Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Ρωσοφινλανδικός πόλεμος του 1939 ή Χειμερινός Πόλεμος



Ο Ρωσοφινλανδικός πόλεμος του 1939 ή Χειμερινός Πόλεμος ήταν η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Φινλανδίας το 1939-40. Ξεκίνησε με τη σοβιετική εισβολή στο φινλανδικό έδαφος την 30η Νοεμβρίου 1939 και τελείωσε στις 13 Μαρτίου 1940 με τη συνθήκη ειρήνης της Μόσχας. Η Κοινωνία των Εθνών καταδίκασε ως παράνομη την επίθεση και απέβαλε από τις τάξεις της τη Σοβιετική Ένωση στις 14 Δεκεμβρίου 1939.
Οι σοβιετικές δυνάμεις ήταν τριπλάσιες σε αριθμό έναντι των φινλανδικών δυνάμεων, είχαν 30 φορές μεγαλύτερη αεροπορική δύναμη και εκατονταπλάσιο αριθμό τεθωρακισμένων. Ο Κόκκινος Στρατός παρόλα αυτά ήταν αποδυναμωμένος και σε φάση αναδιοργάνωσης, ύστερα από τις μαζικές εκκαθαρίσεις που είχε κάνει το 1937 ο ηγέτης της ΕΣΣΔ Στάλιν, εκκαθαρίσεις κατά τις οποίες εκτελέστηκε μεγάλος αριθμός ικανών αξιωματικών και χαρισματικών στρατηγών όπως ο Μιχαήλ Τουχατσέφσκι, εξαιτίας της ανασφάλειας του Σοβιετικού ηγέτη προς το σώμα των παλαιών στρατιωτικών λόγω της πιθανότητας ανατροπής του. Συγκεκριμένα 30.000 αξιωματικοί είχαν εκτελεσθεί ή φυλακιστεί, κυρίως ανώτερων και ανώτατων βαθμών. Οι διωγμοί αυτοί πτόησαν το ηθικό των Σοβιετικών στρατιωτών που αναγκάζονταν να ακολουθήσουν άπειρους αξιωματικούς και στέρησαν τον στρατό από έμπειρους ηγήτορες. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων με το υψηλό φρόνημα των Φινλανδών οι οποίοι μάχονταν υπέρ βωμών και εστιών, είχε ως αποτέλεσμα μια εξαιρετικώς σθεναρή αντίσταση εκ μέρους των φινλανδικών δυνάμεων και την αναποτελεσματικότητα των σοβιετικών.
Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν με τη Συνθήκη της Μόσχας το Μάρτιο του 1940. Η Φινλανδία απώλεσε το 11% των εδαφών της και το 30% των γεωοικονομικών πηγών της που πέρασαν στην κατοχή της Σοβιετικής Ένωσης.[1] Κατάφερε, ωστόσο, να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Η ΕΣΣΔ από την άλλη βγήκε από τον πόλεμο αυτό με βαρύτατες απώλειες στα πεδία της μάχης και τραυματισμένη τη διεθνή της φήμη.[1] Ο αντικειμενικός σκοπός της σοβιετικής εισβολής, που ήταν η κατάκτηση όλης της Φινλανδίας δεν επετεύχθη, κατάφερε όμως η Ε.Σ.Σ.Δ να καρπωθεί σημαντικά εδάφη γύρω από τη λίμνη Λάντογκα, τα οποία έπαιξαν τον ρόλο αμυντικής περιμέτρου της σοβιετικής πόλης του Λένινγκραντ.

Ιστορικό υπόβαθρο

Η πολιτική κατάσταση στη Φινλανδία


Η Φινλανδία αποτελούσε για αιώνες το ανατολικό τμήμα της Σουηδικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1809. Τη χρονιά εκείνη, η τσαρική Ρωσία επιδιώκοντας να προστατέψει την πρωτεύουσά της Αγία Πετρούπολη από την επιθετικότητα των Σουηδών, κατέκτησε τη Φινλανδία και τη μετέτρεψε σε τμήμα της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, με αυτεξούσιο όμως πολίτευμα. Μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα η Φινλανδία απολάμβανε ευρείας αυτονομίας ώσπου η Ρωσία προσπάθησε να την εντάξει στο κεντρικό της σύστημα διακυβέρνησης στα πλαίσια του προγράμματος δημιουργίας ενός ρωσοκεντρικού κράτους, κράτους με κυρίαρχο το ρόλο του σλαβικού στοιχείου.
Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ήττα της Ρωσίας σε αυτόν και η ταυτόχρονη έκρηξη της Ρωσικής Επανάστασης έδωσαν στη Φινλανδία την ευκαιρία για ανεξαρτησία. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1917 η Βουλή της Φινλανδίας ανακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας. Η επαναστατική κυβέρνηση των Μπολσεβίκων, αδύναμη ακόμα (περιμένοντας την έναρξη εμφυλίου και απασχολημένη με την απεμπλοκή της Ρωσίας από τον πόλεμο), προέβη τρεις εβδομάδες αργότερα σε αναγνώριση της νέας φινλανδικής κυβέρνησης, μη απομακρύνοντας παραταύτα άμεσα τις μπολσεβικικές φρουρές στη χώρα. Το Μάιο του 1918 η Φινλανδία κέρδισε οριστικά την ανεξαρτησία της μετά από ένα μικρό σε διάρκεια εμφύλιο πόλεμο και την εκδίωξη των μπολσεβικικών στρατιωτικών μονάδων από το έδαφός της.
Το 1920 η βόρεια αυτή χώρα έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών (πρόδρομος του Ο.Η.Ε). Ο στόχος της Φινλανδίας ήταν η συλλογική ασφάλεια που θεωρητικά εγγυόταν ο διεθνής αυτός οργανισμός, παράλληλα με την ενίσχυση των σχέσεών της με τις σκανδιναβικές χώρες. Οι κυβερνήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας συνεργάστηκαν σε ένα ευρύ φάσμα τομέων και ειδικώς σε στρατιωτικό επίπεδο. Στο στρατιωτικό επίπεδο συνεργάστηκαν κυρίως στον τομέα ανταλλαγής πληροφοριών και προμήθειας υλικού και λιγότερο στην εκτέλεση κοινών στρατιωτικών γυμνασίων, λόγω της διάθεσης της Σουηδίας να μη δεσμευτεί απέναντι στη φινλανδική εξωτερική πολιτική. Η απόρρητη στρατιωτική συνεργασία με την Εσθονία την ίδια εποχή ήταν άλλη μία σημαντική ενέργεια της φινλανδικής εξωτερικής πολιτικής.
Η δεκαετία του 1920 και τα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του '30 ήταν μια περίοδος πολιτικώς ασταθής για τη Φινλανδία. Το 1931 το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας κηρύχθηκε παράνομο και το ακροδεξιό Κίνημα Λάπουα επιδόθηκε σε πράξεις βίας εναντίον των κομμουνιστών, εξέλιξη που οδήγησε στην αποτυχημένη εξέγερση του 1932. Μετά από αυτά τα γεγονότα η επιρροή και παρουσία του ακραία εθνικιστικού Λαϊκού Πατριωτικού Κινήματος (IKL, στα φινλανδικά) μειώθηκε ραγδαία (έχοντας μόνο 14 έδρες από τις 200 του φινλανδικού κοινοβουλίου).[1] Στα τέλη της δεκαετίας του '30, η προσανατολισμένη σε εξαγωγές φινλανδική οικονομία αναπτυσσόταν σημαντικά, γεγονός που οδήγησε σε επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα από ακραίες πολιτικές θέσεις και πολιτικά κινήματα, απότοκα της οικονομικής δυσχέρειας των προηγούμενων χρόνων.
Map of the Northern Europe where Finland, Sweden, Norway and Denmark are tagged as neutral countries. The Soviet Union has military bases in Estonia, Latvia and Lithuania.
Η Βόρεια Ευρώπη το Νοέμβριο του 1939██ Ουδέτερες χώρες██ Γερμανία και προσαρτημένες σε αυτή χώρες██ Σοβιετική Ένωση και προσαρτημένες σε αυτή χώρες██ Χώρες με σοβιετικές στρατιωτικές βάσεις
Οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης-Φινλανδίας

Μετά τη σοβιετική ανάμειξη στο Φινλανδικό Εμφύλιο του 1918, καμμία επίσημη συνθήκη ειρήνης δεν υπεγράφη. Το 1918 και το 1919, Φινλανδοί εθελοντές εξαπέλυσαν δύο ανεπιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις διείσδυσης κατά μήκος των σοβιετικών συνόρων. Το 1920 Φινλανδοί κομμουνιστές εγκατεστημένοι στη Ρωσία επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Φινλανδό, πρώην αρχηγό της Λευκής Φρουράς της Φινλανδίας (υποστηρικτών του τσάρου στον ρωσικό εμφύλιο με τους μπολσεβίκους), στρατηγό Εμίλ Μάνερχαϊμ. Στις 14 Οκτωβρίου 1920 η Φινλανδία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν τη Συνθήκη του Ταρτού, επιβεβαιώνοντας τον ορισμό των σοβιετικο-φινλανδικών συνόρων στα παλαιά όρια του αυτόνομου Μεγάλου Δουκάτου της Φινλανδίας και της Αυτοκρατορικής Ρωσίας.
Επιπροσθέτως, η Φινλανδία έλαβε το Πετσάμο, λιμάνι χωρίς πάγους, κατάλληλο για ναυσιπλοΐα και ελλιμενισμό πλοίων στον Αρκτικό Ωκεανό. Παρά την υπογραφή της συνθήκης όμως, οι σχέσεις των δύο χωρών παρέμεναν τεταμένες, με αμφίπλευρα καχύποπτη στάση. Η φινλανδική κυβέρνηση επέτρεψε σε Φινλανδούς εθελοντές να περάσουν τα σύνορα για να υποστηρίξουν την εξέγερση στην Ανατολική Καρελία το 1921, ενώ οι Φινλανδοί κομμουνιστές στη Ρωσία συνέχιζαν τις ρεβανσιστικές διαθέσεις τους εναντίον της κυβερνώσας αστικής τάξης στη χώρα τους, διαθέσεις που εκδηλώθηκαν με πράξεις όπως η συνοριακή επιδρομή που πραγματοποίησαν στο έδαφος της Φινλανδίας, η επονομαζόμενη ανταρσία Πορκ, το 1922.
Το 1932, η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε με τη Φινλανδία ένα Σύμφωνο μη επίθεσης, το οποίο ανανεώθηκε το 1934 για άλλα δέκα χρόνια. Παρόλα αυτά οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών παρέμεναν σε άσχημη κατάσταση, όντας οι απολύτως απαραίτητες. Ενδεικτικό των σχέσεων των δύο χωρών είναι ότι ενώ το εξωτερικό εμπόριο της Φινλανδίας γνώριζε μεγάλη άνθιση, λιγότερο από το 1% αυτού γινόταν με τη Σοβιετική Ένωση. Το 1934 η Σοβιετική Ένωση έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών.
Κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου, η σοβιετική προπαγάνδα χαρακτήριζε τη φινλανδική ηγεσία ως φαύλη και αντιδραστική φασιστική κλίκα. Ο στρατηγός Εμίλ Μάνερχαϊμ και ο Βέινο Τάννερ, ηγέτης του Φινλανδικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος, μπήκαν στο στόχαστρο μιας εκστρατείας χλευασμού και απαξίωσης από τη σοβιετική προπαγάνδα.
Με τον Ιωσήφ Στάλιν να κερδίζει την απόλυτη εξουσία στο κόμμα και το κράτος με το Μεγάλο Διωγμό του 1938, η Σοβιετική Ένωση αναθεώρησε την εξωτερική της πολιτική απέναντι στη Φινλανδία στα τέλη του 1930. Άρχισε να επιδιώκει την ανακατάληψη των επαρχιών της τσαρικής Ρωσίας, οι οποίες είχαν απωλεσθεί μέσα στο χάος της Οκτωβριανής Επανάστασης και του επακόλουθου Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου (1918-1922). Η σοβιετική ηγεσία πίστευε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε εξασφαλισμένα τα ασιατικά εδάφη της και επιδίωκε και η πόλη του Λένινγκραντ (προπύργιό της στα βορειοδυτικά και την Ευρώπη) να απολαμβάνει την ίδια ασφάλεια, με την κατάληψη εδαφών περιφερειακά της πόλης, δίνοντάς της έτσι το στρατηγικό βάθος άμυνας που χρειαζόταν.

Διπλωματικές συνομιλίες

Τον Απρίλιο του 1938, ένας πράκτορας της Νικαβεντέ (NKVD), ο Μπορίς Ρούμπκιν, επικοινώνησε, κατόπιν κυβερνητικών εντολών, με τον Φινλανδό υπουργό Εξωτερικών Ρούντολφ Χόλστι και τον Πρωθυπουργό Άιμο Καχάντερ, ενημερώνοντάς τους ότι η Σοβιετική Ένωση δεν εμπιστευόταν τη ναζιστική Γερμανία και ότι ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών θεωρείτο πιθανός. Ο Κόκκινος Στρατός δεν θα περίμενε παθητικώς πίσω από τα σοβιετικά σύνορα αλλά θα προτιμούσε να προελάσει για να εμπλακεί με τον εχθρό. Φινλανδοί αντιπρόσωποι διαβεβαίωσαν τον Ρούμπκιν ότι η Φινλανδία ήταν προσηλωμένη σε μια πολιτική ουδετερότητας και κατέστησαν σαφές ότι η χώρα θα εναντιωνόταν σε κάθε εχθρική εισβολή στο έδαφός της. Ο Ρούμπκιν κατόπιν πρότεινε στη Φινλανδία να εκχωρήσει ή να εκμισθώσει στη Σοβιετική Ένωση κάποια νησιά στον Κόλπο της Φινλανδίας κατά μήκος των ακτών κοντά στο Λένινγκραντ. Η φινλανδική κυβέρνηση απέρριψε αυτή την πρόταση.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν όλο το 1938 χωρίς αποτελέσματα. Η φινλανδική υποδοχή των σοβιετικών προτάσεων ήταν αποφασιστικά ψυχρή, καθώς η βίαιη κολεκτιβοποίηση και οι διωγμοί του σταλινικού καθεστώτος είχαν αποκρυσταλλώσει στη φινλανδική κοινή γνώμη μια πολύ απαξιωτική εκτίμηση για τη μεγάλη χώρα στα ανατολικά τους. Πολλοί από την κομμουνιστική ελίτ είχαν εκτελεστεί κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Διωγμού, σκιάζοντας ακόμα περισσότερο την εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης στη συνείδηση των Φινλανδών. Την ίδια εποχή, η Φινλανδία προσπαθούσε να επιτύχει την ευόδωση ενός στρατιωτικού σχεδίου συμμαχικής δράσης με τη Σουηδία, ελπίζοντας σε άμυνα από κοινού για τα νησιά Άαλαντ.
Τον Αύγουστο του 1939 η Σοβιετική Ένωση και η Ναζιστική Γερμανία υπέγραψαν το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Το Σύμφωνο ήταν φαινομενικά απλώς μια συνθήκη μη επίθεσης, περιείχε όμως ένα μυστικό πρωτόκολλο στο οποίο οι ευρωπαϊκές ανατολικές χώρες χωρίζονταν σε σφαίρες επιρροής, τη γερμανική και τη σοβιετική σφαίρα. Στο πρωτόκολλο αυτό η Φινλανδία εντασσόταν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, Γερμανοί στρατιώτες επιτέθηκαν σε συνοριακά πολωνικά φυλάκια, σηματοδοτώντας την έναρξη της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Δυο μέρες αργότερα η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, εγγυήτριες της ασφάλειας των ευρωπαϊκών χωρών, κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία. Σχεδόν αμέσως, η Ε.Σ.Σ.Δ εισέβαλε στην ανατολική Πολωνία. Οι βαλτικές χώρες, ανεξάρτητες τότε (μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917), υποχρεώθηκαν να δεχθούν την εγκατάσταση σοβιετικών στρατιωτικών βάσεων στα εδάφη τους κατόπιν σοβιετικών τελεσιγράφων. Η εσθονική κυβέρνηση αποδέχθηκε το τελεσίγραφο, υπογράφοντας σχετική συνθήκη με την Ε.Σ.Σ.Δ το Σεπτέμβριο. Η Λετονία και η Λιθουανία ακολούθησαν τον Οκτώβριο. Η Φινλανδία όμως, πράττοντας αντίθετα από τις χώρες της Βαλτικής, έθεσε σε εφαρμογή μια γιγάντιας κλίμακας κινητοποίηση, καλύπτοντάς την από τους Σοβιετικούς υπό το πρόσχημα των εκπαιδευτικών στρατιωτικών γυμνασίων.

Πολεμική προπαρασκευή

Στις 5 Οκτωβρίου του 1939, η Σοβιετική Ένωση προσκάλεσε στη Μόσχα αντιπρόσωπο της Φινλανδίας για διαπραγματεύσεις. Ο άνθρωπος που στάλθηκε στη Μόσχα ως εκπρόσωπος της φινλανδικής κυβέρνησης ήταν ο Φινλανδός πρέσβης στη Σουηδία, Γιούχο Κούστι Παασικίβι. Οι Σοβιετικοί κατά τις συνομιλίες απαίτησαν το σύνορο μεταξύ Ε.Σ.Σ.Δ και Φινλανδίας στον Ισθμό της Καρελίας να μετακινηθεί δυτικότερα σε ένα σημείο μόλις 30 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης Βιιπούρι και οι Φινλανδοί να καταστρέψουν όλες τις οχυρώσεις τους στον ίδιο ισθμό. Απαίτησαν επιπλέον την κατάληψη των νησιών στον Κόλπο της Φινλανδίας καθώς και την κατοχή της χερσονήσου Καλασταγιανσααρέντο.
Δεν έμειναν όμως μόνο εκεί. Ζήτησαν την εγκατάλειψη από τους Φινλανδούς της χερσονήσου Χάνκο για μια περίοδο τριάντα ετών και την άδεια να εγκαταστήσουν στη χερσόνησο αυτή στρατιωτικές βάσεις. Σε αντάλλαγμα, η Σοβιετική Ένωση θα εκχωρούσε στη Φινλανδία δυο περιφέρειές της με το διπλάσιο μέγεθος των ζητούμενων από τους Φινλανδούς εδαφών. Η αποδοχή εκ μέρους των Φινλανδών της σοβιετικής πρότασης θα σήμαινε εγκατάλειψη των, πολύ κρίσιμων γεωστρατηγικά, οχυρώσεων της Φινλανδικής Καρελίας.
Η σοβιετική προσφορά δίχασε τη φινλανδική κυβέρνηση, τελικώς όμως απορρίφθηκε. Στις 31 Οκτωβρίου 1939, στη συνεδρίαση του Ανώτατου Σοβιέτ, ο Μολότοφ κατέστησε γνωστές δημοσίως τις σοβιετικές απαιτήσεις. Οι Φινλανδοί έκαναν δύο αντιπροσφορές στις οποίες η Φινλανδία θα εκχωρούσε την περιοχή Τεριγιόκι στην Ε.Σ.Σ.Δ, περιοχή που η κατοχή της θα διπλασίαζε την απόσταση ανάμεσα στο Λένινγκραντ και τα φινλανδικά σύνορα, προσφορές όμως που απείχαν πολύ από τις σοβιετικές απαιτήσεις.
Τις ατελέσφορες διαπραγματεύσεις ακολούθησε εντατική κινητοποίηση των σοβιετικών στρατευμάτων κοντά στα φινλανδικά σύνορα το 1938-39. Οι δυνάμεις εισβολής ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του '39 να καταλαμβάνουν τις θέσεις εξόρμησης. Τα επιχειρησιακά σχέδια που είχαν εκπονηθεί τον Σεπτέμβριο του '39 προσδιόριζαν την έναρξη της εισβολής για το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Ο βομβαρδισμός στο χωριό Μαϊνίλα - Η αφορμή

Στις 26 Νοεμβρίου ένα συνοριακό επεισόδιο αναφέρθηκε κοντά στο χωριό Μαϊνίλα. Ένα σοβιετικό συνοριακό φυλάκιο επλήγη με πυρά πυροβολικού από αγνώστους, σύμφωνα με σοβιετικές αναφορές, προκαλώντας το θάνατο τεσσάρων και τον τραυματισμό εννέα σοβιετικών συνοριακών φρουρών. Σύγχρονες έρευνες από Φινλανδούς και Ρώσους ιστορικούς συμπέραναν ότι ο βομβαρδισμός έγινε από τη σοβιετική πλευρά των συνόρων και από μονάδα της Νικαβεντέ με σκοπό να δημιουργήσει προβοκάτσια και casus belli (αιτία πολέμου) για τους Σοβιετικούς και πρόσχημα εγκατάλειψης του Συμφώνου μη επίθεσης του 1932.
Ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μολότοφ απέδωσε την επίθεση στο φινλανδικό πυροβολικό και απαίτησε η Φινλανδία να απολογηθεί για το περιστατικό και να μετακινήσει τις δυνάμεις της 20 χιλιόμετρα από τη συνοριακή γραμμή. Η Φινλανδία αρνήθηκε κάθε ευθύνη, απέρριψε τις σοβιετικές απαιτήσεις και κάλεσε για τη σύσταση ρωσοφινλανδικής επιτροπής προς εξέταση των ακριβών συνθηκών του συμβάντος. Η Σοβιετική Ένωση άδραξε την ευκαιρία χαρακτηρίζοντας ως εχθρική τη στάση της Φινλανδίας και αποκήρυξε στις 28 Νοεμβρίου το Σύμφωνο μη επίθεσης του 1932. Τα επόμενα χρόνια, η σοβιετική ιστοριογραφία περιέγραφε το συμβάν ως φινλανδική πρόκληση. Μόνο τα χρόνια της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, στη δεκαετία του '80, εγέρθηκαν στη Σοβιετική Ένωση ισχυρές αμφιβολίες ως προς τον υπαίτιο του συμβάντος. Παρόλα αυτά, το θέμα εξακολούθησε να διχάζει τη ρωσική ιστοριογραφία ακόμα και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Έναρξη της σοβιετικής εισβολής

Στις 30 Νοεμβρίου, οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στη Φινλανδία με 21 μεραρχίες, συνολικά 450.000 άνδρες, και βομβάρδισαν τη φινλανδική πρωτεύουσα, Ελσίνκι. Αργότερα, ο Φινλανδός πολιτικός Γιούχο Κούστι Παασικίβι σχολίασε ότι οι Σοβιετικοί με την εισβολή είχαν παραβιάσει τρεις διαφορετικές πολιτικές συμφωνίες: τη Συνθήκη του Ταρτού του 1920, το Σύμφωνο μη επίθεσης του 1932 (και την ανανέωσή του τού 1934) καθώς και τη Χάρτα της Κοινωνίας των Εθνών, την οποία η Ε.Σ.Σ.Δ είχε υπογράψει το 1934. Ο στρατηγός Μάνερχαϊμ ορίστηκε αρχηγός του γενικού επιτελείου των Φινλανδικών Δυνάμεων Άμυνας με την έναρξη της σοβιετικής επίθεσης. Παράλληλα, η φινλανδική κυβέρνηση, στα πλαίσια γενικότερης αναδιοργάνωσης, όρισε νέο πρωθυπουργό τον Ρίστο Ρύτι και υπουργό Εξωτερικών τον Βέινο Τάννερ.
Την 1η Δεκεμβρίου, οι Σοβιετικοί σχημάτισαν μια σκιώδη φινλανδική κυβέρνηση-μαριονέτα με σκοπό να αναλάβει την διακυβέρνηση της Φινλανδίας όταν θα έπεφτε στα χέρια του Κόκκινου Στρατού. Το σχήμα αυτό λεγόταν Φινλανδική Δημοκρατία και είχε αρχηγό τον Όττο Βίλχελμ Κούουσινεν (πολιτικό, ιστορικό λογοτεχνίας και ποιητή). Ονομαζόταν επίσης Κυβέρνηση του Τεριγιόκι από το χωριό Τεριγιόκι, το πρώτο μέρος που κατέλαβε ο προελαύνων σοβιετικός στρατός. Μετά τη λήξη του πολέμου και την αποτυχία κατάληψης της Φινλανδίας, το σχήμα αυτό διαλύθηκε. Άλλωστε από τις αρχές του πολέμου, η πολυπληθής εργατική τάξη της Φινλανδίας στήριξε τη νόμιμη κυβέρνηση του Ελσίνκι. Η φινλανδική ενότητα απέναντι στη σοβιετική εισβολή ονομάστηκε αργότερα Το Πνεύμα του Χειμερινού Πολέμου.

Η σοβιετική προέλαση στη Γραμμή Μάνερχαϊμ

Το σοβιετικό σχέδιο επίθεσης

Στην αρχή του πολέμου, οι Σοβιετικοί ανέμεναν ολοκληρωτική νίκη έναντι των Φινλανδών μέσα σε λίγες εβδομάδες. Ο Κόκκινος Στρατός μόλις είχε ολοκληρώσει την κατάληψη της Πολωνίας (1939-1945) με λιγότερες των 1.000 αντρών απώλειες. Οι προσδοκίες του Στάλιν για ένα γρήγορο σοβιετικό θρίαμβο είχαν ενισχυθεί από τον πολιτικό Αντρέι Ζντάνοφ και το στρατηγό Κλιμέντ Βοροσίλοφ, άλλοι όμως στρατηγοί είχαν τις αμφιβολίες τους. Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του Κόκκινου Στρατού, στρατηγός Μπορίς Σάποσνικοφ, εκπόνησε ένα σοβαρό σχέδιο, με εκτενείς προπαρασκευές επιμελητείας και υποστήριξης πυρός, καθώς και ορθολογική διάταξη μάχης, αναπτύσσοντας τις καλύτερες μονάδες του σοβιετικού στρατού.
Ο στρατιωτικός διοικητής της Περιφέρειας του Λένινγκραντ και διοικητής των δυνάμεων εισβολής, στρατηγός Κιρίλ Μερετσκόφ, ανέφερε στην αρχή των εχθροπραξιών: Το έδαφος των επερχόμενων επιχειρήσεων χωρίζεται από λίμνες, ποτάμια, βάλτους, και είναι σχεδόν ολότελα καλυμμένο από δάση...Η ορθή χρήση των δυνάμεών μας θα είναι δύσκολη υπόθεση. Παρόλα αυτά, οι αμφιβολίες αυτές δεν είχαν ανταπόκριση στον τρόπο ανάπτυξης των στρατευμάτων. Ο Μερετσκόφ ανακοίνωσε δημοσίως ότι η Φινλανδική εκστρατεία θα διαρκούσε το πολύ δύο εβδομάδες. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν επίσης προειδοποιηθεί να μην περάσουν κατά λάθος τα σύνορα με τη Σουηδία, ανοίγοντας έτσι νέο πολεμικό μέτωπο με άλλη χώρα.
Οι διωγμοί του Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του '30 είχαν στην κυριολεξία αποδιοργανώσει και εξοντώσει το Σώμα των αξιωματικών. Στους διωγμούς αυτούς χάθηκαν τρεις από τους πέντε στρατάρχες, 220 από τους 264 διοικητές μεραρχιών και άλλοι ανώτεροι και συνολικά 36.371 αξιωματικοί όλων των βαθμών. Οι αξιωματικοί αυτοί αναπληρώθηκαν με την προαγωγή στρατιωτών σε ηγήτορες, λιγότερο ικανούς βέβαια αλλά περισσότερο πειθήνιους στις άνωθεν εντολές.
Επιπλέον οι στρατιωτικοί διοικητές ήταν υπόλογοι σε ένα πολιτικό κομισάριο, ο οποίος ήταν προσκολλημένος σε κάθε στρατιωτική μονάδα, αποτελώντας τα μάτια και αυτιά του καθεστώτος. Κάθε απόφαση σε στρατιωτικό επίπεδο, ακόμα και σε επίπεδο μικρών ομάδων μάχης, έπρεπε να τύχει της πολιτικής έγκρισης του κομισάριου, γεγονός που περιέπλεξε τα πράγματα στη σοβιετική στρατιωτική αλυσίδα, κάνοντάς τη δυσκίνητη και στερώντας της τον αιφνιδιασμό που ενέχει μια πρωτοβουλία. Η δυαρχία αυτή πολλές φορές επίσης οδήγησε σε λανθασμένες ενέργειες εξαιτίας της άγνοιας των κομισάριων σε ζητήματα στρατιωτικής τακτικής.

Η σοβιετική στρατηγική

Οι Σοβιετικοί στρατηγοί είχαν εντυπωσιαστεί από την επιτυχία του κεραυνοβόλου πολέμου της Βέρμαχτ (blitzkrieg) και τις γενικότερες γερμανικές τακτικές μάχης. Παρόλα αυτά, ο κεραυνοβόλος πόλεμος ταίριαζε περισσότερο στις εδαφικές συνθήκες της Κεντρικής Ευρώπης όπου υπήρχαν πλατιές πεδιάδες και καλοσχεδιασμένο οδικό δίκτυο ασφαλτοστρωμένων δρόμων. Οι στρατοί που μάχονταν στην Κεντρική Ευρώπη είχαν τα κέντρα εφοδιασμού και επικοινωνιών τους επισημασμένα από τον εχθρό ώστε αρκούσε να τα βομβαρδίσει για να τα καταστρέψει, ενώ αντίθετα τα αντίστοιχα κέντρα του Φινλανδικού Στρατού ήταν βαθιά χωμένα στην αφιλόξενη φινλανδική ενδοχώρα, τέλεια παραλλαγμένα και απρόσιτα.
Δεν υπήρχαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, και ακόμα και οι χαλικόδρομοι ή οι χωματόδρομοι ήταν σπάνιοι. Το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους απαρτιζόταν από αδιαπέραστα δάση και βάλτους. Κατά συνέπεια η εφαρμογή του κεραυνοβόλου πολέμου στη Φινλανδία ήταν μια πολύ δύσκολη επιχείρηση, γεγονός που σε συσχέτιση με την αδυναμία του Κόκκινου Στρατού να επιτύχει υψηλό βαθμό τακτικής συνεργασίας και ανάπτυξης πρωτοβουλίας σε τοπικό επίπεδο, στοιχεία απαραίτητα για το blietzkrieg, επέφερε την αποτυχία εφαρμογής τέτοιων καινοτόμων τακτικών στο φινλανδικό μέτωπο.
Οι σοβιετικές δυνάμεις είχαν την εξής διάταξη:
 Η 7η Στρατιά, αποτελούμενη από 1 Σώμα Τεθωρακισμένων, 9 Μεραρχίες Πεζικού και 3 Ανεξάρτητες Ταξιαρχίες Τεθωρακισμένων, ήταν τοποθετημένη στον Ισθμό της Καρελίας. Ο αντικειμενικός της σκοπός ήταν η κατάληψη της φινλανδικής πόλης Βιιπούρι. Η στρατιά αυτή χωρίστηκε αργότερα στις 7η και 13η σοβιετικές Στρατιές.
 Η 8η Στρατιά, αποτελούμενη από 6 Μεραρχίες Πεζικού και 1 Ταξιαρχία Τεθωρακισμένων, βόρεια της λίμνης Λάντογκα. Αποστολή της ήταν η υπερφαλάγγιση της Γραμμής Μάνερχαϊμ και η επίθεση στα νώτα της μέσω διενέργειας πλευρικού ελιγμού γύρω από τη βόρεια ακτή της λίμνης Λάντογκα.
 Η 9η Στρατιά, αποτελούμενη από 3 Μεραρχίες Πεζικού, στις οποίες προστέθηκε άλλη 1 λίγο αργότερα. Ήταν τοποθετημένη στα σύνορα της Κεντρικής Φινλανδίας, με αποστολή να προελάσει δυτικά, χωρίζοντας ως σφήνα τη Φινλανδία στη μέση.
 Η 14η Στρατιά, αποτελούμενη από 3 Μεραρχίες Πεζικού, τοποθετημένη στο Μούρμανσκ με αποστολή να καταλάβει το αρκτικό φινλανδικό λιμάνι του Πετσάμο και στη συνέχεια να προελάσει έως την πόλη του Ροβανιέμι.

Η φινλανδική στρατηγική

Η στρατηγική των Φινλανδών ήταν βασισμένη στη γεωγραφία της χώρας. Τα σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση εκτείνονταν σε μήκος 1.000 χιλιομέτρων και ήταν αδιάβατα λόγω του αφιλόξενου εδάφους, εκτός από μερικούς μη ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Σε προπολεμικούς σχεδιασμούς του, το φινλανδικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο ήταν εγκατεστημένο στην πόλη Μικκέλι, υπολόγιζε σε περίπτωση σοβιετικής επίθεσης την ανάπτυξη 7 σοβιετικών μεραρχιών στον Ισθμό της Καρελίας και όχι περισσότερες από 5 κατά μήκος των συνόρων βόρεια της λίμνης Λάντογκα. Σε αυτή την περίπτωση, η αναλογία επιτιθεμένων προς αμυνομένους θα ήταν 3 προς 1, αναλογία θετική για αμυνόμενο (σύμφωνα με τα στρατιωτικά εγχειρίδια) και με τόσο ιδιόμορφο ανάγλυφο εδάφους. Στην πραγματικότητα όμως, η αληθινή αναλογία όταν εκδηλώθηκε η σοβιετική επίθεση ήταν πολύ μεγαλύτερη, με 12 σοβιετικές μεραρχίες να αναπτύσσονται βόρεια της λίμνης Λάντογκα.
Ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα από την έλλειψη στρατιωτών ήταν η έλλειψη υλικού. Φορτία αντιαρματικών όπλων και ανταλλακτικών αεροσκαφών από το εξωτερικό έφταναν σε μικρές ποσότητες, μη επαρκείς για τις πολεμικές ανάγκες. Η επάρκεια πυρομαχικών ήταν σε σημείο συναγερμού, καθώς οι αποθήκες υλικού είχαν φυσίγγια, βλήματα πυροβολικού και καύσιμα για μόνο 20-60 μέρες, αναλόγως την ένταση των μαχών. Η έλλειψη πυρομαχικών σήμαινε για τους Φινλανδούς αδυναμία εκδήλωσης πολλών αντεπιθέσεων και εκτέλεσης προπαρασκευαστικού ισοπεδωτικού πυρός από το πυροβολικό. Οι φινλανδικές τεθωρακισμένες δυνάμεις, υπό αυτές τις συνθήκες, ουσιαστικά δεν ήταν επιχειρησιακές.
Η διάταξη των φινλανδικών δυνάμεων ήταν η εξής:

  • Η Στρατιά του Ισθμού (ισθμού Καρελίας), η οποία αποτελείτο από 6 Μεραρχίες Πεζικού υπό την ηγεσία του στρατηγού Ούγκο Έστερμαν.
  • Το 2ο Σώμα Στρατού, τοποθετημένο στο δεξιό πλευρό της Στρατιάς του Ισθμού
  • Το 3ο Σώμα Στρατού, τοποθετημένο στο αριστερό πλευρό της Στρατιάς του Ισθμού
  • Το 4ο Σώμα Στρατού, τοποθετημένο βόρεια της λίμνης Λάντογκα. Αποτελείτο από 2 Μεραρχίες Πεζικού και ήταν υπό την ηγεσία του στρατηγού Γιούχο Χαισκάνεν, ο οποίος σύντομα αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Βόλντεμαρ Χέγκλουντ
  • Η Ομάδα της Βόρειας Φινλανδίας, η οποία ήταν ένα μείγμα πολιτοφυλάκων, συνοριακών φρουρών και εφεδρικών μονάδων υπό την ηγεσία του στρατηγού Βίλγιο Τουόμπο.



Αρχικές συγκρούσεις

Η κύρια φινλανδική γραμμή άμυνας, γνωστή ως Γραμμή Μάνερχαϊμ, απλωνόταν στον Ισθμό της Καρελίας, περίπου 30 έως 75 χιλιόμετρα από τα παλιά σοβιετο-φινλανδικά σύνορα. Οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού στον Ισθμό αριθμούσαν 250.000 άντρες έναντι 130.000 Φινλανδών. Η φινλανδική στρατιωτική διοίκηση ανέπτυξε μια δύναμη κάλυψης 21.000 αντρών στην περιοχή μπροστά από τη Γραμμής Μάνερχαϊμ, για να καθυστερεί και να παρενοχλεί τον Κόκκινο Στρατό μέχρι να φτάσει σε αυτή.
Στη μάχη, η μεγαλύτερη εστία αναστάτωσης για τους Φινλανδούς ήταν η εμφάνιση των σοβιετικών τανκς. Οι Φινλανδοί είχαν λίγα αντιαρματικά όπλα και ανεπαρκή εκπαίδευση στις σύγχρονες αντιαρματικές τακτικές. Παρόλα αυτά, η τακτική των σοβιετικών αρμάτων δεν ήταν παρά μια μετωπική έφοδος και σύντομα θα ανακαλύπτονταν οι αδυναμίες αυτής της τακτικής. Οι Φινλανδοί έμαθαν ότι εκ του σύνεγγυς τα τεθωρακισμένα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ποικίλους τρόπους, όπως η εισαγωγή εμποδίων στις ερπύστριές τους με αποτέλεσμα συχνά την ακινητοποίησή τους. Σύντομα, οι Φινλανδοί ανέπτυξαν ένα πολύ καλό όπλο, το κοκταίηλ Μολότοφ, τη γνωστή βόμβα. Αμέσως άρχισε η μαζική παραγωγή τους από τη φινλανδική βιομηχανία Άλκο, μαζί με σπίρτα για την ανάφλεξή τους. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν, με ογδόντα σοβιετικά τανκς να καταστρέφονται στις μάχες των συνόρων.
Μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου, όλες οι φινλανδικές δυνάμεις κάλυψης είχαν αποσυρθεί πίσω από τη Γραμμή Μάνερχαϊμ. Ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε την πρώτη του μεγάλη επίθεση εναντίον της Γραμμής στο Ταϊπάλε-την περιοχή ανάμεσα στην όχθη της λίμνης Λάντογκα, τον ποταμό Ταϊπάλε και το κανάλι Σουβάντο. Κατά μήκος του τομέα του καναλιού Σουβάντο, οι Φινλανδοί είχαν ένα μικρό πλεονέκτημα καθώς ήταν ελαφρώς λοφώδης εκεί η περιοχή με στεγνό χώμα για να σκάψουν χαρακώματα. Το φινλανδικό πυροβολικό είχε αναγνωρίσει την περιοχή και είχε ήδη έτοιμα σχέδια πυρός, για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική επίθεση.
Η μάχη του Ταϊπάλε ξεκίνησε με σαραντάωρο φραγμό πυρός του σοβιετικού πυροβολικού. Μετά το μπαράζ αυτό βομβαρδισμού, το σοβιετικό πεζικό επιτέθηκε σε ανοιχτό έδαφος αλλά αποκρούστηκε με βαρύτατες απώλειες. Από τις 6-12 Δεκεμβρίου οι Σοβιετικοί συνέχισαν την εμπλοκή, χρησιμοποιώντας μόνο μία μεραρχία. Στη συνέχεια ενίσχυσαν τις δυνάμεις του πυροβολικού τους στο μέτωπο του Ταϊπάλε και επιπλέον έφεραν τανκς και τη 10η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων.
Στις 14 Δεκεμβρίου, οι ενισχυμένοι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν μια νέα επίθεση αλλά για ακόμα μια φορά αποκρούστηκαν. Μια τρίτη σοβιετική μεραρχία ενεπλάκη στη μάχη αλλά η απόδοσή της ήταν φτωχή και γρήγορα πανικοβλήθηκε από τα πυρά του φινλανδικού πυροβολικού. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν χωρίς αντίκρυσμα, με τρομερές απώλειες για τον Κόκκινο Στρατό. Μια συγκεκριμένη σοβιετική επίθεση κράτησε λιγότερο από μία ώρα και άφησε στην παγωμένη φινλανδική γη 1.000 Σοβιετικούς στρατιώτες νεκρούς και 27 άρματα κατεστραμμένα.
Βόρεια της λίμνης Λάντογκα, στο μέτωπο Λάντογκα της Καρελίας, οι αμυνόμενες φινλανδικές μονάδες βάσιζαν την αντίστασή τους στο έδαφος. Η περιοχή Λάντογκα στην Καρελία ήταν μια περιοχή με μεγάλες δασώδεις εκτάσεις, άγρια και αδιάβατη, χωρίς οδικά δίκτυα για τον σύγχρονο Κόκκινο Στρατό. Η σοβιετική όμως 8η Στρατιά είχε επεκτείνει το υπάρχον σιδηροδρομικό δίκτυο με μια νέα γραμμή μέχρι τα σύνορα, γεγονός που διπλασίαζε την ποσότητα προμηθειών που λάμβαναν στο μέτωπο οι σοβιετικές δυνάμεις. Στις 12 Δεκεμβρίου, η προελαύνουσα 139η μεραρχία Τυφεκιοφόρων, υποστηριζόμενη από την 56η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων, υπέστη δεινή ήττα από μια πολύ μικρότερη φινλανδική δύναμη υπό τον Πάαβο Τάλβελα στο Τολβαγιέρβι, νίκη που ήταν η πρώτη φινλανδική νίκη του πολέμου.
Στην κεντρική και βόρεια Φινλανδία, οι δρόμοι ήταν λίγοι και το έδαφος πολύ αφιλόξενο. Οι Φινλανδοί δεν περίμεναν μεγάλης κλίμακας σοβιετική επίθεση σε αυτές τις παγωμένες, ανεμοδαρμένες εσχατιές, αλλά οι Σοβιετικοί έστειλαν εκεί 8 μεραρχίες, ενισχυμένες με πυροβολικό και άρματα. Η σοβιετική 155η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων επιτέθηκε στη Λιέκσα και βορειότερα η 44η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων στο Κούμο. Η 163η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων αναπτύχθηκε στο Σουομουσσάλμι με την αποστολή να κόψει τη Φινλανδία στα δύο προελαύνοντας στην Οδό Ράατε. Στη φινλανδική Λαπωνία, οι σοβιετικές 88η και 122η Μεραρχίες Τυφεκιοφόρων επιτέθηκαν στη Σάλλα. Το αρκτικό λιμάνι του Πετσάμο δέχθηκε την επίθεση της 104ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων από την ξηρά και τη θάλασσα, με αποβατική ενέργεια, υποστηριζόμενη από πυρά του σοβιετικού ναυτικού που ναυλοχούσε εκεί κοντά.

Η φινλανδική άμυνα

Οι καιρικές συνθήκες

Ο χειμώνας του 1939-40 ήταν εξαιρετικώς δριμύς. Σε μια τοποθεσία του Ισθμού της Καρελίας η θερμοκρασία έφτασε τους -43°C στις 16 Ιανουαρίου 1940, κάνοντας ρεκόρ χαμηλής θερμοκρασίας. Στην αρχή του πολέμου μόνο οι Φινλανδοί που ήδη υπηρετούσαν είχαν στολές και όπλα. Οι υπόλοιποι που κλήθηκαν για τον πόλεμο έπρεπε να αντεπεξέλθουν με δικό τους ρουχισμό, ο οποίος για τους περισσότερους δεν ήταν παρά ο κανονικός χειμερινός ιματισμός τους, με κάποια διακριτικά που προστέθηκαν.
Οι Φινλανδοί ήταν πολύ ικανοί στο να διασχίζουν τη χώρα με τα σκι. Το ψύχος, το χιόνι, τα δάση και η μεγάλη διάρκεια της νύχτας, ήταν παράγοντες που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Ντύνονταν με στρώσεις λευκού χειμερινού ιματισμού και οι χιονοδρόμοι φορούσαν επίσης ένα λευκό σκούφο. Το καμουφλάζ αυτό έκανε τους χιονοδρόμους σχεδόν αόρατους πάνω στο πάλλευκο τοπίο καθώς εκτελούσαν τις καταδρομικές τους επιχειρήσεις ενάντια στους Σοβιετικούς. Στην αρχή του πολέμου, τα σοβιετικά άρματα ήταν βαμμένα σε λαδί χρώμα και οι άντρες φορούσαν χακί στολές. Μόνο στα τέλη Γενάρη του '40 οι Σοβιετικοί άρχισαν να βάφουν τον εξοπλισμό τους σε λευκό χρώμα και να χορηγούν λευκές στολές παραλλαγής στους στρατιώτες.
Πολλοί Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν από την αρχή του πολέμου χειμερινές στολές, όχι όμως σε λευκό χρώμα παραλλαγής. Στη μάχη του Σουομουσσάλμι πολλοί Σοβιετικοί πέθαναν από κρυοπαγήματα. Τα σοβιετικά στρατεύματα δεν είχαν ικανότητες στο σκι, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να είναι περιορισμένοι να κινούνται μόνο μέσω δρόμων (που ήταν ελάχιστοι) και να κινούνται σε μακριές σειρές (σε ήδη ανοιχτούς δρόμους). Η έλλειψη κατάλληλων χειμερινών σκηνών ήταν άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα, αναγκάζοντας τους άντρες να κοιμούνται σε διαμορφωμένα καταφύγια. Κάποιες στρατιωτικές μονάδες έχασαν από κρυοπαγήματα το 10% της συνολικής τους δύναμης πριν ακόμα περάσουν τα σύνορα της Φινλανδίας. Το μόνο πλεονέκτημα που καρπώθηκαν οι Σοβιετικοί ήταν η ευκολότερη κίνηση των αρμάτων στο παγωμένο έδαφος, από την ακινητοποίηση σε βάλτους και τη λάσπη που θα δοκίμαζαν αν είχαν επιτεθεί κάποια άλλη εποχή του χρόνου.

Οι φινλανδικές τακτικές

Στις μάχες που έλαβαν χώρα βορείως της Λάντογκα Καρελίας μέχρι και το αρκτικό λιμάνι του Πετσάμο, οι Φινλανδοί χρησιμοποίησαν τακτικές ανορθοδόξου πολέμου. Ο Κόκκινος Στρατός υπερείχε σε αριθμούς προσωπικού και υλικού, οι Φινλανδοί όμως χρησιμοποίησαν τους παράγοντες της ταχύτητας, της στοχευμένης τακτικής και οικονομίας δυνάμεων. Ειδικώς στο μέτωπο της Λάντογκα-Καρελίας και κατά τη μάχη στην Οδό Ράατε, απομόνωσαν μικρά τμήματα μεγαλύτερων σχηματισμών των Σοβιετικών. Τους κατέτμησαν έτσι σε μικρότερα κομμάτια, επιτιθέμενοι με ισχυρές τοπικές συγκεντρώσεις και από όλες τις μεριές.
Σύντομα, στις παγωμένες εκτάσεις του Βορρά, αντιμέτωποι με ένα λαό κυνηγών, δεινών σκοπευτών, με αντοχή στο ψύχος και απαράμιλλων με τα σκι, οι Σοβιετικοί βρέθηκαν να δίνουν πραγματικό αγώνα επιβίωσης. Για πολλούς Σοβιετικούς στρατιώτες, το να μείνουν ζωντανοί αποτελούσε δοκιμασία το ίδιο σκληρή με τη μάχη αυτή καθαυτή. Οι Σοβιετικοί λιμοκτονούσαν και ξεπάγιαζαν και οι υγειονομικές συνθήκες ήταν πολύ φτωχές.
Ο ιστορικός Ουίλιαμ Τρόττερ περιγράφει πολύ παραστατικά τις συνθήκες αυτές: Οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν είχαν καμία επιλογή. Αν αρνιόνταν να πολεμήσουν, θα εκτελούντο. Αν προσπαθούσαν να διαφύγουν μέσα από τα δάση, θα πάγωναν μέχρι θανάτου. Όσο για την παράδοση στον εχθρό, η σοβιετική προπαγάνδα τούς είχε προειδοποιήσει ότι οι Φινλανδοί βασάνιζαν τους αιχμαλώτους μέχρι θανάτου.

Άμυνα στη Γραμμή Μάνερχαϊμ

Το έδαφος στον ισθμό της Καρελίας δεν επέτρεπε τις τακτικές ανορθοδόξου πολέμου, με τους Φινλανδούς να αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν πιο συμβατικές μεθόδους στο μέτωπο αυτό: συγκεκριμένα, κατασκεύασαν μια οχυρωμένη γραμμή άμυνας, τη Γραμμή Μάνερχαϊμ, με τα πλευρά της προστατευμένα από μεγάλες υδάτινες μάζες. Η σοβιετική προπαγάνδα ισχυρίστηκε ότι ήταν εφάμιλλη ή και καλύτερη από τη Γραμμή Μαζινό. Οι Φινλανδοί ιστορικοί από την άλλη μειώνουν την αξία της, επιμένοντας ότι αποτελείτο από συμβατικά κυρίως χαρακώματα και απλές σειρές συρματοπλεγμάτων και αντιαρματικών εμποδίων.
Οι Φινλανδοί είχαν κατασκευάσει 221 ισχυρά σημεία στήριξης κατά μήκος του Ισθμού της Καρελίας, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Πολλά επεκτάθηκαν στα τέλη της δεκατίας του '30. Παρόλες όμως αυτές τις αμυντικές προετοιμασίες, ακόμα και ο πιο οχυρωμένος τομέας της Γραμμής Μάνερχαϊμ δεν είχε παρά μόλις ένα πολυβολείο υποστήριξης πυρός (με ενισχυμένο σκυρόδεμα) ανά χιλιόμετρο της Γραμμής. Σε μια συνολική εκτίμηση, η γραμμή αυτή άμυνας ήταν πιο αδύναμη από άλλες αμυντικές Γραμμές στην κεντρική Ευρώπη. Όπως αρέσκονται να λένε οι Φινλανδοί, η πραγματική δύναμη της γραμμής ήταν οι πεισματάρηδες υπερασπιστές της.
Στην ανατολική πλευρά του ισθμού, ο Κόκκινος Στρατός επιχείρησε να διασπάσει τη Γραμμή Μάνερχαϊμ με τη μάχη του Ταϊπάλε. Στη δυτική πλευρά, οι σοβιετικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τη φινλανδική αμυντική γραμμή στη Σούμα, κοντά στην πόλη Βιιπούρι, στις 16 Δεκεμβρίου. Οι Φινλανδοί είχαν φτιάξει 41 καταφύγια-πολυβολεία από ενισχυμένο σκυρόδεμα στην περιοχή της Σούμα, δημιουργώντας στο σημείο εκείνο τον πιο ισχυρό αμυντικό τομέα της Γραμμής Μάνερχαϊμ. Παρόλα αυτά, λόγω κάποιου λάθους στο σχεδιασμό, ο παρακείμενος βάλτος του Μουνασούο είχε ένα χιλιόμετρο-κενό που δεν είχε καλυφθεί στη Γραμμή.
Στη διάρκεια της πρώτης μάχης της Σούμα, αριθμός σοβιετικών αρμάτων διέσπασε τη λεπτή στο σημείο εκείνο αμυντική γραμμή στις 19 Δεκεμβρίου, όμως οι Σοβιετικοί δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν τη διάρρηξη της γραμμής λόγω έλλειψης συντονισμού μεταξύ των μονάδων τους. Οι Φινλανδοί παρέμειναν στα χαρακώματά τους, επιτρέποντας στα σοβιετικά τανκς να κινούνται ελεύθερα στα μετόπισθέν τους, καθώς υπήρχε έλλειψη αντιαρματικών όπλων στο φινλανδικό στρατό. Παρόλα αυτά, οι Φινλανδοί κατάφεραν να αποκρούσουν την κύρια σοβιετική επίθεση. Τα σοβιετικά άρματα, απομονωμένα στα φινλανδικά μετόπισθεν, επιτέθηκαν στα σημεία στήριξης της άμυνας των Φινλανδών μέχρι που καταστράφηκαν όλα, 20 τον αριθμό. Μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου, η μάχη είχε λήξει με νίκη των Φινλανδών.
Η σοβιετική προέλαση σταμάτησε στη Γραμμή Μάνερχαϊμ. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες, οι οποίοι είχαν χαμηλό ηθικό και υπέφεραν από έλλειψη εφοδίων, αρνήθηκαν τελικώς να συμμετέχουν σε περισσότερες μετωπικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Οι Φινλανδοί, υπό την ηγεσία του στρατηγού Χάραλντ Έκιστ, αποφάσισαν να εξαπολύσουν αντεπίθεση περικυκλώνοντας 3 σοβιετικές μεραρχίες σε ένα θύλακα κοντά στο Βιιπούρι στις 23 Δεκεμβρίου. Το σχέδιο του Έκιστ ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά απέτυχε. Οι Φινλανδοί έχασαν 1.300 άντρες και οι Σοβιετικοί ίδιο αριθμό αντρών όπως εκτιμήθηκε αργότερα.

Οι μάχες στη Λάντογκα Καρελίας

Η δύναμη του Κόκκινου Στρατού βόρεια της λίμνης Λάντογκα (στην περιοχή Λάντογκα Καρελίας) αιφνιδίασε το φινλανδικό γενικό επιτελείο. Δύο φινλανδικές μεραρχίες αναπτύχθηκαν εκεί: η 12η Μεραρχία υπό την ηγεσία του στρατηγού Λάουρι Τιάινεν και η 13η Μεραρχία υπό τον στρατηγό Χάννου Χαννουκσέλα. Υπήρχε επίσης εφεδρική δύναμη υποστήριξης 3 ταξιαρχιών, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό της φινλανδικής δύναμης σε 30.000 άντρες.
Οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν μια μεραρχία για σχεδόν κάθε οδό που οδηγούσε στα φινλανδικά σύνορα στα δυτικά. Η 8η Στρατιά βρισκόταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Ιβάν Χαμπάροφ, ο οποίος αντικαταστάθηκε στις 13 Δεκεμβρίου από τον στρατηγό Γκριγκόρι Στερν. Η αποστολή των Σοβιετικών ήταν να καταστρέψουν τα φινλανδικά στρατεύματα στην περιοχή της Λάντογκα Καρελίας και να προελάσουν στην περιοχή ανάμεσα στη Σορταβάλα και το Γιενσούου εντός δέκα ημερών. Οι Σοβιετικοί είχαν πλεονέκτημα 3 προς 1 σε δύναμη αντρών και 5 προς 1 σε πυροβολικό και αεροπορία.
Οι φινλανδικές δυνάμεις πανικοβλήθηκαν στη θέα τού κατά πολύ υπέρτερου σοβιετικού στρατού και αρχικώς υποχώρησαν. Ο διοικητής του 4ου φινλανδικού Σώματος Στρατού αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Βόλντεμαρ Χέγκλουντ στις 4 Δεκεμβρίου. Στις 7 Δεκεμβρίου, στο μέσο του μετώπου της Λαντόγκα Καρελίας, οι φινλανδικές δυνάμεις υποχώρησαν κοντά στο μικρό ποτάμι του Κολλάα. Το υδάτινο στοιχείο δεν πρόσφερε ασφάλεια από μόνο του, αλλά λόγω των βράχων κατά μήκος του, ύψους μέχρι και 10 μέτρων.
Η μάχη του Κολλάα κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου. Η φράση το Κολλάα κρατάει, έγινε θρυλική μεταξύ των Φινλανδών. Ακόμη περισσότερο συνεισέφερε στο θρύλο του Κολλάα, η δράση του θρυλικού ελεύθερου σκοπευτή Σίμο Χέιχε, γνωστού ως Λευκού Θανάτου στις τάξεις των Σοβιετικών, ο οποίος πολέμησε στο μέτωπο του Κολλάα.
Στα βόρεια της περιοχής Λάντογκα Καρελίας, οι Φινλανδοί υποχώρησαν από το Εγκλεγιέρβι στο Τολβαγιέρβι στις 5 Δεκεμβρίου και απέκρουσαν μια σοβιετική επίθεση στη μάχη του Τολβαγιέρβι στις 11 Δεκεμβρίου.
Στα νότια, δύο σοβιετικές μεραρχίες ενώθηκαν στο δρόμο κατά μήκος της βόρειας όχθης της λίμνης Λάντογκα. Όπως άλλοτε στον πόλεμο αυτό, οι μεραρχίες αυτές παγιδεύτηκαν καθώς οι πιο ευκίνητες φινλανδικές μονάδες αντεπιτέθηκαν από τα βόρεια πλαγιοκοπώντας τις γραμμές των Σοβιετικών. Στις 19 Δεκεμβρίου, οι Φινλανδοί έπαυσαν προσωρινά τις επιθέσεις τους, καθώς οι στρατιώτες ήταν εξουθενωμένοι. Έπρεπε να φτάσουμε στην περίοδο 6 με 19 Ιανουαρίου του 1940 για να επιτεθούν ξανά οι Φινλανδοί, αποκόπτοντας τις σοβιετικές μεραρχίες σε μικρότερα κομμάτια, εγκλωβίζοντάς τες σε διάφορους θύλακες.
Αντίθετα με τις φινλανδικές προσδοκίες, οι περικυκλωμένες σοβιετικές μεραρχίες δεν επιχείρησαν να διαρρήξουν τον κλοιό για να διαφύγουν στα ανατολικά, αλλά αντιθέτως οχυρώθηκαν στις θέσεις τους. Ανέμεναν σύντομα να φτάσουν αεροπορικώς ενισχύσεις σε άντρες και σε εφόδια. Καθώς οι Φινλανδοί είχαν έλλειψη βαρέος πυροβολικού και αντρών, δεν επιτίθονταν συχνά στους θύλακες στους οποίους είχαν αποκλείσει τους Σοβιετικούς, προτιμώντας να εξουδετερώνουν απλώς τις πιο σημαντικές απειλές και σοβιετικές κινήσεις. Συχνά, η τακτική να εγκλωβίζουν τους Σοβιετικούς σε θύλακες δεν οφειλόταν σε κάποιο προσχεδιασμένο δόγμα αλλά αποτελούσε φινλανδική προσαρμογή στη συμπεριφορά μάχης του Κόκκινου Στρατού όταν βρισκόταν υπό εχθρικό πυρ.
Παρά το κρύο και την πείνα, τα σοβιετικά στρατεύματα δεν παραδίνονταν εύκολα, αλλά αντιθέτως πολεμούσαν γενναία, συχνά οχυρώνοντας τα τεθωρακισμένα τους σε στατικές θέσεις ώστε να χρησιμοποιηθούν ως πολυβολεία και φτιάχνοντας ξύλινα αμπριά. Εξειδικευμένοι Φινλανδοί στρατιώτες καλούνταν να επιτεθούν στους θύλακες. Στις επιθέσεις αυτές ξεχώρισε με τις ικανότητες και το θάρρος του ο ταγματάρχης Μάττι Άαρνιο, που έγινε θρύλος στις τάξεις του φινλανδικού στρατού.
Στη βόρεια Καρελία, οι σοβιετικές δυνάμεις υπερκεράστηκαν στο Ιλομάντσι και στη Λιέκσα. Οι Φινλανδοί χρησιμοποίησαν αποτελεσματικές τακτικές ανορθοδόξου πολέμου, εκμεταλλευόμενοι την υπεροχή τους στη χιονοδρομία και τον λευκό ιματισμό τους, εκτελώντας πλήθος ενεδρών και αιφνιδιαστικών επιδρομών. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1939, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να υποχωρήσουν από το μέτωπο της Λάντογκα Καρελίας και να μεταφέρουν εφόδια σε πιο κρίσιμα μέτωπα.

Η διπλή επιχείρηση του Σουομουσσάλμι-Ράατε

Η επιχείρηση Σουομουσσάλμι-Ράατε ήταν μια διπλή επιχείρηση, η οποία αργότερα θα χρησιμοποιείτο ως παράδειγμα από στρατιωτικούς μελετητές ως κλασική περίπτωση τού τι μπορούσαν να κάνουν στρατεύματα υπό ικανή ηγεσία και οι νεωτερικές, εμπνευσμένες τακτικές εναντίον ενός κατά πολύ υπέρτερου εχθρού.
Το Σουομουσσάλμι ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη 4.000 κατοίκων. Η περιοχή είχε μεγάλες λίμνες, πολλά και άγρια δάση και ελάχιστους δρόμους. Η φινλανδική στρατιωτική γενική διοίκηση πίστευε ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν θα επιτίθετο εκεί, οι Σοβιετικοί όμως ανέπτυξαν δύο μεραρχίες στην περιοχή με εντολή να διασχίσουν την άγρια αυτή περιοχή, καταλαμβάνοντας την πόλη Όουλου, αποκόπτοντας έτσι στα δύο τη Φινλανδία. Υπήρχαν δύο δρόμοι που οδηγούσαν από το Σουομουσσάλμι στα σύνορα: ο βόρειος δρόμος ή Οδός Γιουντουσράντα και ο νότιος ή Οδός Ράατε.
Η μάχη της Οδού Ράατε, η οποία συνέβη κατά τη διάρκεια της πολύμηνης μάχης του Σουομουσσάλμι, κατέληξε σε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές του Χειμερινού Πολέμου. Η σοβιετική 44η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων και τμήματα της 163ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων, συνολικά 14.000 άντρες, καταστράφηκαν ολοσχερώς σε φινλανδική ενέδρα καθώς διέσχιζαν την Οδό Ράατε, οδό μέσα στο πυκνό δάσος.
Μια μικρή φινλανδική μονάδα σταμάτησε τη σοβιετική προέλαση ενώ ο Φινλανδός συνταγματάρχης Χγιάλμαρ Σιϊλασβούο και η 9η Μεραρχία του απέκοψαν την οδό υποχώρησης, κατέτμησαν τον εχθρό σε μικρότερα τμήματα και προχώρησαν κατόπιν στην καταστροφή των υπολειμμάτων που υποχωρούσαν. Οι Σοβιετικοί υπέστησαν απώλειες 7.000-9.000 ανδρών, ενώ οι φινλανδικές μονάδες έχασαν μόλις 400 άνδρες. Επιπροσθέτως, στην κατοχή των φινλανδικών στρατευμάτων πέρασε μεγάλος αριθμός τεθωρακισμένων, πυροβόλων, αντιαρματικών όπλων, εκατοντάδες φορτηγών, σχεδόν 2.000 ίπποι, χιλιάδες τυφέκια, ιατρικοφαρμακευτικά εφόδια και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, άκρως αναγκαίων στο φινλανδικό στρατό.
Πηγή wikipedia

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Ελβετικό θαύμα και εναλλακτικοί τρόποι λειτουργίας αμεσότερης δημοκρατίας...



Από την Ιρλανδία έως την Κύπρο, ολόκληρη η Ευρώπη φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη στην οικονομική και πολιτική κρίση. Αλλά υπάρχει μια μικρή περιοχή ηρεμίας στον πυρήνα της ηπείρου: η Ελβετία.

Το μυστικό της Ελβετίας είναι ότι αποτελεί μέλος της Ευρώπης - και ταυτόχρονα δεν είναι. Από τη μία πλευρά, έχει υπογράψει την Συνθήκη Σένγκεν, και ως εκ τούτου εκχώρησε την προστασία των συνόρων της την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με χώρες της ΕΕ από το 1972. Ως εκ τούτου, στέλνει το 60% των εξαγωγών της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και πραγματοποιεί το 80% των εισαγωγών της από αυτήν. Η χώρα είναι μέλος του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών Ευρώ (Single Euro Payments Area, SEPA), ο οποίος ενοποιεί την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική βιομηχανία, και το νόμισμά της είναι συνδεδεμένο σταθερά με το ευρώ από το 2011. Ταυτόχρονα, όμως, η Ελβετία δεν είναι μέρος της ηπείρου: δεν ανήκει ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε στην ευρωζώνη, οπότε ακολουθεί τη δική της δημοσιονομική πολιτική και παραμένει οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητη.

Η μέση οδός της Ελβετίας είναι πιθανόν ο λόγος για τον οποίο η χώρα τα έχει πάει τόσο καλά. Μεταξύ του 2007 και του πρώτου τριμήνου του 2012, η οικονομία της αναπτύχθηκε με σταθερό ρυθμό 2% - 3% ανά έτος, με μια μικρή επιβράδυνση στο 1,9% κατά την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2009. Το ΑΕΠ συρρικνώθηκε επίσης ελαφρώς κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2012, αλλά αναμένεται να αυξηθεί και πάλι κατά περισσότερο από 1% το 2013. Επιπλέον, η κυβέρνηση είναι απίστευτα σταθερή. Η βασική ισορροπία των κομμάτων στην εκτελεστική εξουσία έχει παραμείνει σταθερή τα τελευταία 50 χρόνια.

Η επιτυχία της Ελβετίας έρχεται σε αντίθεση με τους αγώνες πολλών από τους γείτονές της, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι σε βαθιά ύφεση, να αντιμετωπίζουν βαθείς κοινωνικούς διχασμούς και έχουν κυβερνήσεις που αγωνίζονται να παραμείνουν στην εξουσία. Το γεγονός αυτό και μόνο θα πρέπει να κάνει το «ελβετικό φαινόμενο» αντικείμενο διεθνούς μελέτης. Όμως, μέχρι σήμερα, δεν έχει γίνει. Ο κόσμος μόνο περιστασιακά συζητάει σχετικά με αυτό το περίκλειστο «νησί των ευλογημένων» στην μέση της Ευρώπης. Και ακόμα και τότε, οι ιστορίες θα αφορούν κυρίως ηθικά προβληματικά τραπεζικά μυστικά ή την επιβολή των διεθνών αυστηρών νομικών κανονισμών για εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο στην Ελβετία από αυτό. Κάτω από την σχετική επιτυχία της χώρας βρίσκεται ένα μοναδικό πολιτικό σύστημα, ορισμένα στοιχεία του οποίου η Ευρώπη θα έπρεπε να υιοθετήσει.

Στη ρίζα τους, τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της Ευρώπης προκύπτουν από μια κρίση νομιμοποίησης. Στην Ευρώπη, η κοινή οικονομική ζώνη και το νόμισμα δημιουργήθηκαν χωρίς μια συνοδευτική ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Και η ίδια η Ένωση ελέγχει λιγότερο από το 2% των εθνικών ΑΕΠ των 27 κρατών μελών της ΕΕ και ως εκ τούτου είναι σε μεγάλο βαθμό μη λειτουργικές. Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν διατηρήσει τη νομιμοποίησή τους, αλλά είναι δεσμευμένες σε μια δύσμοιρη και αντιλαϊκή ένωση. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες ιταλικές εκλογές, οι Ευρωπαίοι αισθάνονται να ασφυκτιούν λόγω μιας υπερβολικά πολύπλοκης γραφειοκρατίας και ενός κενού εξουσίας. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε σε απώλεια εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά κόμματα και στις θεσμικές πολιτικές.

Τίποτα από αυτά δεν ισχύει στην Ελβετία, όμως, η οποία αποτελεί το πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας που κρατά την πολιτική, το κεφάλαιο και τον πληθυσμό σε συνεχή διάλογο. Με λίγα λόγια, η εκτελεστική εξουσία της κυβέρνησης της Ελβετίας δεν αποτελείται από έναν πρόεδρο και έναν πρωθυπουργό, αλλά από κάτι που ονομάζεται «Ομοσπονδιακό Συμβούλιο», το οποίο εκλέγεται από το ελβετικό κοινοβούλιο. Το συμβούλιο αυτό αποτελείται από επτά μέλη και σε αυτό πρέπει να εκπροσωπούνται και τα πέντε μεγάλα κόμματα και η γερμανική και η γαλλική γλώσσα. Η διάκριση μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και της αντιπολίτευσης είναι δυσδιάκριτη, αφού και οι δύο συμμετέχουν στο εκτελεστικό σκέλος της κυβέρνησης.

Μια άλλη διαφορά είναι ότι τα περίπου οκτώ εκατομμύρια πολίτες της Ελβετίας καλούνται στις κάλπες μέχρι και τέσσερις φορές τον χρόνο σε εθνικές ψηφοφορίες. Η συχνότητα των ψηφοφοριών αφορά σε δύο γεγονότα: συνταγματικές τροποποιήσεις μπορεί να υποβληθούν στην κυβέρνηση μέσω λαϊκής πρωτοβουλίας (100.000 υπογραφές μέσα σε 18 μήνες) και όλες οι συνταγματικές αλλαγές υπόκεινται σε υποχρεωτικά δημόσια δημοψηφίσματα. Επιπλέον, οι Ελβετοί πολίτες μπορούν να ξεκινήσουν ένα δημοψήφισμα για οποιοδήποτε κομμάτι της νομοθεσίας, συγκεντρώνοντας 50.000 υπογραφές μέσα σε 100 ημέρες. Κατά τα τελευταία χρόνια, οι Ελβετοί πολίτες έχουν ψηφίσει για συνταγματικές αλλαγές που σχετίζονται με την προστασία από την ένοπλη βία, την καθιέρωση της διαχειριζόμενης περίθαλψης, την προστασία από το παθητικό κάπνισμα, την απαίτηση να τεθούν συμφωνίες με άλλες χώρες σε μια δημόσια ψηφοφορία και έναν νόμο κατά τον οποίο σε μια εταιρεία κανείς δεν μπορεί να κερδίζει λιγότερα σε ένα έτος από όσα κερδίζει ένας ανώτατος διευθυντής σε έναν μήνα.

Η συνεχής πολιτική συζήτηση έχει δημιουργήσει μια σπάνια ισορροπία μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης. Οι κυβερνητικές επιτροπές έχουν κίνητρο να αναπτύξουν μια νομοθεσία που θα περάσει τον άμεσο έλεγχο του κοινοβουλίου και των πολιτών. Και η κυβέρνηση ξοδεύει σημαντικό μέρος του χρόνου της επικοινωνώντας τις πολιτικές αποφάσεις της στο κοινό. Δεν αποτελεί έκπληξη, το γεγονός ότι η επικοινωνία μεταξύ των πολιτικών ελέγχεται συστηματικά: ένα ηχηρό τμήμα των πολιτών απαίτησε από τους εκπροσώπους της κυβέρνησης να απέχουν από την προεκλογική εκστρατεία και να αφήσουν τον λαό να αποφασίσει για ορισμένα θέματα χωρίς καμία κυβερνητική επιρροή. Ομοίως, οι δαπάνες της προεκλογικής εκστρατείας, ιδιαίτερα όταν γίνονται από εμπορικές συμμαχίες, έχουν τεθεί υπό αυστηρό έλεγχο και τα μέσα ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από δημόσια ιδρύματα και από το ευρύ κοινό έχουν αυξήσει την ευαισθητοποίηση για την αύξηση των ανισοτήτων στον τομέα των δαπανών. Επιπλέον, η ελβετική νομοθεσία απαγορεύει τις πολιτικές διαφημίσεις στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολίτες είναι απόλυτα ενημερωμένοι: η καθιέρωση των δωρεάν εφημερίδων στην αγορά, οι πιέσεις στα έντυπα μέσα και η στροφή στις ειδήσεις ως ψυχαγωγία στην τηλεόραση έχουν απειλήσει όλη την ποιότητα την ποικιλία των πληροφοριών.

Ως αποτέλεσμα του ελβετικού πολιτικού συστήματος, το σύνταγμα υπόκειται σε συνεχείς τροπολογίες από τους πολίτες- νομοθέτες. Βεβαίως, η έμφαση στο δικαίωμα των Ελβετών πολιτών να αναθεωρούν το σύνταγμα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, κατά καιρούς οδηγεί σε αντιφάσεις στην ανώτατη νομοθεσία και, μερικές φορές σε ένταση με τους διεθνής νόμους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι λαϊκές πρωτοβουλίες από την δεξιά, για παράδειγμα, οδήγησαν στην απαγόρευση των μιναρέδων στην Ελβετία (η οποία έρχεται σε αντίθεση με την εγγύηση του Ελβετικού συντάγματος για την ελευθερία της θρησκείας) και στους νέους νόμους για την απέλαση των αλλοδαπών που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα (οι οποίοι θεωρείται ότι έρχονται σε αντίθεση με τις διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα). Το συνταγματικό δικαστήριο, που έχει αναλάβει την εκδίκαση τέτοιων διαφορών, παρουσιάζει σημαντική συγκράτηση στο να αποφασίζει κατά της άμεσης δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 1990, παρέκαμψε άνδρες πολίτες σε ένα καντόνι (κρατίδιο) που επανειλημμένα καταψήφισαν το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Από τότε, έχει παρέμβει λίγες φορές, αποφεύγοντας να αναφέρεται στην απόφαση του 2009 για τους μιναρέδες στα τζαμιά. Από την άλλη πλευρά, η νοοτροπία ότι «βασιλιάς είναι ο λαός» οδήγησε κατά καιρούς σε αποδυνάμωση της έννοιας του κράτους δικαίου.

Παρ’ όλα αυτά, βάζοντας στην άκρη τις εντάσεις μεταξύ της άμεσης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, το πρότυπο της διακυβέρνησης της Ελβετίας έχει προκαλέσει μια ισχυρή αίσθηση ταύτισης των πολιτών με το πολιτικό σύστημα. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, οι δημοσκοπήσεις σπάνια χρησιμοποιούνται ως διαμαρτυρία εναντίον της Βέρνης.

Οπότε, θα πρέπει η υπόλοιπη Ευρώπη να υιοθετήσει το ελβετικό μοντέλο; Για να λειτουργήσει η κυβέρνηση χρειάζεται νομιμοποίηση. Αυτό επιτυγχάνεται με την συμπερίληψη όσων περισσότερων φωνών είναι δυνατόν, και πολιτική αποτελεσματικότητα, η οποία επιτυγχάνεται όταν η κοινή γνώμη εγκρίνει πραγματικά την νομοθεσία. Η Ελβετία παίρνει καλή βαθμολογία στην κλίμακα της αποτελεσματικότητας. Επίσης, πάει αρκετά καλά και στην κλίμακα της νομιμοποίησης. Η πρόσφατη μεταμόρφωση του τοπίου των μέσων ενημέρωσης με την εισαγωγή των δωρεάν πολιτικών εφημερίδων για τους επιβάτες των μέσων μαζικής μεταφοράς (ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού) και άλλα λαϊκιστικά μέσα ενημέρωσης έχουν οπωσδήποτε επηρεάσει αρνητικά, αλλά η χώρα υποφέρει πολύ λιγότερο από την έλλειψη νομιμοποίησης από ό, τι άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ορισμένα στοιχεία του ελβετικού μοντέλου δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η Ελβετία είναι συγκριτικά μικρή και αποτελείται από ένα, εθνικά και πολιτισμικά ομοιογενή πληθυσμό. (Στην πραγματικότητα, έγινε ολοένα και πιο ομοιογενής κατά τα τελευταία 150 χρόνια, καθώς οι διάφορες θρησκείες και η γαλλική, γερμανική, ιταλική και ελβετική κουλτούρα συγχωνεύθηκαν). Η χώρα κερδίζει περαιτέρω από ιδιαίτερα κερδοφόρα κομμάτια της παγκόσμιας οικονομίας, όπως η φαρμακευτική βιομηχανία, τα μέταλλα, τα ρολόγια και τα γεωργικά προϊόντα. Χάρη σε αυτές τις βιομηχανίες, χρηματοδοτούνται γενναιόδωρα το κράτος πρόνοιας της χώρας και το εκπαιδευτικό σύστημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απολαμβάνει κανένα από αυτά τα οφέλη. Όμως, η Ελβετία όντως έχει τέσσερις επίσημες γλώσσες και έναν αστικό - αγροτικό διαχωρισμό σε πολλά πολιτικά ζητήματα, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τη μετανάστευση, την ενσωμάτωση και την πολιτιστική πολυμορφία.

Το ελβετικό σύστημα προσφέρει τέσσερα μαθήματα στο ευρωπαϊκό σχέδιο. Κατ’ αρχάς, «το μικρό είναι όμορφο» (small is beautiful). Η έμφαση της Ελβετίας σε αυτόνομες μικρής κλίμακας διοικητικές οντότητες στα διάφορα καντόνια θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για μια «Ευρώπη των περιφερειών». Ο τρόπος που χειρίζεται η Ελβετία τις τέσσερις γλώσσες και τις αντίστοιχες εθνότητες είναι ένα παράδειγμα ενότητας που επιδιώκει η Ευρώπη της πολυμορφίας. Δεύτερον, οι άμεση και συχνή προσφυγή στην κοινή γνώμη κάνει την κυβέρνηση πιο ευπρόσωπη. Η Ευρώπη πρέπει να βελτιώσει δραματικά τις σχέσεις κυβέρνησης-πολιτών, αν θέλει να αποφύγει την περαιτέρω απώλεια της εμπιστοσύνης του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Τρίτον, η συχνή προσφυγή στους πολίτες δεν κάνει απλώς την κυβέρνηση πιο αποδεκτή, αλλά, επίσης, κάνει τους πολίτες να αισθάνονται πιο υπεύθυνοι για τη λειτουργία της κυβέρνησης και πιο πιθανό να συμμετάσχουν σε αυτήν. Τέταρτον, η επιτυχία σε έναν διασυνδεδεμένο κόσμο εξαρτάται από το μείγμα της ενσωμάτωσης με την αυτονομία. Η Ελβετία είναι επιτυχής επειδή έχει ενσωματωθεί με την Ευρώπη, αλλά έχει διατηρήσει και την αυτονομία της. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό θα σημαίνει την εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους ένταξης και την αυξημένη αποδοχή ημίμετρων, όπως κάνει η Ελβετία - αν όχι ως μια οριστική λύση, τότε σίγουρα ως ένα βιώσιμο μονοπάτι σε εποχές κρίσης και μετάβασης.

Με άλλα λόγια, η Ελβετία θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για τις δυνητικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, τις οποίες πολλοί σχολιαστές, όπως οι θεωρητικοί της πολιτικής Γιούργκεν Χάμπερμας και Ουμπέρτο Έκο και οι πολιτικοί Φρανσουά Ολάντ, Μάριο Μόντι και Άνγκελα Μέρκελ, πιστεύουν ότι είναι αναγκαίες προκειμένου να ξεπεραστεί η Ευρωπαϊκή κρίση. Σε υπερ-εθνικό επίπεδο, το ελβετικό μοντέλο θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πολιτική ένωση, χωρίς ομογενοποίηση των πολιτισμών, των εθνικών ταυτοτήτων και των νόμων. Η ΕΕ θα μπορούσε να διευθύνεται από ένα συμβούλιο, όπως της Ελβετίας, χωρίς έναν συγκεκριμένο ηγέτη. Αντί να κυβερνάται από καθέδρας - έτη φωτός μακριά από τους Ευρωπαίους πολίτες - οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να φέρνουν όσο το δυνατόν περισσότερα θέματα σε μια κοινή ψηφοφορία από όλους τους Ευρωπαίους πολίτες και από τα 27 κράτη-μέλη. Τέτοιες ψηφοφορίες θα ενίσχυαν το αίσθημα της κοινότητας, της κοινής μοίρας και της κοινής ταυτότητας. Επίσης, θα βοηθούσαν στη δημιουργία μιας πιο συγκεκριμένης κοινής ιστορικής μνήμης. Αν η σταθερότητα, η ειρήνη και η ευημερία της Ελβετίας είναι ο στόχος, ήρθε η ώρα να βάλει η Ευρώπη στην καρδιά της το μοντέλο αυτής της χώρας.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Πηγή Foreign Affairs, The Hellenic Edition
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/139142/roland-benedikter-and-lukas-kaelin/the-swiss-miracle

Συνδέσεις:
[1] http://stanford.io/GEC2Tv
[2] http://stanford.io/XkN7SP


Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

The Tax Free Tour

"Where do multinationals pay taxes and how much?" Gaining insight from international tax experts, Backlight director Marije Meerman ('Quants' & 'Money & Speed'), takes a look at tax havens, the people who live there and the routes along which tax is avoided globally. 



Those routes go by resounding names like 'Cayman Special', 'Double Irish', and 'Dutch Sandwich'. A financial world operates in the shadows surrounded by a high level of secrecy. A place where sizeable capital streams travel the world at the speed of light and avoid paying tax. The Tax Free Tour is an economic thriller mapping the systemic risk for governments and citizens alike. Is this the price we have to pay for globalised capitalism?

At the same time, the free online game "Taxodus" by Femke Herregraven is launched. In the game, the player can select the profile of a multinational and look for the global route to pay as little tax as possible.

research: William de Bruijn
camera: Jean Counet
montage: Bart van den Broek
geluid: Tim van Peppen, Benny Jansen, Joris van Ballegoijen
productie: Marie Schutgens
animaties: Bitcaves & Motoko