Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

OI ΓΚΑΓΚΑΒΟΥΖΟΙ

 Κοζαρίδης Χρήστος

ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΟΙ � ΓΚΑΓΚΑΒΟΥΖΗΔΕΣ

Στο ερώτημα ποιοι είναι οι Γκαγκαβούζοι προσπάθησαν πολλοί ιστορικοί να απαντήσουν και να δώσουν μια λογική εξήγηση της προέλευσης και της διαδρομής τους. Περισσότερο ασχολήθηκαν ξένοι ιστορικοί, όπως Βούλγαροι, Τούρκοι, Ρώσοι και πολύ λιγότερο οι Έλληνες. Λόγω αυτού του γεγονότος σήμερα κυριαρχεί η άποψη ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο που εκχριστιανίσθηκε την εποχή του Βυζαντίου. Είναι όμως έτσι τα γεγονότα; Μέσα από τα ιστορικά γεγονότα δεν αναφέρεται από καμιά ιστορική πηγή ότι κάποιο τουρκικό φύλο εκχριστιανίστηκε. Αντίθετα αναφέρονται μαζικοί εξισλαμισμοί χριστιανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια. 
Ο όρος Γκαγκαούζοι εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ρωσική ιστοριογραφία αρχές του 18ου αιώνα. Προσδιορίζονται  όλοι οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Βόρειας Βουλγαρίας. Ως προς την ετυμολογία του ονόματος δόθηκαν πολλές απαντήσεις από ιστορικούς των προαναφερόμενων χωρών. Όλες θεωρούν ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο και ο λόγος είναι προφανής. Η ιδέα του παντουρκισμού επιβάλει την παρουσία τουρκικών φύλων σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ασίας και της Ευρώπης. Παράλληλα η ύπαρξη Τούρκων χριστιανών εξυπηρετεί τα πολιτικά σχέδια των εκφραστών του παντουρκισμού, μέσα από τη σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας.
Από την πλευρά των Ελλήνων ιστορικών διατυπώθηκε η άποψη ότι πρόκειται για Μικρασιάτες Καραμανλήδες, μετανάστες στη Βόρεια Βουλγαρία και την Ανατολική Θράκη. Η έρευνα των λαογραφικών στοιχείων δείχνουν ότι η σχέση των Γκαγκαβούζηδων με τους Καραμανλήδες περιορίζεται στη γλώσσα και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο γραφής και όχι στην έκφραση και το λόγο. 
 Αντίθετα η υποστήριξη της θεωρίας περί αυτόχθονου θρακικού πληθυσμού δεν υποστηρίχτηκε τα προηγούμενα χρόνια και τελευταία αρχίζει να διατυπώνεται δειλά-δειλά από ιστορικούς της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. 
Πιστεύω ότι η συγκέντρωση όλων των ιστορικών στοιχείων και η αντικειμενική σταχυολόγηση τους θα οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό της θεωρίας για την προέλευση των Γκαγκαβούζηδων. 
Οι Γκαγκαβούζοι εντοπίζονται στα παράλια του Δυτικού Ευξείνου Πόντου. Τα χωριά τους βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ του ακρωτηρίου Αιμόντου και της πόλης Κωνστάντζας της Ρουμανίας. Στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας εντοπίζονται γκαγκαβούζικα χωριά μέχρι την πόλη Προβάντια και Σούμεν της σημερινής Βουλγαρίας. Κύριες πόλεις των Γκαγκαβούζηδων είναι η Βάρνα, η Καβάρνα, το Μπάλτζικ, το Σούμεν και το Πρόβαντι. Συνολικά καταγράφονται ως γκαγκαβούζικα, περίπου 70 χωριά και πόλεις.
Ποιοι λαοί κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές από την αρχαιότητα μέχρι την εμφάνιση του γκαγκαβούζικου φύλου.

Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, Ηρόδοτος Στράβωνας, Πτολεμαίος, μιλούν για το θρακικό φύλο τους Κροβύζους ή Κροβούζους, ως κατοίκους στην περιοχή της Οδησσού (Βάρνα). Βορειότερα στην περιοχή του Μπάλτζικ κατοικούσε ένα θρακικό φύλο Πυγμαίων, οι Αροτήρες, λαός γεωργικός με συγγενικές σχέσεις με τους Κροβούζους.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ο Ρωμαίος φυσιοδίφης  ιστορικός Πλίνιος και ο εξόριστος ποιητής Οβίδιος αναφέρουν, ότι η περιοχή κατοικείται από τον θρακικό λαό των Κατταούζων ή Κατούζων. Όλοι οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί εύκολα εξελληνίζονται ή εκλατινίζονται. Ζούσαν γύρω από τις οχυρωμένες πόλεις των ελληνικών αποικιών. Αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το γεγονός θα πρέπει να πούμε, ότι για δύο λόγους υπήρξε αυτή η εγκατάσταση:
Α) Ως λαός γεωργικός και κτηνοτροφικός ήθελαν να βρίσκονται κοντά στις πόλεις για να γίνονται γρήγορα και άμεσα οι συναλλαγές τους και 
Β) Οι οχυρωμένες πόλεις αποτελούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους επιδρομών και συγκρούσεων με άλλα φύλα και λαούς. 
Ο ρόλος των οχυρωμένων πόλεων εκτός από τον στρατιωτικό ήταν και εκπολιτιστικός. 
Με την μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, τα Βαλκάνια και ειδικά η Θράκη αποτελούν το περιβόλι της Πόλης. Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλων των λαών των Βαλκανίων. Ειδικότερα οι εξελληνισμένοι λαοί έγιναν ευκολότερα χριστιανοί, λόγω της διάδοσης της νέας θρησκείας μέσω της ελληνικής γλώσσας. Ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των λαών του Ευξείνου Πόντου. Ως πρώτος μητροπολίτης Βάρνας, αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην επιστολή του προς Ρωμαίους, ο Αμπλίας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Οκτωβρίου.
Διάφοροι λαοί ακολουθώντας το δρόμο της μετανάστευσης περνούν τον Δούναβη και συγκρούονται με το βυζαντινό στρατό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγούνται σε ήττα και σε μόνιμη εγκατάσταση σε περιοχές που ορίζει το Βυζάντιο, αφού πρώτα βαπτίζονται χριστιανοί και αποδέχονται την εξουσία του βυζαντινού κράτους. Η εγκατάστασή τους κατά τα έθιμα του Βυζαντίου γίνεται στην ύπαιθρο  σε στρατηγικά σημεία όπου υπηρετούν ταυτόχρονα ως στρατιώτες. Οι λαοί που εμφανίσθηκαν κατά σειρά και εγκαταστάθηκαν τελικά στα Βαλκάνια είναι Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Πετζενέγκοι, Ούζοι και Κουμάνοι. Σε όλους επιβλήθηκε ο χριστιανισμός και μέσω του ελληνικού πολιτισμού όχι μόνο εντάχθηκαν αλλά και αποτέλεσαν τα κυριότερα στηρίγματα του βυζαντινού κράτους. 
Το Βυζάντιο και το Πατριαρχείο επέτρεπε τις επιγαμίες μεταξύ χριστιανών  διαφορετικών φύλων με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος βυζαντινού υπηκόου ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του ορθόδοξου χριστιανού, με ελληνική μόρφωση αλλά ως ανθρωπολογικός τύπος αποτελούσε ένα κράμα διαφορετικών φυλών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα επόμενα χρόνια αυτός ο τύπος δεν αμφισβητήθηκε μέχρι την εμφάνιση των εθνικών ιδεολογιών και την δημιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια. 
Στα Βαλκάνια ο κυριότερος εχθρός του Βυζαντίου ήταν οι Βούλγαροι. Λαός ανυπότακτος, με ηγεμόνες που επιζητούσαν πάντοτε την εξουσία και την χειραφέτησή τους από το Βυζάντιο. Οι συχνοί πόλεμοι μεταξύ τους οδηγούσε σε ερημώσεις της υπαίθρου και σε αναγκαστική μετακίνηση των ντόπιων πληθυσμών που δεν συμμαχούσαν μαζί τους μέσα στις οχυρωμένες βυζαντινές πόλεις.  Η δημιουργία του πρώτου και του δεύτερου βουλγαρικού κράτους άλλαζε συνεχώς τα σύνορα του Βυζαντίου, αλλά τα δυτικά παράλια του Ευξείνου Πόντου αποτελούσαν πάντοτε βυζαντινό έδαφος. 
Μετά το τέλος των σταυροφοριών και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας ιδρύθηκαν τρία Πριγκιπάτα: Το πριγκιπάτο του Τυρνόβου και του Βιδινίου, τα οποία αποτελούνταν από πληθυσμούς κυρίως βουλγαρικούς και το πριγκιπάτο της Καβάρνας, το οποίο αποτελούνταν από Έλληνες βυζαντινούς, Βλάχους, Κουμάνους και Σελτζούκους Τούρκους. 
Πρώτος ηγεμόνας του πριγκιπάτου ήταν ο Μπαλίκ, ο οποίος ανέλαβε το 1268 περίπου. Αν και γίνονται αναφορές και σε κάποιον Σαρί-Σαλτίκ, όπως και τον σουλτάνο Καϊκαούζ Β΄, είναι αστήρικτες αν και χρονολογικά συμπίπτει η παρουσία τους στα ίδια εδάφη.  Ο σουλτάνος μετά την απελευθέρωση του από το φρούριο της Αίνου όπου ήταν φυλακισμένος από τον Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο μεταφέρθηκε στα μέρη της Κριμαίας, από τον Μογγόλο Χάνο Berge, όπου και πέθανε το 1263.  ¶λλες ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο λαός  και ο στρατός του Καϊκαούζ μεταφέρθηκε στην επαρχία της Δοβρουτσάς όπου και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των Ούζων και των Κουμάνων. Οι ίδιες πηγές αποκρύπτουν ότι εγκατέλειψαν την περιοχή περίπου το 1310 και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Όπως και το γεγονός ότι ανήκαν στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασήδων. Αρχηγός τους ήταν ο Σαρί-Σαλτίκ οπαδός του Μπεκτασισμού, μία θρησκεία με στοιχεία χριστιανικά και ισλαμικά. Ήταν γνωστός ως Σαλτούκ-ντεντέ και όταν πέθανε το χωριό όπου τάφηκε ονομάσθηκε Μπαμπά-νταγκ.
Έτσι οι τουρκόφωνοι της Δοβρουτσάς διαχωρίζονται σε δύο ζώνες: Οι μουσουλμάνοι της βόρειας ζώνης, όπου κατοικούσαν ανάμεικτοι πληθυσμοί Κουμάνων, Ούζων και Σελτζούκων και στην νότια ζώνη όπου κατοικούσαν τουρκόφωνοι χριστιανοί βυζαντινής καταγωγής. 
Μετά τον Μπαλίκ αναλαμβάνει ως άρχοντας του πριγκιπάτου ο Ντομπροτίτσα, ο οποίος διαχωρίζει τη θέση του από τα δύο βουλγαρικά πριγκιπάτα και θέτει το πριγκιπάτο του φόρου υποτελής στο Βυζάντιο. Ζητά από το Πατριαρχείο να αναλάβει την επιστασία των χριστιανών του κράτους του. Το πριγκιπάτο αποτελούσε θρησκευτικά, Εξαρχία απευθείας υπαγόμενη στο Πατριαρχείο από το 1320 έως το 1650, όταν η μητρόπολη Βάρνας και η εξαρχία Καβάρνας ενώθηκε σε μία μητρόπολη, της Βάρνας. 
Στα χρόνια του Ντομπροτίτσα το πριγκιπάτο γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή του, κυριαρχούσε με το στόλο του στη Μαύρη Θάλασσα και ήταν σκληρός ανταγωνιστής των Γενουατών στο εμπόριο. Με τον στρατό του βοήθησε το βυζαντινό κράτος της Τραπεζούντας στην αντιμετώπιση των Γενουατών και των Οθωμανών. Παράλληλα είχε παντρευτεί την κόρη του Μέγα Δούκα Απόκαυκου και πήρε τον τίτλο του Δεσπότη. Μετά τον θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Ιβαγκός ο οποίος διατηρήθηκε ως Δεσπότης της Καβάρνας μέχρι την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1394. Αιτία αποτέλεσε η άρνηση του  Ιβαγκός να συμμετέχει  στην εκστρατεία εναντίον των χριστιανών της Ουγγαρίας και της Μολδαβίας και Βλαχίας όπως του ζήτησε ο σουλτάνος Βαγιατζίτ Α΄ ο Κεραυνός, με αντάλλαγμα να διατηρήσει το κράτος του. 
