Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Τί ηταν η λεγόμενη Αγραφίου Γραφή



Η αγραφίου γραφή ήταν Δημόσια καταγγελία στην αρχαία Αθήνα, που γινόταν από οποιονδήποτε πολίτη εναντίον εκείνων των οφειλετών του δημοσίου που έσβηναν το όνομά τους από τον πίνακα των οφειλετών πριν εξοφληθεί η οφειλή τους.

Ο πίνακας αυτός βρισκόταν στον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, γι’ αυτό η φράση εγγεγραμμένος εν Ακροπόλει σήμαινε οφειλέτης του δημοσίου.

Η αγραφίου γραφή εγχειριζόταν στους θεσμοθέτες, που την εισήγαν στο αρμόδιο ηλιαστικό δικαστήριο.

Δικαστικά διώκονταν και οι συνυπεύθυνοι υπάλληλοι για τη σωστή τήρηση του καταλόγου των οφειλετών.

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Πώς καταλαβαίνουμε αν τα ψάρια που αγοράζουμε είναι φρέσκα

Γενικά τα ψάρια είναι από τις τροφές που αλλοιώνονται πολύ εύκολα

Αν γίνει σωστή η συντήρηση τους αμέσως μετά την αλίευση τους (σε θερμοκρασίες 0-3 βαθμούς Κελσίου τότε μπορούν να μείνουν σε καλή κατάσταση για 2-3 μέρες. Από εκεί και πέρα αρχίζει σταδιακά η αλλοίωση τους, το άρωμα,  χάνουν την γεύση και το χρώμα τους. Ενώ μετά την 6 μέρα αρχίζουν να έχουν  άσχημη μυρωδιά, τα μάτια θολώνουν και ασπρίζουν. Βέβαια υπάρχουν πολλά «κόλπα» που μεταχειρίζονται  κάποιοι επαγγελματίες για να παραπλανήσουν τους καταναλωτές και να τους πουλήσουν ψάρια που μοιάζουν  φρέσκα αλλά δεν είναι .
Ένα από αυτά,  ίσως και το πιο επικίνδυνο για την υγεία μας, είναι ότι τα βουτάνε από διαλύματα με νερό και νιτρώδη ή νιτρικά άλατα. Γενικά όταν αγοράζετε ψάρια, αναζητήστε τα φρέσκα, που έχουν καθαρά, φουσκωμένα μάτια, σφιχτό δέρμα που επανέρχεται όταν το πιέζετε και φωτεινά ροζ ή κόκκινα λέπια. Αποφύγετε αυτά που έχουν κακή εμφάνιση ή μυρίζουν έντονα.
Πώς καταλαβαίνουμε το φρέσκο ψάρι:

Τα μάτια του είναι λαμπερά και εξέχουν.
Τα βράγχια του πρέπει να είναι υγρά και κόκκινα ή ροζ.
Είναι  σκληρό και άκαμπτο και όταν το πιέζουμε με το δάχτυλο μας δεν βουλιάζει,αλλά το δέρμα του επανέρχεται αμέσως.
Τα χρώματα του είναι λαμπερά και τα λέπια τους σφικτά, συγκρατούνται επάνω στο σώμα .
Τα εντόσθια του όταν το καθαρίζουμε βγαίνουν ολόκληρα, χωρίς να σπάσουν.
Αν το ψήσετε στην σχάρα και το ψάρι είναι πολύ φρέσκο θα δείτε να «ανοίγει» ελαφρά η σάρκα του στην ραχοκοκαλιά του.
Το κεντρικό του κόκαλο (ραχοκοκαλιά)  είναι συνήθως άσπρο.
Ειδικότερα για την σαρδέλα αν έχει μια κιτρινωπή ρίγα στα πλάγια , τότε  δέν είναι σίγουρα φρέσκια
Υπάρχουν όμως και ψάρια που μαλακώνει γρήγορα το σώμα τους όπως οι μπακαλιάροι, όπου την πραγματική τους κατάσταση προδίδει το μάτι τους. Το ίδιο συμβαίνει με τα σκουμπριά, τους καλιούς ή τις παλαμίδες, που πρέπει ν’ αποφεύγονται όταν δεν είναι πολύ φρέσκα, διότι είναι βαριά στο στομάχι.
Ψάρια όπως η αθερίνα, ο γαύρος, η σαρδέλα, καλό είναι να τρώγονται την ίδια μέρα που πιάνονται, διότι αυτά μαλακώνουν γρήγορα και ειδικά το καλοκαίρι.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Τί είναι τα αναστενάρια και ποιά η ιστορία τους στην Ελλάδα

Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον.
Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα αναστενάρια είναι ο οικισμός Λαγκαδάς κοντά στη Θεσσαλονίκη και ο οικισμός Αγία Ελένη κοντά στις Σέρρες. Τα αναστενάρια ξεκινούν την παραμονή της 21ης Μαΐου και τελειώνουν το βράδυ της 23ης Μαΐου, ενώ η εντυπωσιακότερη τελετουργική πράξη τους είναι η πυροβασία, που γίνεται δύο φορές.
Οι αναστενάρηδες, που παλαιότερα ήταν οργανωμένοι σε τάγμααδελφάτο, θεωρούν ανώτατο αρχηγό τους το αναστενάρικο εικόνισμα· το τάγμα διοικούν δώδεκα ιερουργοί, ή δωδεκάδα, με ιεραρχικά ανώτερο τον αρχιαναστενάρη, που είναι και μάντης, βροχοποιός, εξορκιστής, θεραπευτής. Οι αναστενάρηδες έχουν δικά τους ιερά, τα αγιάσματα, τόπους που τους όρισαν μύστες της αναστενάρικης λατρείας και οι οποίοι περικλείουν μία πηγή, της οποίας το νερό θεωρείται αγίασμα με προφυλακτικές και θεραπευτικές ιδιότητες.

Η πίστη στη μυστηριώδη δύναμη του νερού κατέχει ξεχωριστή θέση στη λατρεία των αναστεναριών. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια τουλάχιστον, οι αναστενάρηδες εκκλησιάζονταν μόνο δύο φορές τον χρόνο: των Φώτων, που αγιάζονται τα νερά, και του Αγίου Κωνσταντίνου οπότε έκαναν και αγιασμό μετά την απόλυση της εκκλησίας· αλλά και την ώρα της πυροβασίας οραματίζονται τους προστάτες αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη να ρίχνουν νερό στην ανθρακιά.

Εκτός από τα αγιάσματα, οι αναστενάρηδες έχουν και κλειστά ιερά, τα κονάκια, με σπουδαιότερο το μεγάλο κονάκι στο σπίτι του αρχιαναστενάρη, όπου φυλάσσονται τα σκεύη της λατρείας τους. Τα σκεύη αυτά είναι: οι χάρες (στην ανατολική Θράκη παππούδες),ιδιότυπες εικόνες, συνήθως των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με τον σταυρό στη μέση, επαργυρωμένες ή επιχρυσωμένες, με λαβή, κρεμασμένα κουδουνάκια και δεμένους ιερούς κόμβους, που γίνονται με τα ιερά μαντίλια.

Αυτές οι εικόνες είναι που τους δίνουν, όπως πιστεύουν, τη δύναμη να περπατούν πάνω στην ανθρακιά χωρίς να καίγονται. Άλλα σκεύη λατρείας είναι τα αμανέτια,ιερά μαντίλια μέσα στα οποία βάζουν τα χρήματα για την αγορά του ζώου που θυσιάζουν, η λύρα και το τύμπανο που συνοδεύουν στις μυσταγωγίες και τον χορό τους, το μαχαίρι και το τσεκούρι της θυσίας.

Βασικές τελετουργικέςπράξεις των αναστεναριών είναι η ζωοθυσία, η έκσταση των μυστών, η πυροβασία και η ορειβασία. Η προετοιμασία αρχίζει στις 27 Οκτωβρίου, που συγκεντρώνουν με έρανο τα χρήματα για να αγοράσουν (στις 18 Ιανουαρίου, ανήμερα του αγίου Αθανασίου) το μπικάδι,δηλαδή το ζώο (ταύρος ή κριός) που θα θυσιάσουν.

Την παραμονή της γιορτής των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης οι αναστενάρηδες προετοιμάζονται για τη μεγάλη στιγμή της πυροβασίας· όλη τη νύχτα ξαγρυπνούν μπροστά στις εικόνες, σε ατμόσφαιρα κατανυκτικής αυτοσυγκέντρωσης, όπου κυριαρχεί η προσδοκία να καταληφθούν από τον εκστασιασμό και να επικοινωνήσουν έτσι με τον προστάτη άγιο.

Την άλλη ημέρα, στης 21 Μαΐου, μετά τον εκκλησιασμό μεταφέρουν το μπικάδι στον τόπο της θυσίας, όπου κάτω από μεγάλα δέντρα έχουν τοποθετηθεί τα εικονίσματα. Εκεί κάνουν αγιασμό, αρτοκλασία, σφάζουν το ζώο με τρόπο που το αίμα του να ποτίσει τη γη, μαγειρεύουν το κρέας του και το τρώνε σε κοινό συμπόσιο. Μετά αρχίζουν κύκλιο χορό που κρατά ώρες ολόκληρες, συχνά μέχρι σημείου εξάντλησης των χορευτών. Στο μεταξύ ετοιμάζεται η φωτιά και όταν σχηματιστεί ανθρακιά, οι μύστες αρχίζουν νέο κύκλιο χορό με συνοδεία του διεγερτικού ρυθμού του τυμπάνου, που εντείνει τη χορευτική παραφορά, ενώ κάθε τόσο βγάζουν άναρθρες κραυγές: «εχ, ιχ, αχ».

Ξαφνικά, όσοι καταληφθούν από μανία ορμούν ξυπόλυτοι στα αναμμένα κάρβουνα κρατώντας την ιερή εικόνα ή το αμανέτι (μαντίλι) και πατούν πάνω χωρίς να καίγονται (το φαινόμενο της ακαΐας, πανάρχαιο, οφείλεται σε άγνωστες βιοχημικές αιτίες). Μέσα στη μαύρη στάχτη που μένει από τα κάρβουνα πιστεύουν πως δεσμεύονται η αρρώστια και η κακοτυχία. Ύστερα ακολουθεί η ορειβασία: ο οιστρηλατημένος αναστενάρης παίρνει τα βουνά, είτε μόνος του είτε με πομπή.

Στις 23 Μαΐου γίνεται ιερή συνεστίαση στο σπίτι του αρχιαναστενάρη, αποκλειστικά με προϊόντα της γης, και ακολουθούν χοροί γύρω από το κονάκι,την εκκλησία του χωριού ή το τρίστρατο, και ο κύκλος κλείνει με νέα πυροβασία. Στον κύκλιο χορό που προηγείται αυτής της τελευταίας πυροβασίας, οι αναστενάρηδες τραγουδούν τον Μικροκωνσταντίνο,θρακική παραλλαγή του ακριτικού κύκλου, τραγούδια του οποίου περιέχει το τυπικό της αναστενάρικης λατρείας. Όταν τελειώσει και η τελευταία αυτή δοκιμασία, οι αναστενάρηδες παραδίδουν το εικόνισμα στον αρχιαναστενάρη και φεύγουν, καθένας μόνος του, στο δάσος ή στις πλαγιές για να βρουν γαλήνη.

Συχνά, κατά τη διάρκεια του χορού, ένας ή περισσότεροι πανηγυριστές κυριεύονται από μανία («τους πιάνει o άγιος» ή «τους εγκαλεί η εικόνα», όπως λένε). Αυτοί γίνονται οι νεόφυτοι, που θα μυηθούν και θα γίνουν μέλη του θιάσου των αναστενάρηδων.

Από πηγές του 12ου και του 13ου αι. είναι γνωστό πως υπήρχαν θίασοι οιστρόπληκτων με το όνομα ψυχάρια και ασθενάρια.Η θιασική λαϊκή λατρεία των αναστεναριών επέζησε χάρη στην προσκόλληση των υποδουλωμένων Ελλήνων στις φυλετικές παραδόσεις κατά τα μεταβυζαντινά χρόνια και κατά την τουρκοκρατία και πέρασε, συνήθως με χριστιανικό περίβλημα, από γενιά σε γενιά. Μέχρι τον 19ο αι., τα αναστενάρια τελούνταν στη βορειανατολική Θράκη, κυρίως στα χωριά μιας κοιλάδας της περιοχής Αγαθούπολης (Πυργόπλο, Ματζούρα, Γαλαζάκι κ.ά.), με επίκεντρο το Κωστί, και σε ορισμένα χωριά της περιοχής Βιζύης (Σκοποί, Άγιος Γεώργιος κ.ά.).

Πρόκειται για χωριά με ποιμενοαγροτική οικονομία, τα οποία περιβάλλονται, τα περισσότερα, από ψηλά ή δύσβατα βουνά που δυσχέραιναν την επικοινωνία με τις γύρω περιοχές. Στις αρχές του 20ού αι., Έλληνες της ανατολικής Θράκης που αναγκάστηκαν βίαια να εγκαταλείψουν τη γη των προγόνων τους έφεραν μαζί τους στα μέρη που εγκαταστάθηκαν τη λαϊκή λατρεία των αναστεναριών. Και είναι χαρακτηριστικό πως το επίκεντρο των αναστεναριών είναι σήμερα το χωριό Αγία Ελένη Σερρών, όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί κάτοικοι του χωριού Κωστί, που ήταν και το επίκεντρο των αναστεναριών στην ανατολική Θράκη.

H παλαιότερη γραπτή αναφορά για τα αναστενάρια είναι μία περιγραφή από τον Βούλγαρο Π. Σλαβέζκοφ το 1866. Για τα αναστενάρια έγραψε ο Α. Χουρμουζιάδης στο έργο του Περί αναστενάριων και άλλων τινών εθίμων και προλήψεων (Κωνσταντινούπολη, 1873), τα έκανε όμως διεθνώς γνωστά ο Άγγλος αρχαιολόγος Ο. Ντόκινς. Ο Χουρμουζιάδης πίστευε ότι τα αναστενάρια έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία διονυσιακή λατρεία και η άποψη αυτή υιοθετήθηκε από πολλούς νεότερους Έλληνες ερευνητές που υποστηρίζουν ότι τα αναστενάρια ήρθαν από τη Θράκη, όπως και o Διόνυσος.

Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι η τελετουργία προέρχεται από την Καππαδοκία. Όταν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες εποίκισαν τη Θράκη με πληθυσμό από την Καππαδοκία, διέδωσαν το έθιμο εκεί. Ας σημειωθεί ότι o Στράβων αναφέρει ότι η αρχιέρεια του ναού της Άρτεμης στα Καστάβαλα της Καππαδοκίας πυροβατούσε.

Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι οι τελετουργίες των αναστεναριών προέρχονται από τις ιεροτελεστίες της λατρείας του Ήλιου. Η τελετουργική πυροβασία συναντάται και στη Δυτ. Εκκλησία, ειδικότερα στην Ισπανία (23 Ιουνίου) και στην Αργεντινή, όπου την εκτελούν οι λάτρεις του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Παρόμοιες τελετουργίες γίνονται και σε ορισμένες ιεροτελεστίες άλλων θρησκειών (ισλαμισμός, ινδουϊσμός, βουδισμός) και από διαφορετικούς λαούς, όπως οι Ινδοί, οι Μαλαίοι, οι Κινέζοι, οι Γιαπωνέζοι, οι κάτοικοι των νησιών Φίτζι κ.ά.