολιόπουλος, «Η Μακεδονία στο επίκεντρο των εθνικών ανταγωνισμών (1870-1897)», Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη χ.χ, τομ. Α΄, σσ. 491-493.
Κωφός, Ανατολικό, σσ. 82-83, 96, 102-104.
Αυτόθι, σσ. 78-79.
Αυτόθι, σσ. 150-152.
Jelavich, ό.π.., σ. 5.
Κωφός, Ανατολικό, σσ. 161-163.
Dimitri Djordjevic, Revolutions nationals des peoples balkaniques 1804-1914, Βελιγράδι 1965, σσ. 221-223.
Νικόλαος Βλάχος, Το Μακεδονικόν ως Φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935, σ. 29.
L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453, Λονδίνο 2000, σ. 515.
Κολιόπουλος, ό.π., σσ. 502-503.
Stavrianos, ό.π., σ. 522.
Βλάχος, ό.π., σσ. 294-296.
Douglas Dakin, TheGreekStrugglein Macedonia 1897-1913, Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 397, 424-425.
Kofos, Nationalism, σ. 39.
Dakin, ό.π., σ. 452.
Αυτόθι, σ. 455.
Kofos, Nationalism, σ. 17.
Βλάχος, ό.π., σσ. 14-15.
Αυτόθι, σ.51. Steven Sowards, Austria' s Policy of Macedonian Reform, Νέα Υόρκη 1989, σ. 11.
Βλάχος, ό.π., σσ. 275-276.
Nadine Lange-Akhund, TheMacedonianQuestion 1893-1908, Νέα Υόρκη 1998, σσ. 91-92.
Ευάγγελος Κωφός, «Αγώνες για την απελευθέρωση 1830-1912», Μακεδονία. 4000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1982, σ. 468. Hristo Andonov-Polianski, "William E. Gladstone and the Macedonian Question", MacedonianReview, 2 (1972), 194-196.
Βλάχος, ό.π., σ. 299. Akhund, ό.π., σ. 293.
Βλάχος, ό.π., σ. 400.
Αυτόθι, σ. 470.
Αυτόθι, σσ. 478-479.
Sowards, ό.π., σ. 91.
Dakin, ό.π., σσ. 397-398.
Αυτόθι, σσ. 398-399
Αυτόθι, σσ. 407-408.
Jelavich, ό.π., σσ. 222-223.
Κωφός, Αγώνες, σ. 461.
Βλάχος, ό.π., σ. 253.
Dakin, ό.π., σ. 397.
Αυτόθι, σσ. 430-431
Αυτόθι, σσ. 434-435.
Αυτόθι, σσ. 443-444.
Κολιόπουλος, ό.π., σ. 503. Βλάχος, ό.π.,σ. 18.
Lange-Akhund, ό.π., σ. 88. Βλάχος, ό.π. ,σσ. 84-85.
Lange-Akhund, ό.π., σσ. 88-89.
Dakin, ό.π., σ. 425.
Αυτόθι, σσ. 404, 407.
Lange-Akhund, ό.π., σσ. 89-90.
Αυτόθι,σ. 130.
Αυτόθι, σσ. 117, 154, 159, 293.
Βλάχος, ό.π., σ. 18.
Αυτόθι, σ. 299. Sowards, ό.π., σ. 31.
Vasil Radoslavof, Bulgarien und die Weltkrise, Βερολίνο 1923, σσ. 144-169.
L. Curtright, Muddle, Indecision and Setback, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 185. George Leon, Greece and the Great Powers 1914-1917, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 112, 203.
Leon, ό.π., σ. 214.
Stefan Troebst, "Macedonia heroica. Zum Makedonier-Bild der Weimarer Republik", Einunddzwanzig Beitraege zum II. Internationalen Bulgaristik-Kongress, Σόφια 1986, 305.
Leon, ό.π., σσ. 48, 82, 107, 144, 147, 181, 188, 195. H. Seton-Watson, «British Policy towards the South-East European States 1914-1916», Greece and Great Britain during World War I Symposium, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 71-72.
Alan Palmer, The Gardeners of Salonika, Λονδίνο 1965, σ. 74.
Δέσποινα Πεταλίδου, «Η μακεδονική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», Θεσσαλονίκη 1998, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σσ. 114, 133.
Leon, ό.π., σσ. 47, 49, 82.
Αυτόθι, σσ. 84-85.
Μιχάλης Λάσκαρης, Το Ανατολικόν Ζήτημα 1800-1923, Θεσσαλονίκη 1954, σσ. 40-42.
Leon, ό.π., σσ. 102, 118.
Πεταλίδου, ό.π., σ. 89. Κωνσταντίνα Ζαχοπούλου-Αποστολίδη, «Γαλλική πολιτική και ξένες προπαγάνδες στη Μακεδονία (1914-1918)», Θεσσαλονίκη 1990, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σσ. 70, 83.
Ζαχοπούλου, ό.π., σ.18.
Ζαχοπούλου, ό.π., σσ. 54-59. Alexander Apostolov, "The French in the Balkans and the Autonomy of Macedonia", Macedonian Review, 2 (1972), 200-201.
Angeliki Sfika-Theodosiou, "The Italian Presence on the Balkan Front (1915-1918)", Balkan Studies, 36 (1995), 69, 72. Angeliki Sfika-Theodosiou, "Italy and the War in South-Eastern Europe: Aims and Prospects", The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 73, 76, 79.
Sfika, Italian, 74, 79.
Πεταλίδου, ό.π., σ. 126.
Stefan Troebst, Mussolini, Makedonien und die Maechte 1922-1930. Die Innere Makedonische Revoltionaere Organisation in der Sudosteuropapolitik des faschistischen Italien, Κολωνία 1987, σσ. 27-28. Βασίλ Βασίλεφ, "Βελικομπριτάνια ι μακεντόσκιατ βαπρός (1924-1913γκ.)" [Η Μεγάλη Βρετανία και το Μακεδονικό Ζήτημα (19124-1913)], ΙστορίτσεσκιΠρέγκλεντ, 40/1 (1984), 28-29, 34-35. Ντίμιταρ Μίτεφ, "Άνγκλια ι μακεντόνσκιατ βαπρός πο βρέμε να φτόροτο λεϊμπρίσκοτο πραβίτελστβο" [Η Αγγλία και το Μακεδονικό Ζήτημα την εποχή της Κυβέρνησης των Εργατικών], Ιστορίτσεσκι Πρέγκλεντ, 42/2 (1986), 16-17.
Για τη βρετανική πολιτική του Εργατικού Κόμματος στα 1924 σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα βλ. Δήμηταρ Μίτεφ, "Άνγκλια, μακεντόνσκιατ βαπρός ι βαλγκαρο-γιουγκοσλάβσκιτε οτνοσένια πρεζ 1924 g.)" [Η Αγγλία, το Μακεδονικό Ζήτημα και οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις στη διάρκεια του 1924], Ιστορίτσεσκι Πρέγκλεντ, 40/3 (1984).
Troebst, Mussolini, σσ. 29-32.
Αυτόθι,σ. 35.
Αυτόθι, σσ. 13-14, 75-79.
Αυτόθι, σσ. 84-87.
Βλ. χαρακτηριστικά Troebst, Heroica, 293-364.
Γκιόργκι Μάρκοφ, "Μπαλγκαρο-γκερμάνσκι ντιπλοματίτσεσκι οτνοσένια (1919-1944)" [Οι βουλγαρογερμανικές διπλωματικές σχέσεις (1919-1944)], Μπαλγκαρογκερμάνσκι οτνοσένια ι βρούσκ, Σόφια 1981, σ. 227.
Guenter Rosenfeld, Johannes Kalisch, Martin Zoeller, "Die Aussenpolitik Deutschlands gegenuber den slawischen Staaten nach dem ersten Weltkrieg (1918-1933)", Jahrbuch fur Geschicthe der Sozialistichen Laender Europas, Βερολίνο 1984, σσ. 27-28.
Βλ. Β.Ι. Λένιν, Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, Αθήνα 1992, σσ. 109-111, 114, 126. Αλέκος Παπαπαναγιώτου, Το Μακεδονικό Ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κίνημα 1918-1939, Αθήνα 1992, σ. 36.
Για το θέμα υπάρχει πολύ πλούσια βιβλιογραφία που απηχεί όλες τις απόψεις. Βλ. πρόχειρα, Παπαπαναγιώτου, ό.π.., σσ. 40-47.
Βλ. πρόχειρα Voin Bozinov, L.Panayotov (επιμ.), Macedonia. Documents and Material, Σόφια 1978, σσ. 748-766.
Βλάσης Βλασίδης, «Η αυτονόμηση της Μακεδονίας. Από τη θεωρία στην πράξη», Βασίλης Γούναρης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Γιώργος Αγγελόπουλος (επιμ.), Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 76, 81.
Παπαπαναγιώτου, ό.π..
W. Foster, History of the Three Internationals, Κονέκτικατ 1955, σσ. 390-398.
Ντέτσο Ντομπρίνοφ, V.M.R.O. (ομπεντινένα) [ΕΜΕΟ Ενωμένη], Σόφια 1993, σσ. 191-192. Βλασίδης, ό.π., σσ. 83-84.
Παπαπαναγιώτου, ό.π., σσ. 103, 106.
Κονσταντίν Παλεσούτσκι, Γιουγκοσλάβσκατα κομουνιστίτσεσκα πάρτια ι μακεντόνσκιατ βαπρός 1919-1945 [Το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Μακεδονικό Ζήτημα 1919-1945], Σόφια 1985, σσ. 267-268.
Ευάγγελος Κωφός, « Η βαλκανική διάσταση του Μακεδονικού Ζητήματος στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης», Η Ελλάδα 1936-1944: Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση, Αθήνα 1989, σ. 425.
Δημήτριος Λυβάνιος, «Πολιτικές εξελίξεις στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (1941-1948), Θάνος Βερέμης (επιμ.), Βαλκάνια: Από το διπολισμό στη νέα εποχή, Αθήνα 1994, σ. 588.
Γιάννης Στεφανίδης, «Η Μακεδονία του Μεσοπολέμου», Ι. Κολιόπουλος, Ι. Χασιώτης (επιμ.), Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη χ.χ, τομ. Β΄, σ. 110.
Για τη βουλγαρική κατοχή στη δυτική Μακεδονία βλ. Ξανθίππη Κοτσαγιώργη (επιμ.), Η βουλγαρική Κατοχή στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944, Θεσσαλονίκη 2002. Για τη βουλγαρική άποψη βλ. Δήμηταρ Γιόντσεφ, Μπαλγκάρια ι μπελομόριετο (οκτόμβρι 1940-8 σεπτέμβρι 1944 g.). Βοενοπολιτίτσεσκι άσπεκτ [ Η Βουλγαρία και το Αιγαίο Πέλαγος (Οκτώβριος 1940 - 8 Σεπτεμβρίου 1944). Στρατιωτικοπολιτική άποψη], Σόφια 1993.
Για τη «Βουλγαρική Λέσχη» Θεσσαλονίκης βλ. Χρήστος Καρδαράς, Η βουλγαρική προπαγάνδα στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία. Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης (1941-1944), Αθήνα 1997.
Troebst, Ηeroica, 362.
Βλ. σχετικά Yannis Mourelos, Fistions et realites. La France, la Grece et la strategie des operations peripheriques dans le sud-est europeen (1939-1940), Θεσσαλονίκη 1990.
Σοφία Μπουτσιούκη, «Το ελληνικό ζήτημα στον ΟΗΕ (1946-1952)», Θεσσαλονίκη 1998, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία), σσ. 19, 30, 65, 75, 98.
Ευάγγελος Κωφός, «Το Μακεδονικό στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», », Ι. Κολιόπουλος, Ι. Χασιώτης (επιμ.), Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, χ.χ., τομ. Β΄, σ. 255.
Βασίλης Κόντης, Η αγγλοαμερικανική πολιτική και το ελληνικό πρόβλημα (1944-1949), Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 24-27.
Κωφός, Μακεδονικό, σσ. 254-255.
Elisabeth Barker, BritishPolicyinSoutheastEurope intheSecondWorldWar, Λονδίνο 1976, σ. 144.
, Winston Churchill, The Second World War. TriumphandTragedy, τόμ.6, Βοστώνη 1953, σσ. 227-228.
Κόντης, ό.π., σσ. 44-46, 107-108.
Αυτόθι, σ. 68.
Αυτόθι, σ. 43.
Κωφός, Μακεδονικό, σ. 257.
Αυτόθι, σ. 108.
Φωτεινή Τολούδη, «Βρετανική πολιτική στο Μακεδονικό Ζήτημα. Το Ομόσπονδο κράτος της Μακεδονίας κατά την περίοδο 1944-1949», Θεσσαλονίκη 1998, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σσ. 67-68.
Αυτόθι, σσ. 130-131.
Για τις ελληνικές διεκδικήσεις στο συνέδριο της ειρήνης βλ. Φίλιππος Δραγούμης, Τα ελληνικά δίκαια στη διάσκεψη της ειρήνης, Θεσσαλονίκη 1974. Για την πολιτική των Βρετανών απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις, βλ. Κόντης, ό.π., σσ. 190-192.
Κόντης, ό.π., σσ. 333, 337, 380.
Αυτόθι, σσ. 25-26.
Αυτόθι, σ. 47.
Αυτόθι, σ. 77.
Αυτόθι, σσ. 108-109.
Αυτόθι, σσ. 180, 182, 184-191.
Για το δόγμα Τρούμαν βλ. πρόχειρα Παύλος Οικονόμου -Γκούρας, Το Δόγμα Τρούμαν, Αθήνα 1957 και Harry Truman, Memoirs, Νέα Υόρκη 1955.
Κόντης, ό.π., σ. 335.
Αυτόθι, σσ. 319, 380. Βλ. επίσης Evangelos Kofos, The Impact of Macedonian Question on Greek Civil War 1943-1949, Αθήνα 1989, σσ. 23-24.
Ioannis Stefanidis, "United States, Great Britain and the Greek-Yugoslav Rapprochment (1949-1950)", Balkan Studies, 332-334.
John Iatrides, Balkan Triangle, Χάγη-Παρίσι, σ. 104.
George Kennan, Memoirs 1925-1950, Λονδίνο 1968, σσ. 550-559.
Κόντης, ό.π., σ. 146.
Αυτόθι, σ. 180.
Αυτόθι, σσ. 188, 191.
Αυτόθι, σσ. 184-185.
Κωφός, Μακεδονικό, σ. 263.
Κόντης, ό.π., σ. 384.
Κωφός, Μακεδονικό, σ. 267.
Βλ. πρόχειρα την επίσκεψη του Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιου στα Σκόπια, τον Ιούνιο του 1962. (Σωτήρης Βαλντέν, Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία. Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης, Αθήνα 1991, σ. 33).
Βλ. πρόχειρα «Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον Ελληνικό Λαό», Σαράντα χρόνια ΚΚΕ 1918-1958 (χ.τ., 1958), σσ. 669-691. «Απόφαση της 7ης Πλατειάς Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ», Νέος Κόσμος, 3 (Μάρτιος 1957), 17. «Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στο Η΄ συνέδριο του ΚΚΕ», 8ο συνέδριο του ΚΚ,( χ.τ, 1961), σσ. 74-76. Ραδιοφωνικό Δελτίο Ρ/Σ «Φωνή της Αλήθειας», 12/1/1962.
Βαλντέν, ό.π., σσ. 89-91.
Βλ. τις δηλώσεις του Αμερικανού Αντιπροέδρου Λίντον Τζόνσον κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1962 (Βαλντέν, ό.π., σσ. 90-91).

Αναδημοσίευση από το εξαιρετικό Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα