Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Τα ήθη των νέων : Αριστοτέλης, Ρητορική

Οι νέοι αισθάνονται σφοδρές επιθυμίες και μπορούν να εκπληρώσουν εκείνο που επιθυμούν. Από τις επιθυμίες πάλι που σχετίζονται με το σώμα αισθάνονται κυρίως τις ερωτικές και δεν μπορούν να κυριαρχήσουν επάνω τους. Είναι ευμετάβλητοι και γρήγορα χορταίνουν με κείνα που επιθύμησαν, και γι' αυτό, ενώ δοκιμάζουν σφοδρές επιθυμίες, πολύ γρήγορα αδιαφορούν. Επειδή η θέλησή τους, ενώ είναι έντονη δεν είναι ταυτόχρονα και μεγάλη-όπως συμβαίνει στον άρρωστο με την πείνα και με τη δίψα. Έχουν ροπή προς την οργή, παραφέρονται εύκολα και ακολουθούν εκείνο που αποφάσισαν πάνω στο θυμό τους, χωρίς να μπορούν να συγκρατηθούν. Και τούτο, επειδή από εγωισμό δεν δέχονται την περιφρόνηση και αγανακτούν όταν νομίζουν πως αδικούνται. Αγαπούν τις τιμές κι ακόμα πιο πολύ τη νί-κη, επειδή τα νιάτα θέλουν να υπερέχουν και η νίκη είναι ένα είδος υπεροχής. Αγαπούν αυτά τα δύο πιο πολύ παρά το χρήμα ή -καλύτερα -δεν τους ενδιαφέρει το χρήμα ολότελα, επειδή ακόμα δεν έχουν δοκιμάσει τι θα πει φτώχεια κι αυτό εκφράζει το γνωστό απόφθεγμα του Πιττακού για τον Αμφιάραο.

«Μα εσύ δεν είχες ακόμα δοκιμάσει τον έρωτα προς το χρήμα, πώς λοι-πόν τα χέρια σου ήταν έτοιμα να αρπάξουν;».

Οι νέοι δεν έχουν κακές διαθέσεις. Είναι μάλλον καλοί, επειδή δεν είδαν ακόμη πολλά παραδείγματα διεφθαρμένων ανθρώπων. Είναι ευκολόπιστοι, επειδή ακόμα δεν τους έχουν εξαπατήσει συχνά. Είναι γεμάτοι ελπίδες, κι αυτό συμβαίνει επειδή η φύση τούς έχει προικίσει με κάποιο είδος θέρμης, σαν εκείνη που νιώθουν αυτοί που έχουνε πιει πολύ κρασί. Αλλά η ιδιότητά τους αυτή οφείλεται και στο ότι δεν έχουν ακόμα δοκιμάσει πολλές αποτυχίες. Ζούνε κυρίως με την ελπίδα, επειδή η ελπίδα αφορά το μέλλον, ενώ η ανάμνηση το παρελθόν. Και για τους νέους το μέλλον είναι μεγάλο, ενώ το παρελθόν μικρό. Αλήθεια, στην αρχή της ύπαρξης δεν μπορεί να υπάρξει καμιά ανάμνηση, ενώ όλες οι ελπίδες επιτρέπονται. Και γι’αυτό το λόγο εύκολα εξαπατώνται, επειδή και εύκολα σχηματίζουν ελπίδες. Και επειδή ρέπουν προς την οργή και προς την ελπίδα, είναι γενναίοι επειδή η μια ιδιότητά τους συντελεί στο να μη φοβούνται, ενώ η άλλη τους δίνει θάρρος. Αλήθεια, κανένας δεν φοβάται όταν είναι θυμωμένος, ενώ η ελπίδα της επιτυχίας μας κάνει θαρραλέους. Είναι ντροπαλοί, επειδή ξέρουν μόνο εκείνα που έχουν διδαχθεί σύμφωνα με τους νόμους και δεν υποθέτουν πως υπάρχουν κι άλλα ευχάριστα πράγματα. Είναι μεγαλόψυχοι, επειδή δεν τους ταπείνωσε ακόμα ο αγώνας της ζωής, ούτε δοκίμασαν ανάγκες. Εξάλλου όποιος πιστεύει πως είναι άξιος μεγάλων πραγμάτων είναι και  μεγαλόψυχος. Αυτό όμως το πιστεύουν όσοι έχουν πολλές ελπίδες.

Προτιμούν να κάνουν ό,τι τους φαίνεται ωραίο παρά ό,τι τους συμφέρει,επειδή οι πράξεις τους υπαγορεύονται πιο πολύ από την καρδιά παρά απότον ψυχρό υπολογισμό-κι ενώ αυτός λογαριάζει το συμφέρον, η αρετή λογαριάζει το ωραίο. Οι νέοι αγαπούν τους φίλους τους και τους συντρόφους τους πιο πολύ, παρά όσοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία, και τούτο, επειδή νιώθουν μεγάλη ευχαρίστηση να ζουν μαζί με τους άλλους και ακόμα δεν έχουν αρχίσει να σχηματίζουν κρίσεις με βάση το συμφέρον τους για κανένα πράγμα,· λοιπόν ούτε και για τους φίλους τους. Όλα τα σφάλματάτους προέρχονται από την υπερβολή, επειδή οι νέοι δεν τηρούν το λόγο του Χίλωνα (μηδέν άγαν). Αλήθεια, υπερβάλλουν σε όλα. Αγαπούν υπερβολικά, μισούν υπερβολικά και το ίδιο συμβαίνει και για όλες τις άλλες πράξεις τους. Πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα κι ανακατεύονται στα πάντα και γι'αυτόν ακριβώς το λόγο είναι υπερβολικοί. Αν συμβεί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα, αυτό οφείλεται στην αυθάδεια και όχι σε κακία. Αισθάνονται εύκολα οίκτο, επειδή θεωρούν όλους τους ανθρώπους απλούς και ενάρετους. Αλήθεια, κρίνουν τους άλλους με τη δική τους αθωότητα και γι’ αυτό πιστεύουν ότι, κάτι που παθαίνει κάποιος άλλος, δεν αξίζει να το πάθει.

Αγαπούν τα γέλια και γι’ αυτό τους αρέσουν τα πειράγματα, όπου με ευγένεια στρέφονται κατά των άλλων.
Αριστοτέλης,  Ρητορική, Μετάφραση Ηλία Ηλιού

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Τανζιματ)

Μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Τανζιματ)
1. Εισαγωγή - Χρονικό πλαίσιο


Με τον όρο Τανζιμάτ (μεταρρυθμίσεις) περιγράφονται μια σειρά από κείμενα και διαδικασίες που στόχο είχαν να αναδιοργανώσουν τη διοίκηση και τα οικονομικά της αυτοκρατορίας καθώς και τις σχέσεις της με τους υπηκόους της, μουσουλμάνους ή μη, επιζητώντας τη διάσωσή της. Τα κείμενα αυτά είναι το Αυτοκρατορικό Διάταγμα του Ροδώνα (Γκιουλχανέ Χατ-ι Σερίφ), από το όνομα του κήπου του παλατιού όπου αυτό ανακοινώθηκε, το 1839, και το Διάταγμα της Εμπέδωσης των Μεταρρυθμίσεων (Ισλαχάτ Φεμανί), το 1856. Ωστόσο, αν και το 1871 και ο θάνατος του Ααλί Πασά, βεζίρη και ισχυρού άνδρα των μεταρρυθμίσεων, θεωρείται το τέλος αυτής της διαδικασίας, θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε την περίοδο έως το 1876, οπότε και ανακηρύσσεται το οθωμανικό σύνταγμα, κορυφαία στιγμή της δυναμικής αυτής. Έχουμε ταυτόχρονα την έναρξη των εργασιών του πρώτου οθωμανικού κοινοβουλίου, το οποίο, αν και βραχύβιο, έθεσε τα θεμέλια για τις μετέπειτα εξελίξεις.


2. Η πορεία προς τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ

Η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις είχε γίνει αισθητή στην αυτοκρατορία πολύ νωρίτερα. Ήδη μετά τη δεύτερη αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης (1683) και την πανωλεθρία των Οθωμανών, η οποία επικυρώθηκε με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699, είχε γίνει σαφές στη διοίκηση πως κάτι είχε αλλάξει τόσο στις σχέσεις με τη Δύση όσο και σε εκείνες με τους υπηκόους της. Χωρίς το ένα να είναι άσχετο από το άλλο, οι δύο αυτοί τομείς δεν είχαν τύχει της ανάλογης προσοχής έως τότε. Χρειάζονταν λοιπόν νέοι τρόποι ώστε να αναχαιτιστεί η δυσαρέσκεια των υπηκόων και να αντιμετωπιστεί η απειλή των χριστιανικών δυνάμεων. Βεβαίως, ο 18ος αιώνας, παρά τη μερική ενσωμάτωση μη μουσουλμανικών ηγετικών ομάδων (ελληνορθόδοξοι Φαναριώτες και Αρμένιοι αμιράδες) και κάποιες σποραδικές προσπάθειες αναδιοργάνωσης της διοίκησης, σημαδεύτηκε από ακόμη περισσότερες οθωμανικές ήττες. Προς το τέλος του αιώνα, την ίδια ακριβώς χρονιά που ξεσπούσε η Γαλλική Επανάσταση, ανέβηκε στο θρόνο ένας φιλόδοξος και καλοπροαίρετος σουλτάνος, που έμελλε να συνδέσει το όνομά του με το πρώτο συστηματικό πρόγραμμα για την αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας. Ο Σελίμ Γ΄ είχε συνειδητοποιήσει την ανάγκη για σύγχρονο στρατό που θα εκπαιδευόταν με βάση δυτικές αρχές και πρακτικές. Έτσι λοιπόν, παρακάμπτοντας το σώμα των πάλαι ποτέ φοβερών γενίτσαρων, που όμως είχαν χρεωθεί σε μεγάλο βαθμό τις στρατιωτικές ήττες, κάλεσε Ευρωπαίους εκπαιδευτές και ίδρυσε ένα μεγάλο στρατόπεδο, το Σελίμιγιε, μακριά από την παλαιά Πόλη, στην ασιατική πλευρά, όπου φιλοδόξησε να δημιουργήσει νέο στρατό (Νιζάμ-ι Τζεντίντ). Αυτή η πρωτοβουλία του, αν και είχε πενιχρά αποτελέσματα, τον έφερε σε ανοιχτή σύγκρουση με τους γενίτσαρους, οι οποίοι ήταν καλά δικτυωμένοι σε εμπορικά και βιοτεχνικά συμφέροντα τόσο στην Πόλη, όσο και στις επαρχίες, και οι οποίοι τελικά κατόρθωσαν να τον εξοντώσουν το 1807. Από εδώ και πέρα ξεκινά μια διαδικασία που θα οδηγήσει στο Τανζιμάτ. Στη θέση του Μουσταφά Δ΄, που παρέμεινε για μερικούς μήνες στην εξουσία ανέβηκε ο Μαχμούτ Β΄, γιος του Αμπντούλ Χαμίτ Α΄, ο οποίος σύντομα έδειξε τις προθέσεις του να συνεχίσει και να διευρύνει το έργο του ξαδέρφου του Σελίμ Γ΄. 


Οι μεταρρυθμίσεις λοιπόν που εκείνος θα εισάγει και που θα προετοιμάσουν το έδαφος για το πρώτο διάταγμα του 1839 μπορούν και πρέπει να ιδωθούν μέσα από το πρίσμα της σύγκρουσης των τοπικών προυχόντων με την κεντρική διοίκηση. Στη διάρκεια του 18ου, και εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία ή απροθυμία του κέντρου να επιβάλει απόλυτο έλεγχο στις επαρχίες, πολλοί τέτοιοι προύχοντες, γνωστοί ως αγιάνηδες, κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν κληρονομικό δικαίωμα σε αρμοδιότητες όπως η είσπραξη των φόρων και η διοίκηση των επαρχιών τους που έως τότε ενοικιάζονταν σε ετήσια βάση στον πλειοδοτούντα κάθε φορά, σύστημα που είναι γνωστό με τον όρο ιλτιζάμ. Οι πιο γνωστοί από τους αγιάνηδες στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ο Οσμάν Πασβάντογλου στο Βιδίνι και ο Αλί Πασάς Τεπελενλής στα Γιάννενα, για πολύ καιρό έχαιραν της αποδοχής της Υψηλής Πύλης, αφού, παρά το γεγονός πως εγκαθίδρυαν προσωπική εξουσία, στην πραγματικότητα είχαν δημιουργήσει συνθήκες σχετικής ευημερίας για μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους υπηκόους.1 Από ένα σημείο και πέρα βεβαίως, όταν έγινε σαφές πως οι προύχοντες αυτοί έτειναν να διεκδικήσουν αυτονομία, η Πύλη άρχισε να αντιδρά. Ο νέος σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στη διαδικασία αυτή. Εξουδετέρωσε έναν προς έναν όλους τους επίδοξους ηγεμόνες των οθωμανικών επαρχιών και το 1826 έκανε το αποφασιστικότερο βήμα, εξοντώνοντας τους γενίτσαρους που είχαν δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Το Ευτυχές γεγονός (Βακά-ι Χαϊριγιέ), όσο και αν είναι ένας από τους συνήθεις ευφημισμούς για να περιγραφεί ένα δραματικό γεγονός, όπως ήταν η σφαγή εν ψυχρώ χιλιάδων ανθρώπων, έχει καταγραφεί στην οθωμανική ιστοριογραφία ως μια πολύ θετική εξέλιξη.2 Ο σουλτάνος προχώρησε στην ενέργεια αυτή παίρνοντας ένα τεράστιο ρίσκο, αφού έμενε χωρίς στρατό. Την ίδια χρονιά στο Ναυαρίνο θα έμενε και χωρίς στόλο.


Ήταν αδύνατο σε μικρό χρονικό διάστημα να επουλωθούν τα τραύματα αυτά και να καλυφθούν οι απώλειες από τα ευρωπαϊκού τύπου στρατεύματα που –με όχι ιδιαίτερη επιτυχία– είχε ιδρύσει ο Σελίμ Γ΄ και προσπαθούσε τώρα να επανιδρύσει ο Μαχμούτ Β΄. Αυτό είχε αποτέλεσμα μια σειρά από στρατιωτικές ήττες, πρώτα απέναντι στους Ρώσους, που θα οδηγήσει στη συνθήκη της Αδριανούπολης (1829), και στη συνέχεια απέναντι στα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ Πασά, του γιου του Μεχμέτ Αλί Πασά από την Καβάλα, που είχε κατορθώσει να διατηρήσει και να ενισχύσει στην Αίγυπτο τον αυτόνομο χαρακτήρα της εξουσίας του απέναντι στο σουλτάνο. Αυτός ο τελευταίος, λίγο πριν πεθάνει, είδε τα αιγυπτιακά στρατεύματα να φτάνουν μπροστά στα τείχη της πρωτεύουσας ζητώντας εκδίκηση που δεν είχαν κερδίσει τα προσδοκώμενα από τη συμμετοχή τους στον πόλεμο κατά των Ελλήνων επαναστατών και διεκδικώντας το όνειρο της κατάληψης του αυτοκρατορικού θρόνου. Στο θρόνο ανέβηκε ο πολύ νεαρός Αμπντούλ Μετζίτ, πρωτότοκος γιος του σουλτάνου, και ενώ στο μεταξύ ο μεγάλος εχθρός των Οθωμανών, οι Ρώσοι, είχαν παρέμβει αυτή τη φορά για να σώσουν τον αντίπαλό τους. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες απελπισίας ο ισχυρός άνδρας της εποχής, ο βεζίρης Μουσταφά Ρεσίτ Πασά, πρώτη μεγάλη φυσιογνωμία του Τανζιμάτ, θα ανακοινώσει το 1839 το πρώτο διάταγμα που θα εγγυάται τη ζωή, την τιμή και την ισότητα όλων των υπηκόων του σουλτάνου.