Με την κατάλυση του κράτους ο πληθυσμός του πριγκιπάτου διασκορπίστηκε. Αναφέρεται ότι ένα μεγάλο τμήμα έφυγε και εγκαταστάθηκε στα χωριά της Ζίχνης Σερρών όπου υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Ένα τμήμα του πληθυσμού οδηγήθηκε από τους Οθωμανούς ως εργάτες γης στο Χάσκιοϊ της Αδριανούπολης, όπου δούλευαν στα χωράφια του σουλτάνου. Η πλειονότητα παρέμεινε και υπέφερε μαζί με τους υπόλοιπους χριστιανούς της περιοχής. Επειδή ζούσαν ανάμεσα σε συμπαγείς πληθυσμούς Οθωμανών Τούρκων για να επιβιώσουν και για να μπορούν να συναλλάσσονται άλλαξαν την γλώσσα τους και τουρκοφώνισαν. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η γλώσσα των Γκαγκαούζηδων είναι παρόμοια με των Οθωμανών της Βαλκανικής και όχι με αυτήν των Οσμανλήδων της Μικράς Ασίας. 
Το Οθωμανικό κράτος όπως και όλα τα μουσουλμανικά κράτη στηρίζονταν στην αρχή πιστοί και άπιστοι. Μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς και την ανακήρυξη του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης ως θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη όλων των χριστιανών οι Γκαγκαούζοι εντάσσονται στο χριστιανικό Μιλλέτ. 
Τον 16ο αιώνα κατά την περιοδεία του Οθωμανού περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί στα Βαλκάνια συναντά τους Γκιαούρηδες(άπιστους) Τούρκους και απορεί πως είναι δυνατόν να υπάρχουν τουρκόφωνοι χριστιανοί. Μετά από μια μικρή έρευνα παραδέχεται ότι δεν πρόκειται για τουρκικό φύλο. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Οθωμανούς και τουρκικά φύλα συνάντησε βορειότερα στα παραδουνάβια έλη. 
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1790 δεν έχουμε αναφορές για Γκαγκαούζους ή ακόμη και για γεγονότα στην περιοχή. Η επανάσταση των Κιρτζαλήδων, φανατικών μουσουλμάνων και του Πατζατζάνογλου, Πασά του Βιδινίου, φέρνει στο προσκήνιο τους τουρκόφωνους χριστιανούς της Δοβρουτσάς. Αντιστέκονται στις επιδρομές των Κιρτζαλήδων των Κιρκάσιων και Βασιβουζούκων. 
Μέσα από το Έπος ΑΙ ΕΝ ΤΗ ΚΩΜΟΠΟΛΕΙ ΚΑΒΑΡΝΗ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΠΕΡΙΞ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙΣ ΧΩΡΙΟΙΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΚΙΡΚΑΣΙΩΝ ΣΦΑΓΑΙ, γράφτηκε από τον Κράχτογλου (πιθανόν Γκαγκαούζος στην καταγωγή) μαθαίνουμε για την ηρωική αντίσταση τους στην Καβάρνα με αρχηγό τον Αμηρά. Από την πολιορκία της Καβάρνας κατάφεραν να σωθούν οι περισσότεροι και να διαφύγουν στην Μολδαβία και στη Βλαχία. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες ο Αμηράς επέστρεψε στα γκαγκαούζικα εδάφη μαζί με το ρωσικό στρατό κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1810. 
Σε όλους τους ρωσοτουρκικούς πολέμους οι Γκαγκαούζοι βοηθούσαν με όλα τα μέσα που διέθεταν τον ρωσικό στρατό. Είχε αποκρυσταλλωθεί στην συνείδησή τους όπως και σε όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων ότι το «Ξανθό γένος», δηλαδή οι Ρώσοι θα τους απελευθερώσουν από τον οθωμανικό ζυγό. Το 1829 για να γλιτώσουν από τα αντίποινα των Οθωμανών μετανάστευσαν μαζικά μαζί με τον μητροπολίτη Βάρνας στη Βεσσαραβία. Υπολογίζεται ότι μετανάστευσαν 100.000 περίπου Γκαγκαούζοι, ελληνόφωνοι και βουλγαρόφωνοι χριστιανοί. Η εγκατάστασή τους έγινε στην επαρχία του Κομράτ και του Ισμαηλίου. Ο γκαγκαούζικος πληθυσμός της Βεσσαραβίας από το 1810-20 αναπτύσσεται και λειτουργεί άλλοτε σε εχθρικό περιβάλλον και άλλοτε σε φιλικό. Κυρίως ως αγρότες συμμετέχουν σε όλα τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Μολδαβία και τη Βλαχία. Συμμετέχουν με δικό τους στρατιωτικό σώμα στην επανάσταση του Υψηλάντη με αρχηγό τον Δημήτρη Βατικιώτη.  Γκαγκαούζοι συμμετείχαν στον Ιερό λόχο στη μάχη του Δραγατσανίου, δίχως να έχουμε καταφέρει να καταγράψουμε τα ονόματά τους. Συμμετείχαν στην βουλγαρική λεγεώνα κατά την διάρκεια των ρωσοτουρκικών πολέμων με επαναστατικές ενέργειες στην βόρεια Βουλγαρία και στην σημερινή Ρουμανία. Οι Βούλγαροι τονίζουν σε όλα τα ιστορικά βιβλία τους την ανδρεία και το θάρρος που επιδείκνυαν οι Γκαγκαβούζηδες στο πεδίο της μάχης 
Το 1864 συμμετέχουν ενεργά στην εξέγερση των αγροτών εναντίον των γαιοκτημόνων της Ρουμανίας. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, 10.000 νεκρούς υπολογίζεται ότι είχε και ανάμεσά τους πολλοί Γκαγκαούζοι. Το 1907 και 1910 συμμετείχαν σε νέες εξεγέρσεις αγροτών. 
Η ρωσική επανάσταση του 1917 τους βρίσκει εγκλωβισμένους στη Βεσσαραβία, διότι η περιοχή διεκδικείται συνεχώς από τους Ρουμάνους και τους Ρώσους. Σε όλη τη διάρκεια της Σοβιετικής Ένωσης διατηρούν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους, τους επιτρέπεται να έχουν εκκλησίες, έστω και λίγες, και να διατηρήσουν τη γλώσσα τους. Ίσως σε αυτό το γεγονός να οφείλεται και η συμπάθεια που δείχνουν απέναντι στους Ρώσους και να ταχθούν με το μέρος τους στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιδρούν στην προσπάθεια των Μολδαβών εθνικιστών να ενωθούν με τη Ρουμανία. Το 1990 καταφέρνουν να αποκτήσουν αυτόνομο καθεστώς διοίκησης μέσα στα πλαίσια της Μολδαβίας.
Σήμερα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια για να επανασυνδεθούν με τους Γκαγκαβούζηδες της Ελλάδας. Η μακροχρόνια προσπάθεια των Ρώσων ιστορικών να τους πείσουν ότι ανήκουν σε ένα από τα τουρανικά-τουρκικά φύλα της Ασίας αν και πέτυχε σε ένα μεγάλο βαθμό σήμερα από  ιστορικούς Γκαγκαούζους της Μολδαβίας αμφισβητείται. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς την Ελλάδα και περιμένουν από εμάς μια μεγαλύτερη βοήθεια οικονομική, πολιτιστική για να βρουν τα βήματά τους προς τη σωστή κατεύθυνση όπως οι ίδιοι λένε.
Στις δεκαετίες του 1840-50 αρχίζει η αναγέννηση του ελληνισμού της βόρειας Βουλγαρίας. Με προτροπή του μητροπολίτη Βάρνας Ιωσήφ και αργότερα του Ιωακείμ ιδρύονται τα πρώτα σχολεία των κοινοτήτων. Είναι τα περίφημα γραμματοδιδασκαλεία, όπου οι μικροί μαθητές διδάσκονται ανάγνωση, γραφή, τον Απόστολο και την Οχτάηχο. Σε 25 γκαγκαούζικα χωριά ιδρύονται σχολεία που επιχορηγούνται από τους γονείς των παιδιών και  Φιλεκπαιδευτικές αδελφότητες. Το Πατριαρχείο εντόπισε το  πρόβλημα με τους τουρκόφωνους χριστιανούς που δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν την εκπαίδευση στα ελληνικά και στέλνει Καραμανλήδες (τουρκόφωνοι χριστιανοί της Μ. Ασίας) δασκάλους και εκτυπώνει το Ευαγγέλιο και την Αγία Γραφή στα καραμανλίδικα. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να προσεγγίσει τους τουρκόφωνους χριστιανούς και να τους μεταδώσει τα μηνύματα του χριστιανισμού και του ελληνικού πολιτισμού.
Παράλληλα έχει αρχίσει και η αναγέννηση του βουλγαρικού έθνους. Οι έντονοι ανταγωνισμοί και η διάθεση των Βουλγάρων να χειραφετηθούν απέναντι στο Πατριαρχείο και στους Έλληνες οδηγεί σε καθημερινές συγκρούσεις. Ο ανταγωνισμός προκαλεί συγκρούσεις με αποτέλεσμα να υπάρχει μια χαώδης κατάσταση. Τα γκαγκαούζικα χωριά αποτελούν το πρώτο στόχο των Βουλγάρων. Ορισμένα  λόγω της μακρόχρονης συγκατοίκησης τους με βουλγαρικούς πληθυσμούς, δηλώνονται Βούλγαροι και εντάσσονται στη βουλγαρική εκκλησία. Η πλειοψηφία των χωριών τάσσονται με τους Έλληνες. Ακολουθεί ένας σκληρός και ανελέητος διωγμός των Γκαγκαούζων από τα χωριά τους. Μετακινούνται συνέχεια για να γλιτώσουν τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που τους επιβάλλουν οι Βούλγαροι. Το 1870-78  με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο ακολουθούν το ρωσικό στρατό, στην μόνη δύναμη μετά τους Έλληνες που είχαν εμπιστοσύνη και με την κατάληψη της Αδριανούπολης εγκαθίστανται στην επαρχία Χάφσας, του Μπαμπά-εσκί και των Σαράντα Εκκλησιών. Υπολογίζεται ότι περίπου 6.000 Γκαγκαούζοι μετακινούνται  αυτή την περίοδο. Περίπου 1.000 εγκαθίστανται στην Υάμπολη της Βουλγαρίας. 
Έτσι δημιουργείται ένα τρίγωνο ανάμεσα στη Βάρνα, Υάμπολη και Χάφσα μέσα στο οποίο βρίσκονται ζουν και επιβιώνουν οι γκαγκαούζικοι πληθυσμοί. Όσοι παρέμειναν στα πάτρια εδάφη υποφέρουν μαζί με τους ελληνικής καταγωγής χριστιανούς, αντιστέκονται στον εκβουλγαρισμό που προωθούν Ρώσοι και Βούλγαροι.  Στην Βάρνα, στην Καβάρνα, στο Μπάλτζικ, στο Γκιαούρ-σουγιουτσούκ,  στο Κέστριτς και σε άλλα χωριά αναφέρονται γεγονότα και ανθελληνικές ενέργειες  των Βουλγάρων να τους πάρουν τα σχολεία και τις εκκλησίες. Η παρουσία  και η παραμονή τους όμως είναι προδιαγεγραμμένη. Ο στόχος των Βουλγάρων είναι αν δεν εκβουλγαριστούν να εγκαταλείψουν τη πατρίδα τους στην οποία ζούσαν για εκατοντάδες χρόνια. 
Με το μεγάλο ανθελληνικό διωγμό του 1906 και του 1914, εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Οι περισσότεροι μετακινούνται προς την Ανατολική Θράκη, ακολουθώντας τους υπόλοιπους Ανατολικορουμελιώτες και Βαρνιώτες και ορισμένοι διασκορπίζονται σε όλη την Ελλάδα. Υπάρχουν αναφορές ότι γκαγκαούζικοι πληθυσμοί υπάρχουν στην Θεσσαλία, στη Θεσσαλονίκη , στη Βέροια και στο Κιλκίς. Μέχρι και στην Ηγουμενίτσα εντοπίσαμε γκαγκαούζικο χωριό. 
¶λλοι μετακινούνται στην ενδοχώρα της Ανατολικής Θράκης και εγκαθίστανται σε χωριά του Ουζούν-Κιοπρού, των Μαλγάρων και της Αίνου. Ως τουρκόφωνοι χριστιανοί αντιμετωπίζονται αρχικά με επιφύλαξη από τους υπόλοιπους χριστιανούς. Ιδρύουν δικά τους χωριά ή συνοικίες μέσα στις πόλεις, όπου ζουν σχεδόν απομονωμένοι. 
Γρήγορα όμως θα αποτελέσουν το βασικό κορμό της αντίστασης των Θρακιωτών στις τουρκικές και βουλγαρικές πιέσεις και βλέψεις. Στη Ανατολική Θράκη οργανώνεται από τον Στυλιανό Γονατά και τον Κονδύλη ένα μεγάλο δίκτυο πληροφοριοδοτών για να εντοπίζουν και να προβλέπουν τις μετακινήσεις και τις επιδιώξεις των βουλγαρικών και τουρκικών στρατευμάτων και διοικήσεων. Στο δίκτυο αυτό περίοπτη θέση και δράση έχουν οι Γκαγκαούζοι της Χάφσας. Στα απομνημονεύματα του ο Γονατάς μιλάει με θαυμασμό για τον ηρωισμό τους και για τους αντιστασιακούς πυρήνες που οργανώνουν μέσα στα χωριά τους. 
Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος φέρνει τους Βούλγαρους στην Ανατολική Θράκη. Στην αρχή αντιμετωπίζονται ως απελευθερωτές από τους χριστιανούς κατοίκους. Γρήγορα καταλαβαίνουν τα σχέδια τους για τον εκβουλγαρισμό των Θρακιωτών χριστιανών. Όσοι αντιστέκονται μετακινούνται. Γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί μετακινούνται σε χωριά πέρα από το σημερινό χωριό Φυλάκιο και σε χωριά της Υάμπολης με στόχο να αναγκασθούν να δηλώσουν Εξαρχικοί και να ενταχθούν στο βουλγαρικό κράτος. Οι πιέσεις δεν αποδίδουν. Όταν εγκαταλείπουν την Θράκη οι Βούλγαροι, πολλοί Γκαγκαβούζοι φεύγουν μαζί τους για να γλυτώσουν από τα αντίποινα των Τούρκων. Η μέρα της απελευθέρωσης της Ανατολικής Θράκης δεν άργησε να φανεί. Τον Ιούλιο του 1920 απελευθερώνεται. Οι γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί όπως και οι υπόλοιποι Θρακιώτες υποδέχονται με ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό. Το πρώτο σύνταγμα στρατού από ντόπιους Θρακιώτες αποτελείται από Γκαγκαβούζους της Χάφσας όπως  μαρτυρούν τα αρχεία του ελληνικού στρατού. Συμμετέχει στην απελευθέρωση των Σαράντα Εκκλησιών και φτάνει μέχρι τη Τσαλτάτζα, από όπου τους επιτρέπεται να γυρίσουν στα χωριά τους. 
Δυστυχώς για όλους η εγκατάλειψη των εστιών τους και των χωριών τους δεν άργησε να φανεί. Ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνισμού της Ανατολής πήραν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Η μεγαλύτερη μάζα εγκαταστάθηκε στο βόρειο Έβρο. Ίσως γιατί με το πέρασμα του ποταμού βρήκαν αμέσως εδάφη που έμοιαζαν με αυτά των χωριών τους, ή διότι πίστευαν ότι η προσφυγιά ήταν προσωρινή και θα επέστρεφαν  πάλι στα χωριά τους. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Η εγκατάσταση τους αυτή τη φορά ήταν μόνιμη. 
Μέχρι και σήμερα υπάρχουν και προσπαθούν να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους. Μεταφέρθηκαν τραγούδια, παραμύθια και λαϊκές λατρείες, που αποτελούν ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο πολιτισμό, αυτόν του ελληνισμού της βόρειας Βουλγαρίας. Ένας πολιτισμός γνήσιος θρακιώτικος, που μέσα από το πέρασμα των αιώνων αποτελούσε το φάρο του πολιτισμού για όλους τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων. Αν υπάρχει σήμερα μια συγγένεια μεταξύ των χορών , των τραγουδιών και των παραδόσεων μεταξύ του βουλγαρικού και του ελληνικού πληθυσμού αυτό οφείλεται στην μακρόχρονη συγκατοίκηση τους.
Σήμερα κατοικούν στην πλειοψηφία τους στον βόρειο Έβρο, στα χωριά της Ορεστιάδας και Διδυμοτείχου. Τα χωριά και οι τόποι εγκατάστασης τους είναι: Επαρχία Ορεστιάδας:  Αμμόβουνο 59 οικογένειες, ¶ρζος 33 οικ., , Βάλτος 23 οικ.,., Δίλοφος 24 οικ., Θούριο 194 οικ., Καβύλη 2 οικ., Καναδάς 63 οικ., Κέραμος 16 οικ., Κλεισώ 94 οικ., Κριός 1 οικ., Κυπρίνος 6 οικ.,., Λεπτή 15 οικ., Οινόη 237 οικ., Ορμένιο 6 οικ., Πάλη 7 οικ., Πλάτη 7 οικ.,., Πύργος 85 οικ., Σαγήνη 244 οικ., Σάκκος 1 οικ., , Σπήλαιο 30 οικ., Φυλάκιο 34 οικ. 
Στην επαρχία Διδυμοτείχου: Ασβεστάδες 3 οικ., Ευγενικό 22 οικ., Κωστή 12 οικ., Πουλιά 2 οικ., Σαύρα 12 οικ. 
Εγκαταστάσεις προσφύγων Γκαγκαβούζων έχουμε στα χωριά της Κομοτηνής: ¶μφια, Ν. Καλίστη, όπως και στα Χρυσοχώραφα Σερρών. 
 Για τους υπόλοιπους γκαγκαβούζικους πληθυσμούς θα πρέπει να διερευνηθεί καλύτερα και να αποδοθεί ο χαρακτήρας τους μετά από συστηματική έρευνα. Τους πληθυσμούς που αναφέρουμε είναι πρόσφυγες από την επαρχία Χάφσας της Αδριανούπολης, που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό τους από την παλιά πατρίδα.
Μέσα από ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα δεν μπορούν να ειπωθούν και να γραφούν όλες οι πτυχές των Γκαγκαούζων. Ως συμπέρασμα μπορεί με βεβαιότητα να ειπωθεί ότι οι Γκαγκαούζοι είναι θρακιώτικο φύλο της βόρειας Βουλγαρίας, το οποίο παρουσιάζει μία μόνο ιδιαιτερότητα απέναντι στους υπόλοιπους Θρακιώτες και Έλληνες. Είναι τουρκόφωνοι αλλά φανατικοί χριστιανοί και Έλληνες. Είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, την προσδιορίζουν στο Βυζάντιο και τα βυζαντινά χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να τους το αντιστρέψει.   

Πηγή www.thourio.gr
© Copyright www.thourio.gr

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Νότια Ρωσία - Greek enlightenment in South Russia

Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη Νότια Ρωσία
Συγγραφή : Bruess Gregory (15/1/2008)
Μετάφραση : Ροβίθη Χαρά (17/6/2008)
 

1. Εισαγωγή

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός αναπτύχθηκε στη νότια Ρωσία κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Βασικές αιτίες ήταν η κοινή ορθόδοξη βυζαντινή κληρονομιά Ρώσων και Ελλήνων, το γεγονός ότι η Αικατερίνη Β΄ ήταν αποφασισμένη να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Διαφωτισμού, καθώς και το ότι οι αυτοκρατορικές βλέψεις της Ρωσίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας συνέπεσαν χρονικά με τις επιθυμίες των Ελλήνων για εθνική χειραφέτηση από την οθωμανική κυριαρχία.

Ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, δύο Έλληνες κληρικοί στην υπηρεσία της αυτοκράτειρας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έγιναν οι κύριοι πρωταγωνιστές του ελληνικού διαφωτιστικού ρεύματος στη νότια Ρωσία. Τα επιτεύγματά τους ως κληρικών, οι επιτυχίες τους στη διοίκηση, στη μετάφραση φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων της Δύσης, στην εισήγηση και τη διδασκαλία της φυσικής φιλοσοφίας, στην ενίσχυση της ελεύθερης έρευνας, στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, καθώς και στην προάσπιση των Ελλήνων της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συναπαρτίζουν ό,τι ονομάζουμε Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Η δραστηριότητά τους μετέτρεψε τη νότια Ρωσία στο χωνευτήρι μέσα στο οποίο συντελέστηκε η ανανέωση του ελληνικού κόσμου.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη νότια Ρωσία ξεκίνησε με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Ρωσία το 1774. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή εξασφάλισε για τη Ρωσία, ανάμεσα σε άλλα σημαντικά οφέλη, την κατοχή των πλούσιων εδαφών στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Η Αικατερίνη ονόμασε τα εδάφη αυτά Νέα Ρωσία και προχώρησε στην εφαρμογή μέτρων που αποσκοπούσαν στην πολιτική σταθεροποίηση, την κοινωνική ενσωμάτωση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Για τον ίδιο σκοπό η κυβέρνηση της Αικατερίνης ενθάρρυνε τον εποικισμό των αραιοκατοικημένων νέων εδαφών με ρωσικούς και ξένους πληθυσμούς. Η Ρωσία παρότρυνε ελληνικούς πληθυσμούς να μετοικήσουν στα εδάφη της Νέας Ρωσίας με υποσχέσεις για προστασία από τους Οθωμανούς, οικονομικά κίνητρα για την προώθηση των επιχειρήσεων και του εμπορίου και ελευθερία στη διατήρηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Προς τις περιοχές αυτές μετακινήθηκαν και πολλοί οπαδοί μιας από τις πιο σημαντικές θρησκευτικές αιρέσεις, των παλαιοπίστων, στους οποίους η Αικατερίνη υποσχέθηκε περιορισμένη θρησκευτική ανοχή με αντάλλαγμα την πολιτική υπακοή τους στην Αγία Πετρούπολη.



2. Ευγένιος Βούλγαρης

Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη και ο πρίγκιπας Γρηγόριος Ποτέμκιν κατανοούσαν ότι η ιδιαίτερη κατάσταση που επικρατούσε στη Νέα Ρωσία απαιτούσε και ανάλογη διοικητική ηγεσία. Η Αικατερίνη διόρισε τον Ποτέμκιν γενικό κυβερνήτη της Νέας Ρωσίας το 1774 και της Αζοφικής το 1775. Επίσης το 1775 έχρισε τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806) αρχιεπίσκοπο της νεοσύστατης αρχιεπισκοπής Σλαβονίου και Χερσώνος, της οποίας τα σύνορα συμπλήρωναν αυτά των δύο νέων επαρχιών. Ο Βούλγαρης, από τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στα Ιόνια νησιά, τα Ιωάννινα και την Ιταλία. Αφού εκάρη μοναχός, εργάστηκε είκοσι χρόνια ως δάσκαλος στην ελληνική Ανατολή, σε μέρη όπως τα Ιωάννινα (Μαρουτσαία Σχολή), στην Αθωνιάδα Ακαδημία και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια περίοδο μετέφρασε πολυάριθμα φιλοσοφικά και μαθηματικά έργα της Δύσης. Το 1764 ο Βούλγαρης ταξίδεψε στη Σαξονία, όπου εξέδωσε ακόμη περισσότερες μεταφράσεις, καθώς και το έργο του Λογική. Στη Λιψία γνώρισε το Βολτέρο και μετέφρασε στα ελληνικά το δοκίμιό του Περί των διχονοιών των εν ταις εκκλησίαις της Πολωνίας το 1768. Η μετάφραση του Βολτέρου, καθώς και εκείνη του έργου Νακάζ (Οδηγίες) της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, του εξασφάλισε μια πρόσκληση στη Ρωσία το 1771. Ο Βούλγαρης υπηρέτησε στη ρωσική αυλή, όπου έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για τις μεταφράσεις και την υποστήριξη από μέρους του της ρωσικής εμπλοκής στην ελληνική Ανατολή.1

Καθώς ένα από τα κυριότερα ερείσματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού υπήρξε η εκπαίδευση, το 1774 η αυτοκράτειρα Αικατερίνη ζήτησε από το Βούλγαρη να τη βοηθήσει να ιδρύσει μια σχολή, ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν στη ρωσική κοινωνία εκείνοι οι Έλληνες που είχαν συνδράμει τους Ρώσους στον πρόσφατο πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σχολή εξελίχθηκε στο φημισμένο Ελληνικό Γυμνάσιο και το πρόγραμμα μαθημάτων της έγινε υπόδειγμα της εκπαίδευσης του Διαφωτισμού: οι σπουδαστές διδάσκονταν ορθόδοξη θεολογία, γλώσσες (ρωσικά, ελληνικά, τουρκικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά), μαθηματικά, ιστορία και γεωγραφία.2

3. Νικηφόρος Θεοτόκης

Όταν ο Βούλγαρης έφτασε στην Πολτάβα, το διοικητικό κέντρο της νέας του αρχιεπισκοπής, το χαμηλό επίπεδο των κληρικών τον έκανε να δυσανασχετήσει και πολύ σύντομα αποφάσισε να οργανώσει μια ιερατική σχολή. Για βοήθεια στο έργο του αυτό προσκάλεσε το φίλο και συμπατριώτη του Νικηφόρο Θεοτόκη (1731-1800).3Έως το 1776 ο Θεοτόκης είχε επίσης αναδειχτεί σε μία από τις εξέχουσες προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όπως και ο Βούλγαρης, έτσι και αυτός είχε σπουδάσει στην Ιταλία και ήταν υπερασπιστής των σπουδών στη «νέα φιλοσοφία», δηλαδή στη γραμματική, ρητορική, ποιητική, λογική, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά, φυσική και αστρονομία. Μετά την παραμονή του στην Ιταλία επέστρεψε στην Κέρκυρα, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και ίδρυσε μια δημόσια σχολή όπου διδασκόταν η «νέα φιλοσοφία». Το 1765 εγκατέλειψε την Κέρκυρα και, προτού φτάσει στη Ρωσία περίπου δέκα χρόνια αργότερα, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και το κήρυγμα στην Κωνσταντινούπολη και το Ιάσιο (στην Ακαδημία), δημοσίευσε έργα φυσικής, θεολογίας και ομιλητικής στη Λιψία και απέρριψε την πρόταση ανάδειξής του σε μητροπολίτη Φιλαδελφείας στη Βενετία.

Το 1779 ο Βούλγαρης αποχώρησε από την αρχιεπισκοπή και η Αικατερίνη ονόμασε διάδοχό του το Θεοτόκη. Ο Βούλγαρης παρέμεινε στην Πολτάβα για δύο χρόνια και το 1781, μετακινήθηκε προς την πόλη της Χερσώνας. Τελικά, απαλλαγμένος από τις ευθύνες του ως μητροπολίτη, ο Βούλγαρης στράφηκε ξανά προς τη διδασκαλία.

Συνέταξε μια σειρά από λόγια έργα που συνδέονταν με το γεωγραφικό χώρο στον οποίο δρούσε, και μετέφρασε τα Γεωργικά του Βιργιλίου. Το 1779 η μικρή σχολή που ίδρυσε ο Βούλγαρης καθιερώθηκε ως η Ιερατική Σχολή της Πολτάβα. Ο Θεοτόκης προχώρησε στη διεύρυνση του προγράμματος σπουδών, ώστε να συμπεριλάβει την ελληνική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, την αριθμητική και το σχέδιο. Η Ιερατική Σχολή της Πολτάβα υπήρξε το πρώτο ιερατικό ίδρυμα στη Ρωσία που δίδασκε ελληνικά και σύγχρονες γλώσσες. Έως το 1786 προστέθηκαν η φιλοσοφία και η θεολογία. Αυτή καθαυτή η παρουσία του Βούλγαρη και του Θεοτόκη στην Πολτάβα (και η κληρονομιά που άφησαν) προσέδωσε στη σχολή ένα νεοελληνικό χαρακτήρα και προσέλκυσε προσωπικότητες, όπως τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (1754-1819) και τον Αθανάσιο Ψαλίδα (1767-1829). Ανάμεσα στους καλύτερους μη Έλληνες σπουδαστές της ήταν οι κατοπινοί φιλέλληνες Ιβάν Ι. Μαρτίνοφ (1771-1833) και Νικολάι Ι. Γκνέντιτς (1784-1833). Ο Μαρτίνοφ σπούδασε στις αρχές της δεκαετίας του 1780, ενώ ο Γκνέντιτς μία δεκαετία αργότερα. Φαίνεται ότι το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής είχε πολύ μεγάλη επίδραση επάνω τους, αφού και οι δύο εξελίχθηκαν σε σημαντικούς μεταφραστές των Ελλήνων κλασικών στα ρωσικά. Στα συγγραφικά επιτεύγματά τους συγκαταλέγονται η έκδοση του μνημειώδους έργου Έλληνες Κλασικοί (26 τόμοι) από το Μαρτίνοφ και η μετάφραση της Ιλιάδας από τον Γκνέντιτς. Επίσης εξέδωσαν νεοελληνικά έργα και στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης.

Ο Θεοτόκης γνώριζε πολύ καλά τη σημασία της συγκροτημένης εκπαίδευσης για την ανάπτυξη των ικανοτήτων με σκοπό την κοινωνική εξέλιξη, καθώς και για τη διατήρηση παραδόσεων και συνηθειών. Η σταδιοδρομία του στην εκπαίδευση στο χώρο της ελληνικής Ανατολής, και ειδικά στο νησί της καταγωγής του, την Κέρκυρα, αντικατόπτριζε τη φλογερή του επιθυμία να στηρίξει το «έθνος» του (γένος) στη διατήρηση της ταυτότητάς του. Ο Θεοτόκης ενδιαφερόταν ειδικά για τους Έλληνες μετανάστες στη Ρωσία, τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητάς τους, αλλά και την ανάδειξή τους σε μορφωμένους και δημιουργικούς πολίτε. Το 1781, σε ένα γράμμα του προς την ελληνική κοινότητα του Ταϊγκανρόκ, συνιστούσε με έμφαση στους Έλληνες της κοινότητας να στείλουν τα παιδιά τους στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Αγίας Πετρούπολης ή στη Σχολή της Πολτάβα. Έγραφε ότι η Αικατερίνη είχε ιδρύσει το σχολείο για το ελληνικό έθνος και πως άλλοι Έλληνες που είχαν φοιτήσει εκεί κατείχαν τώρα θέσεις στη ρωσική κυβέρνηση.

Ο Θεοτόκης πίστευε ακόμη ότι το σχολεία συνιστούσαν υψηλή προτεραιότητα και αγωνίστηκε για να διασφαλίσει τη σύστασή τους στις ελληνικές κοινότητες της νότιας Ρωσίας. Το 1786 προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες της Μαριούπολης να ιδρύσουν σχολείο στην πόλη τους. Τους εμφύσησε την ιδέα πως η σπουδή των Γραφών οδηγεί στη σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής. Υπογράμμισε πως η μελέτη της ελληνικής γλώσσας ενισχύει τη διατήρηση των παραδόσεων, ενώ της ρωσικής οδηγεί στην κοινωνική καταξίωση. Τόνισε ότι αυτή η καταξίωση θα ήταν στη διάθεση όλων, αφού το σχολείο θα δεχόταν και φτωχούς και ορφανά και θα πρόσφερε εκπαίδευση, τρόφιμα και ρουχισμό. Ήταν τόσο βέβαιος για τη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης, ώστε πρότεινε τα χρήματα και οι δωρεές που αρχικά είχαν συγκεντρωθεί για την ίδρυση μοναστηριού να χρησιμοποιηθούν για το σχολείο. Ο Θεοτόκης έδωσε την ώθηση και σε άλλες κοινότητες να συστήσουν σχολεία όπου θα καλλιεργούνταν και θα διατηρούνταν η γλώσσα και ο πολιτισμός της Ελλάδας. Ίσως μάλιστα να ήταν αποτέλεσμα της δικής του επιμονής στην ανάδειξη της σημασίας της εκπαίδευσης το γεγονός ότι οι Έλληνες του Ταϊγκανρόκ ίδρυσαν Εμπορικό Γυμνάσιο το 1807 και οι ομοεθνείς τους στη Μαριούπολη σχολείο το 1818.4

4. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στην Οδησσό

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, με την προτεραιότητα που έδινε στην εκπαίδευση, έκανε αισθητή την παρουσία του στην ελληνική εμπορική κοινότητα της Οδησσού στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος Ιγγλέσης (1773-1844), γεννημένος στην Κεφαλλονιά, ήρθε στο Ταϊγκανρόκ με το θείο του το 1787. Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε πλούσιο έμπορο της Οδησσού. Διέθεσε την αξιοσημείωτη περιουσία του και αξιοποίησε την κοινωνική και πολιτική θέση του για να ευεργετήσει την ελληνική κοινότητα της Οδησσού. Το 1817, μαζί με τρεις ακόμη εμπόρους, ίδρυσε το Ελληνικό Εμπορικό Γυμνάσιο. Κατά την παράδοση του Βούλγαρη και του Θεοτόκη, στο σχολείο αυτό προσφέρονταν μαθήματα εμπορίου, ναυπηγικής, ναυσιπλοΐας, γεωγραφίας, ιστορίας, θρησκευτικών, φυσικών επιστημών, αρχαίων και νέων ελληνικών, ρωσικών, ιταλικών και γερμανικών. Πολλοί από τους εκπαιδευτές της σχολής ήταν Έλληνες, όπως ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Γεώργιος Λασσάνης και ο Ιωάννης Μακρής. Αυτοί οι διδάσκαλοι ήταν εξαιρετικά συγκροτημένοι και προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό ταλαντούχων σπουδαστών. Έως το τέλος της δεκαετίας είχαν γραφτεί στη Σχολή σχεδόν τριακόσιοι σπουδαστές.

5. Θρησκευτική ανοχή και εκκλησιαστική πολιτική στη Νέα Ρωσία

Η θρησκευτική ανοχή υπήρξε ένα ακόμη συστατικό στοιχείο του Διαφωτισμού, το οποίο και αναδείχτηκε στη Νέα Ρωσία. Η ερμηνεία που έδινε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη για το ρόλο που είχε η θρησκεία στο πλαίσιο του διαφωτιστικού ρεύματος προσδιορίστηκε στο έργο της Νακάζ το 1767: έγραφε ότι θα ήταν προς όφελος του κράτους αν όλοι οι υπήκοοι είχαν θρησκευτικές πεποιθήσεις και ήταν ελεύθεροι να τις ακολουθούν χωρίς το φόβο των διώξεων. Ακολουθώντας αυτή την άποψη η Αικατερίνη επέτρεψε στους παλαιοπίστους να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής τους από την περιφέρεια της αυτοκρατορίας και να επιτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οι παλαιόπιστοι, γνωστοί και ως ρασκόλνικι, σχισματικοί και παλαιόδοξοι , ήταν εκείνοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί που είχαν απορρίψει τις λειτουργικές και δογματικές μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη Νίκωνα στη Σύνοδο του 1666-1667 στη Μόσχα.

Το 1777 οι κάτοικοι ενός συνοικισμού παλαιοπίστων σε ένα μικρό χωριό, τη Ζναμένκα, κατέθεσαν αίτημα στον αρχιεπίσκοπο Ευγένιο να τους επιτραπεί η κατασκευή παρεκκλησιού (οι παλαιόπιστοι νομικά δεν είχαν το δικαίωμα να ανεγείρουν εκκλησίες, γι’ αυτό και έχτιζαν παρεκκλήσια) και να μπορούν να έχουν δικό τους κληρικό για να τελούν τη Θεία Λειτουργία σύμφωνα με τα παλαιά κείμενα. Ο Βούλγαρης τους ζήτησε να αποκηρύξουν το σχίσμα και, μετά την άρνησή τους, απέρριψε το αίτημα.

Αναμφίβολα, ο Βούλγαρης είχε δημιουργήσει προηγούμενο, έστω και με το να προτείνει τη δυνατότητα συμβιβασμού, και ο Θεοτόκης ακολούθησε το παράδειγμά του. Όταν ο Θεοτόκης ανέλαβε αρχιεπίσκοπος, δημοσιοποίησε μια ποιμαντορική επιστολή προς τους παλαιοπίστους εκφράζοντας την πρόθεσή του να τους δεχτεί στο ορθόδοξο ποίμνιο. Διαμόρφωσε κοινά σημεία αναφοράς τονίζοντας τη μη ρωσική καταγωγή του, καθώς και τη μακρά θητεία του στην ελληνική Ανατολή (οι παλαιόπιστοι της Ζναμένκα προέρχονταν από τη Μολδαβία και τη Βλαχία). Ο Θεοτόκης, με τη μεγάλη του εμπειρία στην ελληνική Ανατολή, είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως οι Παλαιόπιστοι και οι διαφορές τους με τη Ρωσική Εκκλησία δεν είχαν ανάλογο στο χώρο της Ορθοδοξίας, αλλά θα μπορούσαν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο του ορθόδοξου οικουμενισμού.

Το 1780 οι παλαιόπιστοι της Ζναμένκα, παρακινημένοι ίσως και από την αρχιεπισκοπική επιστολή, κατέθεσαν ένα αίτημα στο Θεοτόκη. Σε αυτό αποκήρυτταν το σχίσμα και ζητούσαν την άδεια για την κατασκευή παρεκκλησιού και την πρόσκληση ενός κληρικού. Με την αποκήρυξη ο Θεοτόκης αποδέχθηκε το αίτημα και τους επέτρεψε να διατηρήσουν τα παλαιά βιβλία και το τελετουργικό τους υπό τον όρο να αναγνωρίσουν τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των κληρικών της. Αυτή η συνένωση με την εκκλησία ονομάστηκε edinoverie (κυριολεκτικά: ενωμένη πίστη). Ο Θεοτόκης ταξίδεψε προσωπικά στη Ζναμένκα για να καθαγιάσει την πρώτη εκκλησία των edinovertsy και να διακηρύξει επίσημα ότι επρόκειτο για χριστιανούς αφοσιωμένους στην αληθινή πίστη και ότι συνεπώς κανείς δε θα έπρεπε να τους αποκαλεί σχισματικούς.

Ωστόσο, το διοικητικό σώμα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος, τον επέκρινε για την πολιτική της συνένωσης και τον προειδοποίησε για πιθανή αναίρεση της πράξης του. Ο Θεοτόκης έσπευσε να προετοιμάσει ένα αιτιολογικό της δραστηριότητάς του με την ελπίδα να αποφύγει την αναίρεση ή μια επίσημη αποδοκιμασία. Στο κείμενο υπεράσπισής του κατέθεσε ένα πειστικό διττό επιχείρημα για να υποστηρίξει την άποψή του: 1) οι παλαιές γραφές και τελετουργίες δεν ήταν «παράνομες» ή βλάσφημες και ορισμένες χρησιμοποιούνταν ακόμη από τη Ρωσική Εκκλησία, συνεπώς δεν αποτελούσαν εμπόδιο στην επανένωση, και 2) η επίσημη Εκκλησία είχε καταδείξει στο παρελθόν αξιοσημείωτη επιείκεια προς διαφορετικά τελετουργικά. Ο Θεοτόκης υποστήριζε ότι δεν ήταν η ενότητα των τελετουργικών αλλά η ενότητα στην πίστη που δημιουργούσε την πνευματική ένωση Εκκλησιών και πιστών. Η απόφαση του Θεοτόκη να επιτρέψει την είσοδο των παλαιόδοξων στην Εκκλησία στη βάση της ένωσης υπό όρους δεν ακυρώθηκε και οι όροι που τέθηκαν από το Θεοτόκη αποτέλεσαν τον καταλύτη για την εφαρμογή της πολιτικής του edinoverie, που τελικά εφαρμόστηκε το 1800 από τον αυτοκράτορα Παύλο Ι.5

6. Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός στη νότια Ρωσία, κυρίως στα πρόσωπα του Βούλγαρη και του Θεοτόκη, συνέβαλε ουσιαστικά στη διάδοση της «νέας φιλοσοφίας» στην εκπαίδευση, άνοιξε τις πύλες στη θρησκευτική ανοχή, βοήθησε τις ελληνικές κοινότητες της περιοχής να διατηρήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, στήριξε την υπόθεση της ανεξαρτησίας των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη μετάφραση των δυτικών φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων που προορίζονταν για τους Έλληνες της οθωμανικής επικράτειας και, κατά κάποιον τρόπο, έθεσε τα θεμέλια για τη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας.

1. Batalden, S.K., Catherine II's Greek Prelate. Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982), σελ. 13-22.

2. Batalden, S.K., Catherine II's Greek Prelate. Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982), σελ. 30-32.

3. Batalden, S.K., Catherine II's Greek Prelate. Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982), σελ. 52-54.

4. Bruess, G.L., Religion, Identity, and Empire. A Greek Archbishop in the Russia of Catherine the Great (Boulder 1997), σελ. 61-93.

5. Bruess, G.L., Religion, Identity, and Empire. A Greek Archbishop in the Russia of Catherine the Great (Boulder 1997), σελ. 135-159.


Greek enlightenment in South Russia

1. Introduction

The Greek Enlightenment occurred in southern Russia at the end of the eighteenth century because Greece and Russia shared a common Byzantine Orthodox heritage, Catherine II was determined to enact “enlightened” reforms, and Russian imperial ambitions in the Black Sea littoral and Greek desires for national emancipation from the Ottoman Empire converged. Evgenios Voulgaris and Nikiforos Theotokis, two Greek prelates in the service of Catherine and the Russian Orthodox Church, were the essence of the Greek Enlightenment in southern Russia. Their accomplishments and successes as clerics, administrators, translators of Western philosophical and scientific works, proponents and teachers of natural philosophy, defenders of free inquiry, scholars, and advocates for Greeks in Russia and the Ottoman territoriy epitomized the Greek Enlightenment. As a consequence of their activities, southern Russia became a crucible for a renewed Greece.

The Greek Enlightenment in southern Russia commenced when Russia defeated the Ottoman Empire in 1774. Among other important provisions, the Treaty of Küçük Kaynarca secured for Russia the rich territories north of the Black Sea. Catherine named the area New Russia and began to implement policies to realize its political consolidation, social integration, and economic development. To this end, Catherine’s government encouraged the colonization of the sparsely populated new territories with Russian and foreigners. Russia enticed Greek colonists to New Russia with promises of safety from the Ottomans, economic incentives to promote business and trade, and the freedom to maintain their cultural identity. Also attracted to the south were members of Russia's most prominent religious sect, the Old Believers, whom Catherine promised limited religious toleration in return for political allegiance to St. Petersburg.

2. Eugenios Voulgaris

Empress Catherine II and Prince Grigorii Potemkin understood that New Russia’s unique situation required special leadership. Catherine appointed Potemkin governor-general of New Russia in 1774 and of Azov in 1775. Also in 1775, she appointed Evgenios Voulgaris (1716-1806) as archbishop of the newly established diocese of Slaviansk and Kherson whose borders complemented those of the two new provinces. Voulgaris, one of the most notable members of the Greek Enlightenment, was born in Corfu. He received his education in the Ionian islands, Ioannina, and Italy. After taking his monastic vows, Voulgaris spent twenty years as a teacher in the Greek East in places such as Ioannina (Maroutsis School), the Athonite Academy on Mt. Athos, and the Great Patriarchal School in Constantinople. He also translated numerous Western philosophical and mathematical works during this period. In 1764, Voulgaris journeyed to Saxony, where he published yet more translations and even his own work, Logic. In Leipzig, he made the acquaintance of Voltaire and translated his essay, On the Dissensions within the Churches of Poland, into Greek in 1768. The Voltaire translation and his translation of Catherine’s Nakaz (Great Instruction) earned him an invitation to Russia in 1771. Voulgaris served at the Russian court as a highly-respected translator and publicist of Russia’s involvement in the Greek East.1

One of the main pillars of the Greek Enlightenment was education and, in 1774, Catherine asked Voulgaris to help create a school to assimilate those Greeks into Russian service who had assisted the Russians in their recent war with the Ottoman Empire. The school became the famous Greek Gymnasium and its curriculum was an exemplar of enlightened education: students studied Orthodoxy, languages (Russian, Greek, Turkish, Italian, German or French), mathematics, history, and geography.2

3. Nikiforos Theotokis

When Voulgaris arrived in Poltava, the administrative center of his new diocese, he was appalled by the low level of education among the priests and quickly decided to establish a seminary. To assist him in this task he secured an invitation for his friend and fellow Corfiote, Nikiforos Theotokis (1731-1800).3 By 1776, Theotokis had also emerged as a major figure in the Greek Enlightenment. Like Voulgaris, he too studied in Italy and became an advocate of the curriculum of the “new philosophy”, i.e., grammar, rhetoric, poetics, logic, philosophy, theology, mathematics, physics, and astronomy. After Italy, he returned to Corfu, became a monastic priest, and established a public school that taught Greek students the “new philosophy”. In 1765, he departed from Corfu and, by the time he arrived in Russia nearly ten years later, he had taught and preached in Constantinople (Istanbul) and Jassy (Princely Academy); published works on physics, theology, and homiletics in Leipzig; and declined the position of metropolitan of Philadelphia in Venice.

In 1779, Voulgaris retired as archbishop and Catherine appointed Theotokis as his successor. Voulgaris remained in Poltava for two years and then, in 1781, he moved to the city of Kherson. Finally free from diocesan responsibilities, Voulgaris turned to scholarly pursuits once again. He wrote a number of scholarly works related to the region and translated Virgil’s Georgics into Greek. In 1779, the small school created by Voulgaris officially became the Poltava Seminary. Theotokis expanded the curriculum to include Greek, French, German, arithmetic and drawing. The Poltava Seminary was the first seminary in Russia to offer Greek and modern languages. By 1786, he added philosophy and theology. The very presence of Voulgaris and Theotokis in Poltava (and later, their legacy) imbued the seminary with an aura of Neo-Hellenism and attracted to it such figures as Alexandros Mavrocordatos (1754-1819) and Athanasios Psalidas (1767-1829). Among the seminary's finest non-Greek students were the future philhellenes, Ivan I. Martynov (1771-1833) and Nikolai I. Gnedich (1784-1833). Martynov attended in the early 1780s and Gnedich a decade later. It seems the curriculum had a tremendous impact on them for they both became leading translators of the Greek classics into Russian. Among their achievements, Martynov published the monumental twenty-six volume Greek Classics and Gnedich translated the Iliad. They also published work on modern Greek during the Greek War of Independence.

Theotokis was acutely aware of the importance of a solid education in developing skills for social improvement and perpetuating traditions and customs. His educational career in the Greek East and especially on his home island of Corfu reflected Theotokis' fervent desire to assist his “nation” (genos) in preserving its identity. Theotokis was particularly anxious that the Greek immigrants to Russia should maintain their own Greek identity as well as become well-educated and productive citizens of Russia. In a 1781 letter to the Greek community at Taganrog, Theotokis strongly suggested that the community send its children to the Greek Gymnasium in St. Petersburg or to the school in Poltava. He told them that Catherine had established the school for the Greek nation and that other Greeks had attended the school and now held positions in the Russian government.

Theotokis believed schools to be a top priority and went to great lengths to ensure their construction in the Greek communities of southern Russia. In 1786, Theotokis tried to persuade the Greeks of Mariupol to establish a school in that city. Theotokis impressed upon them that the study of scripture leads to the salvation of man's soul. He emphasized the study of Greek to maintain traditions and Russian to find success. He stressed that this success would be available to everyone, for the school would accept the poor and orphans and it would educate, feed, and clothe them. Theotokis was so convinced of the value of education that he proposed that the money and donations originally collected for the construction of a monastery be used for a school instead. Theotokis provided the impetus and precedent for other communities to develop schools to nurture and preserve the language and culture of Greece. Perhaps, as a consequence of Theotokis’s initial educational advocacy, the Greeks of Taganrog opened a Commercial Gymnasium in 1807 and the Greeks of Mariupol established a school in 1818.4

4. The Greek Enlightenment in Odessa

The Greek Enlightenment, and its emphasis on education, was later evident among the Greek merchant community of Odessa in the early nineteenth century. Dimitrios Inglesis (1773-1844), born on the island of Cephalonia (Kefalonia), came to Taganrog with his uncle in 1787. After some time, he eventually became a very wealthy merchant in Odessa. Inglesis used his considerable wealth and social and civic positions to benefit the Greek community in Odessa. In 1817, Inglesis and three other merchants founded the Greek Commercial Gymnasium. In the tradition of the Voulgaris and Theotokis, the school offered courses in commerce, shipping, navigation, geography, history, religion, natural sciences, ancient and modern Greek, Russian, Italian, and German. Many of the school’s instructors were Greek and included Konstantinos Vardalachos, Georgios Gennadios, Georgios Lassanis, and Ioannis Makris. These instructors were extremely accomplished and helped attract a large and talented pool of students. By the end of the decade the school enrolled almost three hundred students.

5. Religious toleration and ecclesiastical politics in New Russia

Religious toleration was another significant component of the Enlightenment and this became manifest in New Russia. Catherine's interpretation of the role of religion within an enlightened framework was expressed in her Nakaz or Great Instruction of 1767: she wrote that it was beneficial to the state that all her subjects should hold religious beliefs and be free to practice them without fear of persecution. Thus, Catherine allowed the Old Believers to return to their places of origin from the periphery of the empire and to practice their faith. As generally understood, the Old Believers (also known as Raskol'niki, Schismatics, Old Ritualists) were those Orthodox Christians who had systematically rejected Patriarch Nikon's liturgical and doctrinal reforms enacted at the Council of 1666-7 in Moscow.

In 1777, the inhabitants of an Old Believer settlement in the village of Znamenka petitioned Archbishop Eugenios to permit them to construct a chapel (Old Believers, by law, were not allowed to erect churches so they built chapels) and to have a priest from among them to celebrate the divine liturgy according to the old books. As a condition, Voulgaris demanded that they renounce the schism and when they refused he denied the petition.

Undeniably, Voulgaris had set a precedent by even suggesting the possibility of accommodation and Theotokis was to follow his example. When Theotokis became archbishop he circulated a pastoral letter among the Old Believers signally his intent to return them to the Orthodox flock. He established points of commonality with them by highlighting his non-Russian origins as well as his long service in the Greek East (the Znamenka Old Believers were from Moldavia and Wallachia). Theotokis had concluded, on the basis of his vast experience in the Greek East, that the Old Believers, and their differences with the Russian Church, were unique to Orthodoxy, but could be reconciled within the context of Orthodoxy's universalism (i.e., non-dogmatic, non-particularistic).

In 1780, the Znamenka Old Believers, perhaps encouraged by the archbishop’s pastoral letter, sent a petition to Theotokis. In it they renounced the schism and requested permission to construct a chapel and to summon a priest. With the renunciation, Theotokis approved the petition and allowed them to keep their old books and rites with the condition that they accept the authority of the Russian Orthodox Church and its priests. This conditional reunion to the Church was called edinoverie. Theotokis traveled to Znamenka himself to consecrate the first edinovertsy church and decreed that none shall call them Schismatics for they were Christians of the true faith.

The governing body of the Russian Orthodox Church, the Holy Synod, however, reproached him for his policy of conditional reunion and warned of a possible reversal of his actions. Theotokis worked quickly to prepare a justification for his actions in the hopes of avoiding a reversal or official admonishment. His written defense, A Short Narrative on the Conversion of the Schismatics of the Village of Znamenka, produced a cogent two-part argument to support his position: 1) the old books and rites were not illegal or blasphemous and some were still used by the Russian Church, therefore, they were not an obstacle to reunion; 2) the Church had displayed considerable leniency toward different rites in the past. Theotokis argued that it was not unity in rituals, but unity in faith which created the spiritual union of churches and believers.

Theotokis's decision to allow the Old Believers into the Church on the basis of conditional union was not overturned and the conditions granted by Theotokis were a catalyst for the realization of the edinoverie policy, eventually implemented in 1800 by Emperor Paul I.5

6. Conclusion

In conclusion, the Greek Enlightenment in southern Russia, primarily in the persons of Voulgaris and Theotokis, contributed significantly to the spread of the “new philosophy” in education, opened the door to religious toleration, helped the Greek communities of the region to preserve their cultural identity, aided the national cause of Greece from through the translation of Western philosophical and scientific works destined for the Greeks in the Ottoman Empire, and, in some respects, laid the foundations for the creation of the “Society of Friends” (Filiki Etairia).

1. Batalden, St. K.,  Catherine II's Greek Prelate: Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982) pp. 13-22.

2. Batalden, St. K.,  Catherine II's Greek Prelate: Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982) pp. 30-32.

3. Batalden, St. K.,  Catherine II's Greek Prelate: Eugenios Voulgaris in Russia, 1771-1806 (Boulder 1982) pp. 52-54.

4. Bruess, G. L., Religion, Identity, and Empire: A Greek Archbishop in the Russia of Catherine the Great (Boulder 1997) pp. 61-93.

5. Bruess, G. L., Religion, Identity, and Empire: A Greek Archbishop in the Russia of Catherine the Great (Boulder 1997) pp. 135-159.

Συγγραφή : Bruess Gregory (15/1/2008)
Για παραπομπή: Bruess Gregory, "Greek enlightenment in South Russia", 2008,
Αναδημοσίευση από
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: