Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

The Power Principle – I: Empire Documentary

The Power Principle – I: Empire... English

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Νίκος Καζαντζάκης: Ακροβάτης πάνω από το χάος


Μια ταινία μεγάλου μήκους και μικτής τεχνικής (ντοκουμέντα, δραματοποιημένες σκηνές και χρήση ψηφιακής τεχνολογίας) για τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Ενα κινηματογραφικό έργο, που ανιχνεύει τον πυρήνα της ρωμαλέας σκέψης, την περιπετειώδη ζωή και το βαθύ ψυχισμό της πληθωρικής προσωπικότητάς του, με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τον θάνατό του (1957).

Γυρισμένο στα βήματα του Καζαντζάκη, σε δεκάδες μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού, το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει μια άγνωστη πτυχή της πνευματικής δραστηριότητας του Καζαντζάκη, αυτήν της γραφής σεναρίου, δεδομένου - όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Λευτέρης Χαρωνίτης - ότι είναι από τους πρώτους που διείδαν τη μεγάλη εξέλιξη του κινηματογράφου, στη δεκαετία του 1920.

Σκηνοθεσία: Λευτέρης Χαρωνίτης
Σενάριο: Λευτέρης Χαρωνίτης, Επιστημονικός Σύμβουλος: Σταμάτης Φιλιππίδης
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σάκης Μανιάτης
Μοντάζ: Ανδρέας Μότσιος
Ήχος: Γιώργος Χριστοδούλου
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Παραγωγή: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηρακλείου & ΕΚΚ
Αφήγηση: Μαρία Τζομπανάκη, Χρήστος Τσάγκας, Αχιλλέας Κυριακίδης, Τάσσος Γουδέλης, Αγάπη Μανούρα

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Συνθήκη της Λωζάνης - Δυο φορές ξένος


Δυο φορές ξένος - Συνθήκη της Λωζάνης from estiades on Vimeo.

Μέσα από μαρτυρίες και σπάνιο αρχειακό υλικό, το ντοκιμαντέρ «Δυο φορές ξένος» εστιάζει στους διωγμούς των Βαλκανίων. 

Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του δημοσιογράφου Μπρους Κλαρκ, το ντοκιμαντέρ «Δυο φορές ξένος» των Ανδρέα Αποστολίδη και Γιούρι Αβέρωφ εγκαινιάζει για το 2012 το πρόγραμμα προβολών του Cine Doc στο Γαλλικό Ινστιτούτο. 

Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι περισσότεροι κάτοικοι των χωρών των Βαλκανίων ζούσαν στην «πολυεθνική» Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία επέτρεπε σε Χριστιανούς, Μουσουλμάνος και Εβραίους να συμβιώνουν ειρηνικά.

Ωστόσο, το 1924, αυτός ο κόσμος είχε πια καταρρεύσει. Περί τους 400.000 μουσουλμάνους εκδιώχθηκαν από την Ελλάδα, την ώρα που τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια έλληνες ορθόδοξοι αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στην Τουρκία.

Το ντοκιμαντέρ «Δυο φορές ξένος» ξετυλίγει την ιστορία μέσα από σπάνιο αρχειακό υλικό, συνεντεύξεις με ιστορικούς και συγκλονιστικές προφορικές μαρτυρίες προσφύγων από την Ελλάδα και την Τουρκία. «Είναι μια ταινία για ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους, η κοινή τους εμπειρία για τις χαμένες πατρίδες: η ιστορία του να είσαι «Δύο φορές ξένος» αναφέρουν οι δημιουργοί του.

Στην ταινία εμφανίζονται μεταξύ άλλων οι Μπρους Κλαρκ (που υπήρξε επίσης επιστημονικός σύμβουλός της μαζί με τον Ιάκωβο Μιχαηλίδη), ο συγγραφέας Τζάιλς Μίλτον και οι Θάνος Βερέμης, Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Μιλούν επίσης Έλληνες και Τούρκοι πρόσφυγες από την Κρήτη, τη Μυτιλήνη, την Καππαδοκία, τον Πόντο, τη Σμύρνη και τη Δυτική Μακεδονία. 

Το ντοκιμαντέρ «Δυο φορές ξένος» είναι μια συμπαραγωγή της ΕΡΤ με την ΑΝΕΜΟΝ, σε συνεργασία με το cross-media project «ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ»

Πειρατεία στο Αιγαίο



 Η φύση και τα ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά της πειρατείας στη θάλασσα του Αιγαίου

Η πειρατεία στο Αιγαίο αποτέλεσε συνεχές ιστορικό φαινόμενο μέσα στους αιώνες που εξετάζουμε, με μεταβαλλόμενη ένταση και διαφορετική φύση κατά περιόδους. Η αναφορά, κατά συνέπεια, στο ιστορικό φαινόμενο της πειρατείας από το 13ο αιώνα ως περίπου και τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, αλλά πρέπει να υπολογίζονται όλες οι εκφάνσεις του φαινομένου.

Πιο συγκεκριμένα, η επαρκής ανάλυση προϋποθέτει τη διάκριση της πειρατείας από το κούρσος, δηλαδή τη με συγκεκριμένους στόχους, ελεγχόμενη από μία κρατική εξουσία, κατευθυνόμενη πειρατεία. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία με καθαρά κερδοσκοπικά κίνητρα από εκείνη που γινόταν μέσα στο πλαίσιο ναυτικού διακρατικού ή ιερού πολέμου. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεταπήδηση από τη μία μορφή πειρατείας στην άλλη ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την έρευνα του φαινομένου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που απλοί πειρατές μετατρέπονταν σε κουρσάρους μέσα στο πλαίσιο του ιερού πολέμου και στην υπηρεσία μιας κρατικής εξουσίας, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Από την άλλη πλευρά, μορφές πειρατείας που γίνονταν στο όνομα της θρησκείας και του ιερού πολέμου εκτρέπονταν πολύ συχνά σε ληστρικές επιδρομές, ανεξάρτητα από τη θρησκεία των θυμάτων, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των Ιωαννιτών ιπποτών.

Πρέπει ακόμη να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία που προερχόταν από δυνάμεις που βρίσκονταν εκτός Αιγαίου (κυρίως από ευρωπαϊκά και βορειοαφρικανικά μουσουλμανικά κράτη), και από αυτή, μικρότερης κλίμακας, που προερχόταν από τους ντόπιους νησιωτικούς πληθυσμούς. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι δύο αυτές μορφές πειρατείας δεν αλληλοδιαπλέκονταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, ιδιαίτερα από το 17ο αιώνα και μετά, που ντόπιοι ναυτικοί υπηρετούσαν σε ευρωπαϊκούς πειρατικούς στόλους ή ακόμη λειτουργούσαν ως κουρσάροι ξένων ναυτικών δυνάμεων.

Επιπλέον διάκριση πρέπει να γίνεται και στις μορφές της πειρατείας, όσον αφορά τους στόχους της. Αν δηλαδή οι πειρατές ή κουρσάροι κούρσευαν μόνο πλοία ή λεηλατούσαν και παραθαλάσσιες περιοχές. Αν είχαν στόχο κυρίως την πώληση αιχμαλώτων ως δούλων ή αποκλειστικά εμπορεύσιμα αγαθά.

Δεν μπορούμε, τέλος, να παραβλέψουμε τις διαφορετικές οπτικές των ανθρώπων της εποχής. Σίγουρα οι απόψεις των πειρατών για τις ενέργειές τους ήταν διαφορετικές από αυτές των θυμάτων τους ή του κράτους το οποίο ζημίωναν. Αν ο Μοροζίνι για τους Βενετούς ήταν ήρωας, για τους Οθωμανούς δεν ήταν παρά ένας πειρατής, ενώ το αντίστροφο ίσχυε για τον Μπαρμπαρόσα. Ακόμη, διαφορετικές θα ήταν οι αντιλήψεις για την πειρατική δράση των κοινοτήτων που έπεφταν θύματα των πειρατών από τις αντιλήψεις των κοινοτήτων που είτε ασκούσαν πειρατεία είτε ωφελούνταν οικονομικά από αυτή.

Οι παραπάνω παράμετροι, καθώς και αρκετές άλλες, με την πολυπλοκότητα και την αλληλοεπικάλυψή τους, διαμορφώνουν το διαχρονικό φαινόμενο της πειρατείας στο Αρχιπέλαγος, με τις διάφορες εκφάνσεις του κατά περιόδους.


Το γεωγραφικό, πολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο της πειρατείας στο Αιγαίο

Πέρα από τις διάφορες μορφές του φαινομένου της πειρατείας, πρέπει να αναφερθούμε και σε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες οι οποίοι αποτέλεσαν είτε το υπόβαθρο που ευνόησε την εκδήλωση της πειρατικής δράσης είτε τα ίδια τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή.

Ένας πρώτος παράγοντας είναι η γεωγραφική θέση του Αιγαίου μέσα στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, όπως επίσης και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του Αρχιπελάγους.



Πιο συγκεκριμένα, το Αιγαίο σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο βρισκόταν πάνω στους τρεις βασικούς εμπορικούς άξονες που ένωναν τη Δύση με την Ανατολή και, κατ’ επέκταση, με τους δρόμους του μεταξιού και των μπαχαρικών. Έτσι, το Αιγαίο αποτελούσε μέρος του άξονα από τα λιμάνια της Δύσης προς την Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη διαδρομή του μεταξιού προς την Κίνα. Επιπλέον, το νότιο Αιγαίο ήταν πάνω στον άξονα από την Ευρώπη προς τη Συρία και τους Αγίους Τόπους, όπου βρισκόταν η εναλλακτική αφετηρία του δρόμου του μεταξιού. Τέλος, το νοτιοανατολικό Αιγαίο, και συγκεκριμένα τα Δωδεκάνησα, αποτελούσαν τον κόμβο που συνέδεε την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, σταθμό του εμπορίου των μπαχαρικών, ίσως του πιο επικερδούς εμπορίου για μεγάλες χρονικές περιόδους.

Αυτοί οι εμπορικοί άξονες, καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε, δεν έχασαν ουσιαστικά την αξία τους παρά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και των εναλλακτικών διαδρομών προς τις Ινδίες, στα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν λοιπόν επόμενο το Αιγαίο να αποτελεί, ως μέρος της Ανατολικής Μεσογείου, πεδίο σύγκρουσης των μεγάλων ναυτικών και εμπορικών δυνάμεων. Ακριβώς αυτή η πολεμική σύγκρουση, κυρίως της οθωμανικής εξουσίας με τα δυτικά κράτη για τον έλεγχο των εμπορικών αξόνων, η οποία ήταν σχεδόν ακατάπαυστη, ευνόησε την εκδήλωση της πειρατείας με διάφορες μορφές. Αυτή η σύγκρουση όμως δε σημαίνει ότι αποκλειόταν το εμπόριο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εμπορικές συμφωνίες, γνωστές ως διομολογήσεις, που ξεκίνησαν από το 16ο αιώνα, με πρώτη αυτή με τη Γαλλία, φανέρωναν τη διάθεση των Οθωμανών για την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι Οθωμανοί φρόντιζαν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες ακόμη και με τη μεγαλύτερη αντίπαλό τους, τη Βενετία, έπειτα από κάθε πολεμική σύγκρουση μαζί της.

Και η ιδιαίτερη μορφολογία του Αιγαίου όμως, σε συνδυασμό με τους τρόπους ναυσιπλοΐας της εποχής, ευνόησε τη δράση πειρατών και κουρσάρων, ντόπιων και ξένων. Χάρη στην πληθώρα μικρών φυσικών λιμανιών και ορμίσκων, οι πειρατές είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρησφύγετα, εναλλακτικά αραξοβόλια και παζάρια, μακριά από οποιαδήποτε κρατική εποπτεία. Παράλληλα, η ναυτική τεχνολογία της εποχής, σε συνδυασμό με τα πολλά νησιά, τις βραχονησίδες και τα ρεύματα στη θάλασσα του Αιγαίου, δημιουργούσε αναπόφευκτες ναυτικές διαδρομές μέσα από τα νησιά, καθιστώντας τα εμπορικά πλοία ευάλωτα σε πειρατικές επιδρομές, ακόμη και από τη στεριά, όπως συνέβαινε με την περίπτωση της Μάνης.

Παράλληλα με το γεωγραφικό υπόβαθρο, το πλαίσιο λειτουργίας της πειρατείας διαμορφώθηκε και από τις οικονομικές συνθήκες της εποχής. Ήδη από το 16ο αιώνα η άνοδος του εμπορικού καπιταλισμού στην Ευρώπη δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Η συνεχής ανάπτυξη του ναυτικού εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις όποιες διακυμάνσεις λόγω των ιστορικών συγκυριών, διαμόρφωσε μια ακατάπαυστη ναυτική εμπορική κίνηση στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Η λειτουργία του εμπορίου όμως ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πειρατεία και το κούρσος ως προέκταση της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον F. Braudel, η πειρατεία, κατά τη νοοτροπία της εποχής, λειτουργούσε ως μια καταναγκαστική μορφή ανταλλαγής.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι η ναυτιλία –και ιδίως η πειρατεία– αποτελούσε κυρίως για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια οικονομική δραστηριότητα που δε συναντούσε σημαντικούς οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, όπως συνέβαινε με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, μέσα στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο η πειρατεία και το κούρσος, ή έστω η έμμεση εμπλοκή με την πειρατεία, αποτελούσαν τη μοναδική –πιθανόν– διέξοδο για τα φτωχά σε υλικούς πόρους αιγαιοπελαγίτικα νησιά.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η πολιτική παράμετρος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που διαμόρφωσε και προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την εκδήλωση των διάφορων πειρατικών δραστηριοτήτων. Και αυτή η παράμετρος είναι κυρίως η έλλειψη ικανής κρατικής εποπτείας της θάλασσας του Αιγαίου. Μία βασική αιτία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το πολεμικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε για μεγάλο διάστημα στο Αιγαίο. Οι ναυτικοί πόλεμοι, και κυρίως οι επαναλαμβανόμενοι για δύο περίπου αιώνες Βενετο-οθωμανικοί, οδήγησαν τις αντιμαχόμενες πλευρές στη χρήση πειρατών και κουρσάρων ως μια εναλλακτική και ανεπίσημη μορφή πολέμου.

Η οθωμανική κυριαρχία επεκτάθηκε και σταθεροποιήθηκε στο Αιγαίο ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο κρατικός έλεγχος ωστόσο ήταν ελλιπής, είτε εξαιτίας της ανεπάρκειας της Πύλης είτε λόγω της έλλειψης κρατικής βούλησης για έναν τέτοιο έλεγχο. Η οθωμανική εξουσία λειτουργώντας αποκεντρωτικά –πολιτική που αποτελούσε και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της– προτιμούσε να οχυρώνει μόνο τις πιο σημαντικές θέσεις στο Αιγαίο και να δίνει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας στις ντόπιες κοινότητες. Αρκούνταν στην ετήσια συλλογή φόρων και στην περιστασιακή καταδίωξη πειρατικών στολίσκων. Αυτή η τακτική είχε αποτέλεσμα, ακόμη και ύστερα από την κατάληψη των περισσότερων προγεφυρωμάτων των Δυτικών στο Αρχιπέλαγος, να παρέχεται η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο Αιγαίο στους πειρατές και τους κουρσάρους από τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα ευνοήθηκε η ντόπια πειρατεία. Με αυτό τον τρόπο, παράλληλα με το δίκτυο της οθωμανικής εξουσίας και το επίσημο εμπόριο, λειτουργούσε και το πειρατικό δίκτυο, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιες τοπικές κοινότητες, οι οποίες ουσιαστικά στήριζαν την επιβίωσή τους στην άμεση ή έμμεση εμπλοκή τους με την πειρατεία.

Το φαινόμενο της πειρατείας μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο

Από τις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η κατάληψη νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών του Αιγαίου πελάγους από τους Δυτικούς και κυρίως τους Βενετούς. Το 15ο αιώνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων ανήκει στη Βενετία, αποτελώντας το επονομαζόμενο Δουκάτο της Νάξου. Τα νησιά Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία ζουν κάτω από το ιδιόμορφο καθεστώς των γενοβέζικων εμπορικών εταιρειών. Το μεγαλύτερο μέρος των Δωδεκανήσων ανήκει στους Ιωαννίτες ιππότες με έδρα τη Ρόδο. Από εκεί εξαπολύουν πειρατικές επιδρομές εναντίον των μουσουλμάνων, ως συνέχεια των Σταυροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, την εποχή αυτή η πειρατεία ασκείται κυρίως από μουσουλμάνους πειρατές, που συνδέονται με τους πασάδες της Μικράς Ασίας.

Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, οι Λατίνοι προσανατολίζουν τη ζωή των νησιών προς τη θάλασσα. Οι οικισμοί εγκαταλείπουν τις παλιές ορεινές τους θέσεις και συνδέονται με το θαλάσσιο δίκτυο. Οι νέοι κυρίαρχοι οχυρώνουν και προστατεύουν τα λιμάνια και τις σκάλες, κυρίως αυτές που βρίσκονται πάνω στους βασικούς άξονες των εμπορικών διαδρομών.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Οθωμανοί περνούν στην επίθεση στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 16ου αιώνα και ως το 1537, το Αιγαίο υποφέρει από τις λεηλασίες του Μπαρμπαρόσα, Βορειοαφρικανού μουσουλμάνου πειρατή ελληνικής καταγωγής, που είχε μπει στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Λεηλατεί περίπου 80 παραθαλάσσιες πόλεις και μεταφέρει στα σκλαβοπάζαρα γύρω στους 30.000 ανθρώπους. Νησιά όπως η Αίγινα, τα Ψαρά, η Κύθνος, η Ικαρία και η Σάμος δέχονται τεράστια δημογραφικά πλήγματα. Μετά το 1537, όταν δηλαδή καταλαμβάνεται και το Δουκάτο της Νάξου, αρχίζουν οι προσπάθειες επανεποικισμού από την Πύλη. Με αυτή τη νίκη το Αιγαίο γίνεται τουρκική λίμνη και, ως τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, η πειρατεία είναι σαφώς ηπιότερη και πιο ελεγχόμενη.

Με την ήττα του τουρκικού στόλου από τους συνασπισμένους χριστιανικούς πληθυσμούς το 1571 αλλάζει πάλι το σκηνικό στο Αιγαίο. Ο οθωμανικός στόλος για προληπτικούς λόγους αποσύρεται στα Δαρδανέλια, ενώ χριστιανοί πειρατές κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βορειοαφρικανούς και Οθωμανούς πειρατές. Οι χριστιανοί πειρατές βρίσκονται συνήθως στην υπηρεσία του Πάπα, των Ισπανών και των Μεδίκων. Παρά την έντονη πειρατική δράση στα 30 χρόνια που ακολουθούν ως τις αρχές του 17ου, ξεκινούν πιο συστηματικά ο επανεποικισμός, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, από χριστιανικούς πληθυσμούς, ελληνικούς και αλβανικούς, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο.

Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη βενετοοθωμανική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον το νησί της Κρήτης. Στο πλαίσιο των Βενετοοθωμανικών πολέμων, πολλοί πειρατές, ανάμεσά τους και ντόπιοι νησιώτες, χρησιμοποιούνται εκατέρωθεν ως ένας διαφορετικός τρόπος ναυτικού πολέμου. Στον αιώνα αυτό τρεις κυριαρχίες λειτουργούν παράλληλα και ανταγωνιστικά στο Αιγαίο: των Οθωμανών, των Βενετών και των πειρατών. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμορφώνει ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου. Αναπτύσσεται ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυφαίνεται με την πειρατεία.

Με την οριστική λήξη των Βενετοοθωμανικών πολέμων το 1699 με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, αρχίζει και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθεί να υφίσταται, φαίνεται όμως να έχει ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονται με πειρατές, λειτουργούν ως πειρατικά καταφύγια ή ως διαμετακομιστικά κέντρα για τους πειρατές και τους κουρσάρους.

Το 18ο αιώνα αντικείμενο πειρατείας των χριστιανικών δυνάμεων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν είναι πλέον οι μουσουλμάνοι, αλλά τα γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία κυριαρχούν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται και ντόπιοι νησιώτες ως κουρσάροι. Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας αλλάζει στις αρχές του 18ου αιώνα. Στόχος πλέον είναι κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Βασικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες.

Από τις αρχές του 18ου αιώνα αναπτύσσεται στις νέες αυτές συνθήκες μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη στις αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες, η οποία αναλαμβάνει και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Η εμπορική αυτή τάξη λειτουργεί στα όρια μεταξύ του εμπορίου και της πειρατείας. Εκμεταλλεύεται τις ρωσοοθωμανικές και αγγλογαλλικές συγκρούσεις στα τέλη του 18ου αιώνα και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα μονοπωλεί σχεδόν την εμπορική κίνηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815.

Συνέπειες της πειρατικής δραστηριότητας στη διαμόρφωση της ζωής των κοινοτήτων του Αιγαίου

Η δράση των πειρατών και των κουρσάρων στο Αρχιπέλαγος δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν σε όλη τη διάρκεια που εξετάζουμε, αλλά και ως μια σημαντική δυναμική που διαμόρφωσε την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.

Μια συνηθισμένη οπτική για την πειρατεία είναι αυτή της λεηλασίας, του εξανδραποδισμού και της ερήμωσης των οικισμών του Αιγαίου, ακόμη και ολόκληρων νησιών. Αυτή η αντίληψη μπορεί ως ένα βαθμό να θεωρηθεί σωστή, είναι όμως σίγουρα ανεπαρκής και μπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά. Πράγματι κατά καιρούς, όπως στην περίπτωση του Βορειοαφρικανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ολόκληρες πόλεις και νησιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν. Από την άλλη όμως θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση επικρατούσε σε ολόκληρο το Αιγαίο με την ίδια ένταση σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Μια τέτοια καταστροφική τακτική θα ήταν αδύνατο να εφαρμόζεται συνεχώς λόγω των περιορισμένων πόρων και των μικρών σχετικά πληθυσμών των περισσότερων νησιωτικών περιοχών. Επίσης, είναι αμφισβητήσιμο το κατά πόσο νησιά με μεγάλη ενδοχώρα θα μπορούσαν να ερημωθούν ολοκληρωτικά, όπως υποστηρίζουν διάφορες πηγές.

Η πραγματικότητα είναι πολυδιάστατη. Οι κοινότητες του Αιγαίου, μετά τον επαναπροσανατολισμό τους κατά το 14ο αιώνα προς τη θάλασσα, δε φαίνεται, παρά τις πειρατικές επιδρομές, να απομακρύνονται από αυτή. Σε μακροϊστορικό επίπεδο, παρά τις όποιες ερημώσεις, τουλάχιστον οι σημαντικές οχυρές θέσεις στο Αιγαίο που έλεγχαν τα περάσματα παρέμεναν στραμμένες προς τη ναυτική δραστηριότητα. Αυτή φαίνεται να είναι και η γενικότερη τάση όσων οικισμών επανεποικίζονταν, σύμφωνα με την πολιτική της Πύλης.

Σε οικονομικό επίπεδο, πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές φαίνεται ότι στήριξαν την επιβίωσή τους στην πειρατεία ή στην ειδική σχέση που είχαν με αυτή. Νησιά όπως η Μήλος, η Κίμωλος και η Μύκονος λειτουργούσαν ως αραξοβόλια πειρατών και ως εμπορικοί σταθμοί της λείας τους. Μακροπρόθεσμα η πειρατεία και το κούρσος εντάχθηκαν ως εξωοικονομικός παράγοντας στη ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών. Λειτούργησαν ως ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου, το οποίο επενδυόταν στις παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εξέλιξης ήταν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Έτσι παρατηρούμε, ήδη από το 17ο αιώνα, τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου διανησιωτικού εμπορικού δικτύου, το οποίο από τις αρχές του 18ου αιώνα επεκτεινόταν και εκτός Αιγαίου. Το αποτέλεσμα ήταν η εμπορική αστική τάξη των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων να ελέγχει τα ¾ της εμπορικής κίνησης στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τις ρωσοοθωμανικές συνθήκες του β΄ μισού του 18ου αιώνα και ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.

Αυτή η οικονομική ελίτ θα αναλάβει και την πολιτική διοίκηση των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της εκτεταμένης αυτοδιοίκησης και της χαλαρής κρατικής εποπτείας. Το πειρατικό δίκτυο, ιδιαίτερα από το 18οαιώνα, αναπτύσσεται παράλληλα με τα εμπορικά δίκτυα των ευρωπαϊκών στόλων και το διοικητικό δίκτυο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η πραγματικότητα όμως ενισχύει την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ενότητα του χώρου του Αιγαίου, η οποία λειτουργεί σε παραλληλία ή σε αντίθεση με τις κρατικές κυριαρχίες. Η ενότητα αυτή γίνεται αντιληπτή και από τις ίδιες τις κοινότητες και ιδιαίτερα από τις ιθύνουσες εμπορικές τάξεις.

Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, παρά τις καταστροφές που υπέφεραν οι κοινότητες του Αιγαίου εξαιτίας της πειρατείας, μακροπρόθεσμα το φαινόμενο αυτό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας αυτόνομης και ισχυρής ταυτότητας, εξασφάλισε ένα πραγματικό επίπεδο ευημερίας. Επηρέασε όλες τις πτυχές της ιστορικής πορείας των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων, από την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική διοίκηση ως την αρχιτεκτονική και τα πολιτισμικά πρότυπα. Οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ που θα αναδυθούν μέσα από τις κοινότητες αυτές θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, χάρη στη συσσώρευση πλούτου και στην απόκτηση πολεμικής εμπειρίας.

Συγγραφή : Αμπούτης Αντώνιος

Piracy in the Aegean

1. The nature and distinct features of piracy in the Aegean Sea

Piracy in the Aegean constituted a continuous historical phenomenon through the centuries under examination, with variable intensity and different nature in the various periods. Therefore, any account of the historical phenomenon of piracy from the 13th century until the eve of the Greek War of Independence cannot be unequivocal, but all of its manifestations should be taken under consideration.

More specifically, an adequate analysis presupposes the distinction between piracy and privateering, namely a state controlled and directed piracy with specific targets. Furthermore, the distinction between merely profit-driven piracy and the one being practiced during maritime interstate war or holy wars should also be drawn. Even in these cases, the transfer from one form of piracy to the other was fairly common, a fact which makes the investigation of this phenomenon even more difficult. In quite a few cases, during a holy war, common pirates were transformed into privateers, in the service of the government, like, for instance, in the case of Hayreddin Barbarossa. On the other hand, forms of piracy practiced in the name of religion and holy wars often deviated into predatory raids, regardless of the victims’ religion, as in the case of the Hospitallers of the Order of St John.

A distinction should also be made between the piracy originating from powers outside the Aegean region (mainly European and North African Muslim states) and that, in a smaller scale, from local insular populations. This certainly does not entail that these two forms of piracy did not interweave with one another. In quite a few occasions, especially from the 17th century onwards, local mariners served on European pirate fleets or even operated as privateers of foreign maritime powers.

Moreover, it is important to distinguish the forms of piracy on the basis of their goals; wether pirates or privateers only raided ships or if they pillaged coastal areas as well; wether they aimed mainly at selling hostages as slaves or were merely interested in tradable goods.

Finally, one should not overlook the different viewpoints of the people of that time. There is no doubt that the pirates’ perception of their actions was different than that of their victims or of the state they were harming. If Morosini was a hero for the Venetians, for the Ottomans he was a pirate; the reverse held for Barbarossa. The communities that became victims of pirate attacks would look upon pirate action differently than the ones that either practiced piracy or had financial benefits from it.

The aforementioned factors, with their perplexity and overlaps, determine, along with many others, the recurring phenomenon of piracy in the Archipelago, with its diverse manifestations in the various periods.

2. The geographical, political and economical background of piracy in the Aegean

Apart from the various forms of piracy, we should also refer to certain specific factors, which constituted the background that favored the outbreak of piracy or the very reasons that led to it.

A first factor is the geographical location of the Aegean, within the wider Mediterranean region, as well as the distinctive geomorphology of the Archipelago.

More specifically, the Aegean, throughout all that period, lay on the three main commercial axes, which connected the West with the East and, therefore, with the Silk and Spice Routes. Hence, the Aegean was part of the axis, which ran from the ports of the West to Constantinople (Istanbul) and from there to the silk route leading to China. Moreover, the southern Aegean lay on the axis connecting Europe with Syria and the Holy Places, where the alternative starting point to the silk route was located. Finally, the southeastern Aegean, and in particular the Dodecanese, constituted the hub which connected the capital of the Ottoman Empire with the port of Alexandria, a terminus of the spice trade, probably the most lucrative trade for long periods of time.

These commercial axes did not essentially lose their value during the entire period under examination, despite the discovery of the New World and the alternative routes to the Indies towards the end of the 15th century. Therefore, it was natural for the Aegean to become, as part of the Eastern Mediterranean, a site of clashes between the major maritime and mercantile powers. And it is this almost ceaseless conflict, especially between the Ottomans and the western states over the control of commercial axes that favored the manifestation of piracy in various forms. However, this conflict does not entail the disruption of trade between the West and the Ottoman Empire. The trade agreements, known as capitulations, started in the 16th century, the first being with France, and revealed the Ottomans’ eagerness to develop trade. The Ottomans ensured that they would reach trade agreements even with their major opponent, Venice, after every military conflict.

However, the distinctive topography of the Aegean, combined with the ways of navigating of the time, favoured the activities of pirates and privateers, locals and foreigners. Thanks to the numerous natural harbours and bays, the pirates had the possibility to access dens, alternative coves and markets, free from any kind of state supervision. Meanwhile, the marine technology of the time, coupled with the numerous islands, skerries and sea currents of the Aegean, created maritime routes through the islands that were impossible to avoid, rendering trade ships vulnerable to pirate raids, even from the shore, like in the case of Mani.

Along with the geographical background, the economic conditions of the time also contributed to the development of the piracy operation framework. Already by the 16th century, the Ottoman Empire, and therefore also the Aegean Archipelago, were affected by the rise of commercial capitalism in Europe. The continuing development of maritime trade in the Eastern Mediterranean, despite certain fluctuations due to historical circumstances, ensured an uninterrupted maritime trade activity in the Eastern Mediterranean and the Aegean. Nonetheless, the trade operation was closely linked to piracy and privateering as an extension to economic activity. According to the historian F. Braudel, piracy, following the mentality of the time, functioned as a compulsory form of economic exchange.

On the other hand, it should be mentioned that shipping, and especially piracy, constituted, mainly for the Christian populations of the Ottoman Empire, an economic activity free from any major economic and social restraint, unlike other economic activities within the Ottoman State. That way, piracy and privateering, or at least the indirect involvement in piracy, constituted probably the sole outlet for the Αegean islands, which were poor in material resources.

Finally, we should also stress the political - in the broad sense of the word - factor, which largely determined and gave rise to the manifestation of the various pirate activities. And that factor is mainly the lack of efficient state supervision over the Aegean Sea. As mentioned above, a main reason was the warlike climate that prevailed for a long period in the Aegean. Maritime wars, especially between the Venetians and the Ottomans, extending over two centuries approximately, led the parties in conflict to use pirates and privateers in an alternative and "unofficial" form of war.

The Ottoman domination was extended and established in the Aegean already by the middle of the 16th century. However, state control was insufficient either due to the inadequacy of the Porte or due to unwillingness of the state to perform it. The Ottoman rule, favoring decentralization -a policy, which was its distinctive characteristic-, chose to fortify only the most important sites in the Aegean and allow a significant degree of autonomy to the local communities. The Ottomans' role was often limited to the annual tax collection and the occasional chase of small pirate fleets. This practice resulted, even after most of the footholds of the western Europeans in the Archipelago were gained, in granting the pirates and privateers from the West a relatively easy access to the Aegean, while at the same time favoring local piracy. This way, along with the network of Ottoman authority and the official trade, a pirate network operated as well, developing special relations with certain local communities, whose survival practically depended on their direct or indirect involvement in piracy.

3. Piracy in its historical perspective

By the beginning of the 13th century, the western Europeans and especially the Venetians had started conquering the islands and coastal areas of the Aegean. In the 15th century, almost the entire Cyclades region belonged to Venice, constituting the so-called Duchy of Naxos. The islands of Thasos, Samothraki, Imvros, Limnos, Chios, Samos, Ikaria, were under the peculiar status imposed by the Genoese commercial enterprises. The largest part of the Dodecanese belonged to the Hospitallers, whose seat was in Rhodes. This was the base for their pirate raids against the Muslims, which were considered as a continuation of the Crusades. Nonetheless, during that time, piracy was practiced mainly by Muslim pirates, associated with the pashas of Asia Minor.

Contrary to the Byzantines, the Latins re-orientated the life of the islands towards the sea. The settlements abandoned their previous sites on the mountains and were linked with the sea routes. The new rulers fortified and protected the ports and the stairways, especially the ones located on the main axes of trade routes.

After the Fall of Constantinople in 1453, the Ottomans went on the offensive in the Aegean. Since the beginning of the 16th century and until 1537, the Aegean suffered from the depredations of Barbarossa, a North African Muslim pirate of Greek origin, who was in the service of the Sultan. He ravaged approximately 80 coastal cities and carried off to slave markets many people. Islands like Aegina, Psara, Kythnos, Ikaria and Samos faced a big demographic crunch. After 1537, when the Duchy of Naxos was also occupied, the Porte began the repopulation effort. With that victory, the Aegean became an Ottoman lake and, until the naval battle of Nafpaktos (Lepanto) in 1571, piracy clearly took a milder and more controlled form.

With the defeat of the Ottoman fleet by the allied Christian forces in 1571 the scenery changed again in the Aegean. On precautionary grounds, the Ottoman fleet retreated to Dardanellia, while Christian pirates appeared in the region, practicing piracy along with Muslim, North Africans and Ottoman pirates. These Christian pirates were usually in the service of the Pope, the Spaniards and the Medici. In the face of the intense pirate action over the following thirty years, until the beginning of the 17th century, repopulation by Greek and Albanian Christian populations began more systematically in the Aegean at the initiative of the Porte.

The 17th century is characterized by the brutal conflict between the Venetians and the Ottomans, centered on the island of Crete. Within the framework of the Venetian-Turkish wars, both sides used many pirates along with several local islanders, in a different form of maritime war. During this century, there were three competing authorities in the Aegean: the Ottomans, the Venetians and the pirates. This volatile situation created an framework of autonomy for the Aegean islands. An inter-island network of communication and piracy-related trade activity was developed.

With the final end of the Venetian-Turkish wars in 1699 and the Treaty of Karlowitz began the economic development in the Aegean. Piracy continued to exist, but it now seemed integrated, to a great extent, in the economic and social practice and mentality of the Aegean communities. The insular and coastal area communities, although not practicing piracy, collaborated with pirates and operated as pirate coves or transit centres for pirates and privateers.

In the 18th century, the Christian forces, primarily the British, practiced piracy not against the Muslims, but against the French commercial vessels, which dominated the trade with the Ottoman Empire. To this end, local islanders also operated as privateers. At the same time, the very nature of piracy changed in the beginning of the 18th century. The main target was now the underway vessels and their merchandises and not people intended for the slave market. The widespread use of sailing vessels, which stemmed the demand for galley rowers, must have contributed towards that direction.

Since the beginning of the 18th century, in these new circumstances, a new social group of merchants and shipowners emerged in the Aegean communities, which took over the political control of the communities within the framework of local administration. This mercantile social group operated on the borderline between trade and piracy. It took advantage of the Russian-Turkish and British-French conflicts towards the end of the 18th century, and with its dual identity as trader and pirate it almost monopolized trade in the Aegean and the Eastern Mediterranean until the end of the Napoleonic Wars in 1815.

4. The aftermath of pirate activity on the Aegean communities

Pirate and privateering activity in the Archipelago cannot be seen merely as a result of the singular conditions prevailing during the entire period under examination, but as an important dynamic process that determined the economic, social and cultural identity of the Aegean communities.

The common perspective on piracy has been informed by depredation, subjugation and desolation of the Aegean settlements, even of entire islands. This perception may be correct to a certain extent; however, it is definitely insufficient and potentially misleading. It is true that, as in the case of North African pirate Hayreddin Barbarossa, entire cities and islands were almost depredated and desolated. On the other hand, it would be out of proportion to consider that this situation had equal intensity in the entire Aegean during the whole period under examination. It would be impossible for such a disastrous course to be constantly implemented, due to the limited resources and the relatively small population of most insular regions. Furthermore, it is doubtful whether the islands with large inland communities could be completely desolated, which is what certain sources are claiming.

The reality is manifold. The Aegean communities, in spite of pirate attacks, after their reorientation towards the sea during the 14th century, do not seem to recede from the coast. At a macro-historical level, notwithstanding the depopulation in various areas, the most important fortified sites in the Aegean, which controlled the passages, remained engaged in maritime activities. This seems to be the general trend of the repopulated settlements, following the policy of the Porte.

At an economic level, many islands and coastal areas must have survived by piracy or by their special relation with it. Islands like Milos, Kimolos and Mykonos operated as pirates' coves and trading posts for their plunder. In the long term, piracy and privateering were encompassed in the islands’ maritime activity. They operated as one of the most effective ways of capital accumulation, which was invested in parallel trade activities. Cases in point of this development are Ydra, Spetses and Psara. Hence, already by the 17th century, we notice an extended inter-insular trade network being developed, which, from the beginning of the 18th century, expanded outside the Aegean region as well. As a result, the mercantile bourgeois elite of the Aegean communities controlled ¾ of commercial traffic in the Eastern Mediterranean after the Russian-Turkish treaties in the second half of the 18th century and until the end of the Napoleonic wars.

This economic elite will also take over the communities’ political administration in the framework of extended local administration and loose state supervision. The piracy network, especially after the 18th century, develops parallel to the commercial networks of the European fleets and the administrative network of the Ottoman Empire. This reality, however, intensifies the economical, political and cultural unity of the Aegean region, which operates parallel to or in conflict with state structures. This unity is perceived by the communities themselves and especially by the ruling mercantile social groups.

In summary, it can be concluded that, notwithstanding the disasters that suffered the Aegean communities due to piracy, in the long term this phenomenon contributed decisively in the development of an autonomous and strong identity, ensuring a level of real prosperity. It has influenced all aspects of the Aegean communities’ historical course, from economic development and political administration to architecture and cultural patterns. The economic and social elites that emerged from these communities played a decisive role in the Greek War of Independence of 1821, due to the accumulation of wealth and their military experience.

 Aboutis Antonios

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Θυμάσαι;


Θυμάσαι; ...
Έλεγες ότι θα στεριώσεις σ’ αυτή την χώρα. Έκανες τα πάντα για να στεριώσεις. Μέχρι και το πατρικό του παππού σου στήριξες για να έχουν μεγαλύτερο βάθος οι ρίζες σου. Θυμάσαι; Ξεκίνησες την δουλειά σου και έλεγες θα την κάνεις μεγαλύτερη, θα μεγαλουργήσεις στον χώρο σου. Έβλεπες τα χωράφια που έσφυζαν από εργάτες, αγρότες και έλεγες έχει μέλλον αυτή η χώρα. Οι βιοτεχνίες έπαιρναν νέο προσωπικό και από αυτό έβγαιναν καινούργιοι βιοτέχνες με δικές τους δουλειές. Φεύγοντας για σπουδές ήξερες ότι θα γυρίσεις πίσω για να δημιουργήσεις. Ξεκίνησες κι εκεί κάπου στα μισά άρχισες να βλέπεις παραταγμένες κλούβες με πορτοκάλια να οδηγούνται στην χωματερή. Στοιβαγμένους τόνους βαμβάκι να σαπίζουν μέσα στην βροχή. Οι μικρές βιοτεχνίες αλλά και οι πρώτες βιομηχανίες να μπαίνουν σε πλειστηριασμούς τραπεζών. Κι οι εργάτες να κάνουν ουρές στα γραφεία πρώην λιγδιάρηδων δικηγορίσκων και μηχανικών που πλέον είχαν γίνει βουλευτές κόμματος και αργότερα υπουργοί κυβερνήσεων. Το Δημόσιο ήρθε και στην πόλη σου. Οι άνθρωποι που θυμάσαι να κουβαλούν κλούβες με ντομάτες ή να σου λένε ότι κάποτε θα έκαναν την δική τους δουλειά, με το μάτι τους να λάμπει ακόμη κι αν το μεροκάματο ήταν φθηνό, έγιναν σαν κινούμενα μανιτάρια, συνταξιούχοι στα 45 να ξημεροβραδιάζονται στο καινούργιο φαινόμενο «καφετέρια στις 10 το πρωί».
Θυμάσαι; Η πόλη είχε σπίτια με αυλή και κήπο. Το βουνό πάνω της ήταν πευκόφυτο, τώρα πια μπετόφυτο. Ήταν αργά να φύγεις και απόμεινες να βλέπεις τις μπουλντόζες των ντόπιων να καταστρέφουν ό,τι έμεινε από τον γερμανικό βομβαρδισμό. Διαμέρισμα στον 8ο όροφο με θέση πάρκινγκ. Ακόμη αναρωτιέσαι πώς άνθρωποι που μεγάλωσαν σε αλάνες μπορούν να χωρέσουν την ζωή τους σε 90 τετραγωνικά.
Είχε και μια θάλασσα αυτός ο τόπος. Τώρα την έχουν μόνο για θέα, όσοι τρώνε σε κακόγουστες ψαροταβέρνες που προσφέρουν ψάρι από τον Ειρηνικό, αφού η δική τους έχει μεταλλαχθεί από βιομηχανίες που ξεπλένουν μαζί με τα χημικά και χρήματα πολιτικών του έθνους.
Είχε και ποτάμια που τώρα τα στένεψαν σε ρυάκια φτιάχνοντας φράγματα για να εξάγουν ρεύμα αλλά εσύ πληρώνεις το ρεύμα σαν εισαγόμενο τραβώντας καλλιτεχνικές φωτογραφίες από τα βυθισμένα χωριά που ξεπροβάλλουν όταν τα νερά λιγοστεύουν.
Είχε χωριά στα ορεινά που έβλεπες καπνό από όλες τις καμινάδες των πέτρινων σπιτιών. Που έβλεπες κήπους με μαρούλια και κοπάδια από αιγοπρόβατα να σουλατσάρουν στις βουνοπλαγιές. Τώρα αντί για σπίτια βλέπεις το νέο επιδοτούμενο ξενοδοχείο,«Η στρούγγα», που γεμίζει τις αργίες από κινούμενα μανιτάρια, εγχώρια και εισαγόμενα.
Ο τόπος σου δεν είχε μεγάλους δρόμους. Ο τόπος σου δεν είχε δήθεν χλιδή. Δεν είχε τίποτε από αυτό που σήμερα έχει. Είχε όμως αυτό που την ξεχώριζε. Γι’ αυτό γύρισες. Θυμάσαι; 
Ήταν ο κόσμος σου...


MOMENTOS from Nuno Rocha on Vimeo.

Simple Man

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Το επεισόδιο της Κέρκυρας το 1923 και οι λάθος χειρισμοί από την ελληνική διπλωματία

OCCUPATION OF CORFU



CORFU - ITALY SEIZES ISLAND


Σπάνια video από το British Pathe.

Στις 15 Μαΐου (ν.ημ.) 1920, η Ελλάδα και η Αλβανία συμφωνούσαν να αποδεχθούν τον διακανονισμό που θα πρότεινε η Πρεσβευτική Διάσκεψη (ένα νεόκοπο διεθνές όργανο) για τα κοινά τους σύνορα. Η Διάσκεψη, η οποία άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1920, ιδρύθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις με σκοπό τη ρύθμιση εθνικών διαφορών που θα παρουσιάζονταν από την εφαρμογή των συνθηκών της ειρήνης. Στη Διάσκεψη μετείχαν αντιπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας, ενώ ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ παρευρισκόταν μόνο ως παρατηρητής, γιατί το Κογκρέσο είχε αρνηθεί να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Ένα μήνα μετά την ελληνο-αλβανική συμφωνία, η Γαλλία παραχώρησε στην Αλβανία την περιοχή της Κορυτσάς που βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή από το 1916. Η Κορυτσά είχε περιληφθεί στα αλβανικά εδάφη από το 1913, αλλά η Ελλάδα πρόβαλλε σοβαρές αντιρρήσεις για την τελική ένταξη, υποδεικνύοντας την Ελληνικότητα του πληθυσμού της περιοχής. Εκτός από την Ελλάδα, τον διακανονισμό του 1913 αμφισβητούσε και η Γιουγκοσλαβία και ζητούσε επίσης επανεκτίμηση και των δικών της συνόρων με την Αλβανία. Η Διάσκεψη ωστόσο εξέδωσε απόφαση να τηρηθούν τα σύνορα του 1913, και μάλιστα όρισε ως σύνορο Ελλάδος και Αλβανίας τα όρια μεταξύ των καζάδων Κορυτσάς και Καστοριάς αντί του υδροκρίτη μεταξύ του άνω ρου του Δέβολη και του άνω ρου του Αλιάκμονα, που περιλαμβανόταν στο πρωτόκολλο της Φλωρεντίας του 1913, με αποτέλεσμα 14 χωριά του καζά της Κορυτσάς που ανήκαν στην Ελλάδα από τότε να περιέλθουν στην Αλβανία. Το θέμα των αλβανικών συνόρων όμως δεν ανήκε στην αρμοδιότητα της Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αφού η Αλβανία δεν είχε υπογράψει τις συνθήκες της ειρήνης. Στις 7 Μαρτίου 1923 η επιτροπή χάραξης με επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini έφτασε στην Ήπειρο  αλλά άρχισε τις εργασίες της μόλις τον Μάιο εκείνου του χρόνου.
Στις 27 Αυγούστου βρέθηκαν δολοφονημένοι στον δρόμο των Ιωαννίνων προς την Κακαβιά (σε ελληνικό έδαφος) ο Tellini, ο ταγματάρχης Corti, ο υπασπιστής λοχαγός Bonaccini, ο οδηγός του αυτοκινήτου και ένας διερμηνέας. Χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα των ανακρίσεων που η Ελληνική κυβέρνηση διέταξε να γίνουν, ο Μουσολίνι, μέσω του κατά τα πάντα δυσάρεστου προς τους Έλληνες Ιταλού πρεσβευτή Montagna, επέδωσε στην Επανάσταση του 1922 τελεσιγραφική διακοίνωση 24ώρου προθεσμίας, που περιείχε τους ακόλουθους όρους:


  1. Απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία και στις σορούς των δολοφονημένων. 
  2. Αίτηση συγγνώμης προς την Ιταλία. 
  3. Τέλεση μνημοσύνου παρουσία του υπουργικού συμβουλίου. 
  4. Συμμετοχή του στρατιωτικού ακολούθου της ιταλικής πρεσβείας στις ανακρίσεις. 
  5. Καταδίκη σε θάνατο των ενόχων. 
  6. Καταβολή 50.000.000 λιρεττών.

Από τις απαιτήσεις αυτές μόνον οι τρεις πρώτες έγιναν δεκτές, ενώ οι υπόλοιπες απορρίφθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δεχόταν ωστόσο να προσφέρει αρωγή στις οικογένειες των θυμάτων. Ακόμη η Ελλάδα πρότεινε στην Ιταλία να αναθέσουν την επίλυση της διαφοράς στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής διαβεβαίωνε τον Μουσολίνι με προσωπικό τηλεγράφημα ότι οι δολοφόνοι του στρατηγού δεν ήταν Έλληνες, αλλά ληστές αλβανικής καταγωγής.

Βομβαρδισμός αμάχων

Στις 31 Αυγούστου, η Πρεσβευτική Διάσκεψη κάλεσε με διακοίνωσή της την ελληνική κυβέρνηση να ενεργήσει με ταχύτητα για να βρεθούν οι ένοχοι. Η Ελλάδα στην προσπάθειά της να επιδείξει καλή θέληση απάντησε ζητώντας από τη Διάσκεψη τη σύσταση ειδικής επιτροπής, που θα διεξήγε έρευνες για τον καταλογισμό των ευθυνών, αλλά και για να επεκταθούν οι ανακρίσεις στο αλβανικό έδαφος. Στις 31 Αυγούστου 1923, τρία θωρηκτά, δύο βαρέα και δύο ελαφρά καταδρομικά, έξι αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα και υποβρύχια του ιταλικού ναυτικού, στρέφονταν εναντίον της ελληνικής Κέρκυρας, με τελεσιγραφική απαίτηση προς τον νομάρχη Ευριπαίο άμεσης παράδοσης του νησιού. Παρά την ειδοποίηση που έλαβαν ότι στα ανοχύρωτα φρούρια ήταν πρόχειρα εγκατεστημένοι πρόσφυγες, οι Ιταλοί απάντησαν στην άρνηση του νομάρχη με πυρά που κράτησαν 25 λεπτά και που στοίχισαν τη ζωή σε 15 αμάχους και τραυμάτισαν άλλους 35. Αμέσως μετά ιταλικές δυνάμεις κατοχής εγκαταστάθηκαν στην Κέρκυρα. Η κατάληψη της Κέρκυρας ήταν θέμα που απειλούσε τη διεθνή ειρήνη και γι' αυτό ανήκε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της ΚτΕ, ενώ η Διάσκεψη ως διάδικος στην υπόθεση της δολοφονίας δεν είχε δικαίωμα να παίζει και το ρόλο του δικαστή. Η άστοχη ελληνική παραδοχή της ανάμειξης της Διάσκεψης στην υπόθεση αυτή αχρήστευσε την προσφυγή στην ΚτΕ, καθώς μάλιστα ο Μουσολίνι, επωφελούμενος από τη διαλλακτικότητα της Ελλάδος, υποστήριζε ότι η Διάσκεψη και όχι η ΚτΕ (όπου η ψήφος των μικρών χωρών μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντά του) ήταν αρμόδια για να επιλύσει τη διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες. Στις 8 Σεπτεμβρίου, η Διάσκεψη ανακοίνωσε στην Ελλάδα ότι έπρεπε περίπου να δεχθεί τους ιταλικούς όρους.

Μοιρολατρική υποχωρητικότητα με δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος

Η Διάσκεψη αγνόησε με κυνισμό τόσο την έκθεση της δικής της επιτροπής, η οποία γνωμοδότησε υπέρ της Ελλάδας, όσο και την κατάθεση ενός λήσταρχου, του Κώτσου Μέμου (που ισχυρίσθηκε ότι η αλβανική αστυνομία του Αργυροκάστρου του είχε ζητήσει να δολοφονήσει τους Ιταλούς), και πριν περάσει η προθεσμία που είχε θέσει για την ανακάλυψη των ενόχων εξέδωσε απόφαση, βάσει της οποίας η Ελλάδα υποχρεωνόταν να πληρώσει 50 εκατομμύρια λιρέττες στην Ιταλία. Αν σκεφτεί κανείς ότι το ποσό αυτό αντιστοιχούσε με 500.000 λίρες Αγγλίας και ότι η Ελλάδα με πολλούς κόπους εξασφάλισε από την Τράπεζα της Αγγλίας δάνειο 750.000 λιρών για να αντιμετωπίσει με προσωρινά μέτρα τις ανάγκες των προσφύγων, θα αντιληφθεί τις επιπτώσεις μιας τέτοιας αποζημίωσης στον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες και οι αναφορές στις αρχές της ηθικής και του δικαίου δεν απέτρεψαν την τελική αποδοχή των όρων. Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην ΚτΕ Ι. Πολίτης εισηγήθηκε προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, την οποία όμως η Επανάσταση του 1922 απέρριψε.

Τακτική συμβιβασμών

Παρά την ελληνική, μοιρολατρική σχεδόν, υποχωρητικότητα, οι Ιταλοί εξακολουθούσαν να κατέχουν την Κέρκυρα, με τον ισχυρισμό ότι θα έφευγαν μόνο μετά τη σύλληψη και την τιμωρία των ενόχων για τον φόνο του Tellini.
Η Ελλάδα είχε από την 1η Σεπτεμβρίου 1923 καταφύγει στην ΚτΕ, ζητώντας από το Συμβούλιο του Οργανισμού να αναλάβει τη διευθέτηση της διαφοράς με την Ιταλία. Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός αντιπρόσωπος αποκρούοντας την επέμβαση της ΚτΕ με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα είχε δηλώσει ότι θα σεβαστεί το πόρισμα της Διάσκεψης και ότι συνεπώς παραδεχόταν την ενοχή της στην υπόθεση της δολοφονίας, υπέδειξε έμμεσα το μεγάλο διπλωματικό σφάλμα των Ελλήνων. Μάταια ο γραμματέας της ελληνικής αντιπροσωπείας, Ι. Πολίτης, προσπάθησε να εξηγήσει ότι η χώρα του δεν είχε προσφύγει στη Διάσκεψη, αλλά είχε απαντήσει μόνο στη διακοίνωσή της ότι θα δεχόταν τα πορίσματα της ανακριτικής επιτροπής που εκείνη θα κατάρτιζε. Η ΚτΕ με ανακούφιση εγκατέλειψε την υπόθεση στην κρίση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης.
Η εκκρεμότητα, τέλος, της ελληνικής προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης έδωσε στην Αγγλία τη δυνατότητα να πείσει την Ιταλία να αποσυρθεί από την Κέρκυρα.
Ο Πλαστήρας, ο οποίος θέλησε κάποια στιγμή να αντισταθεί στην ιταλική εισβολή, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τις αποτρεπτικές συμβουλές του Γονατά και του υπουργού Εξωτερικών Αλεξανδρή. Η απαισιόδοξη διάθεση με την οποία οι Ελληνες διπλωμάτες αντιμετώπιζαν τη δυνατότητα της ΚτΕ να απονέμει δικαιοσύνη, ιδιαίτερα όταν θίγονταν συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, τους οδηγούσε σε μια τακτική συμβιβασμών, που απέκλειε την εκμετάλλευση των μικρών ευκαιριών που πρόσφερε ο Οργανισμός. Η απαισιοδοξία τους δεν ήταν βέβαια αβάσιμη. Η πλεονεκτική θέση των Μεγάλων Δυνάμεων στο εκτελεστικό όργανο της ΚτΕ -το Συμβούλιο- επηρέαζε αποφασιστικά και τις αποφάσεις του Οργανισμού.


Κακό προηγούμενο

Η αποχή της ΚτΕ από οποιαδήποτε μεσολαβητική ενέργεια θεωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις προϋπόθεση ειρηνικής ικανοποίησης των ιταλικών απαιτήσεων. Η παρουσία των μικρών χωρών στον Οργανισμό δημιουργούσε κίνδυνο για την Ιταλία να θεωρηθεί η απροκάλυπτη στρατιωτική της επέμβαση κακό προηγούμενο που εγκυμονούσε κινδύνους για όλες τις μικρές χώρες. Μολονότι ακούστηκαν αυστηρές κρίσεις εναντίον της Ιταλίας μέσα στην ΚτΕ, ο Οργανισμός στάθηκε αμέτοχος στον διακανονισμό του ζητήματος. Η επιτυχία του Μουσολίνι στην πρώτη του διεθνή αναμέτρηση μεγάλωσε το γόητρό του αλλά και την περιφρόνησή του για τον θεσμό της συλλογικής ασφάλειας.

Του Θάνου Bερέμη*
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100004_20/12/2009_384261
* Ο κ. Θάνος Βερέμης είναι πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Σεισάχθεια


Ο όρος είναι σύνθετος από τα αρχαία ελληνικά, από το "σείω" (ταρακουνώ) + "άχθος" (βάρος, χρέος). Ουσιαστικά σήμαινε την "αποτίναξη των βαρών".
Σόλων (περ 639-559 πΧ)

Στην αρχαία Αθήνα, με την ονομασία σεισάχθεια έμεινε γνωστή η νομοθετική ρύθμιση των χρεών από το Σόλωνα. Με τον νόμο αυτό όλα τα χρέη διαγράφτηκαν, και όλοι οι δούλοι απελευθερώθηκαν.

Στα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου αι. π.Χ., ορισμένοι Αθηναίοι είχαν αναγκαστεί να εκχωρήσουν τη γη τους σε πλούσιους γαιοκτήμονες, στους οποίους υποχρεώνονταν να πληρώνουν ενοίκιο με τη μορφή μέρους των παραγόμενων αγαθών. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Σόλων, η νομοθεσία του Δράκοντα επέτρεπε στον πολίτη, όποτε υπήρχε ανάγκη, να εγγυηθεί βάζοντας ως ενέχυρο το άτομό του. Στην περίπτωση όμως που οι όροι της συμφωνίας δεν ακολουθούνταν, τότε κινδύνευε να υποδουλωθεί και να πουληθεί μακριά από την πόλη του (Παυσανίας, Αττικά 16.1, Σόλων, απόσπασμα 36, Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 12). Η οικονομική κατάσταση αρκετών φτωχών αθηναίων πολιτών, που δεν είχαν καμιά πολιτική ισχύ, επιδεινωνόταν διαρκώς και πολλοί από αυτούς είχαν ήδη καταλήξει να πουληθούν ως δούλοι. Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε οικονομική και κοινωνική κρίση, την οποία ο Σόλων, όταν εξελέγη άρχων στα 594/3 π.Χ., προσπάθησε να εκτονώσει. Από τις βασικές οικονομικές του μεταρρυθμίσεις ήταν η σεισάχθεια και η κατηγοριοποίηση των πολιτικών προνομίων με βάση την περιουσία του κάθε πολίτη.

Με τη "σεισάχθεια" ο Σόλων μπόρεσε, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, να "τινάξει" από τους ώμους των φτωχών αγροτών το βάρος των χρεών. Ορισμένοι ερευνητές έχουν συνδέσει το μέτρο αυτό με τους εκτημόρους. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι σχετίζεται με όλους όσους είχαν δανειστεί και καλλιεργούσαν την γη των πλουσίων και ισχυρών με ενέχυρο την προσωπική τους ελευθερία (δανεισμός "επί σώμασιν").

[Με τη "σεισάχθεια" τα χρέη ακυρώθηκαν και όσοι Αθηναίοι πολίτες είχαν δεσμευτεί να παράγουν και να προσφέρουν μερίδιο της σοδειάς τους (εκτήμοροι) αποδεσμεύτηκαν. Όσοι πάλι είχαν καταλήξει σκλάβοι στην Αττική, επειδή ήταν χρεωμένοι, απελευθερώθηκαν και όσοι είχαν πουληθεί εκτός ελλαδικού χώρου ως δούλοι, επέστρεψαν στην Αθήνα (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 6, Πλούταρχος, Βίος Σόλωνα 15.3-5).

Ιδιαίτερα, σε μια προσπάθεια να διώξει από τις συνειδήσεις των πολιτών το θεσμό του εκτημόρου, ο Σόλων, απομάκρυνε τους όρους, τις πέτρινες ή μαρμάρινες δηλαδή πλάκες, που σημάδευαν τα όρια της καλλιεργήσιμης έκτασης και υποδείκνυαν ότι ο καλλιεργητής της δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας και ταυτόχρονα υπενθύμιζαν τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει ο φτωχός αγρότης απέναντι στον ιδιοκτήτη του. Συνήθως είχαν μία σύντομη επιγραφή, η οποία αναφερόταν στη λειτουργία του όρου.

Επανέφερε όσους είχαν πουληθεί νόμιμα ή παράνομα έξω από την Αττική και όσους είχαν εγκαταλείψει την Αθήνα λόγω ανάγκης και πιο συγκεκριμένα εξαιτίας των χρεών τους. Επίσης, επανέφερε και τις οικογένειες όσων είχαν πουληθεί ή εξοριστεί, οι οποίες τους είχαν ακολουθήσει από την πρώτη στιγμή της εκδίωξής τους από την Αθήνα. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις οικογενειών που απομακρύνθηκαν αργότερα, καθώς οι κυβερνώντες είχαν το δικαίωμα να τιμωρήσουν με αυτό τον τρόπο τους απογόνους του κατηγορουμένου, ακόμη κι όταν ο ίδιος πλέον δε βρισκόταν στην πόλη. Όταν επομένως μία ολόκληρη οικογένεια έφευγε από την πόλη, η γη τους κατάσχετο και έπαυε να είναι διαθέσιμη. Η διάταξη αυτή, αν και τους επέτρεπε την επιστροφή και την επαναπόκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους, δεν τους εξασφάλιζε ωστόσο, ούτε την επιστροφή της παλιάς τους γης ούτε την απόκτηση μιας οποιοασδήποτε άλλης έκτασης στη θέση της προηγούμενης. Τέλος, ο Σόλων απελευθέρωσε με το νόμο Περί Αμνηστίας και όσους είχαν υποδουλωθεί μέσα στην πόλη.]

Μετά τη "σεισάχθεια", το επόμενο βήμα ήταν να διαχωρίσει τους Αθηναίους πολίτες σε κοινωνικές τάξεις με βάση τα εισοδήματά τους από την παραγωγή τους σε σιτηρά, ελαιόλαδο και κρασί (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 7, Πλούταρχος, Βίος Σόλωνα 18.1-3). Έτσι, ο πληθυσμός της Αθήνας χωρίστηκε σε τέσσερις τάξεις, η κάθε μία με συγκεκριμένα πολιτικά προνόμια. Η συμμετοχή σε κάθε τάξη καθοριζόταν από την περιουσία του κάθε πολίτη, βασισμένη σε μία σταθερή μονάδα μέτρησης της ετήσιας γεωργικής παραγωγής σε σιτηρά ή κρασί, τη "μέδιμνο" και το "μετρητή". Οι Αθηναίοι πολίτες ανήκαν στους πεντακοσιομέδιμνους (από 500 μέδιμνους και πάνω), στους τριακοσιομέδιμνους ή ιππείς (από 300 μέδιμνους και πάνω), και στους διακοσιομέδιμνους ή ζευγίτες (από 200 μέδιμνους και πάνω). Τέλος, όσοι είχαν περιουσία κάτω από 200 μέδιμνους κάθε χρόνο ή και καθόλου, ανήκαν στους θήτες.
Το αποτέλεσμα ήταν οι ευγενείς να αντικατασταθούν σταδιακά από μία αριστοκρατία πλουσίων, καθώς η συμμετοχή στη νέα τάξη εξαρτιόταν πλεόν από τις οικονομικές αλλαγές. Κάθε Αθηναίος επιτυχημένος οικονομικά μπορούσε να ενταχθεί στην προνομιούχα τάξη των κυβερνώντων, ενώ όσοι έχαναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την περιουσία τους έπαυαν να ανήκουν σε αυτήν. Η εξουσία ανήκε σε όσους υπερείχαν σε πλούτο γης.

Πέρα από τα δύο προαναφερθέντα μέτρα, υπάρχουν αναφορές στις πηγές σχετικά και με κάποιες άλλες οικονομικές αποφάσεις του Σόλωνα, που όμως δε θεωρούνται αξιόπιστες. Ο Πλούταρχος αναφέρει στο "Βίο του Σόλωνα" ότι οι Αθηναίοι της εποχής του διατηρούσαν μία παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Σόλων είχε καθιερώσει μία πολύ χαμηλότερη τιμή για το σιτάρι απ' ότι ίσχυε μέχρι τότε. Σε ένα λόγο του, ο μεταγενέστερος ρήτορας Λυσίας αναφερόμενος στην έννοια του τόκου συνδέει την επιβολή του με το Σόλωνα. Θεωρείται πολύ πιθανόν ότι με τον τόκο ο Σόλων προσπάθησε να εξισορροπήσει τις συνέπειες της "σεισάχθειας". Η αφαίρεση της δυνατότητας που είχε κάποιος να υποδουλώνει εκείνους που είχαν χρέη σε αυτόν, καλυπτόταν με τη διαβεβαίωση του δικαιώματος του δανειστή να αποσπά τόκο.

Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα ήταν ότι απάλλαξαν τους ακτήμονες πολίτες από το φόβο της πιθανής υποδούλωσης (Παυσανίας, Αττικά 16.1). Αυτό είχε ως συνέπεια, ο μεγαλύτερος αριθμός Αθηναίων γεωργών να είναι ανεξάρτητοι μικρο-ιδιοκτήτες γης.

Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου - Σεισάχθεια

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


Στις 12 Απριλίου 1823 η έκθεση της δωδεκαμελούς επιτροπής, που είχε ορίσει η Β' Εθνοσυνέλευση για να συντάξει ένα πρόχειρο προϋπολογισμό του επαναστατημένου Έθνους δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την κρισιμότητα της κατάστασης: Τα έξοδα του πρώτου εξαμήνου του 1823 θα ανέρχονταν σε 38 εκατομμύρια γρόσια και τα έσοδα σε μόλις 12 εκατομμύρια γρόσια. Η φορολογία, οι τελωνειακοί δασμοί, οι λείες, τα λάφυρα, τα λύτρα, ο εσωτερικός δανεισμός, οι εισφορές ντόπιων και φιλελλήνων, δεν ήταν ικανές να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό. Η έκθεση της Επιτροπής κατέληγε με την προτροπή να γίνεται καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από τους τοπικούς άρχοντες και την ανάγκη να αναζητηθούν νέοι πόροι. Η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ήταν πλέον μονόδρομος.

Στις 2 Ιουνίου 1823 το Εκτελεστικό (Κυβέρνηση) εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο 4.000.000 ισπανικών ταλλήρων. Η επιτροπή καθυστέρησε να αναχωρήσει, λόγω έλλειψης χρημάτων για τα έξοδα του ταξιδιού, τα οποία κάλυψε με δάνειο ο Λόρδος Βύρων. Στις 26 Ιανουαρίου 1824, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης έφθασαν στην αγγλική πρωτεύουσα και ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, συνομολόγησαν ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα.

Όμως, το ποσό που έφθασε στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και από αυτό παρακρατήθηκαν 80.000 ως προκαταβολή τόκων δύο ετών, 16.000 για χρεολύσια, 2.000 ως προμήθεια και άλλες δαπάνες. Σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση, το ποσό θα αποστέλλονταν στις Τράπεζες Λογοθέτη και Βαρφ, που έδρευσαν στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο και θα παραδίδονταν τμηματικά στην ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από έγκριση της επιτροπής που την αποτελούσαν ο Λόρδος Βύρων, ο συνταγματάρχης Στάνχοπ και ο Λάζαρος Κουντουριώτης.

Παρότι «ληστρικό», το δάνειο χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως πολιτική επιτυχία της Επανάστασης και ως έμμεση αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Πάντως, οι ελπίδες που στηρίχτηκαν πάνω του θα διαψευστούν οικτρά, καθώς θα χρησιμοποιηθεί για να κερδίσει η παράταξη Κουντουριώτη την εμφύλια διαμάχη. Μεγάλη ευθύνη για τους δυσμενείς όρους σύναψης του δανείου είχαν και οι δύο διαπραγματευτές, ο γιαννιώτης πολιτικός Ανδρέας Λουριώτης και ο σπετσιώτης πλοιοκτήτης Ιωάννης Ορλάνδος, οι οποίοι σπατάλησαν μεγάλα ποσά στο Λονδίνο, ζώντας πολυτελώς, σε αντίθεση με τους αγωνιστές, που πολεμούσαν με μεγάλες στερήσεις.

Στις 31 Ιουλίου 1824, το Βουλευτικό αποφασίζει τη σύναψη και νέου δανείου, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών κι ενώ η Επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμο στάδιο. Το δεύτερο δάνειο ανέλαβε ο τραπεζιτικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών (26 Ιανουαρίου 1825). Τη διαπραγματευτική ομάδα αποτελούσαν και πάλι οι Λουριώτης και Ορλάνδος. Όπως και στο πρώτο δάνειο, το καθαρό ποσό περιορίστηκε στις 816.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες.

Ενώ, όμως, το ποσό του πρώτου δανείου το διαχειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση, έστω και με σκανδαλώδη τρόπο, τη διαχείριση του δεύτερου δανείου ανέλαβαν οι άγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, παραγκωνίζοντας τους έλληνες εκπροσώπους. Από το δάνειο διατέθηκαν: 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία λίγα έφθασαν στην Ελλάδα, 160.000 για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα («Καρτερία», «Επιχείρηση», «Ερμής») και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών σε ναυπηγεία της Νέας Υόρκης, από τις οποίες μόνο η μία («Ελλάς») ήλθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο το ποσό των 232.558 στερλινών, δηλαδή λιγότερο από εκείνο που έλαβε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος.

Και τα δύο δάνεια προβλεπόταν ότι θα ενίσχυαν τον Αγώνα, τον οποίον όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά υπήρξαν αφετηρία εξάρτησης της χώρας από την Αγγλία. Επί Βαυαροκρατίας, ο Υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Σπανιολάκης (1838) κατηγόρησε τους δύο διαπραγματευτές ότι ιδιοποιήθηκαν χρήματα από τις αγοροπωλησίες μετοχών των δανείων και επιπλέον τον Ορλάνδο ότι παρακράτησε ποσό 5.900 λιρών από τα δύο δάνεια. Μάλιστα, το Ελεγκτικό Συνέδριο προχώρησε σε προσημείωση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Κείμενο από το Σαν Σήμερα

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΠΑΖΑΡΙ ΒΙΒΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2012


ΠΑΖΑΡΙ ΒΙΒΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2012

25 Οκτωβρίου έως 13 Νοεμβρίου 2012

Ένα 20ήμερο γεμάτο βιβλία στη HELEXPO (Πύλη Χ.Α.Ν.Θ.)

  


Μετά από 17 χρόνια λειτουργίας στην Αθήνα (πλατεία Κλαυθμώνος) το ΠΑΖΑΡΙ  ΒΙΒΛΙΟΥ για 20 ημέρες διοργανώνεται για πρώτη φορά και στην Θεσσαλονίκη.

Από Πέμπτη 25 Οκτωβρίου έως και Τρίτη 13 Νοεμβρίου στην ΗΕLEXPO(πύλη Χ.Α.Ν.Θ.)
καθημερινά Σάββατα και Κυριακές από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 22:00 το βράδυ.

Σ’ ένα τεράστιο, καλαίσθητο και λειτουργικό περίπτερο ενιαίο για όλους τους εκδότες,
500.000 βιβλία 150 εκδοτών με εκπτώσεις που ξεκινούν από 70%.

Οι τιμές των βιβλίων αρχίζουν από 0,50 λεπτά.

 Για 20 ημέρες μια μοναδική ευκαιρία να επιλέξει κανείς βιβλία όλων των κατηγοριών για όλες τις ηλικίες στο μεγαλύτερο και πιο οργανωμένο παζάρι βιβλίου.

ΤΟ 70% ΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΧΕΙ ΤΙΜΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ 3 ΕΥΡΩ.
ΤΟ 90%  ΤΩΝ ΔΙΑΘΕΣΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ 5 ΕΥΡΩ.

Μια μοναδική ευκαιρία για όλους τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας να βρουν βιβλία σε ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ χαμηλές τιμές.

Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Το Παζάρι Βιβλίου Θεσσαλονίκης από 25 Οκτωβρίου έως 13 Νοεμβρίου 2012, θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 22:00 το βράδυ.


ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ:
Την εκδήλωση διοργανώνουν Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΚΔΟΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟΥ (Σ.ΕΚ.Β.)και ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΚΔΟΤΩΝ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (Σ.ΕΚ.Β.Ε.).

Τα Δωδεκάνησα υπό ιταλική κυριαρχία


Η περίοδος της ιταλικής κυριαρχίας στα Δωδεκάνησα (1912-1943) μπορεί να χωριστεί σε τέσσερις περιόδους σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου:

1. Από τις 5-5-1912 (απόβαση των Ιταλών στα Δωδεκάνησα) μέχρι τις 18-10-1912, οπότε και υπογράφεται η ιταλοτουρκική συνθήκη ειρήνης στο Ουσί. Πρόκειται για κατάληψη με προσωρινό χαρακτήρα που χαρακτηρίζεται στρατιωτική κατοχή (occupatio bellica). Την περίοδο αυτή το καθεστώς των νησιών δεν αλλάζει.

2. Από τις 18-10-1912 μέχρι τις 20-8-1915, οπότε η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για την περίοδο της «επί ενεχύρω κατοχής» (occupatio in pignore). Έτσι περιγράφεται η συνέχιση της στρατιωτικής κατοχής μέχρι την εκπλήρωση των όρων της συνθήκης του Ουσί.

3. Από τις 20-8-1915 η κατοχή μετατρέπεται σε «occupatio de facto» και διαρκεί μέχρι την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης στις 24-7-1923, όταν τα νησιά παραχωρούνται οριστικά στην Ιταλία.

4. Από τις 24-7-1923 η κατοχή πλέον μετατρέπεται σε «νόμιμη» (οccupatio de jure) και τα νησιά θα αποτελέσουν κτήση (possedimonto) του Ιταλικού Βασιλείου και όχι αποικία (colonia), υπαγόμενα διοικητικά στο Υπουργείο Εξωτερικών και όχι στο Αποικιών. Η περίοδος αυτή τελειώνει το Νοέμβριο του 1943 με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την κατάληψη των νησιών από τους Γερμανούς.

Η ιταλική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα, που θα σφραγίσει αποφασιστικά το χώρο και τους κατοίκους της περιοχής, μπορεί επίσης να περιοδολογηθεί σύμφωνα με ιστορικά κριτήρια, και συγκεκριμένα σύμφωνα με τους κύριους άξονες της ιταλικής πολιτικής στα νησιά του ιταλικού σχεδιασμού. Οι άξονες αυτοί ακολουθούν τις πολιτικές αλλαγές στην Ιταλία και εκφράζονται στο πρόσωπο των δύο κυριότερων διοικητών, οι οποίοι είχαν ευρύτατες αρμοδιότητες εξουσίας.

Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από το 1912 μέχρι την οριστική παραχώρηση με την συνθήκη της Λοζάνης (1923).

Η δεύτερη περίοδος θα μπορούσε να ονομαστεί «περίοδος Mario Lago» (1923-1936), από το όνομα του μακροβιότερου διοικητή των νησιών, που ταυτίζεται με την άνοδο των φασιστών στην εξουσία.

Τέλος, η τελευταία περίοδος από το 1936 ως το 1943, θα μπορούσε να ονομαστεί «περίοδος De Vecchi» , από το όνομα του διοικητή και μέλους της Τετρανδρίας του Φασισμού, που συνδέεται με την ανάδειξη της αυτοκρατορικής φυσιογνωμίας του φασισμού και την ανακήρυξη του imperium.

2. Οι άξονες της ιταλικής πολιτικής στα νησιά


2. 1. 1912-1923

Αυτή η πρώτη περίοδος της ιταλικής κατοχής των νησιών, που διπλωματικά εξακολουθούν να ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, χαρακτηρίζεται από το διπλωματικό αγώνα των Δωδεκανησίων για ενσωμάτωση στην Ελλάδα –ενδεχομένως με μια περίοδο αυτονομίας ως ενδιάμεση λύση– και των Ιταλών για προσάρτηση στην Ιταλία αντίστοιχα. Οι Δωδεκανήσιοι, από τις πρώτες ημέρες της ιταλικής παρουσίας, με το Συνέδριο της Πάτμου (16-18 Ιουνίου 1912), θα διατρανώσουν την απόφασή τους για αυτονομία και τελική ένωση με την Ελλάδα. Η αναφορά στην Ένωση θεωρήθηκε ωστόσο από μερικούς διπλωματικά άκαιρη τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή. Οι αντιδράσεις των Δωδεκανησίων, που θα κορυφωθούν με τα αιματηρά γεγονότα του Πάσχα του 1919, όταν οι ιταλικές δυνάμεις αντιμετώπισαν με βία τα συλλαλητήρια των Ελλήνων της Ρόδου, θα οδηγήσουν στη συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου (29-7-1919) και στη συνθήκη των Σεβρών (1920), με τις οποίες ανοίγει ο δρόμος για την ένωση. Όμως, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άνοδο στην εξουσία των φασιστών που θα καταγγείλουν τις συμφωνίες, τα νησιά θα περάσουν οριστικά στην κατοχή των Ιταλών με τη συνθήκη της Λοζάνης.

Βασικός στόχος της ιταλικής διοίκησης σε αυτή την περίοδο είναι η αποδυνάμωση των θεσμών της Δημογεροντίας και της Εκκλησίας, καθώς και της ισχύος επιφανών οικονομικών παραγόντων του ελληνισμού που μέχρι τότε διαχειρίζονται ουσιαστικά τα νησιά. Ταυτόχρονα, ένα τεράστιο αρχαιολογικό έργο υπό την καθοδήγηση του διάσημου μεσαιωνολόγου Giuseppe Gerola και του αρχαιολόγου Amedeo Maiuri φιλοδοξεί να θέσει τις ιστορικές παρακαταθήκες για την καταγραφή της ιταλοκρατίας ως συνέχειας της εποχής των Ιωαννιτών Ιπποτών. Από την άλλη, ο ιταλικός σχεδιασμός, λόγω του ασαφούς των μελλοντικών εξελίξεων, περιορίζεται στην εκτέλεση βασικών έργων υποδομής που εξασφαλίζουν την εξυπηρέτηση των δυνάμεων κατοχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε μια μικρή επέκταση του οδικού δικτύου, την ανέγερση σφαγείων και την τοποθέτηση φανών, ενώ το σπουδαιότερο έργο υπήρξε ο εκσυγχρονισμός του δικτύου υδροδότησης.

Η κατοχή των νησιών εκτός των άλλων συνιστά και μια παρέμβαση που αποκόπτει τα Δωδεκάνησα από τον ευρύτερο χώρο των υπόλοιπων νησιών του Αιγαίου και των μικρασιατικών ακτών. Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλονται περιορισμοί στον κατάπλου ελληνικών πλοίων, στις μετακινήσεις των νησιωτών και στη σπογγαλιεία, μέτρα με πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και τον ανεφοδιασμό των Δωδεκανήσων με προϊόντα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ένα έντονο μεταναστευτικό ρεύμα που θα μειώσει τον πληθυσμό κατά περίπου 30%, ενώ θα καταγραφούν και θάνατοι από λιμό.

2. 2. Περίοδος Mario Lago (1923-1936)

Σε αυτή την περίοδο αλλάζει ριζικά ο χαρακτήρας της ιταλικής κυριαρχίας στα Δωδεκάνησα, πράγμα που οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι τα νησιά ανήκουν και de jure στην Ιταλία όσο και στην άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία. Ας σημειωθεί εδώ ότι η ταύτιση της περιόδου με ένα πρόσωπο δεν είναι τυχαία. Ο κυβερνήτης είχε ευρύτατη νομοθετική, διοικητική και δικαστική εξουσία.

Το χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η απόπειρα εξιταλισμού των νησιωτών. Με το Βασιλικό Διάταγμα μάλιστα της 15-12-1925 οι κάτοικοι θεωρούνται Ιταλοί πολίτες με δωδεκανησιακή υπηκοότητα και απαλλάσσονται από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Με το σχολικό κανονισμό του 1926 επιβάλλεται καινούργιο καθεστώς στην εκπαίδευση: τα κοινοτικά σχολεία φεύγουν από την εποπτεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας γίνεται υποχρεωτική, προβλέπεται η ίδρυση Διδασκαλείου για την εκπαίδευση των δασκάλων. Το 1929 επιβλήθηκε υποχρεωτική φοίτηση –ή μετεκπαίδευση– στο Πανεπιστήμιο της Πίζας για την άσκηση επαγγέλματος που απαιτούσε πανεπιστημιακές σπουδές, μέτρο που συνοδεύτηκε με παροχή υποτροφιών σε Δωδεκανήσιους φοιτητές. Ανάλογη είναι και η επέμβαση στο χώρο της Εκκλησίας με την αποτυχημένη προσπάθεια ίδρυσης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Δωδεκανήσου και την ενίσχυση της θέσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Επίσης μεταφυτεύεται από την Ιταλία ο θεσμός των φασιστικών οργανώσεων των νέων και σχεδιάζεται ο πλήρης εξιταλισμός των ονομάτων. Σε μεγάλο βαθμό τα μέτρα αποσκοπούν στη συγκρότηση και επιβολή μιας δωδεκανησιακής ιταλικής ταυτότητας σε ευθεία αντιπαράθεση με την ελληνική.

Η παραδοσιακή αγροτική νησιωτική οικονομία υφίσταται δεινό πλήγμα με σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων όπως ο δασικός νόμος του 1924, ο οποίος έθετε σειρά περιορισμών στην καλλιέργεια και διευκόλυνε την οικειοποίηση εκτάσεων από το δημόσιο. Το αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση της θέσης και συχνά η προλεταριοποίηση του αγροτικού πληθυσμού. Ο ιταλικός σχεδιασμός, εκτός από την αναδιάρθρωση και ιταλοποίηση της οικονομίας με την εισβολή επιχειρήσεων από την Ιταλία, θα δώσει ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη του τουρισμού. Το 1933 έχουν εκδοθεί 200.000 διαφημιστικά φυλλάδια και 30.000 τουριστικοί οδηγοί σε 4 γλώσσες. Ταυτόχρονα 11 ναυτιλιακές εταιρείες συνδέουν τα Δωδεκάνησα (κυρίως τη Ρόδο) με όλη τη Μεσόγειο.

Αν και οι αριθμοί που δίνουν οι διάφορες πηγές διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, σίγουρο είναι πως η μετανάστευση των Δωδεκανησίων πήρε σημαντικές διαστάσεις επί ιταλικής κυριαρχίας. Η μετανάστευση οφειλόταν βέβαια πρωτίστως σε κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, όμως διευκολύνθηκε και από την ευνοϊκή στάση των ιταλικών αρχών, που σχεδίαζαν να εγκαταστήσουν Ιταλούς εποίκους στη θέση των μεταναστών. Οι προσδοκίες τους είχαν μέτρια αποτελέσματα και το 1936 οι Ιταλοί των Δωδεκανήσων δεν αριθμούσαν πάνω από 16.711 ψυχές, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν εγκατεστημένοι στη Ρόδο και στη Λέρο. Οι Ιταλοί της Ρόδου και της Κω ήταν αγρότες, εγκατεστημένοι σε νέους οικισμούς που ήταν οργανωμένοι ως αγροτικές επιχειρήσεις. Εκείνοι της Λέρου ήταν κατά κανόνα στρατιωτικοί και κατοικούσαν στις εγκαταστάσεις της πόλης του Porto Lago στο Λακκί.

Αυτό όμως που αποτελεί τη σφραγίδα της ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα είναι η επέμβαση στο χώρο. Δεν είναι τυχαίο ότι η εντυπωσιακή χωροταξική, πολεοδομική και οικοδομική δραστηριότητα που αποβλέπει στην αποικιοποίηση του χώρου θα ονομαστεί από τον ίδιο τον Lago «πολιτική του λίθου».

Η πολεοδομική επέμβαση δεν είναι της ιδίας κλίμακας σε όλα τα νησιά. Στη Ρόδο, την Κω και τη Λέρο η επέμβαση είναι εντυπωσιακή και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει ακόμα τη σημερινή φυσιογνωμία των νησιών. Στα υπόλοιπα νησιά οι Ιταλοί περιορίζονται στην κατασκευή μεσαίου μεγέθους διοικητηρίων και κτηρίων δημόσιων υπηρεσιών που δεσπόζουν στο κέντρο του λιμανιού. Το Μάιο του 1923 θα κληθεί από τη Ρώμη ο αρχιτέκτονας Florestano di Fausto, ο οποίος θα σχεδιάσει το νέο ρυθμιστικό σχέδιο της πόλης της Ρόδου. Μετά το σεισμό του 1933 η πόλη της Κω θα σχεδιαστεί από την αρχή με ρυθμιστικό σχέδιο του Rodolfo Petracco. Ο ίδιος θα σχεδιάσει και το Porto Lago, τη μοναδική νέα πόλη, στο Λακκί της Λέρου. Όλες αυτές οι πολεοδομικές επεμβάσεις, που συνοδεύονται από την ανέγερση εντυπωσιακών κτηρίων και αναβαθμίζουν εντυπωσιακά τον αστικό ιστό, θα στηριχτούν σε εκτεταμένες και σχεδόν ανέξοδες αναγκαστικές απαλλοτριώσεις οικοπέδων και κατοικιών.

Η αποικιοποίηση των νησιών δε θα περιοριστεί στον αστικό χώρο. Με σειρά αντιφατικών διαταγμάτων θα αλλάξουν οι χρήσεις γης και οι μορφές της. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε το δασικό νόμο του 1924, με τον οποίο θα αναβαθμιστεί εντυπωσιακά μεν ο δασικός πλούτος, αλλά ταυτόχρονα θα διαλυθεί ο αγροτικός ιστός, και την κατάρτιση του κτηματολογίου, που από τη μια οργανώνει και ορθολογικοποιεί τις χρήσεις γης, αλλά ταυτόχρονα γίνεται το μέσο για εκτεταμένες αλλαγές ιδιοκτησιών.

2. 3. Περίοδος de Vecchi (1936-1940)

Η σκλήρυνση του φασιστικού καθεστώτος με την ανακήρυξη της αυτοκρατορίας (imperio) θα έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του Lago από τον τετράρχη του φασισμού Cesare de Vecchi στη θέση του κυβερνήτη, ο οποίος πλέον εκτός από πολιτική έχει και στρατιωτική εξουσία. Ο de Vecchi είχε ως βασικό στόχο το ριζοσπαστικό εξιταλισμό και θεσμικό εκσυγχρονισμό των νησιών. Προς τούτο επέβαλε ριζικές αλλαγές στην παιδεία με το νέο σχολικό κανονισμό (21-7-1937), που ουσιαστικά καθιέρωνε την πλήρη κυριαρχία της ιταλικής γλώσσας στα σχολεία (η ελληνική διδασκόταν προαιρετικά και χωρίς βιβλία στις πρώτες τάξεις του δημοτικού). Επιπλέον, το διοικητικό σύστημα, που χαρακτηριζόταν από μια ισορροπία ανάμεσα στο παραδοσιακό «κοινοτικό» πλαίσιο και τις εκσυγχρονιστικές προσδοκίες του ιταλικού φασισμού, υπέστη σημαντικές τομές το 1937 με το διορισμό νέων δημάρχων, των podesta, οι οποίοι είχαν άμεση εξάρτηση από τον κυβερνήτη. Το 1938 εισήχθη και στα Δωδεκάνησα ο ρατσιστικός ιταλικός νόμος για τη διαφύλαξη της καθαρότητας της ιταλικής φυλής. Ταυτόχρονα, με μια σειρά διαταγμάτων που εκδόθηκαν το ίδιο έτος επιβλήθηκε η πλήρης νομοθετική εξίσωση με το ιταλικό δίκαιο. Τα μεικτά δικαστήρια των ορθοδόξων, μουσουλμάνων και εβραίων καταργήθηκαν και οι υποθέσεις τους παραπέμφθηκαν στα αστικά δικαστήρια. Οι αρμοδιότητες σύνταξης ληξιαρχικών και συμβολαιογραφικών πράξεων πέρασαν από τις θρησκευτικές κοινότητες στις κρατικές υπηρεσίες.

Ο de Vecchi δε σχεδίασε νέα αναπτυξιακά προγράμματα, αλλά περιορίστηκε στην υλοποίηση αυτών του προκατόχου του, τον οποίο συν τοις άλλοις κατηγορούσε για «ανατολισμό». Η απέχθειά του για αυτό που θεωρούσε «ανατολίτικη αισθητική» τον οδήγησε στην απόφαση να αλλάξει τη μορφή των κτηρίων της Ρόδου. Οι όψεις των κτηρίων καλύφθηκαν με ένα επίχρισμα pietra finta (μείγμα τσιμέντου με σκόνη πωρόλιθου), που έμοιαζε σε χρώμα και υφή με τον πωρόλιθο των κτηρίων της εποχής των Ιπποτών. Χαρακτηριστικά θύματα αυτής της επέμβασης ήταν το Ξενοδοχείο των Ρόδων και το Δικαστικό Μέγαρο που άλλαξαν εντελώς μορφή. Τα λίγα νέα κτήρια που οικοδομήθηκαν χαρακτηρίζονται από τη μνημειακή φασιστική αρχιτεκτονική, που σκόπευε να επιβάλει αισθήματα δέους και σεβασμού εκ μέρους των αυτοχθόνων. Αυτή η περίοδος φθάνει στο τέλος της με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Τρία χρόνια αργότερα (1943), μετά την πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο, η κατάληψη των νησιών από τους Γερμανούς θα σημάνει και το τυπικό τέλος της παρουσίας των Ιταλών στα νησιά.


Συγγραφή : Κωστόπουλος Δημήτριος (15/6/2005)
Για παραπομπή: Κωστόπουλος Δημήτριος, «Τα Δωδεκάνησα υπό ιταλική κυριαρχία», 2005,
Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου
URL:

Η πόλη κάτω από τα κύματα: Παυλοπέτρι [Ντοκυμαντέρ του BBC]


Μία από τις αρχαιότερες βυθισμένες πόλεις,λίγα λεπτά από την Παντάνασσα στα Νότια της Λακωνίας, αναδημιουργήθηκε ψηφιακά, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Ένα λιμάνι, σπίτια με κήπους, ρούχα απλωμένα στις αυλές, δρόμοι και πλατείες, συνθέτουν μία πόλη με στοιχεία από τον αστικό τρόπο ζωής. Μόνο που εδώ μιλάμε για την εποχή του Χαλκού!το Παυλοπέτρι ήταν μια πόλη με άριστη ρυμοτομία, που περιλάμβανε ένα πολύ καλά κατασκευασμένο οδικό δίκτυο. Ανεξάρτητες και μη οικίες μέχρι και δύο ορόφων, συνυπήρχαν με δημόσια κτίρια. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το πολύπλοκο σύστημα διαχείρισης του νερού που σύμφωνα με τα ευρύματα περιλάμβανε κανάλια και υδρορροές."Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για την αρχαιότερη βυθισμένη πόλη του κόσμου", δήλωσε ο Δρ. Τζον Χέντερσον, καθηγητής υποθαλάσσιας αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Νότινγχαμ.Αυτά που ανακάλυψαν ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Βρήκαν μια πόλη με κτίρια, πλατείες, δρόμους και μνημεία. Ο βυθός είναι γεμάτος με διασκορπισμένα αγγεία. Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκε μεγάλο κτίριο, μήκους 35 μέτρων, που μάλλον αποτελούσε έδρα και κατοικία της πολιτικής ηγεσίας της πόλης.Οι επιστήμονες προσπαθούν να βρουν την απάντηση στο ερώτημα γιατί βυθίσθηκε η πόλη. Υπάρχουν τρεις θεωρίες. Η πρώτη είναι ότι ανέβηκε σταδιακά η στάθμη της θάλασσας, η δεύτερη ότιυποχώρησε το έδαφος και η τρίτη ότι βυθίσθηκε από τσουνάμι.



The city of Pavlopetri, underwater off the coast of southern Laconia in Peloponnese, Greece, is about 5,000 years old, and is the oldest submerged archeological town site. It is unique in having an almost complete town plan, including streets, buildings, and tombs. It was discovered in 1967 by Nicholas Flemming and mapped in 1968 by a team of archaeologists from Cambridge. The name Pavlopetri ("Paul's and Peter's", or "Paul's stone") is the modern name for the islet and beach, apparently named for the two Christian saints that are celebrated together; the ancient name or names are unknown.


It has at least 15 buildings submerged in 3 to 4 metres (9.8--13 ft) of water. The newest discoveries in 2009 alone cover 9,000 m2 (2.2 acres).

Earlier, the ruins were dated to the Mycenaean period, 1600-1100 BC. Later studies showed an older occupation date starting no later than 2800 BC, so it also includes early Bronze Age middle Minoan and transitional material.

It is now believed that the town was submerged around 1000 BC. The area never reemerged, so it was neither built-over nor disrupted by agriculture.

Although eroded over the centuries, the town layout is as it was thousands of years ago. The site is under threat of damage by boats dragging anchors, as well as by tourists and souvenir hunters.

The fieldwork of 2009 was largely to map the site. It is the first submerged town digitally surveyed in three dimensions. Sonar mapping techniques developed by military and oil prospecting organizations have aided recent work.

As of October 2009, four more fieldwork sessions are planned, also in collaboration with the Greek government as a joint project. Those sessions will do excavations. Also working alongside the archaeologists (from the University of Nottingham) are a team from the Australian Centre for Field Robotics, who aim to take underwater archaeology into the 21st century. They have developed several unique robots to survey the site in various ways. One of the results of the survey was to establish that the town was the centre of a thriving textile industry (from the many loom weights found in the site). Also many large pitharis pots (from Crete) were excavated, also indicating a major trading port.