Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Η΄΄Πράξη Υποτέλειας΄΄ της Ελλάδας προς την Αγγλία το 1825

Η έκκληση προστασίας της Ελλάδας προς την Αγγλία, έχει χαρακτηριστεί κι έχει μείνει γνωστή μέχρι σήμερα ως πράξη υποτέλειας ή υποταγής. Ο βαρυσήμαντος αυτός χαρακτηρισμός δόθηκε από αρκετούς
μεταγενέστερους συγγραφείς κατά τους οποίους η Ελλάδα το έτος 1825, βρέθηκε πολιτικά και στρατιωτικά σε μια από τις δυσμενέστερες φάσεις της, με αποτέλεσμα να προβεί στην έκκληση προστασίας της Αγγλίας. Το εν λόγω ψήφισμα απασχόλησε όπως θα δούμε παρακάτω αρκετούς συγγραφείς και αποτέλεσε ένα μελανό σημείο της ιστορίας, επειδή από πολλούς θεωρήθηκε παραχώρηση των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών των Ελλήνων αποκλειστικά στο έλεος της αγγλικής κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα, κατά τα μέσα του 1825 η εισβολή των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο αποτέλεσε τη ΄΄δαμόκλειο σπάθη΄΄ για την ήδη αγωνιζόμενη αλλά και εξασθενημένη Ελλάδα. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες του Αγώνα, συναισθανόμενοι ότι δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να αντιμετωπίσουν τον ισχυρό στρατό του Ιμπραήμ, επιχειρούσαν απελπισμένα να προσελκύσουν μια ξένη δύναμη προς ενίσχυση. Κατά τις δραματικές εκείνες εξελίξεις, η αγγλόφιλη Επιτροπή της Ζακύνθου που απαρτιζόταν από τον . Ρώμα, τον Π. Στεφάνου και τον Κ. Δραγώνα, πήρε την πρωτοβουλία της αιτήσεως της αγγλικής προστασίας εκ μέρους του ελληνικού έθνους. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη αρκετών συγγραφέων όπως θα δούμε και στα επόμενα κεφάλαια, το ψήφισμα της αγγλικής προστασίας δεν ήταν μια απόφαση που πάρθηκε εν μία νυκτί και ούτε αποκλειστικά από την Επιτροπή της Ζακύνθου. Επιπλέον πολλοί θεωρούν πως οι δυσμενείς συγκυρίες του 1825 ευνόησαν την επίσπευση του ψηφίσματος. Εξ΄ όσων γνωρίζουμε, η Αγγλία είχε αποκτήσει πολλούς οπαδούς στον Ελλαδικό χώρο και με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Α. Μαυροκορδάτο. Οι αγγλόφιλοι κύκλοι του ελλαδικού χώρου διατηρούσαν άμεση επικοινωνία μεταξύ τους και δρούσαν ανέκαθεν υπέρ της προσέγγισης της αγγλικής κυβέρνησης. Συνεπώς, ένα τόσο μείζον ζήτημα όπως η προστασία της Αγγλίας αποτελούσε μια προ καιρού ανεπίσημη επιθυμία τους, σύμφωνα αρκετούς συγγραφείς. Εντούτοις, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων διαδραμάτισε ο ΄Υπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων Φρεντερίκ ΄Ανταμ, ο οποίος κατά την άποψη αρκετών επιτέλεσε το φερέφωνο της αγγλικής κυβέρνησης και άσκησε σημαντική επιρροή στην Επιτροπή της Ζακύνθου αλλά και στους ελληνικούς αγγλόφιλους κύκλους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μια πληροφορία που αναφέρει ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του σύμφωνα με την οποία, ο Αρμοστής ΄Ανταμ σε συνεννόηση με τον . Ρώμα θέλησαν να μάθουν ποια είναι τα φρονήματά του και να αποσπάσουν πληροφορίες για τις αντιδράσεις του σε περίπτωση προσφυγής της Ελλάδας στη βοήθεια της Αγγλίας. Παράλληλα στην επιστολή αυτή ο . Ρώμας προσπαθούσε να πείσει τον Θ. Κολοκοτρώνη πως καμιά άλλη ευρωπαϊκή δύναμη δεν δύνατο να ενδιαφερθεί για το ελληνικό ζήτημα εκτός της Αγγλίας. Η απάντηση του Θ. Κολοκοτρώνη ενδιέφερε την αγγλική κυβέρνηση η οποία ενδιαφερόταν τοιουτοτρόπως και για παρόμοιες άλλες πληροφορίες που αφορούσαν τα εσωτερικά της ελληνικής πολιτικής, τις διπλωματικές της κινήσεις και πρωτίστως τις πολιτικές κατευθύνσεις των πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων.

Η Αγγλία συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις κατείχε μια προνομιούχο θέση απέναντι στην Ελλάδα. Κατά πολλούς ιστορικούς ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας που καθιστούσε άμεση την επέμβαση της δεύτερης στα εσωτερικά της πρώτης, ήταν τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Η άμεση μετάβαση πολιτικών και στρατιωτικών από την Πελοπόννησο στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, ευνοούσε τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις σε φρενήρεις ρυθμούς. Η προ καιρού προσδοκία αρκετών αγγλόφιλων που ήταν η προστασία της Αγγλίας στην Ελλάδα, κατάφερε να γίνει πράξη και να υπογραφεί ως επίσημο έγγραφο στις 24 Ιουλίου 1825. Ωστόσο, για πολλούς συγγραφείς η προλείανση του εδάφους προκειμένου η Ελλάδα να στραφεί προς την Αγγλία, ήταν κάτι για το οποίο εργαζόταν προ καιρού η ίδια η αγγλική κυβέρνηση. Αρκετοί συγγραφείς θεωρούν πως η Αγγλία εκμεταλλευόμενη τις δυσχέρειες του Ελληνικού Αγώνα, επιχείρησε με διπλωματικούς τρόπους να οδηγήσει την ελληνική πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία στην απόφαση προσφυγής της αγγλικής προστασίας. Για αρκετούς ιστορικούς μάλιστα, όπως θα δούμε και στα επόμενα κεφάλαια, η Αγγλία διατήρησε μια στάση ουδετερότητας αλλά όχι αποκλειστικής αδιαφορίας για το ελληνικό ζήτημα. Εκείνο που ήθελε να επιτύχει ήταν να είναι πανταχού παρούσα ως παρατηρητής των ελληνικών εξελίξεων, χωρίς όμως να δίνει αφορμές στην Πύλη και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο κύριος λόγος ήταν ότι η Αγγλία δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε κανένα πόλεμο που ενδεχομένως θα της κόστιζε. Απεναντίας, επιχειρούσε με την άσκηση εξωτερικής πολιτικής να ικανοποιήσει τα συμφέροντα της. Από αρκετούς συγγραφείς μάλιστα, ο ΄Αγγλος Υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Κάνιγκ χαρακτηρίστηκε ως εξαιρετικός διπλωμάτης ο οποίος ακολούθησε μια στρατηγική η οποία είχε σκοπό να ενισχύσει και να εξυψώσει την Αγγλία στα μάτια της υπόλοιπης Ευρώπης.

Πρέπει επιπλέον να επιστήσουμε την προσοχή στο ότι η Ελληνική Επανάσταση είχε αποκηρυχτεί στο Συνέδριο της Βερόνας από τα κράτη της Ιεράς Συμμαχίας το φθινόπωρο του 1822, ενώ από την άλλη πλευρά η Αγγλία είχε αναγνωρίσει το εμπόλεμο καθεστώς στην Ελλάδα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό για κάποιους συγγραφείς απενοχοποίησε την Αγγλία στην ελληνική κοινή γνώμη και την κατέστησε περισσότερο προσφιλή και προσιτή ως προς το ελληνικό ζήτημα. Αυτές βέβαια είναι οι εκτιμήσεις ορισμένων συγγραφέων, θέλοντας να παρουσιάσουν τους λόγους που η Αγγλία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιλογή των Ελλήνων να αιτηθούν την προστασία της.


Αντιλαμβάνεται κανείς πως οι διαβουλεύσεις σχετικά με την προσέγγιση της Αγγλίας για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος ήταν πάρα πολλές. Η πρώτη όμως επίσημη δήλωση του Α. Μαυροκορδάτου προς τον Γ. Κάνιγκ έγινε τον Αύγουστο του 1824. Συγκεκριμένα, ύστερα από υπόδειξη του Α. Μαυροκορδάτου, ο Γενικός Γραμματέας της Επικρατείας Γ. Π. Ρόδιος, στις 22/24 Αυγούστου 1824 έγραφε επικαλούμενος το ενδιαφέρον της Αγγλίας υπέρ του Ελληνικού Αγώνα. Στο μεταξύ την ίδια περίοδο ο Α. Μαυροκορδάτος είχε στείλει στο Λονδίνο τον Γ. Σπανιωλάκη προκειμένου να μεταφέρει στον Γ. Κάνιγκ την είδηση ότι η Ελλάδα ήταν πρόθυμη να δεχτεί τη βοήθεια και τις υποδείξεις της αγγλικής κυβέρνησης.

Όπως προαναφέραμε, το επίσημο έγγραφο της αγγλικής προστασίας φέρει την ημερομηνία 24 Ιουλίου του 1825. Το εν λόγω έγγραφο όμως, είχε ήδη συνταχθεί από τις 30 Ιουνίου 1825 από τον . Ρώμα στα γαλλικά, το μετέφρασε ο Π. Θ. Στεφάνου στα ελληνικά και τέλος το αντέγραψε ο Π. Δημητρακόπουλος- Καλάμιος. Στο διάστημα αυτό, ο Σπ. Τρικούπης μετέβη στην Κέρκυρα προκειμένου να συζητήσει με τον Αρμοστή ΄Ανταμ αν ενέκρινε το κείμενο με βάση το περιεχόμενο του, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Όταν το έγγραφο εγκρίθηκε από τον Αρμοστή ΄Ανταμ, δόθηκε εντολή στον Χριστόφορο (ή Χρήστο) Ζαχαριάδη να μεταφέρει το ένα αντίγραφο στην Πελοπόννησο προκειμένου να το υπογράψουν όλοι οι στρατιωτικοί, πολιτικοί και κληρικοί παράγοντες και το δεύτερο αντίγραφο δόθηκε στον Παναγιώτη Λεονταρίτη να το μεταφέρει στην ΄Υδρα. Στις 6/7 Ιουλίου 1825 η οποία ήταν κρίσιμη ημερομηνία για τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, υπέγραψαν το έγγραφο ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο Α. Ζαΐμης, ο Κ. Δεληγιάννης και αρκετοί άλλοι Πελοποννήσιοι. Αργότερα, στις 22 Ιουλίου το υπέγραψε ο Α. Μιαούλης και οι Υδραίοι και στις 26 Ιουλίου οι Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί στην Αθήνα. Κάποιοι συγγραφείς όπως θα δούμε παρακάτω, διατείνονται πως ήταν ρητή εντολή να υπογράψουν πρώτοι από όλους ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Α. Μιαούλης, ο μεν ως αρχιστράτηγος ξηράς και ο δε ως αρχιστράτηγος των κατά θάλασσα δυνάμεων. Κάποιοι άλλοι αναφέρουν πως ο Θ. Κολοκοτρώνης θέλησε με δική του πρωτοβουλία να υπογράψει με αυτόν τον τίτλο και πως φιλονίκησε με τον Α. Ζαΐμη τον οποίο κάποιοι άλλοι ήθελαν αυτόν να υπογράψει ως αρχιστράτηγος. Μια άλλη εκδοχή λέει, πως ο Α. Ζαΐμης έπεισε τον Θ. Κολοκοτρώνη να υπογράψει λόγω του κατεπείγοντος και μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως όταν πήγε να υπογράψει ο Α. Ζαΐμης, παρατήρησε πως ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε ήδη υπογράψει με τον τίτλο του αρχιστρατήγου. Ωστόσο όπως θα δούμε παρακάτω, σε κάποια απομνημονεύματα και σε ορισμένους συγγραφείς αναφέρεται μια φράση που είπε ο Α. Ζαΐμης στον Θ. Κολοκοτρώνη: «Δια την αγάπην της πατρίδος μου σε υπογράφω και πρόεδρον των κατά ξηράν βουλευτηρίων και αρχηγόν των κατά γήν δυνάμεων.»

Η υπογραφή του εγγράφου της αγγλικής προστασίας για κάποιους δεν ήταν καθόλου εύκολη απόφαση. Επικράτησαν έντονες διαφωνίες και διενέξεις, διότι επρόκειτο για ένα πολύ σοβαρό εθνικό θέμα το οποίο μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της χώρας, αλλά και να διαλύσει ολόκληρη την Επανάσταση. Εφόσον λοιπόν το έγγραφο είχε ήδη συνταχθεί από την Επιτροπή της Ζακύνθου και εγκριθεί από τον Αρμοστή ΄Ανταμ ένα μήνα νωρίτερα, ο Α. Μαυροκορδάτος, ο Σπ. Τρικούπης και ο Ι. Κωλέττης στις 21 Ιουλίου 1825 συναντήθηκαν με τον αρχηγό της αγγλικής μοίρας Λόρδο ΄Αμιλτων προκειμένου να του ανακοινώσουν τα καθέκαστα. Ο ΄Αμιλτων κράτησε μια ουδέτερη στάση στο εν λόγω διάβημα καθώς ο ίδιος όπως ισχυρίστηκε, δεν είχε λάβει συγκεκριμένες οδηγίες από την αγγλική κυβέρνηση. Τους προέτρεψε όμως να απευθυνθούν κατευθείαν στην αγγλική κυβέρνηση και να αποστείλουν το έγγραφο στο Λονδίνο12. Ταυτοχρόνως, στο διάστημα μεταξύ 20/24 Ιουλίου 1825 ο Α. Μαυροκορδάτος συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση του Νομοτελεστικού και του Βουλευτικού στο Ναύπλιο, προκειμένου να θέσει προς συζήτηση το θέμα. Η συγκεκριμένη συνεδρίαση ήταν η ευκαιρία να ανακοινώσει στους υπόλοιπους παράγοντες ότι ο κύβος ερρίφθη και η απόφαση για την αίτηση της αγγλικής προστασίας είχε ήδη παρθεί και δρομολογηθεί. Οι αντιδράσεις και οι έντονες διαφωνίες δεν έλειψαν ούτε κι από αυτή τη συνεδρίαση. Ωστόσο, το εν λόγω υπόμνημα σε κάποια σημεία το τροποποίησαν ώστε να μην θίγονται οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Λίγες μέρες αργότερα, την 1η Αυγούστου 1825 το έγγραφο εγκρίθηκε από το Βουλευτικό και το Νομοτελεστικό και ύστερα από αυτές τις διαδικασίες έπρεπε να λάβει γνώση ο Αρμοστής ΄Ανταμ στον οποίο μεταφέρθηκε έγγραφο με τις υπογραφές όλων των παραγόντων. Το έγγραφο εφόσον εγκρίθηκε επισήμως από την πλειοψηφία, είχε αποκτήσει μια τυπική νομιμοποίηση και ήταν έτοιμο να σταλεί στην αγγλική κυβέρνηση. Η μεταφορά του στην Κέρκυρα πραγματοποιήθηκε από τον Σπ. Τρικούπη και τον . Μιαούλη γιο του Ναυάρχου με ειδική αποστολή. Στη συνέχεια, η ίδια αποστολή συνέχισε από την Κέρκυρα για το Λονδίνο προκειμένου να παραδοθεί το έγγραφο στον Γ. Κάνιγκ.

Η ρητή εντολή που δόθηκε να υπογράψουν ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Α. Μιαούλης ως αρχιστράτηγοι, ενώ οι υπόλοιποι παράγοντες ως απλοί πολίτες, ερείδεται στην τότε διπλωματική τάξη κατά την οποία οι ΄Αγγλοι δεν αναγνώριζαν εξίσου την κρατική-πολιτική οντότητα με την στρατιωτική. Σύμφωνα με την αναγνώριση της Αγγλίας του ελληνικού εμπόλεμου καθεστώτος όπως προαναφέραμε, η επισημότητα του εγγράφου κρινόταν πρωτίστως από τις υπογραφές των στρατηγών.

Σχετικά με τα αντίγραφα του κειμένου της εκκλήσεως προστασίας, σύμφωνα με αναφορές που θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια, γνωρίζουμε ότι υπήρξαν δυο τα οποία εστάλησαν μέσω του λόρδου ΄Αμιλτων στον πρεσβευτή της Αγγλίας Στράτφορντ Κάνιγκ στην Κων/Πολη, άλλα δυο από τον Σπ. Τρικούπη τα οποία παρέδωσε αυτοπροσώπως στον Φ. ΄Ανταμ και τέλος, άλλα δυο για τον . Μιαούλη τον γιο του ναυάρχου, ο οποίος έπρεπε να τα παραδώσει αυτοπροσώπως στα χέρια του Τ. Κάνιγκ. Ωστόσο, ο Π. Ρόδιος είχε διαβιβάσει άλλο ένα έγγραφο με τη μορφή αναφοράς, η οποία ζητούσε την αγγλική προστασία και απευθυνόταν αποκλειστικά στον Τ. Κάνιγκ. Το συγκεκριμένο έγγραφο, ήταν κάπως διαφοροποιημένο και μαζί με άλλα έγραφε τα εξής: «Πρός τόν εξοχότατον Κύριον Γ.Κάνιγγ, πρωθυπουργόν της Αγγλίας…. Η κυβέρνησις επάγεται τό έγγραφον, ήθελεν εμμέινει είς αυτό τό σύστημα τής σιωπής, αν μία διακοίνωσις τής ΄Αρκτου δέν τήν εβίαζεν να λύσει τήν σιωπήν της. Η διακοίνωσις αύτη, σκοπόν προέθετο να αποφασίση περί τής τύχης τού Ελληνικού ΄Εθνους εναντίον τής θελήσεως τού. Παράδοξος καί απίστευτος τοιαύτη διακοίνωσις, διακοίνωσις τόσο άδικος, τόσον σκληρά να εξέλθη εκ τού καβινέτου της Ρωσίας αλλά ουχ’ ήττον είναι αληθής καί ή διακοίνωσις καί ή πηγή αυτής. Εις τοιαύτην περίστασιν καί τό Ελληνικό ΄Εθνος καί ή διοίκησίς τού, τής οποίας το όργανον έχω εγώ την τιμήν να είμαι, προσφέροντες το σέβας τών τή Βρετανική Μεγαλειότητι δια μέσου της εξοχότητάς σας κηρύττουσι πανδήμως ότι προκρίνουν τον ένδοξον θάνατον παρά τον αισχρόν ζυγόν, υπό τόν οποίον θέλουσι να μας ζεύξωσι...»

Οσον αφορά το πρωτότυπο και επίσημο έγγραφο για το οποίο γίνεται λόγος, αναφέρει το εξής: «…Το Ελληνικόν ΄Εθνος, δυνάμει της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού Ελευθερίας, Εθνικής Ανεξαρτησίας και πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλη Βρεττανίας…»

Ωστόσο την πράξη της αγγλικής προστασίας λέγεται ότι δεν υπέγραψαν ο Γ. Κουντουριώτης, ο Ι. Κωλέττης, ο . Υψηλάντης, ο Ι. Γκούρας, ο Νικηταράς κ.α. Επιπλέον ορισμένοι συγγραφείς όπως θα δούμε παρακάτω, αναφέρουν ότι δεν υπέγραψε και ο Σπ. Τρικούπης μαζί με τον Α. Μαυροκορδάτο ύστερα από παρότρυνση του . Ρώμα προκειμένου να μην οξύνουν τα πνεύματα της κοινής γνώμης και κατηγορηθούν ως προδότες. Επίσης στα απομνημονεύματα του Ι. Γ. Κολοκοτρώνη αναφέρεται ότι ούτε οι Νοταραίοι υπέγραψαν εφόσον είχαν ήδη αποχωρήσει από την Αλωνίσταινα πριν προλάβει να φτάσει το έγγραφο στα χέρια των στρατηγών. ΄Ομως, στο Αρχείο του Διονυσίου Ρώμα όπου παρατίθεται ολόκληρο το έγγραφο της αγγλικής προστασίας και τα ονόματα των υπογεγραμμένων, αναφέρονται και τα ονόματα του Σπ. Τρικούπη, του Α. Μαυροκορδάτου, του Νικηταρά και των Νοταραίων. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε κάποιος να λάβει υπ’όψιν του την επισήμανση του Κ. Δεληγιάννη και του Φωτάκου περί πλαστογράφησης υπογραφών. ΄Οσον αφορά τον Γ. Κουντουριώτη ο οποίος ήταν μεν αγγλόφιλος αλλά δεν υπέγραψε, λέγεται πως το έκανε όχι επειδή δεν συμφωνούσε με την πράξη της αγγλικής προστασίας, αλλά για λόγους ευθιξίας επειδή ως αρχιστράτηγος των κατά θάλασσαν δυνάμεων υπέγραψε ο Α. Μιαούλης κι όχι εκείνος.

Πριν ο . Μιαούλης προλάβει να φτάσει στο Λονδίνο προκειμένου να παραδώσει το έγγραφο στον Γ. Κάνιγκ, στις 29 Σεπτεμβρίου 1825 ο Ι. Ορλάνδος και ο Α. Λουριώτης βρίσκονταν ήδη στο Λονδίνο ως αντιπρόσωποι της Ελλάδας ώστε να συζητήσουν με την αγγλική κυβέρνηση περί του δανείου. Στην εν λόγω συζήτηση, τέθηκε και το ερώτημα στον Γ. Κάνιγκ για το τι επρόκειτο να πράξει σχετικά με την αίτηση της αγγλικής προστασίας. Ο ίδιος απάντησε το εξής: «΄Ισως υπάρξει κάποιο σημείο στον αγώνα, που η Μεγάλη Βρεταννία να μπορέσει να ασκήσει την επιρροή της για να προωθήσει έναν συμβιβασμό μεταξύ των Ελλήνων και της Πύλης, όχι για την απόλυτη ανεξαρτησία της Ελλάδος, γιατί αυτό θα ήταν σαν να τα ζητούσαμε όλα και δεν θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο ενός συμβιβασμού…» Η εν λόγω απάντηση δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική στο άκουσμα των Ελλήνων αντιπροσώπων και η ανταπάντησή τους ήταν ότι οι ΄Ελληνες δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να συμβιβαστούν και να συνυπάρξουν φιλικά με τους Τούρκους. Επιπλέον, η εμμονή του Γ. Κάνιγκ για διατήρηση της αγγλικής ουδετερότητας τον οδήγησε στην έκδοση διατάγματος που απαγόρευε τη στρατολόγηση ΄Αγγλων υπηκόων σε ξένες δυνάμεις και την εξαγωγή πολεμικού υλικού για χρήση των αντιμαχόμενων στην Ελλάδα, για τους προσεχείς έξι μήνες. Όταν μια εβδομάδα αργότερα ο . Μιαούλης έφτασε στο Λονδίνο με την επίσημη ελληνική έκκληση, δεν κατόρθωσε να δει προσωπικά τον Γ. Κάνιγκ λόγω απουσίας του. Η απάντηση όμως που πήρε από το Υπουργείο Εξωτερικών ήταν ίδια με αυτή του Γ. Κάνιγκ στους τρεις ΄Ελληνες αντιπροσώπους.

Μια επίσης σημαντική πληροφορία που αναφέρουν οι πηγές, είναι ότι οι δυο απεσταλμένοι αντιπρόσωποι ύστερα από αυτή τη συνάντηση με τον Γ. Κάνιγκ πραγματοποίησαν και δεύτερη συνάντηση στο Παρίσι με τον Δούκα της Ορλεάνης, προκειμένου να του ανακοινώσουν πως οι ΄Ελληνες θα δέχονταν ευχαρίστως το γιό του στον ελληνικό θώκο, με την προϋπόθεση να δαπανήσει χρήματα για τη ναυπήγηση πλοίων και την αποστολή εφοδίων προς την Ελλάδα. Παράλληλα, ο τρίτος απεσταλμένος στο Λονδίνο (μεταξύ των μηνών Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 1825) από τον Α. Μαυροκορδάτο, ήταν ο Γ. Σπανιωλάκης ο οποίος κατόπιν εντολών έδρασε υπέρ της ενθρόνισης του Λεοπόλδου του Σαξονικού Κοβούργου, όταν μαθεύτηκε ότι οι γαλλόφιλοι είχαν προβεί στην πρόσκληση του Δούκα του Νεμούρ. Αυτές βέβαια οι κινήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των ανεπίσημων ενεργειών προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως θα δούμε παρακάτω. Αντιλαμβάνεται κανείς πως η ενέργεια του Α. Λουριώτη και του Ι. Ορλάνδου να αιτηθούν την αποστολή Γάλλου Μονάρχη, ήταν άκρως αντιφατική ως προς την αρχική αποστολή τους που ήταν η πρόσκληση του Λεοπόλδου του Σαξονικού Κοβούργου και στη συνέχεια η έκκληση για αγγλική προστασία. Ωστόσο, η αυστηρή ουδετερότητα του Γ. Κάνιγκ και η κατάσταση του κατ’ επείγοντος στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα, συνετέλεσαν σε τέτοιου τύπου ανεπίσημες κινήσεις για άμεση έκκληση βοήθειας από την Ευρώπη.


Σύμφωνα με τις αποφάνσεις αρκετών συγγραφέων, πράγματι η Αγγλία είχε αναγνωρίσει τους επαναστατημένους ΄Ελληνες ως εμπόλεμους, αλλά η ουδετερότητα που διατηρούσε δεν ήταν ουδόλως αρκετή για να διασφαλίσει την ακεραιότητα της χώρας από τις λεηλασίες του αιγυπτιακού στρατού. Στις 13 Οκτωβρίου 1825, ο Γ. Κάνιγκ απάντησε εγγράφως στην έκκληση προστασίας της Ελλάδας προς την Αγγλία απευθυνόμενος στους δυο αρχιστρατήγους, Θ. Κολοκοτρώνη και Α. Μιαούλη. Στην απάντηση του έγραφε: «΄Ελαβον δια χειρός του κυρίου Μιαούλη την επιστολήν την οποίαν εκάματε την τιμήν να με διευθύνετε…. Η Αγγλική Κυβέρνησις , εξ’ αρχής των υπαρχουσών εχθροπραξιών μεταξύ της Οθωμανικής Πύλης και των Ελλήνων, προεκύρηξε και διετήρησεν αυστηράν και αμερόληπτον ουδετερότητα. Η Μεγάλη Βρεταννία προ πολλού ευρίσκεται συδεδεμένη δια συνθηκών τούτων, ως εκ μέρους της Πύλης και υπό την πίστην αυτών τα πρόσωπα, η ιδιοκτησία και τα εμπορικά συμφέροντα μεγάλων εταιρειών, υπηκόων της αυτού μεγαλειότητος , υπερασπίζονται εντός του Οθωμανικού κράτους. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν νομίζει η Αγγλική Κυβέρνησις συνάδον με την καλήν πίστην, ως εκ μέρους της, ουδέ με τας αρχάς των νόμων, δι’ ών αί προς άλληλα τα έθνη σχέσεις κανονίζονται και διατηρείται η ειρήνη του κόσμου, να κηρύξει πόλεμον κατά της Πύλης, εν ώ δεν την έδωσεν αυτή ουδεμίαν δικαίαν αφορμήν πάλης. Ουδείς δ’ εχέφρων αμφιβάλλει ότι το να παραδεχθή η πρότασις των Ελλήνων κατά την δηλοποίησίν των, ήθελεν είναι πραγματικώς κήρυξις πολέμου εναντίον της Πύλης….»


Κατά την άποψη πολλών, οι λόγοι που εξηγεί ο Γ. Κάνιγκ στην ανωτέρω επιστολή ήταν προφάσεις προκειμένου να δικαιολογήσει την ουδετερότητα της Αγγλίας. Όπως προαναφέραμε, η αγγλική κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν να εμπλακεί η Αγγλία σε πόλεμο, τουναντίον επεδίωκε να επεμβαίνει πλαγίως στα εσωτερικά της Ελλάδας, χωρίς όμως να δίνει αφορμές στην Πύλη και στις υπόλοιπες αντίπαλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Εν ολίγοις, οι βλέψεις των ΄Αγγλων στρέφονταν περισσότερο στην επιβολή τους στην Ανατολική Μεσόγειο και λιγότερο στην Ελληνική Επανάσταση. Ωστόσο οι ενέργειες των Ελλήνων υπέρ της αγγλικής προστασίας ενθάρρυναν τον Γ. Κάνιγκ να αποπειραθεί κατά κάποιον τρόπο να λύσει το ελληνικό ζήτημα, αποκομίζοντας φυσικά τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για την Αγγλία. Περίπου στα μέσα Οκτωβρίου του 1825 ο Γ. Κάνιγκ έστειλε τον εξάδελφό του Στράτφορντ Κάνιγκ ως πρεσβευτή στην Κων/Πολη προκειμένου να διαπιστώσει τις διαθέσεις υποχωρητικότητας των Ελλήνων απέναντι στις κατακτήσεις του Ιμπραήμ αλλά και ταυτόχρονα να πιέσει τους Τούρκους να προβούν σε συμβιβασμούς με τους ΄Ελληνες. Μάλιστα, άφησε να εννοηθεί πως σε περίπτωση επέμβασης της Ρωσίας στην Ελλάδα οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις θα παρέμεναν άπραγες, κάτι το οποίο θα σήμαινε ήττα για την Πύλη.






ΣΧΕΣΕΙΣ ΡΩΣΙΑΣ-ΙΡΑΚ (από τον Yeltsin εώς τον Ayad Allawi)

Η ανάπτυξη των σχέσεων
Τα πρώτα χρόνια της θητείας του Yeltsin οι σχέσεις των χωρών επικεντρώθηκαν κυρίως σε οικονομικά ζητήματα. Καθώς η Ρωσία δεν λάμβανε καμία οικονομική βοήθεια από τα πλούσια, φιλοδυτικά, πετρελαιοπαραγωγά κράτη, κυρίως την Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ, αποτελούσε οικονομική αναγκαιότητα να στραφεί σε πιο ριζοσπαστικά κράτη, όπως το Ιράκ, την Λιβύη. Παράλληλα η στρατηγική θέση του Ιράκ στον Περσικό Κόλπο και η εγγύτητα με τα πρώην Σοβιετικά σύνορα, έκανε ακόμα πιο σημαντικές τις σχέσεις με το Ιράκ, ιδιαίτερα και λόγω της επιρροής του στα νέα Ισλαμικά κράτη εντός της περιοχής που η Ρωσία αποκαλούσε «εγγύς εξωτερικό», αλλά και του σημαντικού μουσουλμανικού πληθυσμού εντός της Ρωσίας.

Όταν τα Αμερικανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στην Βαγδάτη τον Ιούνιο του 1993, τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης καταδίκασαν ομόφωνα την επιχείρηση, παρά την επίσημη έγκριση της Ρωσικής κυβέρνησης. Μεταξύ 1993-1994 οι σχέσεις Ρωσίας-ΗΠΑ θα ψυχραθούν με την Ρωσία να ζητά από το Συμβούλιο Ασφαλείας να ανταποκριθεί στα θετικά βήματα που γίνονται από το Ιράκ και να χαλαρώσει αν όχι να καταργήσει τελείως τις κυρώσεις. Κατά την διάρκεια συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε το 1994, η Ρωσία θα δηλώσει την ανάγκη ισότιμων νομικών δεσμεύσεων από όλα τα μέρη που εμπλέκονται στην διαμάχη Ιράκ-Κουβέιτ. Η Ρωσία προσπάθησε να πείσει το Ιράκ να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα του Κουβέιτ κάτι το οποίο έγινε μετά από επισκέψεις του Kozyrev στα τέλη του 1994 στην Βαγδάτη. Αυτή η επιτυχία της Ρωσίας δεν θα ληφθεί θετικά από τις ΗΠΑ καθώς βλέπουν τα σχέδια τους στην περιοχή, να βλάπτονται και την η Ρωσία να ανακτά την χαμένη διπλωματική της δυναμική. Τον Μάιο του 1995 η Ρωσική Δούμα ψηφίζει την κατάργηση του εμπάργκο πετρελαίου κατά του Ιράκ, μια απόφαση περισσότερο συμβολική παρά δεσμευτική. Η Ρωσική ηγεσία επιθυμούσε την εξισορρόπηση των σχέσεων του τόσο με το Ιράκ και το Κουβέιτ όσο και με την Δύση.

Οι σχέσεις Ιράκ-Ρωσίας θα πάρουν θετική τροπή κατά την διάρκεια της θητείας Primakoν, καθώς ο ίδιος είχε δουλέψει μεταξύ 1968-1970 ως Σοβιετικός ανταποκριτής στην Βαγδάτη και είχε φιλικές σχέσεις με τον Saddam Hussein.

Παράλληλα η εμπλοκή του ως απεσταλμένος του Gorbachev στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου αντιμετωπίστηκε θετικά. Το Ιράκ θα αποτελέσει την πρώτη προτεραιότητα του Primakov και οι σχέσεις των δύο χωρών θα δοκιμαστούν στο τέλος του 1996, όπου αμερικανικοί πύραυλοι θα πλήξουν Ιρακινές περιοχές, με την αιτιολογία των παραβιάσεων από Ιρακινής πλευράς των ειδικά προστατευόμενων περιοχών στο βόρειο τμήμα της περιοχής του. Η Ρωσική πλευρά καταδίκασε, την αμερικανική ενέργεια καθώς θεωρούσε ότι με δική της παρέμβαση τα στρατεύματα θα αποχωρούσαν από την Κουρδική περιοχή και η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγηθεί σε λύση.

Το Ιράκ προσπάθησε να διατηρήσει τις σχέσεις του με την Ρωσία και τους επόμενους 8 μήνες ο Aziz θα επισκεφτεί την Μόσχα επανειλημμένα. Η Ρωσία με την Κίνα και την Γαλλία θα δημιουργήσουν ένα ανεπίσημο φιλο-Ιρακινό λόμπυ στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Η.Ε, για να περιοριστούν οι κυρώσεις και περιορίσουν τις Αμερικανικές ενέργειες. Ωστόσο θα οι προσπάθειές τους θα αποτύχουν λόγω της μονομερούς δράσης των ΗΠΑ με αποτέλεσμα την αποχή της Ρωσίας, Κίνας, Κένυας, Γαλλίας και Αιγύπτου από την διαδικασία της απόφασης 1134 του Συμβουλίου Ασφαλείας τον Οκτώβριο του 1997. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί όταν αργότερα προς το τέλος του ίδιου μήνα το Ιράκ θα απαιτήσει την εγκατάλειψη εντός μιας εβδομάδας από το Ιράκ όλων των Αμερικανών επιθεωρητών της UNSCOM, ενώ απαιτούν και την εναέρια παύση επιτήρησης των Αμερικανών αεροσκαφών πάνω από το Ιρακινό έδαφος 11 . Η Ρωσία θα παρέμβει και μετά από διπλωματικές διαμεσολαβήσεις του Primakov η κατάσταση θα εξομαλυνθεί αλλά για ακόμη μια φορά θα αναθερμανθεί με την βασική αντιπαράθεση να επικεντρώνεται στην αρμοδιότητα πρόσβασης των μελών της UNSCOM στο παλάτι.

Οι σχέσεις Ιράκ-Ρωσίας θα συνεχιστούν αλλά, οι προθέσεις και οι προσδοκίες τους θα γκρεμιστούν με την επίθεση τον Δεκέμβριο του 1998 από τις ΗΠΑ και τα Ηνωμένο Βασίλειο στο Ιρακινό έδαφος. Η Ρωσία διατύπωνε ότι οι επιθέσεις δεν προκλήθηκαν από το Ιράκ αλλά ουσιαστικά, προερχόταν από την προβοκατόρικη συμπεριφορά του επικεφαλή της UNSCOM, ο οποίος λίγες μέρες πριν την επίθεση είχε ζητήσει από το προσωπικό του να αποχωρήσει από την χώρα. Ο Yeltsin χαρακτήρισε την επίθεση ως παραβίαση του Χάρτη των Η.Ε αλλά και του διεθνούς δικαίου και ζήτησε άμεση κατάπαυση του πυρός, καταδικάζοντας την σκανδαλώδη συμπεριφορά του επικεφαλής της UNSCOM και κάλεσε σε έκτακτη συνάντηση του Συμβουλίου Ασφάλειας των Η.Ε. Οι βομβαρδισμοί θα σταματήσουν την 20 Δεκεμβρίου 1998 με τον Yeltsin χαρακτηρίζοντας τους ως το τέλος μιας παράλογης και παράνομης ενέργειας και καλώντας σε βοήθεια για την υποστήριξη των Ιρακινών ανθρώπων και θυμάτων των βομβαρδισμών.

Η νέα εποχή που ανέτειλε για τη ρωσική εξωτερική πολιτική με τον Putin στην ηγεσία, συνοδευόταν από κάποια χαρακτηριστικά που άφηναν ερωτήματα για το μέλλον των ρωσο-ιρακινών σχέσεων, δεδομένου του παρελθόντος τους. Η αυξημένη σημασία τόσο της Τουρκίας όσο και του Ιράν στις επιδιώξεις του Κρεμλίνου στην περιοχή, αλλά και η απόπειρα συνεργασίας με το Ισραήλ που προωθούσαν ρωσικοί ισχυροί κύκλοι, μπορούσε να ερμηνευθεί ως μείωση της στρατηγικής αξίας του Ιράκ. Ωστόσο, η νέα ρωσική ηγεσία κληρονομούσε ταυτόχρονα και τρεις εκκρεμότητες-στόχους από την περίοδο διακυβέρνησης Yeltsin. Ένα ιρακινό χρέος ύψους $7δις, την προσπάθεια εδραίωσης των ρωσικών πετρελαϊκών εταιριών στο Ιράκ μέσω σύναψης προνομιακών συμφωνιών και την άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράκ από τα Ηνωμένα Έθνη, η οποία αποτελούσε το κλειδί για το δεύτερο στόχο. Υπό το καθεστώς αυτό των κυρώσεων προσπάθησε η Μόσχα, στα πλαίσια διμερών επαφών που πραγματοποιήθηκαν το 2000, να τονώσει τους δεσμούς και να καταστήσει σαφή την πρόθεση για συνεργασία με τη Βαγδάτη, τονίζοντας τις πιέσεις που ασκούσε στο Συμβούλια Ασφαλείας του ΟΗΕ για την υιοθέτηση μιας νέας απόφασης με ολική ή μερική άρση των κυρώσεων. Επεσήμανε όμως και την ανάγκη επανέναρξης της συνεργασίας του Ιράκ με το νέο όργανο που θα αναλάμβανε την παρακολούθηση του στρατιωτικού προγράμματος του Ιράκ UNMOVIC 12 , που περιλάμβανε κίνητρα για την εφαρμογή του, τα οποία αφορούσαν έκτος από το Ιράκ και τη Ρωσία, όπως την άρση περιορισμού εξαγωγών ιρακινού πετρελαίου και την εισαγωγή αγαθών. Η άρνηση του ιρακινού καθεστώτος να εφαρμόσει την απόφαση του ΣΑ συνοδεύτηκε από επικρίσεις κατά της Ρωσίας, της Κίνας και της Γαλλίας 13 για τη μη άσκηση βέτο. Στις αμερικανο- βρετανικές αεροπορικές επιθέσεις κατά του Ιράκ το Φεβρουάριο του 2001, η Ρωσία απείλησε με μονομερή άρση των κυρώσεων, πρόταση που καταψήφισε τελικά η ρωσική Δούμα καταδεικνύοντας την απροθυμία της να δυναμιτίσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.

Το Κρεμλίνο κλήθηκε να διαχειριστεί την έντονη δυσαρέσκεια της Βαγδάτης που συνοδεύτηκε υπό τις απειλές ακύρωσης των συμφωνιών με τις ρωσικές πετρελαϊκές εταιρίες, αν δεν ξεκινούσαν εργασίες εξόρυξης στο Ιράκ. Με διπλωματικούς ελιγμούς εντός του Συμβουλίου Ασφαλείας προσπάθησε να εκτονώσει τις ιρακινές πιέσεις, προτείνοντας αντί των δυτικών «έξυπνων κυρώσεων», την χαλάρωση των μέτρων που αφορούσαν την εισαγωγή αγαθών για τον ιρακινό λαό, αλλά αυστηρότερα μέτρα για την εισαγωγή στρατιωτικού υλικού τον έλεγχο για την ύπαρξη ή ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής και τα πετρελαϊκά έσοδα στο Ιράκ 14 ένα σχέδιο για την αποσόβηση ανθρωπιστικής καταστροφής και επανέναρξη ελέγχου και επιθεώρησης των εγκαταστάσεων του Ιράκ, κατόπιν της συγκατάθεσής του. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από την ιρακινή ηγεσία, ενώ και οι ΗΠΑ με τη Μεγάλη Βρετανία απέσυραν τις προτάσεις τους, εξέλιξη που ήταν σαφώς ευνοϊκή τόσο για το Ιράκ, όσο και για τη Ρωσία.

Οι διαβουλεύσεις που διεξάγονταν στους πρώτους δέκα μήνες του 2001 μεταξύ των δυο χωρών, στα πλαίσια της απαρέγκλιτης επιδίωξης της Μόσχας για οικονομική συνεργασία και διείσδυση στις αγορές όλων των χωρών τις περιοχής, απέφεραν εμπορικές συμφωνίες ύψους $1,85δις, αντιστοιχώντας στο 60% της εμπορικής δραστηριότητας της Ρωσίας στον αραβικό κόσμο 15 . Ο οικονομικός προσεταιρισμός του Ιράκ συνοδεύτηκε από τη στήριξη της ρωσικής κυβέρνησης στο θέμα των κυρώσεων και της παράτασης του προγράμματος στήριξης “Food for Oil” των ιρακινών πολιτών σε βασικά αγαθά, που δε θα προορίζονταν όμως για στρατιωτικούς σκοπούς και ανάγκες. Για τη Βαγδάτη η Μόσχα θεωρείτο στρατηγικός εταίρος.

Η μεταστροφή της Ρωσίας

Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου επέφεραν μια μεταστροφή στη ρωσική εξωτερική πολιτική προς το Ιράκ. Η αμερικανική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας στρεφόμενη και κατά του Ιράκ προφασιζόμενη τόσο την κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής θέλοντας να εντείνει τις πιέσεις της εντός των ΗΕ για την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων σε βάρος του, όσο και τη χρηματοδότηση του δικτύου της διεθνούς τρομοκρατίας από ιρακινό καθεστώς. Το ανοιχτό μέτωπο της Ρωσίας στην Τσετσενία υποδείκνυε την συνεργασία με τις ΗΠΑ για την περιφερειακή ασφάλεια. Παράλληλα η διαφαινόμενη βαθύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή θα αναδείκνυε σε πολύτιμη για την Ουάσιγκτον την παροχή πληροφοριών της Μόσχας 16 .

Παρόλα αυτά η ρωσική ηγεσία τασσόταν κατά της ανάληψης μονομερούς στρατιωτικής δράσης από ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία κατά του Ιράκ, γιατί θα επιδείνωνε ένα ήδη βεβαρημένο κλίμα στην ευρύτερη περιοχή από το Παλαιστινιακό, αλλά θα απέβαινε και σε βάρος των ρωσικών συμφερόντων. Εξακολούθησε δε να προβάλλει αντίσταση στα πλαίσια του ΣΑ των ΗΕ στις αγγλο- αμερικανικές προθέσεις για επιβολή κυρώσεων. Η σχετική απόφαση όμως για επανεξέταση των κυρώσεων το Δεκέμβριο του 2001,προκάλεσε την αντίδραση του Ιράκ και την δυσαρέσκεια του απέναντι στη Ρωσία, η οποία καλείτο να ωρίμαζε η απόφαση για μονομερή εισβολή στο Ιράκ και την αδιαλλαξία του Saddam Houssein να αποδεχτεί διεθνή έλεγχο ως το μόνο τρόπο για την άρση ισορροπήσει ανάμεσα στην εκτόνωση των εντεινόμενων από την Ουάσιγκτον πιέσεων, για διεθνή έλεγχο και αποστολή επιθεωρητών στο Ιράκ, ενώ ταυτόχρονα των κυρώσεων. Τα περιθώρια των ελιγμών της ρωσικής ηγεσίας ήταν περιορισμένα. Στις διασκέψεις του ΣΑ που διεξήχθησαν το 2002 η Μόσχα προσπαθούσε να αποτρέψει την χορήγηση εξουσιοδότησης για μία επέμβαση στο Ιράκ, καθώς στο ζήτημα της επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων και την επανεξέταση του προγράμματος «Food for Oil» προς το χειρότερο, δεν μπόρεσε να τα αποτρέψει και συντάχθηκε με τα υπόλοιπα μέλη.

Η ομόφωνη απόφαση του ΣΑ το Νοέμβριο του 2002, με αριθμό 1441, για έναρξη ελέγχων και επιθεώρησης στο ιρακινό έδαφος από τη UNMOVIC, ερμηνεύτηκε από τη Μόσχα ως ελπίδα για εξεύρεση μιας πολιτικής-διπλωματικής λύσης καθιστώντας μη αναγκαία τη στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ., την οποία όπως διευκρίνισε θα καταψήφιζε στο ΣΑ. Παράλληλα ήθελε μέσω της διπλωματίας να ενισχύσει τις πιθανότητες για άρση των κυρώσεων, αλλά και να αποσυνδέσει το ζήτημα αλλαγής του καθεστώτος στο Ιράκ από τις αποφάσεις του ΣΑ. Ωστόσο, τόσο στο εσωτερικό, όσο και διεθνώς φαινόταν αδύνατο να μπορεί η Ρωσία να αποτρέψει την η επερχόμενη επίθεση. Παρά τις δηλώσεις Ρώσων κορυφαίων αξιωματούχων ότι η Ρωσία θα ασκήσει veto στο ΣΑ για να μην επιβληθούν οι κυρώσεις στο Ιράκ, στην πραγματικότητα η Ρωσία δεν ήθελε να χρεωθεί με ένα ηγετικό ρόλο ενός αντι-αμερικανικού συνασπισμού «καταστρέφοντας ότι είχε αποκομίσει από τις διμερείς επαφές τους τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, η ρωσική ηγεσία επιχείρησε να προσδώσει στο ιρακινό ζήτημα διεθνείς διαστάσεις, ερχόμενη σε επαφές με τα μη μόνιμα μέλη του ΣΑ των ΗΕ, αλλά και με Γαλλία και Γερμανία οι οποίες ήταν αντίθετες στον πόλεμο κατά του Ιράκ και προωθούσαν την αποστολή επιθεωρητών των ΗΕ, πρόταση που υποστήριζε και η Ρωσία. Τήρησε αποστάσεις όμως από αυτές στην απόρριψη εκ μέρους τους της αμερικανικής πρότασης για αποστολή δύναμης Κυανόκρανων στο Ιράκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Το Μάιο του 2003, μετά την επίθεση στο Ιράκ και την κατάληψη της Βαγδάτης, Ρωσία και Γαλλία, στα πλαίσια του ΣΑ τέθηκαν τα ζητήματα του ρόλου των ΗΕ έως την ανάδειξη δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, της άμεσης άρσης των κυρώσεων, της οικονομικής ανασυγκρότησης και του ενεργειακού πλούτου του Ιράκ.

Παρά τις τριβές μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας 18 , η απόφαση 1483 του ΣΑ ψηφίστηκε ομόφωνα στις 22 Μαΐου, σηματοδοτώντας μια αλλαγή στη εξωτερική πολιτική του Putin στο ζήτημα του Ιράκ που δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω βελτίωση των σχέσεων Μόσχας-Ουάσιγκτον. Οι λόγοι της μεταστροφής αυτής οφείλονταν στις ανησυχίες της Μόσχας, αλλά και άλλων διεθνών δρώντων όπως η Ινδία, η Ευρωπαϊκή Ένωση κ.α. για την όξυνση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού στην περιοχή, απειλώντας την περιφερειακή ασφάλεια, και εγκυμονώντας κινδύνους για το εσωτερικό της Ρωσίας από το μουσουλμανικό στοιχείο. Επιπλέον, η ρωσική οικονομία ήταν ευπαθής σε πιθανή αστάθεια των διεθνών τιμών του πετρελαίου, από την ενδεχόμενη πτώση του καθεστώτος του Saddam Houssein. Η αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς που θα ακολουθούσε θα συμπίεζε τη διεθνή τιμή του πετρελαίου πλήττοντας την ενεργειακή βιομηχανία της Ρωσίας και τα κρατικά έσοδα 19 Τέλος εκκρεμούσε και το ζήτημα του χρέους του Ιράκ από τη σοβιετική περίοδο ύψους $7δις.

Η παροχή στήριξης από τη ρωσική ηγεσία στις αμερικανικές πρωτοβουλίες και προτάσεις συνεχίστηκε εντός του ΣΑ στις αποφάσεις για την εγκαθίδρυση Κυβερνητικού Συμβουλίου του Ιράκ απαρτιζόμενο από αντιπροσώπους ξένων χωρών και εσωτερικών πολιτικών δυνάμεων, και την ανάδειξη της σε μεταβατική κυβέρνηση μέχρι τη διενέργεια εκλογών στις αρχές του 2005. Ο Putin, αν και εμφανίστηκε επικριτικός για το ζήτημα της σύλληψης του Saddam Houssein, τόνισε την σχέση συνεργασίας των δυο χωρών στο αγώνα κατά της τρομοκρατίας, επισφραγίζοντας την αλλαγή στάσης της Ρωσίας στο ζήτημα της αμερικανικής εισβολής. Το 2004 στη συμφωνία για την απόφαση των ΗΕ για τη νέα εποχή στο Ιράκ, κατόπιν διαπραγματεύσεων, η Ρωσία, παρά τον πλήρη έλεγχο των ΗΠΑ στη χώρα, εκτός του στρατιωτικού εξοπλισμού, ήλπιζε στη σύναψη επικερδών συμφωνιών για τα ενεργειακά αποθέματα του Ιράκ Η προσπάθεια της Μόσχας να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τη Βαγδάτη, συνεχίστηκαν και μετά την ανάδειξη της μεταβατικής ιρακινής κυβέρνησης. Η ρωσική ηγεσία επιδίωξε έναν διακανονισμό για το ιρακινό χρέος από τη σοβιετική περίοδο, ο οποίος προσέκρουσε στην αντίδραση τόσο της νέας ιρακινής κυβέρνησης, όσο και των ΗΠΑ που απαίτησαν τη διαγραφή του. Η αντίδραση του Κρεμλίνου για τις απώλειες που θα είχαν οι ρωσικές εταιρίες, αλλά και τον αποκλεισμό άλλων, από την ιρακινή αγορά, δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς κατόπιν αμερικανικών πιέσεων διαγράφηκε το 80% του ρωσικού χρέους προκειμένου να στηριχτεί το Ιράκ. Αποτέλεσε όμως αφορμή για να ανοίξει ένας νέος δρόμος στις ρωσο-ιρακινές σχέσεις, με τον Putin να εκφράζει τη στήριξη του στον ιρακινό Πρωθυπουργό Allawi για την ανοικοδόμηση του Ιράκ με τη συμμετοχή ρωσικών εταιριών και για τη διεξαγωγή εκλογών, εκφράζοντας ωστόσο αμφιβολίες για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, λόγω ενδεχόμενης αμερικανικής ανάμιξης

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Ο συντηρητισμός ως ιστορικό φαινόμενο

του Π. Κονδυλη

Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ένταξη του συντηρητισμού ως κοινωνικοπολιτικού και ιδεολογικού φαινομένου στο συνολικό φάσμα των Νέων Χρόνων σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, ότι αυτός δεν συνιστά ιστορική ή ανθρωπολογική σταθερά, παρά ένα συγκεκριμένο ιστορικό φαινόμενο, που συνδέεται με ορισμένη εποχή και με ορισμένο τόπο και που παρέρχεται μαζί μ’ αυτήν την εποχή ή και πριν ακόμη από το τέλος της· και δεύτερον, ότι δεν μπορεί να κατανοηθεί
με αφετηρία την εχθρότητα του προς τη γαλλική Επανάσταση, αλλά ότι το καλύτερο είναι να ξεκινήσουμε από την αντιπαράθεση του με ορισμένα ειδοποιά γνωρίσματα των Νέων Χρόνων εν γένει, τα οποία οι συντηρητικοί θεώρησαν ως επαναστατικά. Ακόμα όμως κι αν επικρατούσε συμφωνία πάνω σε τούτη τη διπλή θέση, έτσι χοντρικά διατυπωμένη, και πάλι δεν θα είχαμε κερδίσει πολλά πράγματα από άποψη περιεχομένου εφ’ όσον δεν θα έχουν προσδιορισθεί με την αναγκαία σαφήνεια τα κρίσιμα για τον προβληματισμό μας χαρακτηριστικά της εποχής, μέσα στην οποία ο συντηρητισμός διαμορφώνεται, δραστηριοποιείται και τελικά αποσυντίθεται —και επί πλέον, εφ’ όσον δεν θα έχει δοθεί ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα ποιες είναι οι έσχατες πηγές της συντηρητικής σκέψης μέσα στην ιστορία της κοινωνίας και των ιδεών.

Γιατί η διαπίστωση, ότι μόνον μέσα από την αντιπαράθεση με ορισμένα γνωρίσματα των Νέων Χρόνων συμπυκνώθηκαν ορισμένες ιδεολογικές θέσεις για να συγκροτήσουν ό,τι εκ των υστέρων ονομάσθηκε «συντηρητισμός», δεν εξυπονοεί eo ipso ότι αυτές γεννήθηκαν ex nihilo και αναγκαστικά μέσα σε τούτη την αντιπαράθεση και εξ αιτίας της. Πράγματι, η ένταση του αγώνα στο προσκήνιο έκαμε να λησμονηθεί το παρασκήνιο της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών, έτσι ώστε εύκολα μπορούσε να δημιουργηθεί η οπτική απάτη ότι ο συντηρητισμός —όχι απλώς ως συνεκτικά εκλογικευμένη και εκσυγχρονισμένη κοινωνικοπολιτική στάση, αλλά ήδη ως στοιχειωδώς δομημένος κύκλος ιδεών— δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά την αντιστροφή της (ιδεολογικής και πολιτικής) επανάστασης, άρα κάτι εν τέλει παράγωγο. Ας πούμε ωστόσο προκαταβολικά ότι η καθ’ εαυτήν ευπρόσδεκτη και κατά τα φαινόμενα ήδη επικρατούσα τάση να τοποθετείται χρονικά η απαρχή του συντηρητισμού όχι στην εχθρότητα απέναντι στη γαλλική Επανάσταση, αλλά ήδη στην απόρριψη του ορθολογισμού του Διαφωτισμού, από μόνη της δεν επαρκεί καθόλου, αν θέλουμε να εξαντλήσουμε το ιστορικό και ιδεολογικό του περιεχόμενο· γιατί αφ’ ενός το χρονικό διάστημα, για το οποίο πρόκειται, είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο συνήθως νομίζεται και αφ’ ετέρου έτσι στενεύει κατά τρόπο ολέθριο —ιδιαίτερα σε σχέση με τούτο το πρόβλημα— η προοπτική της κοινωνικής ιστορίας.

Αντίστροφα, προσπάθειες εξιχνίασης των προεπαναστατικών συναφειών του συντηρητισμού δεν ξεπέρασαν το επίπεδο στοιχειωδών διαπιστώσεων και επί πλέον, όπως και οι προηγούμενες, παρέμειναν κλεισμένες στον ορίζοντα του 18ου αι.  Και στις δύο περιπτώσεις ελάχιστα έγινε αντιληπτή η καταγόμενη ήδη από τους πρώιμους Νέους Χρόνους διάσταση των αντιλήψεων εκείνων, που αργότερα ονομάσθηκαν «συντηρητικές», και έτσι δεν μπόρεσε να συλληφθεί το συντηρητικό φαινόμενο σε όλη του την έκταση— ακριβώς επειδή δεν ήταν πλήρης και ευκρινής η εκάστοτε εικόνα των Νέων Χρόνων, τόσο από την άποψη της κοινωνικής ιστορίας όσο και από την άποψη της ιστορίας των ιδεών. Η διακρίβωση της παραπάνω διάστασης στο πλαίσιο των stricto sensu συναφών κοσμοθεωρητικών γνωρισμάτων των Νέων Χρόνων αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της ερευνάς μας.

Ο ιστορικά προσδιορισμένος χαρακτήρας του συντηρητικού φαινομένου στην πράξη ομολογείται ακόμα κι από όσους ισχυρίζονται ότι έχει ανθρωπολογικές ρίζες.

Βεβαίως, αυτοί ποτέ τους δεν κατάφεραν (και, απ’ όσο γνωρίζω, ούτε καν επιχείρησαν) να δώσουν μια συνεκτική ερμηνεία της ιστορίας στηριζόμενη στην πεποίθηση ότι η συντήρηση μιας υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων αποτελεί φυσική καταβολή «του» ανθρώπου. Παρά την ελλιπέστατη έκθεση της ψυχολογικής-ανθρωπολογικής θεωρίας για τον συντηρητισμό θα την εξετάσουμε εδώ σύντομα, γιατί ενδιαφερόμαστε να αντιταχθούμε εξ αρχής στην επίδραση της συντηρητικής ιδεολογίας πάνω στην επιστημονική ανάλυση του συντηρητισμού. Αξίζει, πράγματι, να επισημανθεί ότι κεντρικοί κοινοί τόποι του τρόπου, με τον οποίο οι ίδιοι οι συντηρητικοί κατανοούν και παρουσιάζουν τον εαυτό τους, έχουν εμφιλοχωρήσει ακόμα και στην αντίληψη μη συντηρητικών περί του συντηρητισμού.

Έτσι, στην σχεδόν αξιωματικά εκφερόμενη θέση όλων των πλευρών, ότι δηλ. ο συντηρητισμός γεννήθηκε ως αντίδραση ενάντια στη γαλλική Επανάσταση ή ήδη εναντίον του Διαφωτισμού, έμμεσα και στρεβλά αντικατοπτρίζεται η συντηρητική αντίληψη για τον χαρακτήρα του συντηρητικού ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία τούτος εδώ ούτε επιζητεί ούτε αρχίζει πρώτος τις συγκρούσεις, παρά αντίθετα είναι ο κατ’ εξοχήν ειρηνόφιλος και ειρηνοποιός επειδή ζει όπως παραγγέλλει η φυσική ή θεία επιταγή της ευλαβικής συντήρησης των παραδεδομένων μόνον η ενεργός παραβίαση της επιταγής αυτής από μέρους άλλων ξανάβει εντός του την ορμή προς δράση.

Ωστόσο —αν αφήσουμε στην άκρη τις αξιολογικές προτιμήσεις— δεν κατανοεί κανείς γιατί αυτό συνιστά ειδοποιό γνώρισμα της συντηρητικής συμπεριφοράς. Κανένας άνθρωπος δεν αντιδρά εχθρικά στους ερεθισμούς του περιβάλλοντος για όσο διάστημα τίποτε δεν παρακωλύει την αυτοσυντήρηση του ή την επιδίωξη ισχύος από μέρους του’ οι επαναστάτες θα συμπεριφέρονταν κι αυτοί απολύτως ειρηνικά, αν οι άλλοι δεν τους πρόβαλαν αντίσταση παρά εκπλήρωναν ευγενέστατα όλες τους τις επιθυμίες. Εδώ δεν λειτουργεί κάποια δεδομένη εξ υπαρχής ψυχική-ανθρωπολογική καταβολή, παρά καθοριστική παραμένει η σχετική θέση των εκάστοτε υποκειμένων, δηλ. η συγκεκριμένη ισχύς τους σε σχέση με τους εκάστοτε άλλους. Μονάχα σ’ αυτήν την προοπτική καταλαβαίνουμε γιατί ο επαναστάτης, αφού πια νικήσει, μεταβάλλεται αιφνίδια σε θερμό υπερασπιστή της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων και γιατί ο νικημένος ή φοβούμενος την ήττα συντηρητικός ερωτοτροπεί με τη βία ή και την ασκεί απροκάλυπτα. Δεν υπάρχει λόγος για να υποθέσουμε ότι τούτος ο αναπροσανατολισμός της πολιτικής συμπεριφοράς ταλαιπωρεί ψυχικά τις συντηρητικές συνομαδώσεις περισσότερο απ’ ό,τι άλλες κοινωνικές δυνάμεις.

Το φεουδαλικό δικαίωμα αντιστάσεως και η «τυραννοκτονία», η εξέγερση των αριστοκρατών εναντίον του θρόνου, κατά το παράδειγμα της Fronde, και η δικτατορία αποτελούν, όπως θα δούμε, ιστορικά τεκμηριωμένες και μάλιστα τυπικές μορφές του συντηρητικού ακτιβισμού.

Ο συντηρητισμός και ο ακτιβισμός δεν συνιστούν λοιπόν αγεφύρωτη αντίθεση, αν δούμε τα δεδομένα της ιστορικής πραγματικότητας και δεν έχουμε διάθεση να πάρουμε τοις μετρητοίς την εκ των υστέρων και για πολεμικούς σκοπούς κατασκευασμένη αυτοπροσωπογραφία των συντηρητικών. Ο ανθρώπινος τύπος, ο οποίος τάχα αφοσιώνεται ευλαβικά και οιονεί ενατενιστικά στην υπερατομική παράδοση και στις ανώτερες δυνάμεις που διέπουν το Σύμπαν, ρυθμίζοντας αντίστοιχα τη συμπεριφορά του, δεν υπήρξε ποτέ σε ιστορικά αξιόλογη έκταση. Πολύ πριν απειληθούν από την Επανάσταση, τα σημαντικότερα μέλη των ανώτερων στρωμάτων της φεουδαλικής κοινωνίας ή της κοινωνίας του ancien regime ζούσαν αναπτύσσοντας έντονη δραστηριότητα με πρωταρχικό σκοπό τους να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση ισχύος μέσω της απόκτησης αξιωμάτων και πλούτου. Αν τα στρώματα τούτα δεν επιχείρησαν ποτέ κάποιαν επανάσταση με την κατοπινή ριζοσπαστική κοινωνική σημασία του όρου, ο λόγος δεν ήταν ότι τους έλειπαν οι ψυχικές ιδιότητες για κάτι τέτοιο, αλλά απλούστατα ότι ούτε μπορούσαν ούτε και ήθελαν να ανατρέψουν τον εαυτό τους. Τούτη η κοινοτοπία σημαίνει: η ψυχολογική-ανθρωπολογική θεωρία για τον συντηρητισμό δεν μπορεί να ευσταθεί αν δεν αποδείξει ότι όποιος υπερασπίζει την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων το κάνει αποκλειστικά ή πρωταρχικά επειδή του είναι ψυχικά αδύνατο να συμπεριφερθεί αλλιώς παρά ειρηνικά και φιλάνθρωπα. Μια τέτοια αντίληψη θα συνεπαγόταν άλλωστε τον παραλογισμό ότι οι εκάστοτε κυρίαρχοι, οι οποίοι ακριβώς αντιτίθενται στις επαναστατικές ανατροπές, είναι λιγότερο σε θέση να αντεπεξέλθουν στις σκληρές απαιτήσεις της κυριαρχίας απ’ ό,τι οι κυριαρχούμενοι ή οι εξεγειρόμενοι.

Όμως η κοινωνική ιστορία δείχνει τεκμηριωμένα ότι οι πλείστοι τουλάχιστον από τους ευγενείς εκείνους, οι οποίοι εναντίον του επαναστατικού Λόγου κήρυσσαν την ήρεμη αγάπη και καλλιέργεια της παράδοσης μέσα στους αιώνιους κόλπους του θεού και της Φύσης, έτρεφαν ένα ζωηρότατο και έμπρακτα επιδεικνυόμενο αίσθημα υπεροχής απέναντι στους υποταχτικούς τους, αντλώντας από την υπεροχή αυτή μια νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους. Ενάντια στην ψυχολογική-ανθρωπολογική θεωρία για τον συντηρητισμό μπορεί λοιπόν να παρατηρηθεί γενικά πως ούτε το ψυχόρμητο της συντήρησης ούτε το ψυχόρμητο της ανατροπής χαρακτηρίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά στο σύνολο της παρά η επιδίωξη της αυτοσυντήρησης ή της -επίτασης της οικείας ισχύος· αυτόν τον υπέρτατο σκοπό τον υπηρετεί άλλοτε η συντήρηση και άλλοτε η ανατροπή. Επί πλέον, η αποδοχή μιας συντηρητικής ροπής του ανθρώπου δεν έχει καμμιάν αξία για τη θεώρηση και την κατανόηση ιστορικών φαινομένων. Στον τομέα αυτό γόνιμες είναι μονάχα έννοιες, οι οποίες μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε το συγκεκριμένο περιεχόμενο ορισμένης στάσης και συμπεριφοράς ακόμα κι όταν ο φορέας της δεν κατονομάζεται. Όμως η ψυχολογική-ανθρωπολογική έννοια του συντηρητισμού επιστρατεύεται από την τρέχουσα γλωσσική χρήση για να χαρακτηρίσει τόσο κομμουνιστές ηγέτες, οι οποίοι υποστηρίζουν την προτεραιότητα της βαρείας βιομηχανίας και των εξοπλισμών στο πλαίσιο μιας αυστηρά σχεδιασμένης οικονομίας, όσο και Αμερικανούς πολιτικούς, οι οποίοι προασπίζουν τις αρχές του laissez-faire ενάντια στους επιχώριους «liberals». Έτσι ανοίγουν διάπλατα οι θύρες για να μπει η σύγχυση.

Μια σύλληψη του συντηρητικού φαινομένου ανταποκρινόμενη στα πράγματα απαιτεί επί πλέον τον παραμερισμό μιας δεύτερης σοβαρής και διαδεδομένης πλάνης, η οποία επίσης πέρασε στην επιστημονική έρευνα προερχόμενη από την αυτοκατανόηση και αυτοπαρουσίαση των συντηρητικών. Πρόκειται για την αντίληψη ότι οι συντηρητικοί αποστρέφονται τις διανοητικές κατασκευές καθ’ εαυτές και καταφεύγουν στη θεωρία μονάχα αντιστεκόμενοι σε θεωρητικολογούντες αντιπάλους.

Η αντίληψη αυτή ταιριάζει στην εξιδανικευμένη εικόνα του συντηρητικού, ο οποίος, ακολουθώντας τις φυσικές του προδιαθέσεις, ζει με σιγουριά και πίστη μέσα στην παράδοση και δεν στοχάζεται ούτε σχεδιάζει έξω από το πλαίσιο της — όμως ελάχιστη σχέση έχει με τα ιστορικά δεδομένα. Γεννά έτσι την εσφαλμένη εντύπωση ότι η προεπαναστατική societas civilis δεν γνώριζε ιδέες και ιδεολογίες, τόσο ως συστηματικές διανοητικές κατασκευές όσο και ως όπλα. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο ήδη επειδή η κυριαρχία μέσα σε τούτη την κοινωνία, όπως και κάθε άλλη κυριαρχία το αργότερο από την εποχή της διαμόρφωσης ανεπτυγμένων πολιτισμών, είχε ανάγκη νομιμοποίησης, και επί πλέον επειδή κάθε σύγκρουση μεταξύ ομάδων του κυρίαρχου ανώτερου στρώματος ζητούσε και έβρισκε τη δική της ιδεολογική δικαίωση, έστω κι αν αυτή δεν ξεπερνούσε το πλαίσιο των βασικών πεποιθήσεων που επικρατούσαν γενικά μέσα στην societas civilis. Τα θεολογικά, αλλά και πολιτικά συστήματα, τα οποία διατυπώθηκαν στον Μεσαίωνα μέσα σε τέτοιες συγκρούσεις και προσπάθειες νομιμοποίησης, δεν υστερούν απέναντι στις ανάλογες διανοητικές κατασκευές των Νέων Χρόνων ούτε ως προς την επιχειρηματολογική εκλέπτυνση ούτε ως προς την συστηματική πολυμέρεια και ως προς την αξίωση καθολικής ισχύος.

Ο κοσμοθεωρητικός πυρήνας, αλλά και πολλές κεντρικές ιδέες της κυριαρχικής και νομιμοποιητικής ιδεολογίας της societas civilis διασώθηκαν περνώντας στη συντηρητική θεωρία, η οποία διατυπώθηκε ως απάντηση προς τον Διαφωτισμό καί την Επανάσταση — και μάλιστα όχι περιθωριακά, αλλά επιτελώντας τη λειτουργία ιδεατού άξονα, γύρω από τον οποίο στρεφόταν στο εξής η συντηρητική σκέψη. Η κατάδειξη αυτής της αδιάλειπτης συνέχειας, όπως θα την επιχειρήσουμε στην εργασία αυτή, περιέχει eo ipso την ανασκευή της θέσης για τον αντανακλαστικό, οιονεί ακούσιο χαρακτήρα της συντηρητικής θεωρίας. Υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην άποψη, ότι η συντηρητική θεωρία δημιουργήθηκε μέσα στην άμυνα εναντίον του Διαφωτισμού ή εναντίον της Επανάστασης, και στην άποψη, ότι μέσα στην άμυνα τους αυτή οι συντηρητικοί του 18ου και του 19ου αι. χρησιμοποίησαν τον κατά πολύ παλαιότερο κύκλο ιδεών της societas civilis και τις αναδιατύπωσαν λαμβάνοντας υπ’ όψη τους τις πολεμικές ανάγκες της τοτινής συγκεκριμένης κατάστασης. Αν όμως αυτός ο εκσυγχρονισμός μοτίβων της παραδοσιακής σκέψης έλαβε χώρα με τη μορφή της αντίδρασης εναντίον ιδεολογικών θέσεων ενός εχθρού, η διατύπωση των φυσικοδικαιϊκών κτλ. ιδεών του επαναστατικού ορθολογισμού αποτελούσε κι αυτή εξ ίσου αντίδραση εναντίον της κυριαρχικής ιδεολογίας της societas civilis, μάλιστα υπήρξε εξ αρχής συνειδητή και σκόπιμη επιχειρηματολογική της αντιστροφή και, υπ’ αυτή την έννοια, είχε χαρακτήρα πολύ εντονότερα αντανακλαστικό απ’ ό,τι η εκσυγχρονισμένη εκδοχή του συντηρητισμού: γιατί κάθε θέση γεννιέται ως αντίθεση, και όχι μόνον ή κυρίως η συντηρητική, όπως θέλουν να ισχυρισθούν οι απολογητές της και μαζί μ’ αυτούς όσοι δεν ξέρουν να κάμουν σαφείς διακρίσεις.

Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι οι εχθροί της κοινωνικής κυριαρχίας της κληρονομικής αριστοκρατίας ανέπτυξαν ιδιαιτέρως ζωηρή ιδεολογική δραστηριότητα, προ παντός από τον 17ο αι., δεν οφειλόταν στην ιδιαίτερη ανθρωπολογική τους υφή, αλλά στη συγκεκριμένη τους κατάσταση, όπου η έλλειψη βαρύνουσας κοινωνικής ισχύος έπρεπε να αντισταθμισθεί με την επικράτηση τους στο μέτωπο του πνεύματος. Η πλούσια παραγωγή συντηρητικών έργων, η οποία άρχισε χωρίς καθυστέρηση, απέδειξε ότι τα θεωρητικά χαρίσματα των συντηρητικών διόλου δεν ήσαν μικρότερα από εκείνα των εχθρών τους, αφού υπεισήλθαν διεξοδικά σε όλα τα τότε επίμαχα ζητήματα, κάνοντας μάλιστα ορισμένες γενικές πιστοποιήσεις που αποτέλεσαν μόνιμο κέρδος για τη διαμορφούμενη σύγχρονη κοινωνική επιστήμη.

Η κεκηρυγμένη τους απέχθεια εναντίον των αφαιρέσεων της θεωρητικής σκέψης δεν έχει απολύτως καμμία σχέση με το ζήτημα του θεωρητικού τους ταλάντου και με τον συγκεκριμένο από μέρους τους χειρισμό των όπλων της θεωρίας· ήταν απέχθεια καθαρά πολεμική, δηλ. πήγαζε από την ιδιαίτερη περιωπή της θεωρίας μέσα στο οπλοστάσιο του εχθρού. Με άλλα λόγια, ο αγώνας εναντίον της αφηρημένης θεωρητικολογίας ούτε πρέπει να λαμβάνεται στην ονομαστική του αξία ούτε να θεωρείται ως έκφραση μιας εδραίας, ψυχολογικά-ανθρωπολογικά ριζωμένης ανάγκης του «συντηρητικού ανθρώπου», παρά να γίνεται αντιληπτός στη συγκεκριμένη του λειτουργία, δηλ. στη λειτουργία μιας έντονα συμβολικής πράξης, η οποία φανερώνει και σφραγίζει την εχθρότητα· αν οι επαναστάτες εμφανίζονταν στο προσκήνιο απορρίπτοντας κάθε θεωρία, οι συντηρητικοί θα βρίσκονταν αναγκασμένοι να πάρουν υπό την προστασία τους τον Λόγο και τη θεωρία — εν πάση περιπτώσει υπεράσπισαν την έννοια του πολιτισμού και την εκ φύσεως ύπαρξη της κοινωνίας όποτε η επαναστατική ιδεολογία φορούσε το ντύμα του ρουσσωισμού κτλ. Η αναγκαστική εχθρότητα των συντηρητικών απέναντι στη θεωρία έπρεπε — ακριβώς επειδή νοούνταν πολεμικά και, όχι κυριολεκτικά— να αρθρωθεί πειστικά προκειμένου να ασκήσει δημόσια επίδραση, οπότε πήρε κι η ίδια θεωρητική μορφή· άλλωστε μόνο θεωρητικά μπορούσε να επιχειρηθεί η εξιδανικευμένη περιγραφή μιας «υγιούς» και «οργανικής» κοινωνίας, η οποία δεν δημιουργείται από αφηρημένες θεωρίες ούτε και τις χρειάζεται.

Τούτη η αμφιρρέπεια (η οποία εκδηλώνεται επίσης με την εμμονή στην έλλογη επιχειρηματολογία, μολονότι ταυτόχρονα αποκρούεται ο ορθολογισμός και απορρίπτεται η κυριαρχία του Λόγου μέσα στην ανθρώπινη ψυχή) μπορεί να θεωρηθεί ή να επικριθεί ως αντιφατική μονάχα αν παραβλέψουμε το πολεμικό νόημα της αντιδικίας, αν πάρουμε τις διακηρύξεις των αντιδίκων στην ονομαστική τους αξία και αν επί πλέον λησμονήσουμε ότι το φαινόμενο έχει τις αντιστοιχίες του μέσα στην ιστορία των ιδεών (π.χ. έλλογη επιχειρηματολογία των θεολόγων προκειμένου ν’ αποδείξουν τα όρια των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου και την αναγκαιότητα της αποκάλυψης ή περίτεχνη συλλογιστική των διαφωτιστών φιλοσόφων του αισθήματος και της μεταγενέστερης «φιλοσοφίας της ζωής» εναντίον της νόησης και υπέρ της στοιχειακής δύναμης του παλλόμενου αισθήματος κτλ.) κι επομένως δεν οφείλεται σε μιαν ιδιαίτερη εχθρότητα προς τη θεωρία ή σε κάποια θεωρητική ένδεια, αλλά στην περίπλοκη διαλεκτική των ασυνείδητων σχέσεων μεταξύ «ορθολογισμού» και «ανορθολογισμού». Εξ ίσου επιπόλαια είναι η αντίληψη ότι η δήθεν έμφυτη εχθρότητα του συντηρητισμού προς τη θεωρία απηχείται αυτόματα στην (διόλου αξιόμεμπτη, από συντηρητική σκοπιά) αδυναμία του να αναπτύξει μια συστηματική και ενιαία θεωρία. Όμως δεν είναι δυνατό ν’ αρνηθούμε τον συστηματικό χαρακτήρα της συντηρητικής θεωρίας αν μ’ αυτόν εννοούμε (όπως και πρέπει να εννοούμε) ότι ξεκινά από ορισμένες, αποδεκτές απ’ όλους τους συντηρητικούς γενικές προτάσεις, από τις οποίες αντλούνται οι τοποθετήσεις απέναντι στα επί μέρους ζητήματα ή στις οποίες μπορούν να αναχθούν τούτες οι τελευταίες.

Η έλλειψη απόλυτης θεωρητικής συνοχής και η σχεδόν απεριόριστη ποικιλομορφία στα επί μέρους σημεία, ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο, δεν συνιστούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της συντηρητικής θεωρίας, παρά φυσιολογικό συμπαρακολούθημα της ιστορικής ζωής όλων των μεγάλων πολιτικών —και όχι μόνον πολιτικών— ιδεολογιών. Για τον γνώστη της διεθνούς ιστορίας του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας ή του σοσιαλισμού δεν αποτελεί μυστικό η απροσμέτρητη ποικιλία των μορφών τους από χώρα σε χώρα και, μπορούμε να πούμε, από δεκαετία σε δεκαετία. Μέσα σ’ όλα αυτά όμως παραμένουν ευδιάκριτες ορισμένες θεμελιώδεις αντιλήψεις και στάσεις, οι οποίες δικαιολογούν την ενιαία σύλληψη και παρουσίαση του εκάστοτε ιδεολογικού φαινομένου. Έτσι έχουν τα πράγματα και ως προς τον συντηρητισμό, όμως αυτό μπορεί να γίνει φανερό μονάχα όταν προσδιορισθεί σαφώς το ιστορικό του περιεχόμενο και έτσι τεθεί τέρμα στην αυθαίρετη χρήση της έννοιας, τουλάχιστον σε επιστημονικές αναλύσεις.

Και άλλοι ακόμα κοινοί τόποι της συντηρητικής αυτοκατανόησης και αυτοπαρουσίασης έχουν παρεισφρύσει, όχι χωρίς επιζήμια επίδραση, στην επιστημονική συζήτηση, και μάλιστα τέτοιοι, με τους οποίους οι ίδιοι οι συντηρητικοί συνδέουν ξεχωριστά προτερήματα της τοποθέτησης τους. Είναι λοιπόν ανάγκη να εξετάσουμε προσεκτικότερα μερικά κεντρικά λήμματα του συντηρητικού λεξιλογίου για να ανιχνεύσουμε την —καθοριστική— πολεμική τους διάσταση και έτσι να συνειδητοποιήσουμε τις ιστορικές τους εξαρτήσεις. Με τη φιλάρεσκη εχθρότητα των συντηρητικών προς τη θεωρία (φιλάρεσκη επειδή αξιώνει για τον εαυτό της μια πνευματική ανωτερότητα) συναρτάται η διακηρυγμένη τους προτίμηση για το «εμπειρικά δεδομένο» και το «συγκεκριμένο». Πέρα από το γεγονός ότι η συνηγορία υπέρ της εμπειρίας δεν αποτελεί η ίδια εμπειρική κρίση, εναντίον της συντηρητικής πρόταξης του «συγκεκριμένου» στην αντιπαράθεση του προς το «αφηρημένο» επιβάλλεται να διατυπωθούν σοβαρές γνωσιοθεωρητικές επιφυλάξεις. Πρέπει πρώτα-πρώτα να τονίσουμε ότι η ίδια η αντιπαράθεση συγκεκριμένου και αφηρημένου συνιστά μιαν αφαίρεση. Κάθε σύλληψη του συγκεκριμένου και κάθε ορισμός εκείνου, το οποίο θεωρείται ως συγκεκριμένο, συντελείται πάντοτε στο πλαίσιο μιας γενικής αντίληψης για την πραγματικότητα ή μιας κοσμοθεωρητικής τοποθέτησης, η οποία και παρέχει τα κριτήρια, με βάση τα οποία κάτι τι οφείλει να εκληφθεί ως αφηρημένο ή ως συγκεκριμένο —και η αντίληψη για την πραγματικότητα δεν προκύπτει ποτέ από την απλή άθροιση συγκεκριμένων λεπτομερειών ή επί μέρους μορφών του συγκεκριμένου, αλλά ακριβώς μέσω μιας αφαίρεσης από τούτο το τελευταίο, μολονότι συχνά είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει μέσα στο «συγκεκριμένο» τη θετική ή αρνητική της επιβεβαίωση και παραστατική επεξήγηση.

Ακριβώς μέσα σε τούτη την αναζήτηση ορίζει ή και εφευρίσκει το «συγκεκριμένο», και μ’ αυτήν την έννοια η κοσμοθεωρητική αφαίρεση δεν αποτελεί άρση του συγκεκριμένου, αλλά την ίδια του την προϋπόθεση· όπως και να ‘χει, εν τέλει το αφηρημένο και το συγκεκριμένο αναμιγνύονται, ώσπου το ένα δεν ξεχωρίζει από το άλλο. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: ποιος αποφασίζει τι πρέπει να θεωρηθεί συγκεκριμένο και τι αφηρημένο; Η απόφαση πάνω στο ζήτημα τούτο, και μάλιστα in politicis, είναι συνάρτηση αξιώσεων ισχύος και όχι μιας συνολικής αντίληψης για «την» πραγματικότητα κείμενης πέραν κάθε υποκειμενικής προοπτικής. Τούτο άλλωστε επιβεβαιώνεται θαυμάσια αν εξετάσουμε τι παρουσίασαν κατά καιρούς οι ίδιοι οι συντηρητικοί ως «το συγκεκριμένο» και διαπιστώσουμε ότι αυτό δεν αποτελούσε τίποτε άλλο από συστατικό στοιχείο μιας κατασκευής προορισμένης να νομιμοποιήσει και να προασπίσει ορισμένα συμφέροντα. Αν η συνηγορία υπέρ του συγκεκριμένου κατ’ αρχήν δελεάζει και αφοπλίζει, ο συνεπούμενος και αναπόδραστος κατά περιεχόμενο προσδιορισμός του συγκεκριμένου φέρνει λίγο-πολύ· καθαρά στο φως τις βαθύτερες ευχές και προθέσεις των εκάστοτε «εχθρών κάθε αφαίρεσης».

Η γενική αρχή του συντηρητισμού, ότι η «υγιής» πολιτική οφείλει να ξεκινάει από τις πραγματικές συνθήκες και κατά το δυνατόν να προσαρμόζεται σ’ αυτές, είναι κατά βάση εξ ίσου κενή (από λογική άποψη) και πολεμική (αν τη δούμε λειτουργικά) όσο και η συναφής συνηγορία υπέρ της εμπειρίας και του συγκεκριμένου. Γιατί κάθε πολιτική — τόσο η επαναστατική όσο και η συντηρητική— πρέπει να γνωρίζει επακριβώς τις δεδομένες συνθήκες και να προσανατολίζεται στη γνώση αυτή, αν θέλει να έχει επιτυχία. Με τη στοιχειώδη αυτή έννοια, ο ρεαλισμός δεν αποτελεί συντηρητικό μονοπώλιο (αλλιώς οι συντηρητικοί δεν θα είχαν χάσει καμμιά μεγάλη πολιτική μάχη), αλλά ανήκει στις αυτονόητες ιδιότητες του πολιτικά προικισμένου ατόμου ή συλλογικού σώματος κάθε τάσης, ακριβώς όπως και σε όλες τις παρατάξεις υπάρχουν οι φαντασιόπληκτοι και όσοι ορμούν στα τυφλά. Όταν λοιπόν οι συντηρητικοί διατυπώνουν την παραπάνω αρχή, δεν την εννοούν στην ονομαστική της αξία, αλλά στην πραγματικότητα τη φορτίζουν σιωπηρά με ορισμένες κανονιστικές προεκτάσεις και απ’ αυτόν τον πλάγιο δρόμο προσπαθούν να αντλήσουν από την (πολιτική) επιταγή της ρεαλιστικής στάθμισης των υφισταμένων συνθηκών και πρακτικών δυνατοτήτων την (ηθική) επιταγή του σεβασμού της δεδομένης πραγματικότητας, αποδίδοντας έτσι το προσόν του νηφάλιου ρεαλισμού αποκλειστικά σε ορισμένη πολιτική, δηλ. στη δική τους. Όμως το αποφασιστικό ζήτημα μέσα στην πολιτική δεν είναι το αν οφείλουν να λαμβάνονται υπ’ όψη οι πραγματικές συνθήκες ή όχι (αφού η πρώτη δουλειά κάθε πολιτικής, αν θέλει να θεωρείται πρακτικά σοβαρή, είναι να κάνει ακριβώς αυτό), αλλά το εξής: με ποιον σκοπό κατά νου λαμβάνονται υπ’ όψη;

Οι συντηρητικοί διαπράττουν το λογικό σφάλμα (το οποίο ωστόσο έχει τα ιδεολογικά του πλεονεκτήματα) ότι συγχέουν τους δικούς τους σκοπούς με τον ρεαλισμό εν γένει. Στον βαθμό όπου υπάρχει ένας συντηρητικός ρεαλισμός, δηλ. ένας ρεαλισμός στην υπηρεσία της συντηρητικής υπόθεσης, δεν αποτελεί προϊόν μιας φυσικής συντηρητικής καταβολής, όπως ευχαρίστως τον ερμηνεύουν οι ίδιοι οι συντηρητικοί, παρά μάλλον την αρνητική επήρεια εξωτερικών εξαναγκασμών. Η φρόνιμη προσαρμογή στις (νέες) συνθήκες, για την οποία τόσο πολύ περηφανεύονται κάποτε οι συντηρητικοί, επιτελείται κατά κανόνα υπό την πίεση του εχθρού, ο οποίος, εν μέρει τουλάχιστον, κατάφερε να ωθήσει τους συντηρητικούς στην υιοθέτηση μιας αμυντικής ή καλόβολης στάσης ακριβώς επειδή αρχικά τους έλειπε η.φρόνηση εκείνη της ρεαλιστικής προσαρμογής, για την οποία καυχιούνται εκ των υστέρων — αν έχουν επιβιώσει. Άλλωστε ένα εξ ίσου ακούσιο όσο και συνηθισμένο αποτέλεσμα των επαναστάσεων είναι ότι (μερικοί ή πολλοί) συντηρητικοί ανακαλύπτουν τη συμπάθεια τους για την «αληθινή» πρόοδο και νιώθουν την ανάγκη να λάβουν υπ’ όψη τους τη «νέα κατάσταση», οπότε μιλούν για τη δυναμική οργανική ανάπτυξη (κι όχι απλώς για τη στατική οργανική συγκρότηση) της κοινωνίας και της ιστορίας.

Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι πίσω από τους συντηρητικούς κοινούς τόπους δεν βρίσκονται αυτονόητες και ακράδαντες αλήθειες, αλλά ζητήματα ερμηνείας, τα οποία ως εκ της φύσεως τους είναι ζητήματα ισχύος.

Τούτο αληθεύει εξ ίσου και ως προς τις βασικές εκείνες συντηρητικές έννοιες, οι οποίες από πρώτη όψη φαίνονται ν’ αντλούν το περιεχόμενο τους από την ίδια την ιστορία, χωρίς άλλη διαμεσολάβηση. Σ’ αυτές ανήκει πρώτα-πρώτα η «παράδοση». Ως έννοια, η «παράδοση» θα ήταν αυτόματα ευκρινής (με αντίτιμο βέβαια να είναι άχρωμη και ιδεολογικά άχρηστη) αν περιλάμβανε, χωρίς εξαίρεση και επιλογή, όλα τα ιστορικά δεδομένα. Όμως μέσα στην ιστορία δεν εμφανίζεται τίποτε δίχως να συνοδεύεται ή να ακολουθείται από το αντίθετο του — ούτε η υπακοή δίχως την εξέγερση, ούτε η συνέχεια χωρίς τη ριζική ρήξη, ούτε η ορθοδοξία και η ευλογία χωρίς την αίρεση και την κατάρα. Οι ιστορικές μαρτυρίες είναι αψευδείς, και ακριβώς επειδή η ιστορία ως όλο κλείνει εντός της κάθε εκδήλωση, αντινομία και δυνατότητα του ανθρώπου, οι παραδόσεις δεν μπορούν παρά να συγκροτηθούν επιλεκτικά, οπότε η επιλογή ανήκει στις αρμοδιότητες του (τωρινού ή κάποτε και του ανερχόμενου) κυριάρχου. Για τον λόγο τούτο «παράδοση» δεν σημαίνει οπωσδήποτε ό,τι εννοούν με τον όρο οι συντηρητικοί· ευθύγραμμες και αδιάλειπτες «επαναστατικές» ή «δημοκρατικές» παραδόσεις συρράπτονται κι αυτές στο άψε σβήσε, αν αυτό φαίνεται σκόπιμο στην ή σε μιαν βαρύνουσα μερίδα της κοινωνίας. Παρόμοια μπορεί να καταδειχθεί ότι η ειδικά συντηρητική «παράδοση» αποτελεί κατασκεύασμα, ανεξάρτητα από το αν τα δεδομένα που επικαλείται είναι ιστορικώς μαρτυρημένα και γνήσια ή όχι: γιατί, αν πάρουμε την ιδεώδη περίπτωση, η παραποίηση έγκειται στην αναπόφευκτη γενίκευση και απολυτοποίηση τμηματικών επόψεων των ιστορικών δρωμένων.

Οι θεσμικές τάξεις γεννιούνται και διαδέχονται η μία την άλλη μέσα στην ιστορία όπως και οι παραδόσεις· γι’ αυτό και η έννοια της τάξης καθ’ εαυτήν είναι το ίδιο ανήμπορη να δικαιώσει τον συντηρητισμό όσο και η έννοια της παράδοσης από μόνη της. Για τους συντηρητικούς, οι οποίοι εμφανίζονται ως οι αληθινοί φύλακες της απαραίτητης για την κοινωνική ζωή θεσμικής τάξης, αποτέλεσε πάντοτε τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι οι επιτυχημένοι εχθροί τους μετά από λιγότερο ή περισσότερο χρόνο κατάφεραν να στήσουν μια λίγο-πολύ λειτουργική θεσμική τάξη. Τούτη εδώ βέβαια δεν αναγνωρίζεται ποτέ από τους συντηρητικούς ως «γνήσια» και φυσική, και η πραγματική της ύπαρξη ερμηνεύεται με το επιχείρημα ότι και οι εχθροί του συντηρητισμού, εφ’ όσον θέλουν να καθιδρύσουν ή καθιδρύουν μια πάγια θεσμική τάξη, πρακτικά ενστερνίζονται τη συντηρητική άποψη σ’ ένα νευραλγικό σημείο. Όμως από την ιστορικά μαρτυρημένη ικανότητα μη συντηρητικών ως προς τη συγκρότηση θεσμικών τάξεων μπορεί κανείς να βγάλει και το αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλ. η ζωή συνεχίζεται και χωρίς συντηρητικούς ή συντηρητισμό. Ό,τι συνήθως συνδέουν οι συντηρητικοί με την έννοια της τάξης ευδοκιμεί και όταν, ή προ παντός όταν, φύγουν οι ίδιοι από τη μέση, γιατί και ο εχθρός τους, καθώς αγωνίζεται για τη στερέωση της δικής του κυριαρχίας, μεριμνεί για την τήρηση των νόμων, της ιεραρχίας (της ανισότητας) και της (νομικά ή έμπρακτα διασφαλισμένης) ιδιοκτησίας — βεβαίως με διαφορετικά πρόσημα και με διαφορετικό περιεχόμενο. Αυτό ακριβώς φαίνεται απίστευτο στους συντηρητικούς: ότι κάποιος άλλος, και μάλιστα ο εχθρός τους, αναλαμβάνει το έργο να δημιουργήσει και να διαφυλάξει την αναγκαία, όπως αυτοί οι ίδιοι ισχυρίζονται, για την κοινωνική ζωή τάξη, αφού έχει παραμερίσει ή και εκμηδενίσει τη συντηρητική παράταξη. Δεν πρόκειται λοιπόν για την τάξη καθ’ εαυτήν και εν γένει, όπως υποθέτουν και ισχυρίζονται οι συντηρητικοί, αλλά για ένα συγκεκριμένο ζήτημα ερμηνείας και ισχύος: ποιος ενσαρκώνει την τάξη, ποιος υπαγορεύει τους κανόνες της και ποιος είναι ο φύλακας της;

Η λογικά επισφαλής, όσο και ιδεολογικά απαραίτητη, ταύτιση μιας ορισμένης τάξης με την τάξη καθ’ εαυτήν γίνεται έκδηλη και όταν η αντίληψη περί τάξεως εκτείνεται πέραν του κοινωνικοπολιτικού πεδίου προσλαμβάνοντας διαστάσεις ανθρωπολογικές ή και κοσμικές. Η κεκηρυγμένη εχθρότητα των συντηρητικών προς τις θεωρίες ποτέ δεν τους εμπόδισε να εντρυφήσουν σε κατασκευές για τους αιώνιους νόμους του κόσμου, την αιώνια τάξη κτλ. καθώς και για τον συναγόμενο απ’ αυτά τα μεγέθη προορισμό του ανθρώπου. Αλλά ακριβώς επειδή πίσω από τέτοιες κατασκευές βρίσκονται ζητήματα ερμηνείας, οι εχθροί των συντηρητικών έσπευσαν από την πλευρά τους να υιοθετήσουν έννοιες όπως λ.χ. η «αιώνια τάξη» και να τις φορτίσουν με το αρεστό στους ίδιους κανονιστικό περιεχόμενο. Έτσι, οι συντηρητικοί και οι επαναστάτες κηρύσσουν εξ ίσου την πίστη τους στο «φυσικό δίκαιο», αν και συνδέουν μαζί του ριζικά διαφορετικές παραστάσεις, και τούτη η κοινή ομολογία πίστεως θέτει αμφότερους μπροστά σε παρόμοιες, αν και αντίστροφες, θεωρητικές δυσκολίες: όπως οι συντηρητικοί ποτέ δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν ικανοποιητικά πώς κατάφεραν οι επαναστάτες να ανατρέψουν μιαν εντελώς «φυσική» ή και «θεία» τάξη κι έτσι να φανούν ισχυρότεροι από τουτην, έτσι και οι επαναστάτες οπαδοί του φυσικού δικαίου δεν έδωσαν ίσαμε τώρα πειστική απάντηση στο ερώτημα πώς στάθηκε δυνατό να παραβιασθούν οι επιταγές της φύσης σε τόση έκταση και διάρκεια μέσω της καταπίεσης, της βίας και της αλλοτρίωσης.

Όσα είπαμε δεν σκόπευαν να «ανασκευάσουν» τον συντηρητισμό από τη σκοπιά κάποιας ανταγωνιστικής ιδεολογίας, αφού μάλιστα εμείς πιστεύουμε ότι από καιρό είναι νεκρός. Όμως, χωρίς την πλήρη αναγωγή των συντηρητικών κοινών τόπων στο πολεμικό τους περιεχόμενο και την πολεμική τους λειτουργία δεν μπορεί ν’ ανοίξει ο δρόμος για την ιστορική σύλληψη του συντηρητικού φαινομένου. Με άλλα λόγια, ο συντηρητισμός γίνεται ορατός ως φαινόμενο ιστορικό, δεμένο σε τόπο και χρόνο, μονάχα όταν τα μεγέθη εκείνα, τα οποία στη δική του αυτοκατανόηση εμφανίζονται ως οντολογικές ή ανθρωπολογικές κατηγορίες, νοηθούν και αναλυθούν στη συγκεκριμένη τους λειτουργία κατά την επιδίωξη πολιτικής ισχύος. Ως επιστήμονες πρέπει να μάθουμε να μιλάμε για τον συντηρητισμό ως λίγο-πολύ συνεκτική και χαρακτηριζόμενη από ειδοποιά γνωρίσματα ενότητα μέσα στην ιστορία της πολιτικής και των ιδεών, ακριβώς όπως κάνουμε σήμερα όταν γίνεται λόγος για τη «Μεταρρύθμιση» ή τον «Διαφωτισμό». Με την αυστηρά ιστορική σημασία ο συντηρητισμός ορίζεται ως το ιδεολογικό και κοινωνικοπολιτικό εκείνο ρεύμα, σκοπός του οποίου ήταν η διατήρηση της societas civilis και της κυριαρχικής θέσης των ανώτερων στρωμάτων της.

Ιδιαίτερα ως προς την ιδεολογική του έποψη, ο συντηρητισμός αντλεί το βασικό σώμα των θεωριών του από τον θεολογικό και κοινωνικοφιλοσοφικό κύκλο ιδεών της societas civilis, κι επομένως προηγείται χρονικά από τον ορθολογισμό των Νέων Χρόνων και μάλιστα του Διαφωτισμού, μολονότι η αντιπαράθεση με τον τελευταίο αποτελεί σημαντική —και ίσαμε σήμερα την καλύτερα γνωστή, αν όχι τη μόνη γνωστή— φάση της εξέλιξης του. Από την κοινωνικοπολιτική άποψη, πάλι, ο συντηρητισμός σημαίνει την αντίσταση (των ανώτερων στρωμάτων) της societas civilis ενάντια στην αποσύνθεση της, η οποία άρχισε με τη μορφή του νεότερου χωρισμού κράτους και κοινωνίας και αργότερα συμπληρώθηκε με τον παραμερισμό του πρωτείου της γεωργίας από το πρωτείο της βιομηχανίας. Η ολοκλήρωση αυτής της μακράς και πολύπλοκης διαδικασίας σημαίνει και το τέλος του συντηρητισμού· το ιστορικό περιεχόμενο του συντηρητισμού εξαντλείται, με άλλα λόγια, στις κοσμοθεωρητικά, κοινωνικοφιλοσοφικά ή ανθρωπολογικά αιτιολογημένες τοποθετήσεις απέναντι σε τούτη τη διαδικασία και στη συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα των κυρίαρχων στρωμάτων της societas civilis προκειμένου να την αντιμετωπίσουν.

Έξω από αυτό το πλαίσιο της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών για συντηρητισμό μπορεί να γίνει λόγος μόνον μεταφορικά ή με πολεμική-απολογητική πρόθεση. Μαζί με τον φιλελευθερισμό και τη (ριζοσπαστική ή κοινωνική) δημοκρατία, ο συντηρητισμός ανήκει στα μεγάλα συνθήματα και κινήματα της μακράς.εποχής, την οποία χαρακτηρίζει η παραπάνω διαδικασία. Ενώ όμως ο συντηρητισμός είχε πρακτικά ξοφλήσει όταν επιβλήθηκε σε όλη τη γραμμή ο χωρισμός κράτους και κοινωνίας (δηλ. του σύγχρονου συγκεντρωτικού και ενιαία διοικούμενου κράτους και της κυριαρχούμενης από την αστική τάξη, γοργά εκβιομηχανιζόμενης κοινωνίας), ο φιλελευθερισμός και η κοινωνική δημοκρατία (ο σοσιαλισμός) ζυγώνουν προς το τέλος τους και χάνουν το νόημα τους ως πολιτικές έννοιες καθώς ο χωρισμός κράτους και κοινωνίας αίρεται εκ νέου — όχι όμως επειδή άρχισε η επιστροφή στην προβιομηχανική societas civilis, αλλά εξ αιτίας της νίκης του κράτους (δηλ. όσων κοινωνικών ομάδων θεωρούν το κράτος ως το σπουδαιότερο εργαλείο τους ή προστάτη δικών τους συμφερόντων) πάνω στην (κυριαρχούμενη από την αστική τάξη) κοινωνία. Η πληθωρική και άκρως συγκεχυμένη χρήση όλων αυτών των εννοιών στις ημέρες μας, έτσι ώστε η κάθε μια τους περνάει στην άλλη και καμμία τους δεν είναι ακριβής, αποτελεί σημείο ευκρινέστατο του γεγονότος ότι εν μέρει ζυγώνει και εν μέρει ήρθε κιόλας το τέλος της ιστορικής εκείνης εποχής, από την κοινωνικοπολιτική και πνευματική ζωή της οποίας άντλησαν μερικά ή ολικά το περιεχόμενο τους.

ΠΗΓΗ: Περιοδικό Λεβιάθαν, 1994. Ηλεκτρονική πηγή (με σημειώσεις, που έχουν παραλειφθεί εδώ). Πρόκειται για μετάφραση αποσπάσματος από το βιβλίο του ΠΚ, Konservativismus (1986), του οποίου επίκειται η έκδοση στα ελληνικά

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Η σημασία της ικανότητας του ηγέτη

Οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να μιμούνται τις πράξεις των επιτυχημένων και να επιδιώκουν να τους μοιάσουν. Εννοείται ότι οι πράξεις τους πολύ λίγο μοιάζουν με εκείνες των προτύπων τους, για τον απλούστατο λόγο ότι η ικανότητά τους δεν έχει καμιά σχέση με την ικανότητα εκείνων.

Ο άνθρωπος που δε διαθέτει
και τόσο σπουδαίες εκ φύσεως ικανότητες, θα πρέπει να διαλέγει ως πρότυπα τους άνδρες που αναδείχθηκαν σπουδαίοι, γιατί, παρότι δε θα μπορέσει ποτέ να τους φτάσει, τουλάχιστον θα πάρει κάτι από τη μυρωδιά τους.

Οι ικανοί τοξότες, σαν δουν πως ο στόχος τους είναι πολύ μακρινός, κι έχοντας επίγνωση μέχρι πού μπορεί να φτάσει το Βέλος τους, στοχεύουν πολύ ψηλότερα από το σημείο όπου βρίσκεται το σημάδι που πραγματικά θέλουν να πετύχουν, γιατί ξέρουν ότι μόνο με τη βοήθεια ενός πιο ψηλού στόχου μπορούν να αυξήσουν τις πιθανότητες να πετύχουν την αρχική τους επιδίωξη.

Για να γίνει κανείς Ηγέτης πρέπει: να διαθέτει ικανότητα ή να διαθέτει τύχη.

Ο Ηγέτης όμως που θα μείνει στην εξουσία περισσότερο, είναι εκείνος που θα στηριχθεί λιγότερο στην τύχη του.


Οι μεγάλοι Ηγέτες δεν περίμεναν τη δεύτερη εύνοια της τύχης τους, εκμεταλλεύτηκαν την αρχική.

Δεν αρκεί να αδράξει Ηγέτης την ευκαιρία που του έστειλε η τύχη. Πρέπει και να τη διαμορφώσει. Αν δεν διαθέτει την ικανότητα να χειρισθεί σωστά το υλικό που του προσφέρει η καλή του τύχη, η ευκαιρία πάει χαμένη.

Όσοι γίνονται Ηγέτες βασίζονται κυρίως στις ικανότητές τους, κατακτούν την εξουσία με λίγο κόπο, αλλά χρειάζονται πάρα πολύ κόπο για να τη διατηρήσουν.

Με έναν τρόπο διατηρείται η εξουσία: με τη σωστή διαχείρισή της.


Πιο δύσκολο και πιο επικίνδυνο πράγμα δεν υπάρχει από το να αλλάξεις τους θεσμούς της εξουσίας που μόλις απέκτησες.

Με το που θα πας να αλλάξεις τους θεσμούς, θα κάνεις εχθρούς τους πάντες. Όχι μόνο εκείνους που τους συμφέρουν οι παλιοί θεσμοί, αλλά κι εκείνους που θα ωφεληθούν από τους νέους, αφού δεν πρόκειται να σε στηρίξουν, παρά μόνο όταν βεβαιωθούν πως οι νέοι θεσμοί τελικά επικράτησαν. Στην καλύτερη περίπτωση οι πρώτοι θα σε πολεμάνε με λύσσα, ενώ οι δεύτεροι θα σε υποστηρίζουν χλιαρά.


Μπορείς να αλλάξεις τους θεσμούς ή με την πειθώ ή με τη βία. Η ιστορία δείχνει πως όσοι εφάρμοσαν τον πρώτο τρόπο και κακό τέλος είχαν και τους θεσμούς δεν άλλαξαν, ενώ όσοι χρησιμοποίησαν το δεύτερο, και δεν κινδύνεψαν και είχαν αποτέλεσμα.

Οι λαοί δεν έχουν σταθερά ιδανικά. Πιο εύκολα πείθονται από ένα δημαγωγό, παρά κρατάνε σταθερά τα πιστεύω τους.

Μόλις ο λαός αρχίζει να χάνει την πίστη του σε σένα, να του τη διατηρήσεις με τη Βία. Αλλιώς, όταν ο λαός αρχίσει να μη σε πιστεύει πια, κινδυνεύεις να πέσεις και να τσακιστείς στους ίδιους τους θεσμούς που ο ίδιος θεσμοθέτησες.

Η κακή χρήση της βίας γίνεται, είτε από δειλία του Ηγέτη είτε από ανικανότητα να διοικήσει.


Η καλή χρήση της βίας τις περισσότερες φορές αποδίδει για όλους, ενώ η κακή χρήση της οδηγεί στο να χάσει ο Ηγέτης την εξουσία.

Όταν ο Ηγέτης κάνει τις ωμότητες στην αρχή και όλες μαζί, στη συνέχεια οι πράξεις του φαίνονται ως ευεργεσίες και σταδιακά δημιουργείται κλίμα ασφάλειας στους εξουσιαζόμενους. Στην αντίθετη περίπτωση, κρατά συνέχεια στο χέρι το μαχαίρι και δεν μπορεί να στηριχθεί στους εξουσιαζόμενους, επειδή από φόβο δεν μπορούν κι εκείνοι να τον εμπιστευθούν.

Οι ωμότητες πρέπει να γίνονται όλες μαζί ώστε η γεύση τους να διαρκεί όσο γίνεται λιγότερο, ενώ οι ευεργεσίες πρέπει να γίνονται σταδιακά ώστε η γεύση τους να διαρκεί περισσότερο.

Την ευεργεσία ο Ηγέτης πρέπει να την κάνει σε ανύποπτο χρόνο κι όχι όταν είναι αναγκασμένος από τις περιστάσεις, επειδή στη δεύτερη περίπτωση μόνο τον ίδιο τον Ηγέτη δε θα ωφελήσει, γιατί τότε όλοι θα πιστέψουν πως την έκανε επειδή ήταν αναγκασμένος να την κάνει και έτσι κανείς δε θα του χρωστά ευγνωμοσύνη.

Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ

Ψευδαίσθηση του χρήματος - Money illusion

Ψευδαίσθηση του χρήματος  Money illusion.
  Είναι η τάση να εστιάζουμε την προσοχή μας στην ονομαστική αξία του νομίσματος παρά στην
αγοραστική του αξία ως μέσο ανταλλαγής. Για παράδειγμα η αλλαγή από δραχμή σε ευρώ. Πριν την αλλαγή μια τυρόπιτα κόστιζε 100 δρχ, ενώ μετά έφτασε 1 ή 1,5 ευρώ. Το 1,5 φαίνεται πολύ μικρότερο από το 100,στην πραγματικότητα όμως τώρα η τυρόπιτα κοστίζει 5 φορές πάνω!Με την ίδια προδιάθεση σήμερα το χαρτονόμισμα των 5 ευρώ αξιολογείται χαμηλά στη συνείδησή μας,ενώ πριν την αλλαγή το ποσό των 1700 δρχ είχε πολύ σημαντικότερη αγοραστική αξία.
Η σύγχρονη παραγωγική βιομηχανία μέσω της διαφήμισης και των ΜΜΕ βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ενίσχυσης και διαιώνισης των παραπάνω (αλλά και άλλων)  προδιαθέσεων στο καταναλωτικό κοινό. Ο κυριότερος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ο στόχος της αύξησης του κέρδους και άρα πώλησης περισσότερων προϊόντων που διέπει την ύπαρξη αυτών των επιχειρήσεων.
Ταυτόχρονα γνωσιακές προδιαθέσεις εντοπίζονται και σε μακροοικονομικό επίπεδο σε όλες τις πτυχές των επαγγελμάτων,εταιρειών,οργανισμών με αντικείμενο τα οικονομικά. Ο λόγος γίνεται για τα χρηματιστήρια και όλες τις επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες σε αυτά, τις λεγόμενες «αγορές» που προσφάτως μπήκαν και επηρέασαν τη ζωή εκατομμυρίων Ελλήνων, τις τράπεζες, τα ιδιωτικά funds, διεθνείς οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ούτω καθεξής. Μια προδιάθεση που είναι ιδιαίτερα εμφανής είναι η ψυχολογία του όχλου ή της αγέλης (herd instinct , herd behaviour σε ελεύθερη μετάφραση). Σίγουρα αρκετοί αναγνώστες θα έχουν προσέξει ότι κάθε σημαντική  πολιτική,κοινωνική,οικονομική εξέλιξη (ακόμα και φυσικά γεγονότα ή ατυχήματα) προκαλεί ένα «ντόμινο» παρόμοιων οικονομικών συνεπειών παγκοσμίως με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις εκλογές στην Ιταλιά που δεν ανέδειξαν κυβέρνηση. Πτώση στα χρηματιστήρια, άνοδος των spreads, έντονη ανησυχία των αγορών κ.λ.π. Επαγωγικά λοιπόν συμπεραίνουμε ότι υπάρχει μια αρνητική (καταστροφική συχνά) ερμηνεία ενός γεγονότος,αρχίζει ένα fund να «πουλάει» και ακολουθούν και όλοι οι υπόλοιποι αφού κανείς δε θέλει να βγει χαμένος! Πρέπει να σημειωθεί ότι στη σημερινή εποχή της παγκόσμιας δικτύωσης οι οικονομικές αυτές επιπτώσεις μεταδίδονται πλέον σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και σε αυτό συμβάλλουν και τα οικονομικά ενημερωτικά δίκτυα που εδώ και δεκαετίες έχουν δημιουργηθεί από μεγάλης εμβέλειας ΜΜΕ. Παράλληλα ελέγχεται και αν η καταστροφική ερμηνεία κάποιου πολιτικού γεγονότος μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Σε αυτό το επίπεδο μπορεί κανείς να διακρίνει τη γνωσιακή διαστρέβλωση της μεγαλοποίησης των  αρνητικών. Άλλες γνωσιακές προδιαθέσεις και διαστρεβλώσεις που εντοπίζονται στο ίδιο παράδειγμα είναι η επιλεκτική προσοχή, προδιάθεση προσοχής (Attentional bias) και η προδιάθεση αρνητικότητας (Negativity bias).
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα του αντικειμένου ενός σχετικά νέου επιστημονικού κλάδου αυτού της Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής (Behavioral Finance). Πρόκειται με απλά λόγια για μια συνένωση πηγών από κλάδους της ψυχολογίας και της οικονομικής επιστήμης και ασχολείται με τη μελέτη της συμπεριφοράς των ανθρώπων ως άτομα και ως μέλη ευρύτερων ομάδων σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση χρημάτων. Το έναυσμα για την ανάπτυξη του κλάδου αυτού δόθηκε από την ανάγκη εύρεσης εξηγήσεων για περιπτώσεις που η οικονομική συμπεριφορά επενδυτών και καταναλωτών ήταν μη ορθολογική. Την κορύφωση μιας ανορθολογικής οικονομικής συμπεριφοράς αποτέλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση των τελευταίων ετών. Φαίνεται λοιπόν ότι μια από τις γενεσιουργές αιτίες της κρίσης ήταν ο παράγοντας των γνωσιακών προδιαθέσεων!

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Προϋποθέσεις, παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής



του Π. Κονδυλη

Η διάγνωση των κινητήριων δυνάμεων της σημερινής πλανητικής πολιτικής, όπως επιχειρείται σ’ αυτό το βιβλίο, κατατείνει στη διαγραφή ορισμένων μελλοντικών προοπτικών, των οποίων την πραγμάτωση απεύχομαι προσωπικά, αλλά τις οποίες ως αναλυτής οφείλω να διατυπώσω με σαφήνεια. Μπροστά μας ανοίγεται μια εποχή πλανητικών και περιφερειακών συγκρούσεων, πού θα καταστήσουν πολύ δύσκολη, αν δεν ματαιώσουν, την παγίωση μιας διεθνούς τάξης, καθώς οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες πολιτικές, οικονομικές και γεωπολιτικές τους αιτίες θα συντήκονται όλο και περισσότερο με τις μακροπρόθεσμες οικολογικές και πληθυσμιακές πιέσεις, γεννώντας χρόνιες κρίσεις και ανεξέλεγκτους παροξυσμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέλος των ιδεολογιών του 19ου αιώνα, οι οποίες κυριάρχησαν και στον 20ό, δεν θα συνεπιφέρει τον κατευνασμό των αντιθέσεων, παρά απλώς τη μετατόπισή τους σ’ ένα πεδίο στοιχειακό, υπαρξιακό και βιολογικό, στο επίκεντρο του οποίου θα βρίσκεται απροκάλυπτα το πρόβλημα της κατανομής των αγαθών σε παγκόσμια κλίμακα. Ό, τι σήμερα προσφέρεται ως νέα πυξίδα προσανατολισμού της πολιτικής δράσης και ως πανάκεια — προ παντός ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων — κατά πάσα πιθανότητα θα μεταβληθεί σε ένα νέο πεδίο μάχης, όπου η πάλη των ερμηνειών θα






συνδέεται με ακόμα πιο χειροπιαστές μορφές πάλης. Στη διελκυστίνδα ανάμεσα σ’ έναν ανέφικτο οικουμενισμό και σε μια υπεράσπιση συλλογικών συμφερόντων αναπόδραστα οργανωμένη πάνω σε στενότερη τοπική και πληθυσμιακή βάση, το κρατικά οργανωμένο έθνος δεν διαλύεται, όπως περίμεναν πολλοί, μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα, παρά αναλαμβάνει έναν νέο ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνον πού έπαιξαν στο απώτερο παρελθόν το αστικό έθνος και στο πιο πρόσφατο οι αποκρυσταλλώσεις του κομμουνιστικού εθνικισμού. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα σε μια πυκνή και έντονα ανταγωνιστική παγκόσμια κοινωνία — όμως το μέλημα αυτό θα συναιρείται όλο και περισσότερο σ’ ένα αίτημα στοιχειώδους επιβίωσης στον βαθμό πού θα στενεύουν τα περιθώρια κινήσεων μέσα στους κόλπους της παγκόσμιας κοινωνίας. Η εξ αντικειμένου νέα αυτή λειτουργία του εθνικισμού παραμένει καθοριστική ανεξάρτητα από τις συνήθως αυτάρεσκες μυθολογίες μέσω των οποίων κατανοεί ο ίδιος τον εαυτό του, αντλώντας από το πραγματικό ή φανταστικό, κοντινό ή μακρινό παρελθόν.

Βεβαίως, οι μυθολογίες, ακόμα και οι πιο αυθαίρετες, είναι δυνατό να επιδράσουν θετικά στην εθνική ζωή κινητοποιώντας και συσπειρώνοντας δυνάμεις. Όμως προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι μια αντικειμενική εθνική ζωτικότητα, μια πλησμονή χειροπιαστής ισχύος, η οποία επιτρέπει σ’ ένα έθνος να κινείται, θα λέγαμε, στο ύψος των ψευδαισθήσεών του. Όπου αντίθετα το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες. Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει τις έμμονες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτεπίγνωση. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι η ψυχολογική αυτή κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού ˙ γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτεπίγνωσης είναι η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στον οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας κατά το δυνατόν νηφάλια τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογικά εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας. Όπως οι κατώτεροι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σ’ ό,τι τους ερεθίζει άμεσα και ειδικά· οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στη Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για τα όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν, αναλόγως, τα πνεύματα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας. Ακόμα και όταν η συζήτηση μετατοπίζεται στον κυρίως χώρο της εξωτερικής πολιτικής, κυριαρχεί το στιγμιαίο, το κυμαινόμενο και το κοντινό, όχι η προσεκτική και τεκμηριωμένη στάθμιση μακρόπνοων γενικότερων τάσεων, οι οποίες ίσως μια μέρα βαρύνουν πάνω στις τύχες των Ελλήνων τουλάχιστον τόσο, όσο και τα διαδραματιζόμενα αυτή την ώρα στα όμορα κράτη. Έτσι, ενώ ξαφνικά (σε μια χώρα όπου οι εθνικά ζωτικές αλβανολογικές, σλαβολογικές και τουρκολογικές σπουδές εκπροσωπούνται εμβρυωδώς μόνον) ο τόπος γέμισε από εμβριθείς και εμπαθείς βαλκανολόγους, δεν γίνεται καμμία σοβαρή και διαρκής συζήτηση για το φλέγον όσο ποτέ άλλοτε ζήτημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για το ποιές δυνάμεις για ποιούς λόγους την προωθούν και ποιές γιατί ενδεχομένως θα τη ματαιώσουν, για τις συναφείς ελληνικές απόψεις και προτάσεις (υπάρχουν;) και για τη θέση του ελληνικού έθνους μέσα σ’ αυτές τις εξαιρετικά αντιφατικές διαδικασίες — όχι για τη θέση μιας φανταστικής Ελλάδας μέσα σε μιαν εξ ίσου φανταστική Ευρώπη, αλλά μιας επαρχιακής και παρασιτικής Ελλάδας με τεράστιες, κι ίσως ανυπέρβλητες, δυσχέρειες προσαρμογής σε μιαν έντονα δύστροπη απέναντι της και βαθύτατα διχασμένη ως προς τη δική της την ταυτότητα και τις δικές της τις προοπτικές Ευρώπη. Επίσης ελάχιστοι φαίνεται να ενδιαφέρονται για τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα των διαγραφόμενων οικολογικών στενωπών ή για τις προσεχείς συνέπειες της μετανάστευσης των λαών σε μια χώρα τόσο ευπαθή οικολογικά και τόσο έκθετη γεωγραφικά όσο η Ελλάδα. Όμως η έλλειψη, και μάλιστα η άρνηση, της αυτεπίγνωσης δεν φαίνεται μόνον έμμεσα στη στενότητα της πολιτικής κοσμοεικόνας, από την οποία συνήθως αφορμώνται οι συζητήσεις πάνω στην εθνική πολιτική. Φαίνεται και άμεσα, στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των συζητήσεων. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται δηλ. περισσότερο ή λιγότερο θεμελιωμένες σκέψεις και γνώμες για το ποιά τροπή θα πάρει αυτή ή εκείνη η συγκεκριμένη εξέλιξη και για το αν αυτή ή εκείνη η ενέργεια ενδείκνυται ή όχι, πράγμα πού συχνότατα οδηγεί στη γνωστή και προσφιλή πολιτικολογία και τραπεζορητορεία. Δεν θίγεται όμως ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε πολιτικής προβληματικής: ποιά είναι η ταυτότητα και η οντότητα του πολιτικού υποκειμένου, για τις πράξεις, τις παραλείψεις και το μέλλον του οποίου γίνεται λόγος; Πιο συγκεκριμένα: ποιά είναι η σημερινή φυσιογνωμία της Ελλάδας και τι προκύπτει απ’ αυτήν ως προς την ικανότητά της να ασκήσει εθνική πολιτική μέσα στις σημερινές πλανητικές συνθήκες; Η απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα θα απαιτούσε μιαν απογραφή του εθνικού δυναμικού με την ευρύτατη έννοια του όρου, και αυτή θα ήταν σήμερα ιδιαίτερα οδυνηρή, αν γινόταν χωρίς απολογητικές ανάγκες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Επί πλέον θα γεννούσε δικαιολογημένη διάθεση απαισιοδοξίας, εφ’ όσον ο καθένας βλέπει, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι όποιος θέλει να ασκήσει τελεσφόρα εθνική πολιτική, σε αναγκαστικά ευρύτατους πλέον χώρους, πρέπει, πέρα και πριν από την εύστοχη σύλληψη των γενικών καταστάσεων και τη διπλωματική ικανότητα, να διαθέτει ακμαία εθνική οντότητα αποτυπωμένη σ’ ένα πολυδιάστατο πλέγμα κοινωνικών, οικονομικών, στρατιωτικών και ψυχολογικών παραγόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αν η Ελλάδα συγκέντρωνε σε υψηλό βαθμό τους παράγοντες αυτούς σε μόνιμη βάση και προτού ακόμα ξεσπάσει η σημερινή βαλκανική κρίση, θα ασκούσε διαφορετική ακτινοβολία και θα είχε μεγαλύτερες δυνατότητες να επηρεάσει τις εξελίξεις. Η εσωτερική αποσύνθεση, την οποία κανείς αφήνει να προχωρήσει όσο δεν φαίνεται ν’ αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο, του στερεί τα απαιτούμενα μέσα και περιθώρια ελιγμών όταν η ανάγκη σφίγγει.

Παρακάτω θα μιλήσουμε για τους μικροπολιτικούς λόγους πού εμποδίζουν να τίθενται αμείλικτα και σ’ όλη τους την έκταση τα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα: ποιες είναι οι γενικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση μακρόπνοης και επιτυχούς εθνικής πολιτικής; πώς πρέπει να είναι δομημένο ένα έθνος ικανό να αντιμετωπίσει στο πλαίσιο του ανθρωπίνως δυνατού οποιαδήποτε ενδεχόμενα, ακόμα και απότομες μεταλλαγές της συγκυρίας; Ας σημειώσουμε προκαταβολικά ότι η γενική απροθυμία άμεσης και μετωπικής αντιπαράθεσης με το κεφαλαιώδες τούτο ζήτημα αντανακλάται μεταξύ άλλων στον ηχηρό τρόπο, με τον οποίο η εθνική πολιτική ασκείται ως πολιτική διεκδικήσεως «εθνικών δικαίων». Τούτο δεν είναι καθ’ αυτό κακό, και σε διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να παρουσιάζει πλεονεκτήματα τακτικής, αν δεν γίνεται τόσο αδέξια και αψυχολόγητα (ως προς την ψυχολογία των μη Ελλήνων) όσο συνήθως γίνεται. Όμως εδώ θέλουμε ν’ αναφερθούμε σε κάτι άλλο. Η έμφαση πού αποδίδεται στην έννοια του «δικαίου» κατά κανόνα είναι ευθέως ανάλογη προς την εθνική ισχνότητα και τη διπλωματική επιπολαιότητα· υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι μόλις εμφανισθεί στο διεθνές προσκήνιο η Ελλάδα (ολόκληρη Ελλάδα!) και υψώσει τη φωνή για τα δίκαιά της, η κοινωνία των εθνών θα αφήσει τις δικές της έγνοιες και θα ενδιαφερθεί για τα ελληνικά αιτήματα, περίπου αποσβολωμένη από την ηθική λάμψη τους. Η προβολή της εξ ορισμού ανώτερης ηθικής διάστασης φαίνεται να απαλλάσσει από τους ταπεινούς μόχθους και τους παραζαλιστικούς λαβυρίνθους της συγκεκριμένης πολιτικής, φαίνεται δηλ. ότι αρκεί να έχει κανείς το δίκαιο με το μέρος του για να έχει κάνει σχεδόν τα πάντα, όσα εξαρτώνται απ’ αυτόν ˙ στον υπόλοιπο κόσμο εναπόκειται να αντιληφθεί το ελληνικό δίκαιο και να πράξει ανάλογα. Η ελληνική πλευρά συχνότατα θεώρησε και θεωρεί ως αδιανόητο ότι οι άλλοι μπορούν να έχουν (ειλικρινά ή όχι) διαφορετική αντίληψη για το τι είναι δίκαιο· επίσης δυσκολευόταν και δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι οι άλλοι δεν παίρνουν πάντα τοις μετρητοίς τους ισχυρισμούς της κι ότι χρησιμοποιούν και άλλες πηγές πληροφοριών ή ακούνε και άλλες απόψεις. Εκείνο όμως πού προ παντός αρνείται να κατανοήσει σε μόνιμη βάση η ελληνική πλευρά, καθώς έχει αυτοπαγιδευθεί στις υπεραναπληρώσεις των ηθικολογικών άλλοθι, είναι ότι κάθε ισχυρισμός και κάθε διεκδίκηση μετρούν μόνο τόσο, όσο και η εθνική οντότητα πού στέκει πίσω τους. Όποιος λ.χ. μονίμως επαιτεί δάνεια και επιδοτήσεις για να χρηματοδοτήσει την οκνηρία και την οργανωτική του ανικανότητα δεν μπορεί να περιμένει ότι θα εντυπωσιάσει ποτέ κανέναν με τα υπόλοιπα «δίκαιά» του. Ούτε μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα ληφθεί ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν μέσα στο διεθνές πολιτικό παιγνίδι, αν δεν έχει κατανοήσει, και αν δεν συμπεριφέρεται έχοντας κατανοήσει, ότι, πίσω και πέρα από τις μη δεσμευτικές διακηρύξεις αρχών ή τις αόριστες φιλοφρονήσεις, τις φιλίες ή τις έχθρες τις δημιουργεί και τις παγιώνει η σύμπτωση ή η απόκλιση των συμφερόντων. Όμως στη βάση αυτή μπορεί να κινηθεί μόνον όποιος έχει την υλική δυνατότητα να προσφέρει τόσα, όσα ζητά ως αντάλλαγμα. Με άλλα λόγια: οι κινήσεις στο πολιτικό-διπλωματικό πεδίο αποδίδουν όχι ανάλογα με το «δίκαιο», το οποίο άλλωστε η κάθε πλευρά ορίζει για λογαριασμό της, αλλά ανάλογα με το ιστορικό και κοινωνικό βάρος των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων, το οποίο όλοι αποτιμούν κατά μέσον όρο παρόμοια, όπως γίνεται και με τα εμπορεύματα στην αγορά. Επί πλέον καμμιά προστασία και καμμιά συμμαχία δεν κατασφαλίζει τελειωτικά οποίον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σ’ όποιον δεν διαθέτει ό ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών. Ίσως να θεωρεί κανείς «απάνθρωπα» και λυπηρά αυτά τα δεδομένα ˙ αν όμως ασκεί εθνική πολιτική αγνοώντας τα, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί σε μια κατάσταση όπου τη λύπη για την ηθική κατάπτωση των άλλων θα τη διαδεχθεί ο θρήνος για τις δικές του συμφορές.

Μιλώντας για τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους μιας ελληνικής εθνικής πολιτικής μέσα στη σημερινή πλανητική συγκυρία δεν είναι δυνατό να μην ανασκοπήσουμε την πορεία πού οδήγησε στη σημερινή κρίση ή απίσχνανση της ελληνικής εθνικής οντότητας. Για να μείνουμε με κάθε δυνατή συντομία στα ουσιώδη σημεία, θα πούμε ότι η πορεία αυτή περιλαμβάνει δύο μεγάλες φάσεις. Η πρώτη αναφέρεται στη συνεχή και αμετάκλητη γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού μετά την καταστροφή του 1922, την οποία ελάχιστα μόνον ανέστειλε η ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Μια κεντρική ιδιομορφία της νεοελληνικής ιστορίας ήταν το ασύμπτωτο έθνους και κράτους, όχι επειδή το κράτος, το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ελληνικής εθνότητας, περιείχε σε αξιόλογο βαθμό και εθνότητες ξένες, όχι δηλ. επειδή το κράτος ήταν ευρύτερο από το έθνος, όπως έγινε σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. την ρωσική), αλλά για τον αντίθετο ακριβώς λόγο: το έθνος ήταν εξ αρχής κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος. Τούτο το χάσμα μεταξύ έθνους και κράτους έκλεισε, πάλι, μόνον εν μέρει με την επέκταση του κράτους, έτσι ώστε να συμπεριλάβει το σώμα του έθνους. Αυτό έγινε με την ένωση των Ιονίων Νήσων και προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, έκτοτε όμως η πορεία αντιστράφηκε: το έθνος συνέπιπτε όλο και περισσότερο με το κράτος επειδή εξολοθρευόταν ή εκτοπιζόταν σε όσες περιοχές βρίσκονταν έξω από το κράτος, δηλ. επειδή συρρικνωνόταν γεωπολιτικά. Η γεωγραφική σύμπτωση έθνους και κράτους, όπως σε μεγάλο βαθμό υφίσταται σήμερα, πραγματοποιήθηκε όταν, μετά τον ελληνισμό της Μικρής Ασίας, αφανίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Η προσωρινά τελευταία πράξη αυτής της τραγωδίας διαδραματίσθηκε στην Κύπρο, που, πολύ πριν από το ολέθριο πραξικόπημα του 1974, η ελληνική διπλωματία έδειξε πόσο είναι ανίκανη να κάνει μακρόπνοη και τελεσφόρα εθνική πολιτική εμπνεόμενη όχι από συναισθηματισμούς και ρητορείες περί «εθνικών δικαίων», αλλά από την γνώση και την φρόνιμη στάθμιση των διεθνών παραγόντων.

Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ιδιαίτερα τι πλεονεκτήματα έχει ένα έθνος επεκτεινόμενο πέρα από τα όρια του κράτους του. Όχι μόνον ο κύριος κορμός του έθνους, πού ζει μέσα στο κράτος, δέχεται συνεχώς ζείδωρες μεταγγίσεις αίματος απ’ έξω, αλλά και το ίδιο το εθνικό κράτος, έχοντας το μάτι στυλωμένο στους ομοεθνείς του εξωτερικού, έχει μιαν αίσθηση ευρύτερης ιστορικής ευθύνης και αποστολής. Όποιος θα κατανοήσει χωρίς προκαταλήψεις τι οφείλει ο σημερινός τουρκικός δυναμισμός στην αίσθηση αυτή, θα καταλάβει εύκολα για ποιο πράγμα μιλάμε, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες ελληνικές εμπειρίες φαίνονται να έχουν εξανεμισθεί από καιρό. Πράγματι, ένα καθοριστικό γνώρισμα της σημερινής ελληνικής εθνικής ζωής, δηλ. της εθνικής ζωής μετά τη γεωπολιτική συρρίκνωση του ελληνισμού, είναι η απουσία ιστορικών στόχων ικανών να κινητοποιήσουν συνειδητά και μακροπρόθεσμα συλλογικές δυνάμεις. Πάνω σ’ αυτό δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς ούτε από τυποποιημένες πατριωτικές κορώνες ούτε από τις ανόρεχτες μάχες οπισθοφυλακής πού δίνονται για το κυπριακό — ούτε επίσης πρέπει να εκλαμβάνει ως τέτοιο στόχο την «ένταξη στην Ευρώπη»: γιατί προς αυτήν ωθεί μια μαζική επιθυμία καταναλωτικής ευζωίας, η οποία, προκειμένου να πραγματοποιηθεί, δεν θα δίσταζε και πολύ να μετατρέψει την ένταξη σε ταπεινωτική εθνική εκποίηση.

Η παρατήρηση αυτή μας φέρνει στη δεύτερη από τις δύο μεγάλες φάσεις της εθνικής συρρίκνωσης του ελληνισμού σ’ αυτόν τον αιώνα. Αν η πρώτη είχε κυρίως γεωπολιτικό χαρακτήρα, η δεύτερη, πού άρχισε μετά τη σχετική ολοκλήρωση της πρώτης, χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα και τα συμπαρομαρτούντα ενός παρασιτικού καταναλωτισμού αδιάφορου για τις μακροπρόθεσμες εθνικές του επιπτώσεις, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της χώρας και την αυτοτέλεια των εθνικών της αποφάσεων. Τον καταναλωτισμό αυτόν δεν τον ονομάζουμε παρασιτικό για να τον υποβιβάσουμε ηθικά, αντιπαρατάσσοντάς του «ανώτερα» και «πνευματικά» ιδεώδη ζωής, όπως κάνουν διάφοροι διανοούμενοι. Θα ήταν εξωπραγματικό και ανόητο να θέλει να αποκόψει κανείς τον ελληνικό λαό στο σύνολό του από τις νέες δυνατότητες της παραγωγής και της τεχνολογίας — και επί πλέον θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί μια τέτοια αποκοπή θα συμβάδιζε με μια γενικότερη οικονομική και στρατιωτική καθυστέρηση. Ό όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό. Η εξέλιξη αυτή συντελέσθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής προοδευτικής διαπλοκής των διεθνών οικονομικών διαδικασιών γενικά και των ευρωπαϊκών οικονομιών ειδικότερα, ωστόσο θα ήταν λάθος να τη θεωρήσουμε ως ειμαρμένη πού ενέσκηψε πάνω σε μιαν αδύνατη κι ανυπεράσπιστη Ελλάδα, αιχμαλωτισμένη ανέκκλητα στα δίχτυα του «διεθνούς κεφαλαίου». Τέτοιες φαινομενικά περισπούδαστες εξηγήσεις προσφέρουν όσοι οχυρώνονται πίσω από την αγοραία «αριστερή» και «φιλολαϊκή» ρητορική, αρνούμενοι να αναμετρήσουν το μέγεθος των δικών τους ευθυνών, το βάθος των συντελεστών της σημερινής εθνικής κρίσης και την οδυνηρότητα των πιθανών διεξόδων απ’ αυτήν. Οι πρωταρχικοί λόγοι, πού έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία της εθνικής εκποίησης και της συναφούς πολιτικής αποδυνάμωσης της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, είναι ενδογενείς και ανάγονται στη λειτουργία του πολιτικού της συστήματος και στη συμπεριφορά όλων των υποκειμενικών του παραγόντων. Με άλλα λόγια: το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώμα στο σύνολο του επωφελήθηκε από τη μεταπολεμική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και άντλησε βραχυπρόθεσμα ωφελήματα απ’ αυτή με αντάλλαγμα τον μακροπρόθεσμο υποβιβασμό της Ελλάδας στην κλίμακα του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας και συνάμα τη γενική εθνική της υποβάθμιση. Αυτό έγινε με τη μορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά μέγα μέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συμβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία — «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιμο τούτο σημείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες — ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» με αντίτιμο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνομίων. Βεβαίως, η συναλλαγή αυτή χαρακτήριζε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό από τα γεννοφάσκια του, όμως η πρωτοφανής μεταπολεμική διεθνής οικονομική συγκυρία της προσέδωσε δυνατότητες επίσης πρωτοφανείς: προς άγρα και συγκράτηση της εκλογικής πελατείας μπορούσαν τώρα να προσφερθούν όχι απλώς ανιαρές κρατικές θέσεις, αλλά επί πλέον πολύχρωμες μάζες καταναλωτικών αγαθών και πλήθος δελεαστικών καταναλωτικών δυνατοτήτων. Ενώ όμως η πρώτη προσφορά συνεπαγόταν κυρίως την εκποίηση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών πόρων στην εσωτερική αγορά, η δεύτερη — και πιο πλουσιοπάροχη — απέληγε με εσωτερική αναγκαιότητα στο ξεπούλημα ολόκληρου τού έθνους στη διεθνή αγορά. Αυτό το ξεπούλημα άρχισε με τα μεγάλα, αντίδρομα και ταυτοχρόνως συμπληρωματικά, κύματα της μετανάστευσης και του τουρισμού, για να κορυφωθεί, αλλάζοντας αισθητά όψη και συναισθηματική επένδυση, στην αγορά αυστριακών μπισκότων για σκύλους και στην οργάνωση τριήμερων ταξιδιών στο Λονδίνο για ψώνια, κατασταλάζοντας ενδιαμέσως παχυλές επιδοτήσεις μιας περιττής αγροτικής παραγωγής και την περαιτέρω διόγκωση μιας ημιπαράλυτης δημοσιοϋπαλληλίας. Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη μεσολάβηση του «πολιτικού κόσμου», σε τόσο αγαστή σύμπνοια με τον χαρτοπαίχτη της επαρχίας και με το τσόκαρο των Αθηνών.

Ο παρασιτικός καταναλωτισμός, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, προκάλεσε μια τέτοια διασπάθιση πόρων, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ώστε η στενότητα των πόρων θα ακολουθεί στο εξής, και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, την ελληνική εθνική πολιτική σαν βαρειά σκιά ˙ οι σημερινές, και οι αναπόδραστες αυριανές, προσπάθειες του «πολιτικού κόσμου» για τη λύση αυτού του πιεστικού προβλήματος δεν αποτελούν διαρθρωτική του αντιμετώπιση, παρά κατά βάθος αποσκοπούν στη δημιουργία συνθηκών πρόσκαιρης ανακούφισης πού θα επιτρέψουν ξανά την ανακύκλωση του προηγούμενου φαύλου παιγνιδιού μεταξύ κομμάτων και ψηφοφόρων. Είναι περιττό να εξηγήσουμε ποιές μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει η υφιστάμενη σήμερα στενότητα των πόρων για το μέλλον τού έθνους, δηλ. για την οικονομική ανταγωνιστικότητα του, για την παιδεία του και για την άμυνα του. Εξ αιτίας της στενότητας τούτης η Ελλάδα ξεκινά τον αγώνα δρόμου στην αρχόμενη πολυτάραχη φάση της πλανητικής πολιτικής με ένα επί πλέον σημαντικότατο μειονέκτημα. Η οικονομική της υποπλασία, η οποία χρηματοδοτήθηκε και εξωραΐσθηκε καταναλωτικά με την εκτεταμένη απώλεια της οικονομικής της ανεξαρτησίας, θα περιορίσει πολύ τα περιθώρια των πολιτικών της επιλογών και δραστηριοτήτων, προ παντός όταν θα συγκρουσθούν οι δικές της θέσεις με εκείνες των Ευρωπαίων και άλλων χρηματοδοτών της. Για τη σύγκρουση αυτή, η οποία, δεν αποκλείεται κάποτε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, θα πούμε μερικά πράγματα αμέσως παρακάτω. Πάντως την πορεία και την έκβασή της τις προδιαγράφει η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον διεθνή, και προ παντός στον κοινοτικό ευρωπαϊκό χώρο. Θα πρέπει κανείς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στη μακάρια ελληνική επικράτεια, να αγνοεί τον χώρο αυτόν ή να έχει πάθει αθεράπευτη εθνικιστική τύφλωση και κώφωση για να μη γνωρίζει ότι στα μάτια των εταίρων της η Ελλάδα είναι σήμερα ένας ανεπιθύμητος παρείσακτος, ένας αναξιοπρεπής επαίτης, ο οποίος ζητά δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προκειμένου να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπουν οι παραγωγικές του δυνατότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας του, και ο οποίος επί πλέον, για να διασφαλίσει την παρασιτική του ευημερία, δεν διστάζει να ελίσσεται και να εξαπατά, ενώ ο επαρχιωτισμός και ο ενίοτε παιδικός εγωκεντρισμός του δεν του επέτρεψαν ποτέ να διατυπώσει κάποια ουσιώδη σκέψη ή πρόταση γενικού ευρωπαϊκού ή διεθνούς ενδιαφέροντος. Δεν έχει σημασία αν την εικόνα τούτη τη συμμερίζονται όλοι ανεξαιρέτως και αν ευσταθούν όλες της οι λεπτομέρειες ˙ βαρύνουσα πολιτική σημασία έχει η γενική της διάδοση και προ παντός η γενική συμφωνία της με τα πραγματικά δεδομένα. Εδώ ήδη φαίνεται καθαρότατα η βαθειά εσωτερική σχέση ανάμεσα στην πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και στις τύχες της χώρας μέσα στην κοινωνία των εθνών.

Οι απωθητικοί και αντισταθμιστικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων η πολυδαίδαλη και πολυμήχανη νεοελληνική ψυχή παρακάμπτει τους εξευτελισμούς χωρίς ποτέ να τους υπερνικήσει κατά μέτωπο, είναι παλαιοί, δοκιμασμένοι και γνωστοί. Επειδή ο επαίτης κατάγεται, γεωγραφικά τουλάχιστον, από τον τόπο του Περικλή, πιστεύει ο ίδιος ότι δικαιούται να εμφανίζεται με χλαμύδα, τη λευκότητα της οποίας τίποτε, ούτε καν κατάφωρες παραχαράξεις και καταχρήσεις, δεν θα μπορούσε να σπιλώσει. Παράλληλα, οι περιοδικές πατριωτικές εξάρσεις ή αψιθυμίες, από διάφορες αφορμές, επιτρέπουν την ψυχολογικά βολική υπερκάλυψη της εθνικά ολέθριας συλλογικής πρακτικής από το υψιπετές εθνικό φρόνημα, της κοντόθωρης ευδαιμονιστής δραστηριότητας από το μετέωρο παραλήρημα. Επίσης καθιστούν δυνατή την ψευδαίσθηση της ομοψυχίας όταν οι ατομικές βλέψεις και οι προσωπικές επιδιώξεις στην πραγματικότητα αποκλίνουν τόσο, ώστε είναι πια δυσχερέστατο να συντονισθούν με καθοριστικό άξονα τις επιταγές μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής ˙ η κραυγαλέα επίδειξη ομοψυχίας υποκαθιστά έτσι την ύπαρξη πρακτικά δεσμευτικής και αποδοτικής ομογνωμίας πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα και συγκεκριμένες λύσεις. Έτσι, ό,τι θα έπρεπε ν’ αποτελεί ψυχολογικό θεμέλιο για την άσκηση εθνικής πολιτικής μετατρέπεται σε ψυχολογικό άλλοθι για τη ματαίωση των προϋπο­θέσεών της, καθώς η διαρκής πατριωτική μέθη εμποδίζει μόνιμα τους ευτυχείς φορείς της να αποκρυσταλλώσουν τη ρητορική εθελοθυσία τους σε κοινές πραγματιστικές πολιτικές αποφάσεις, ήτοι σε μία κατανομή ευθυνών, εργασιών, προσφορών και απολαβών μέσα σ’ ένα μακρόχρονο και δεσμευτικό πρόγραμμα εθνικής επιβίωσης. Όσο περισσότερο η συζήτηση μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση τέτοιων αποφάσεων, τόσο γρηγορότερα η μέθη ξεθυμαίνει για να επικρατήσει και πάλι η ατομική ή «κλαδική» λογική του παρασιτικού καταναλωτισμού. Ως συνδετικός ιστός και ως κοινός παρονομαστής απομένει έτσι μία γαλανόλευκος πομφόλυξ.

Μολονότι ο νεοελληνικός αψίκορος πατριωτισμός αποτελεί, λόγω των μονίμων υπεραναπληρωτικών του λειτουργιών, ενδημικό φαινόμενο, ωστόσο οι πολεμικές του αιχμές αλλάζουν κατά εποχές στόχο, και κάποτε στρέφονται εναντίον των χθεσινών ακόμη, πραγματικών ή φανταστικών φίλων και συμμάχων του. Μέσα στη σημερινή συγκυρία της πλανητικής πολιτικής, όπου ο εθνικισμός αναλαμβάνει νέες λειτουργίες και αντλεί απ’ αυτές νέα ζωτικότητα, δεν θα ήταν λογικό να αναμένεται η έκλειψη του ελληνικού. Επίσης εύλογη θα ήταν η υπόθεση, ότι οι διεθνείς διακυμάνσεις ενδεχομένως θα πρόσθεταν στους παλαιότερους και γειτονικότερους αντιπάλους του νέους, πιο απόμακρους και συνάμα πιο ακαταμάχητους, εναντίον των οποίων θα έτρεφε τα ίδια αισθήματα ανήμπορης λύσσας πως π.χ. εναντίον των «Αμερικανών και του ΝΑΤΟ» στη δεκαετία του 1970. Ιδιαίτερα βαρύνουσες θα ήσαν οι συνέπειες, αν αυτή τη φορά σε τέτοιους αντιπάλους μεταβάλλονταν μερικοί από τους σημαντικότερους εταίρους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίοι θα έκαναν (όπως είναι πιθανότατο ότι θα κάνουν) δύο πράγματα: αφ’ ενός θα αγνοούσαν ό,τι οι Έλληνες θεωρούν ως εθνικά τους δίκαια, υιοθετώντας στα αντίστοιχα ζητήματα είτε τη θέση των αντιπάλων της Ελλάδας είτε εν πάση περιπτώσει θέση σύμφωνη με τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα ˙ και αφ’ έτερου θα αρνούνταν να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τον ελληνικό παρασιτικό καταναλωτισμό, επιβάλλοντας στην ελληνική οικονομία αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως και επαναφέροντας το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος πού επιτρέπουν οι δυνατότητές της. Μία έξαρση του ελληνικού εθνικισμού απ’ αφορμή σοβαρές αντιδικίες με τους κοινοτικούς εταίρους θα σήμαινε, τουλάχιστον de facto, ότι θα κατέρρεε το σημερινό ελληνικό όνειρο ενός παρασιτικού καταναλωτισμού μέσα στους κόλπους και με τα έξοδα μιας ενωμένης Ευρώπης. Το φαύλο παιγνίδι της δανεικής ευημερίας με αντιπαροχή τη βαθμιαία εθνική εκποίηση θα μπορούσε ίσως να παραταθεί για πολύ μέσα στο θερμοκήπιο μιας Ευρώπης συνασπισμένης από τους φόβους του Ψυχρού Πολέμου και οικονομικά εύρωστης χάρη στην αμερικανική πολιτικοστρατιωτική στήριξη. Όμως, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνεπέφερε και το τέλος τέτοιων θερμοκηπίων, οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις καλούνται να πληρώσουν τώρα οι ίδιες τα έξοδα για τις περιφερειακές και παγκόσμιες υποχρεώσεις ή επιθυμίες τους, και αρχίζει μία περίοδος, όπου καθένας μετρά ως την τελευταία πεντάρα τα (πολιτικά και οικονομικά) έσοδα και έξοδα, προετοιμαζόμενος για τους διαγραφόμενους νέους και οξείς ανταγωνισμούς. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα θα έπρεπε να διαθέτει μοναδικά και αναντικατάστατα γεωπολιτικά ή στρατηγικά πλεονεκτήματα προκειμένου ν’ ανταλλάξει μ’ αυτά τον παρασιτικό καταναλωτισμό της — όμως δεν τα διαθέτει, κι αυτό σημαίνει ότι ακόμα και η εξακολούθηση της εθνικής εκποίησης στους ισχυρότερους Ευρωπαίους και άλλους εταίρους όχι μόνο την εν μέρει δωρεάν διατροφή δεν μπορεί να εξασφαλίσει, αλλά ούτε καν μπορεί να εγγυηθεί τουλάχιστον την πολιτικοστρατιωτική προστασία της ελληνικής εθνικής υπόστασης. Η αναζήτηση προστάτη είναι μάταιη, όχι γιατί οι υπερήφανοι Έλληνες δεν ζητούν και δεν θέλουν την προστασία, αλλά γιατί κανείς δεν την προσφέρει αναμφίλεκτα και τελεσίδικα. Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση του ελληνικού έθνους, μετά από επτά περίπου δεκαετίες γεωπολιτικής και κοινωνικοπολιτικής συρρίκνωσης.

Έτσι τίθεται και πάλι, από άλλους δρόμους και με άλλες συντεταγμένες, το κλασσικό πρόβλημα της εθνικής επιβίωσης, το οποίο πολλοί πίστεψαν ότι θα λύσουν άνετα και πρόσχαρα με την «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Άλλοι πάλι πρεσβεύουν ότι κάθε διατύπωση τέτοιων προβλημάτων και γενικά οποιαδήποτε επικέντρωση της πολιτικής σκέψης στο έθνος σημαίνει απορριπτέο αταβισμό. Όποιος δεν θέλει να συγχέει τις ευχές του με την πραγματικότητα οφείλει να διαπιστώσει ότι, όσο κι αν αυτό φαίνεται λυπηρό για τις προοπτικές της παγκόσμιας κοινωνίας, το έθνος ως βασική μονάδα πολιτικής συνομάδωσης και συνεπώς η επιβίωσή του ως εγγύηση της φυσικής και πολιτικοκοινωνικής επιβίωσης συγκεκριμένων ανθρώπων διόλου δεν έχουν πρακτικά ξεπερασθεί ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο βιβλίο αυτό εξηγήσαμε γιατί είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι οι οικονομικές συγχωνεύσεις και οι διεθνείς τυποποιήσεις του δικαίου ή της ηθικής μπορούν από μόνες τους να δημιουργήσουν υπερεθνικές ενότητες. Όπως δείχνει, σε όποιον την παρακολουθεί προσεκτικά, η συμπεριφορά των μεγάλων ευρωπαϊκών και εξωευρωπαϊκών Δυνάμεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτές διόλου δεν θεωρούν ότι η συγχώνευση των οικονομιών θα καταργήσει τα εθνικά οικονομικά και άλλα συμφέροντα ή ότι η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα ζητήματα της οικονομίας θα εξαλείψει τους εθνικούς ανταγωνισμούς. Τα μικρότερα έθνη, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, οφείλουν να συναγάγουν τα συμπεράσματά τους από τις παρατηρήσεις αυτές. Η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία δεν σημαίνει κατάργηση της πολιτικής, και μάλιστα της εθνικής πολιτικής, παρά προκαλεί μιαν ολοένα και στενότερη σύνδεση ανάμεσα σε οικονομική και σε εθνική επιτυχία ή αποτυχία. Αυτό είναι οφθαλμοφανές στον στενότερο στρατιωτικό τομέα, εξ ίσου πρόδηλο θα γίνει όμως και ως προς ολόκληρο το εθνικό-οικονομικό φάσμα στον βαθμό πού ενεργειακοί, πληθυσμιακοί, οικολογικοί και συναφείς παράγοντες αποκτήσουν στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής προνομιακή σημασία για την επιβίωση των επί μέρους εθνών σε μία τέτοια περίπτωση, μόνον όποιος κάνει έγκαιρη και επίμονη προεργασία θα διασωθεί μακροπρόθεσμα — και το μικρό έθνος χρειάζεται ίσως μεγαλύτερη προβλεπτικότητα από τα μεγάλα.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η μαζικοδημοκρατική απάλειψη των προγραμματικών αστικοφιλελεύθερων διαχωρισμών ανάμεσα σε κυβερνητική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική ή ηθική σφαίρα κτλ. έκαμε το πρόβλημα της οικονομίας και συνάμα εκείνο της εθνικής επιβίωσης πολύ συνθετότερο απ’ όσο ήταν στην εποχή του εθνικισμού του 19ου αιώνα. Η σφαιρικότητα του σύγχρονου οικονομικού προβλήματος απαιτεί σφαιρικότητα και συλλογικότητα της προσπάθειας για την επίλυσή του, ήτοι απαιτεί τη σύλληψή του ως προβλήματος εθνικής επιβίωσης. Με δεδομένο τον μαζικοδημοκρατικό πλουραλισμό και την αποδυνάμωση των παραδοσιακών ιδεολογικών συνεκτικών δεσμών, ο αποδοτικός κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και η εναρμόνιση των επί μέρους προσπαθειών, έτσι ώστε ο κοινωνικός παρασιτισμός εκ των άνω ή εκ των κάτω να περιορίζεται κατά το δυνατόν, αποτελούν όρο κοινωνικής συνοχής ουσιωδέστερο απ’ ό,τι σε προγενέστερες κοινωνίες. Το σημερινό ελληνικό έθνος θα όφειλε να δει την οικονομική του εκλογίκευση ακριβώς ως πάλη κατά του παρασιτισμού, ως αντικατάσταση μιας κοινωνικής συμβίωσης, όπου ο ένας «κλάδος» ζει απομυζώντας άμεσα ή έμμεσα (δηλ. μέσω της κυβερνητικής διαχείρισης των δημοσίων πόρων) κάποιον άλλον, ενώ όλοι μαζί ζουν υποθηκεύοντας το εθνικό μέλλον, από μία κοινωνική συνοχή με την παραπάνω λειτουργική έννοια. Αυτό συνεπάγεται τόσο πολλά, τόσες πολλές και ριζικές αλλαγές σε τόσο διαφορετικά επίπεδα, ώστε είναι περισσότερο από αμφίβολο αν μπορεί σήμερα να πραγματοποιηθεί σε καθοριστικό βαθμό. Αλλά εδώ συζητάμε μόνο ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις μιας εθνικής πολιτικής, δηλ. μιας πολιτικής με σκοπό την εθνική επιβίωση, χωρίς και να ισχυριζόμαστε ότι η τέτοια εθνική πολιτική είναι πλέον εφικτή. Η ορθή θεραπεία δεν αρχίζει πάντοτε εγκαίρως.

Το γεγονός, το οποίο περιπλέκει αφάνταστα τη σημερινή ελληνική κατάσταση, κάνοντάς τη να φαίνεται κατ’ αρχήν αδιέξοδη, είναι ότι η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού ειδικότερα και του κοινωνικού και ιστορικού παρασιτισμού γενικότερα, η εκλογίκευση της οικονομίας και της εθνικής προσπάθειας στο σύνολο της, δεν προσκρούουν απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει εν τω μεταξύ συνυφάνει, κατά τρόπους κλασσικά απλούς ή απείρως ευρηματικούς, την ύπαρξη και τις απασχολήσεις της με τη νοοτροπία και με την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. Για να ακριβολογήσουμε, βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε ότι σε σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα η έννοια του παρασιτισμού μόνον οξύμωρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί: γιατί εδώ δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του. Οι κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, πού ευδοκιμούν μοιραία σε τέτοιο μικροβιολογικό περιβάλλον, συμφυρόμενες με ζωτικότατα κατάλοιπα αιώνων ραγιαδισμού, βαλκανικού πατριαρχισμού και πελατειακού κοινοβουλευτισμού, αποτελούν την άκρα αντίθεση και τον κύριο φραγμό προς κάθε σύλληψη και λύση των προβλημάτων της εθνικής επιβίωσης πάνω σε βάση μακροπρόθεσμης και οργανωμένης συλλογικής προσπάθειας. Η σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού στο σύνολο του δεν νοείται ωστόσο εδώ με τη στενή σημασία των διαφόρων ηθικολόγων, παρά πρωταρχικά ως μέγεθος πολιτικό: έγκειται στην επίμονη και ιδιοτελή παραγνώριση της αδήριτης σχέσης πού υφίσταται ανάμεσα σε απόδοση και απόλαυση, και κατ’ επέκταση στην αδιαφορία απέναντι στην υπονόμευση του εθνικού μέλλοντος εξ αιτίας απολαύσεων μη καλυπτομένων από αντίστοιχη απόδοση. Ως ελαφρυντικό πρέπει ίσως να θεωρήσει κανείς ότι οι πλείστοι Έλληνες δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει «απόδοση» με τη σύγχρονη έννοια και συχνά πιστεύουν ότι αποδίδουν μόνο και μόνο επειδή ιδροκοπούν, φωνασκούν και τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ. Όμως αυτό ελάχιστα μεταβάλλει το πρακτικό αποτέλεσμα. Η δυσαρμονία απόλαυσης και απόδοσης ήταν ανεκτή όσο η απόλαυση ήταν γλίσχρα και όσο η απόδοση δεν μετριόταν πάντα με τα μέτρα των προηγμένων ανταγωνιστικών οικονομιών. Αλλά στις τελευταίες δεκαετίες μεταστράφηκαν και οι δύο αυτοί όροι: τα οικονομικά σύνορα έπεσαν, τουλάχιστον σ’ ό,τι άφορα το μέτρο της απόδοσης, εφ’ όσον δεν είναι δυνατό να αποτιμώνται με άλλο μέτρο απόδοσης τα (συνεχώς αυξανόμενα) εισαγόμενα και με άλλο τα εξαγόμενα, κι επομένως όποιος θέλει να εισαγάγει χωρίς να ξεπουληθεί πρέπει να εξαγάγει ίση απόδοση ˙ οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών, έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτική, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό να ξαναγίνουν επίκαιρες ορισμένες στοιχειώδεις οικονομικές αλήθειες πού η Ελλάδα νόμιζε ότι τις είχε ξεπεράσει με την απλή μέθοδο του δανεισμού. Με δεδομένες όμως τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές πού επισημάναμε παραπάνω, οι αλήθειες αυτές δεν επενέργησαν ως καταλύτης παραγωγικών ενεργειών, παρά μάλλον ως καταλύτης αντεγκλήσεων, η στειρότητα των οποίων επέτεινε τη συλλογική αμηχανία και αβουλία. Πράγματι, για όποιον δεν είναι εξ επαγγέλματος και ιδιοτελώς υποχρεωμένος (λ.χ. ως πολιτικός) να τρέφει και να διαδίδει ψευδαισθήσεις, είναι προφανές ότι η χώρα βυθίζεται στον κοινωνικό λήθαργο και στη συλλογική απραξία, ήτοι η κοινωνική πράξη έχει υποκατασταθεί από αντανακλαστικές κινήσεις: το νευρόσπαστο κινείται κι αυτό, όμως δεν πράττει. Η αίσθηση της αποσύνθεσης είναι γενική και δεσπόζει σε όλες τις συζητήσεις, ενώ η εξ ίσου διάχυτη δυσφορία εκτονώνεται όλο και ευκολότερα, όλο και συχνότερα σε προκλητική επιθετικότητα και σε επιδεικτική χυδαιότητα.

Η σημερινή κατάσταση του «πολιτικού κόσμου» δεν απέχει ουσιαστικά από τη γενική κατάσταση του περιούσιου λαού και αποτελεί επίσης ισχυρότατο εμπόδιο για την εκλογίκευση της εθνικής πολιτικής. Αν ο «πολιτικός κόσμος» κάποτε εμφανίζεται χειρότερος από τον «λαό», ενώ είναι απλώς ίδιος, ο λόγος είναι ότι ο «λαός» ή όσοι μιλούν εκάστοτε στο όνομά του έχουν ένα τακτικό πλεονέκτημα απέναντι στον «πολιτικό κόσμο»: μπορούν να τον αποκαλούν ανίκανο η διεφθαρμένο χωρίς να φοβούνται δυσάρεστες συνέπειες — απεναντίας μάλιστα, αποκτούν πολύτιμους και εξαργυρώσιμους τίτλους δημοσίων κηνσόρων. Αλίμονο όμως σ’ έναν κοινοβουλευτικό πολιτικό αν τολμήσει να αποκαλέσει τον δήμο ηλίθιο ή ιδιοτελή κι αδιάφορο για το εθνικό μέλλον ˙ η σταδιοδρομία του σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να εγκωμιάζει τις μεγάλες ψυχικές αρετές και την ευθυκρισία ή τουλάχιστον το αλάνθαστο ένστικτο «του λαού μας». Ωστόσο δεν έχουμε ενδείξεις για να υποθέσουμε ότι πολλοί Έλληνες πολιτικοί στις ημέρες μας αντιμετωπίζουν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ παρρησίας και σταδιοδρομίας. Είναι οι ίδιοι, στη μέγιστη πλειοψηφία τους, τόσο ζυμωμένοι με τις διάφορες (όχι αναγκαία τις ίδιες πάντοτε) εκφάνσεις εκείνου πού συνιστά τη σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, ώστε δεν χρειάζεται καν να κρύψουν μία περιφρόνηση, την οποία δεν έχουν αρκετό επίπεδο για να αισθανθούν ˙ μάλλον θαυμάζοντας τον λαό θαυμάζουν τον εαυτό τους ως ηγέτη του και μάλλον δείχνοντας κατανόηση προς τους άλλους επαιτούν επιείκεια γι’ αυτούς τους ίδιους. Μεταξύ τους έχει άλλωστε εμπεδωθεί, αν όχι η ξεκάθαρη συνείδηση, πάντως η πρακτική του ότι αποτελούν κι αυτοί, όπως και όλες οι άλλες κοινωνικές ομάδες, κλάδο με ειδικά συμφέροντα, με μόνη τη διαφορά ότι ο κλάδος αυτός εξυπηρετεί τα ειδικά του συμφέροντα διαχειριζόμενος ή εκποιώντας τα γενικά συμφέροντα προς όφελος πολυπληθέστατων τρίτων. Η ακραία και oλεθριότερη περίπτωση αυτής της πρακτικής ήταν η ένταξη της χώρας στον δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού και η εκσυγχρονισμένη εμπέδωση του κοινωνικού παρασιτισμού με αντάλλαγμα την εύνοια «του λαού», ήτοι τη νομή της εξουσίας. Ένας τέτοιος «πολιτικός κόσμος» δεν θα είναι ποτέ ικανός ως σύνολο να θέσει και να λύσει το πρόβλημα της εθνικής πολιτικής και της εθνικής επιβίωσης παρά μόνον ευκαιριακά και φραστικά ˙ είναι ο ίδιος όχι μόνο προαγωγός, αλλά και προϊόν του κοινωνικού παρασιτισμού, ανήμπορος ως εκ της φύσεώς του να αντιταχθεί στον «λαό», όταν ο «λαός» απαιτεί την εκποίηση του έθνους για να καταναλώσει περισσότερα και να εργασθεί λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό, είναι ανίκανος να κάνει κάτι τι διαφορετικό απ’ ό,τι κάνει λόγω του επιπέδου και του ποιού του. Ότι ο σημερινός ελληνικός «πολιτικός κόσμος», κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός, αποτελείται ως επί το πολύ από πρόσωπα ελαφρά έως φαιδρά, δεν αποτελεί καν κοινό μυστικό ˙ αποτελεί πηγή δημόσιας θυμηδίας, συχνά με τη σύμπραξη των ίδιων των διακωμωδούμενων. Οι λίγοι, πού έχουν γνώση και συνείδηση, πού κάτι είχαν και κάτι διατηρούν μέσα στους ρηχούς, καριερίστες ή απλώς ψευτόμαγκες συναδέλφους τους, καταπίνουν κι αυτοί τη γλώσσα τους ή μιλούν με πρόσθετες περιστροφές όταν τα θέματα γίνονται οριακά για την πολιτική τους επιβίωση.

Η κομματικοποίηση των μεγάλων θεμάτων της εθνικής πολιτικής και η άγρια εσωτερική τους εκμετάλλευση είναι πασίγνωστη ήδη από το γεγονός ότι οι πάντες την επιρρίπτουν στους πάντες — διαιωνίζοντας την. Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανέστατη η εθνική ανεπάρκεια τού ελληνικού «πολιτικού κόσμου» και συνάμα ο οργανικός του συγχρωτισμός με τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος τον καθιστά ανίκανο να της αντιπαραταχθεί για να την καθοδηγήσει. Ο κατακερματισμός των αντιλήψεων για την ελληνική εθνική πολιτική, ο μικροπολιτικός της χειρισμός και η σύνδεση της με ζητήματα προσωπικού γοήτρου αντανακλούν τον κατακερματισμό του κοινωνικού σώματος, τον αποπροσανατολισμό του συνόλου λόγω του ιδιοτελούς και παρασιτικού προσανατολισμού των ατόμων και των ομάδων. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ήταν βέβαια μάταιο ν’ αναμένει κανείς από τους συγκαιρινούς Έλληνες διανοουμένους να δώσουν εκείνοι ό,τι αδυνατεί να δώσει ο κατά τεκμήριο αρμοδιότερος «πολιτικός κόσμος». Όχι μόνον επειδή οι ίδιοι είναι κατακερματισμένοι σε ομάδες επίσης κατακερματισμένες σε εν πολλοίς αυτιστικά άτομα, όχι μόνον επειδή η γενική τους μόρφωση θυμίζει ως προς το ποιόν και τη συγκρότησή της τον αεριτζίδικο και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνον επειδή για τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις γνωρίζουν συνήθως ακόμα λιγότερα και από τα όσα επιφανειακά και ασυνάρτητα γράφονται στις ελληνικές εφημερίδες, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή αντιλαμβάνονται την πολιτική με βάση φιλολογικές ή ηθικολογικές κατηγορίες και επιχειρούν πολιτικές αποφάνσεις στο επίπεδο των αντίστοιχων νερουλών γενικεύσεων. Πλείστοι όσοι «αριστεροί» διανοούμενοι πέρασαν τη ζωή τους κανοναρχώντας ότι η οικονομία είναι η «βάση» και τα υπόλοιπα το «εποικοδόμημα», χωρίς ωστόσο ποτέ τους να πληροφορηθούν τι σημαίνει εθνικό εισόδημα ή ισοζύγιο πληρωμών και χωρίς ποτέ να προσπαθήσουν να κατανοήσουν τα συγκεκριμένα προβλήματα της χώρας τους ξεκινώντας (και) από τέτοια μεγέθη. Γι’ άλλους πάλι, οι οποίοι κηρύσσουν .την υπεροχή ή και την παντοδυναμία τού «πολιτισμού» η τού «πνεύματος», η αφ’ υψηλού θεώρηση ή η άγνοια οικονομικών, γεωπολιτικών ή στρατιωτικών παραγόντων μπορεί και ν’ αποτελεί περίπου τίτλο τιμής. Βεβαίως, μία παλαιά και δόκιμη κοινωνιολογική διάκριση μας λέει ότι διανοούμενος και επιστήμονας είναι δύο διαφορετικά πράγματα, εφ’ όσον κύριο μέλημα του δεύτερου είναι η συναγωγή πορισμάτων από τη μεθοδευμένη συλλογή και ταξινόμηση εμπειρικού υλικού, ενώ ο πρώτος ενδιαφέρεται περισσότερο να εμφανισθεί ως ταγός της κοινωνίας μέσω της διακήρυξης διαφόρων ηθικών, αισθητικών και άλλων ιδεωδών. Απ’ αυτή την άποψη δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς από Έλληνες διανοουμένους να προσφέρουν ό,τι εξ ορισμού δεν μπορούν να δώσουν. Το μειονέκτημα της Ελλάδας σε σχέση με άλλες χώρες είναι η έλλειψη μιας πολιτικής επιστήμης συγκροτημένης πάνω σε πραγματιστική βάση και ασκούμενης από επιστήμονες, η οποία ν’ αντιζυγιάζει μέσα στον δημόσιο διάλογο τα φληναφήματα, τα ευχολόγια και τις αμπελοφιλοσοφίες.

Η κοινωνιολογική δυσμορφία των επίλεκτων ομάδων, αλλά και του ευρύτερου συνόλου της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, δεν εμποδίζει απλώς την εφαρμογή μιας τελεσφόρας εθνικής πολιτικής πού καθ’ αυτήν (θα μπορούσε να) έχει σχεδιασθεί στο χαρτί. Εμποδίζει την ίδια τη σύλληψη και την υποτύπωσή της. Πράγματι, οι βασικές απόψεις πού διαγράφονται πάνω στο θέμα αυτό ούτε συνεκτικές και λεπτομερείς είναι (μάλλον θα έπρεπε να γίνει λόγος για χαλαρές και εν μέρει αλληλοσυμπλεκόμενες τάσεις) ούτε άμοιρες μονομέρειας και ανεδαφικότητας. Ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική εμφανίζεται σήμερα ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας, με τελικό του σκοπό την οργανική της ένταξη σε μιαν οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά ενοποιημένη Ευρώπη, με τη βοήθεια της οποίας η Ελλάδα, και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε και την ακεραιότητα της θα διασφάλιζε — κοντολογίς θα έλυνε το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας. Πολύ φοβούμαι ότι στην προοπτική αυτή κατά κύριο λόγο αντανακλώνται όχι πραγματικές δυνατότητες παρά ευσεβείς πόθοι ανάμικτοι με μυθολογικές κατασκευές. Όπως δηλ. η ακάματη ελληνική μυθολογική φαντασία πριν από λίγο ακόμη απέδιδε όλα τα δεινά στα ζοφερά σχέδια και τεχνάσματα των Ηνωμένων Πολιτειών, έτσι τώρα αναμένει όλα τα αγαθά από το αντίθετο μυθολόγημα, εκείνο της γενναιόδωρης κι αλληλέγγυας «Ευρώπης». Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι, από ψυχολογική άποψη, η ευρωπαϊκή πανάκεια αποτελεί μιαν ακόμη  μεταμφίεση του όψιμου  επιχώριου  ευδαιμονισμού,  ο οποίος ονειρεύεται ανεξάντλητες πηγές επιδοτήσεων και συνάμα την έμμεση τουλάχιστον διασφάλιση των συνόρων από ξένα όπλα, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί από όλες τις πλευρές και να «την αράξει». Ωστόσο ακόμα και μία γνώση των διεθνών πραγμάτων τόσο ατελής, όσο αυτή πού συναντάται κατά κανόνα στην Ελλάδα, θα αρκούσε για να θεωρηθεί πρακτικά έωλη μία ουσιώδης προϋπόθεση της ευρωπαϊκής προοπτικής, δηλ. η πεποίθηση ότι η «Ευρώπη» θα αποτελέσει κάποτε, αν όχι μία πραγματική πολιτική ενότητα, πάντως ένα σύνολο κρατών ικανό να δρα σε κάθε περίπτωση ενιαία και αποφασιστικά ˙ τόσο η ένταση των πλανητικών ανταγωνισμών όσο και η όξυνση του προβλήματος της Ινδοευρωπαϊκής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μετά τη γερμανική επανένωση, μάλλον τις κεντρόφυγες παρά τις κεντρομόλες δυνάμεις θα ενισχύσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, κι ας μη μιλήσουμε καθόλου για την επικείμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι τριγμοί πού ακούγονται στα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθώς στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το κύρος των κατεστημένων κομμάτων καταπίπτει, ενώ νέα ανέρχονται ˙ η διαγραφόμενη για το άμεσο μέλλον οικονομική στασιμότητα και η συνεπόμενη στενότητα των πόρων οι οικολογικές και πληθυσμιακές αναταραχές: όλα αυτά, μαζί και με άλλα, θα ρίξουν το κάθε έθνος πίσω στις δι­κές του δυνάμεις, καθώς είναι ευκολότερο να συμμετέχουν όλοι στην κοινή ευημερία παρά ο ένας να βαστάζει τα βάρη του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, στους κόλπους της «Ευρώπης» μάλλον θα είχαμε έναν συνασπισμό των ισχυρών με σκοπό ν’ απαλλαγούν από τους αδύνατους ή ανίκανους παρά την αδελφική διανομή προς ανακούφιση όσων ολιγώρησαν ή υστέρησαν.

Αλλά έστω κι αν δεχθούμε την αντίθετη περίπτωση, ότι δηλ. η «Ευρώπη» ενοποιεί, κοντά στην οικονομική, και την πολιτικοστρατιωτική της βούληση, και πάλι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η βούληση αυτή θα συμπέσει σε κρίσιμα σημεία με την ελληνική βούληση — αν μέχρι τότε υπάρχει ελληνική εθνική βούληση. Πάντως οι τελευταίοι μήνες του 1992 έδειξαν, και οι ερχόμενοι θα δείξουν ευκρινέστερα ακόμη, ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας διόλου δεν συμμερίζονται τις επιθυμίες και επιδιώξεις της όσον αφορά, στις σχέσεις της με τους άμεσους γείτονές της (μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς τη θεωρούν ως φαντασιόπληκτο θορυβοποιό) και ότι προτίθενται να ρυθμίσουν τη στάση τους απέναντι στα συναφή προβλήματα με γνώμονα τις δικές τους απόψεις και τα δικά τους συμφέροντα. Όποιος απέναντι στην πραγματικότητα αυτή άρχιζε και πάλι τους ηθικολογικούς οδυρμούς και διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ζητώντας το «δίκαιο», θα απεδείκνυε απλώς ότι βρίσκεται ακόμη στο νηπιακό στάδιο της πολιτικής ηλικίας. Θα ήταν πολύ αξιοπρεπέστερο — και γονιμότερο — αν το ελληνικό έθνος έσφιγγε τα δόντια και αντλούσε ένα πικρό, αλλά ζωτικό διπλό συμπέρασμα: ότι η σημερινή Ελλάδα αποτελεί στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας μία παρακατιανή επαρχία, η οποία, κατά μέγα μέρος από δική της υπαιτιότητα, είναι όχι μόνον ανίσχυρη, αλλά και ανυπόληπτη, και ότι γι’ αυτόν τον λόγο σε κάθε μεγάλη κρίση θα βρεθεί εξ ίσου μόνη όσο λ.χ. και το 1974. Βεβαίως, μία τέτοια νηφάλια διαπίστωση κάθε άλλο παρά πρέπει να οδηγήσει σε μία — διόλου νηφάλια — διάθεση αποκοπής από κάθε συμμαχία και κάθε είδους ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Αλλά, αν θυμηθούμε τα όσα είπαμε πριν σχετικά με τις προϋποθέσεις της ενεργοποίησης των συμμαχιών και τα μεταφέρουμε στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, θα δούμε ότι μόνο μία ισχυρή (και στην ανάγκη αυτάρκης) Ελλάδα θα προσδώσει πολιτικό βάρος στην ευρωπαϊκή ένταξη, όντας σεβαστή στους εταίρους της ˙ όπως δείχνει καθημερινά η εμπειρία, η ένταξη από μόνη της ούτε αποτελεί οικονομική ή πολιτική πανάκεια ούτε ισχυροποιεί αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Ίσως να φαίνεται παράδοξο, αλλά στο πλαίσιο μιας τελεσφόρας και μακρόπνοης εθνικής πολιτικής ο εξευρωπαϊσμός, και ο εκσυγχρονισμός γενικότερα, πρέπει να προχωρήσουν ακριβώς για να μπορεί μία κραταιωμένη Ελλάδα να μην είναι εξάρτημα η μπαίγνιο της «Ευρώπης», για να είναι σε θέση, αν χρειασθεί, να τραβήξει τον δρόμο πού θα της υπαγορεύσουν τα δικά της συμφέροντα, όταν αυτά συγκρουσθούν με εκείνα των Ευρωπαίων εταίρων της.

Ώστε η «ευρωπαϊκή ένταξη» διόλου δεν θα λύσει τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής εθνικής πολιτικής κατά τον ευθύγραμμο τρόπο πού φαντάζονται πολλοί Έλληνες «ευρωπαϊστές», ποζάροντας από τώρα ως ξεσκολισμένοι και υπερώριμοι «Ευρωπαίοι». Όμως επίσης δεν θα τα έλυνε μία ελληνοκεντρική αναδίπλωση, η οποία ναι μεν είναι χρήσιμη για να θυμάται κανείς που και που ότι σε τελευταία ανάλυση πρέπει να σταθεί στα δικά του τα πόδια, εφ’ όσον ούτε από το πετσί του μπορεί να βγει, ωστόσο καθίσταται επιζήμια όταν ως πρόταση συνάπτεται με διάφορες ανιστόρητες ανοησίες πού αντιπαραθέτουν στην «πνευματική» Ανατολή την «υλόφρονα» Δύση κτλ. Τέτοιες αντιλήψεις μπορούν να χρησιμεύσουν μονάχα ως ιδεολογικές υπεραναπληρώσεις λαών συχνά ταπεινωμένων και με ελάχιστη συνεισφορά στον σύγχρονο πολιτισμό, δεν προσφέρονται όμως ως πυξίδα μιας εθνικής πολιτικής πάνω στον σημερινό πλανήτη. Γιατί, θέτοντας στο επίκεντρο ηθικά ή μεταφυσικά μεγέθη, φενακίζουν τα πνεύματα, καθώς επικαλύπτουν κάτω από διανοουμενίστικες αοριστολογίες την καθοριστική σημασία της μεθόδου του οικονομείν για μία σύγχρονη κοινωνία και τους υπαρξιακούς κινδύνους μιας ουσιώδους ολιγωρίας στο σημείο αυτό. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική. Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό. Αντίθετα, η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους. Μονάχα ο εκσυγχρονισμός στη βάση μιας μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και εθνικής ανανέωσης θα δημιουργήσει συνθήκες ψυχικής υγείας, έτσι ώστε και η αναγκαιότητα του εκσυγχρονισμού (στη μορφή της τεχνικής-οικονομικής ορθολογικότητας) να καταφάσκεται και η στενότητα της παράδοσης να γίνεται αισθητή, και οι επικίνδυνες αντινομίες του σύγχρονου κόσμου να διαπιστώνονται ψύχραιμα και η εθνική παράδοση να βιώνεται δίχως συμπλέγματα κατωτερότητας ή ανωτερότητας.

Και η τελευταία τάση, για την οποία θα μιλήσουμε ακροθιγώς σε σχέση με την ελληνική εθνική πολιτική, δεν διαθέτει κάποιον αξιόλογο και μαζικό πολιτικό φορέα, αλλά είναι μάλλον διάχυτη, όπως και η προηγούμενη. Απλώνεται σε διάφορους βαθμούς ασάφειας κυρίως μέσα στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, μολονότι κάποτε συνοδοιπορεί με την πολιτική της ευρωπαϊκής ένταξης, αν και εφ’ όσον απ’ αυτήν αναμένεται η άμβλυνση των εθνικισμών και η προαγωγή της ειρήνης ή της συναδέλφωσης μεταξύ των λαών μέσω της απάλειψης των συνόρων, της καθολικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κτλ. κτλ. Τέτοιοι, κατά βάθος απολιτικοί, ευσεβείς πόθοι αποτελούν κατ’ ουσία την αριστερή εκδοχή ή παραλλαγή του μαζικοδημοκρατικού ευδαιμονισμού, ο οποίος ονειρεύεται μία κατάσταση, όπου συλλογικές προσπάθειες και συλλογικές θυσίες θα είναι περιττές, και την απροθυμία του γι’ αυτές την ντύνει με ψευτοηθικές δεοντολογίες. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, οι παρεμφερείς αντιλήψεις εκπληρώνουν μία πρόσθετη ψυχολογική λειτουργία. Πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθη­καν παταγωδώς και οι οποίοι τώρα δεν έχουν αρκετή αξιοπρέπεια για να σωπάσουν και να αναρωτηθούν μήπως είναι ανίκανοι να καταλάβουν τι γίνεται στον κόσμο, παρά αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του άνθρωπου» και στην «πρόοδο» — πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες. Νομίζουν ότι με τον τονισμό του μεγάλου κοινού ανθρωπιστικού παρονομαστή και με την υπόμνηση του πάντα αδιάπτωτου ανθρωπιστικού τους φρονήματος θα ρίξουν μία γέφυρα ανάμεσα στις χθεσινές και στις σημερινές τους τοποθετήσεις, σβήνοντας έτσι από τη μνήμη των άλλων τις πολιτικές τους γκάφες και διασκεδάζοντας τις εύλογες αμφιβολίες, ως προς τις πνευματικές τους ικανότητες σ’ ό,τι αφορά στη σύλληψη πολιτικών καταστάσεων. Ο κόπος τους φαίνεται ωστόσο να πηγαίνει χαμένος. Γιατί και τα καινούργια τους θεολογούμενα απέχουν, το ίδιο όπως και τα παλιά, παρασάγγες από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης πλανητικής ιστορίας και από τον χαρακτήρα της πολιτικής. Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. Και εξ ίσου πολιτικά νήπιοι είναι όσοι φαντάζονται ότι τα «ανθρώπινα δικαιώματα» μπορούν ν’ αποτελέσουν αμετακίνητο κριτήριο για την άσκηση εθνικής πολιτικής, παραγνωρίζοντας τη συγκεκριμένη επήρεια και χρήση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε πολιτική συγκυρία. Για να το πούμε ειλικρινά και απερίφραστα: θα ήταν κάτι σαν εθνική αυτοχειρία, αν σήμερα η Ελλάδα γνοιαζόταν πρωταρχικά για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μουσουλμάνων της Βοσνίας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων και το δικαίωμά τους ν’ αυτοδιατεθούν και να σχηματίσουν ένα δεύτερο μουσουλμανικό κράτος στα Βαλκάνια. Φαίνεται πάντως ότι το ένστικτο της εθνικής αυτοσυντήρησης λειτουργεί βουβά μεν, αλλά αλάνθαστα και στους παρ’ ημίν ζηλωτές του ειρηνισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κανείς τους δεν διαδήλωσε υπέρ των μουσουλμάνων Βοσνίων, όπως λ.χ. θα διαδήλωνε υπέρ των Κούρδων της Τουρκίας ˙ επίσης κανείς δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα όταν πριν από μερικά χρόνια η τουρκική μειονότητα της Βουλγαρίας διωκόταν συστηματικά. Τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις δεν υπαγορεύονται βέβαια από κακοπιστία ή συνειδητό υπολογισμό ˙ μάλλον εκφράζουν υποσυνείδητους αυτοματισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους καθιστούν πρόδηλη την έμπρακτη αδυναμία να στηριχθεί μία ρεαλιστική εθνική πολιτική σε αμιγείς οικουμενικές αρχές.

Ας επαναλάβουμε, κλείνοντας, ότι σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του. Για να περπατήσει κανείς πρέπει πρώτα-πρώτα να έχει πόδια ˙ το που, πώς και πότε θα πάει, δεν το ξέρει πάντοτε εκ των προτέρων και δεν το καθορίζει πάντοτε ο ίδιος. Συχνότατα η σημερινή ελληνική εθνική πολιτική θυμίζει κάποιον ο οποίος δεν ανησυχεί γιατί δεν έχει πόδια, πιστεύοντας ότι στην κρίσιμη στιγμή θα του φυτρώσουν φτερά. Η στάση αυτή δεν προμηνύει τίποτε καλό ˙ πράγματι, μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της. Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες. Ούτε αγνοώ ούτε λησμονώ τις άκρως τιμητικές ατομικές εξαιρέσεις έναντι των κανόνων πού διέπουν τη λειτουργία της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Όμως οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής και πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς.

ΠΗΓΗ: Το κείμενο αποτελεί επίμετρο στο βιβλίο «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο» (1992). Ηλεκτρονική πηγή (υπόδειξη: Σ. Δρίβας)