Επομένως, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να θεωρηθούν συνδυασμός πολλών παραγόντων. Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί, όπως ήταν του συρμού μεταξύ Αμερικανών οθωμανιστών στη δεκαετία του ’60, πως η μοναδική αιτία πρέπει να αναζητηθεί στη διεθνή συγκυρία και την πίεση των χριστιανικών δυνάμεων.3 Συγχρόνως, αυτή η στροφή της οθωμανικής διοίκησης αποτελεί την αποκρυστάλλωση διαδικασιών που είχαν δρομολογηθεί από δεκαετίες πριν, όπως είναι σαφές από τα παραπάνω. Επιπλέον, μπορεί η βασιλεία του Μαχμούτ Β΄ να έθεσε τα θεμέλια μιας ανεξίθρησκης πολιτικής, να ιδρύθηκαν οι πρώτες σχολές και να υιοθετήθηκαν δυτικοί τρόποι, ωστόσο η αποφασιστική στάση του βεζίρη Μουσταφά Ρεσίτ Πασά σήμανε την αρχή μιας νέας εποχής. Η περίοδος αυτή θα σημαδευτεί από την κυριαρχία σημαντικών βεζίρηδων, που, παρά το γεγονός ότι ευνοούνταν από την παρουσία στο θρόνο ικανών σουλτάνων, ήταν εκείνοι που χάρασσαν τις βασικές γραμμές της πολιτικής. Αυτό είχε αποτέλεσμα τη μερική μεταφορά του κέντρου βάρους από το Παλάτι στην Μπάμπ-ι Αλί (Υψηλή Πύλη), μια πορεία που ο Μαχμούτ Β΄ είχε προσπαθήσει να αποφύγει και που ο εγγονός του Αμπντούλ Χαμίτ μετά το 1878 θα ανέστελλε οριστικά, και μαζί με αυτή, κατά πολλούς, και τις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις.


3. Η εποχή του Τανζιμάτ


Το κλίμα ανακούφισης αλλά και αμηχανίας που επικράτησε μετά τη διακήρυξη του Χατ-ι Σερίφ το 1839 δεν επρόκειτο να διαρκέσει. Η οθωμανική διοίκηση προσπάθησε μέσα σε μικρό διάστημα να ανατρέψει πρακτικές αιώνων. Το κείμενο της διακήρυξης διατύπωνε αφηρημένες εγγυήσεις για την ισότητα μεταξύ των υπηκόων του σουλτάνου, περιγράφοντας ωστόσο τους υπηκόους όχι ως άτομα ή πολίτες αλλά ως μέλη εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων.


Οι αφηρημένες υποσχέσεις πήραν στην πράξη συγκεκριμένη μορφή. Ανακοινώθηκε, για παράδειγμα, πως θα καταργούνταν μια σειρά από υποχρεώσεις που επιβάρυναν μόνο τους μη μουσουλμάνους, με κυριότερο τον κεφαλικό φόρο τζιζιέ, αλλά και η καταναγκαστική εργασία σε δημόσια έργα ή η παροχή καταλύματος σε κυβερνητικούς υπαλλήλους, υποχρεώσεις που θύμιζαν σχέσεις φεουδαρχικού τύπου. Επιπλέον, η διοίκηση, με μια πολύ φιλόδοξη κίνηση, κατάργησε το σύστημα ενοικίασης των φόρων για να το αντικαταστήσει με απευθείας είσπραξη από κυβερνητικούς υπαλλήλους, τους μουχασίλ, που θα είχαν την αρμοδιότητα να καθορίσουν το εισπρακτέο ποσό, να το εισπράξουν και να το αποστείλουν απευθείας στην Πύλη. Με τον τρόπο αυτό, η διοίκηση επιδίωξε με μία κίνηση και να παρακάμψει –άρα να αποδυναμώσει– τους τοπικούς πρόκριτους που έπαιζαν το ρόλο μεσάζοντα, αλλά και να μεγιστοποιήσει τις εισπράξεις. Άλλωστε, στη συγκυρία εκείνη ένα από τα βασικότερα κίνητρα για τις μεταρρυθμίσεις ήταν η εκλογίκευση στη συγκέντρωση των κρατικών εσόδων που θα επέτρεπε την ανάρρωση των δημοσιονομικών.


Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο εύκολα. Με τις κοσμογονικές αυτές αλλαγές η διοίκηση κατάφερε να δυσαρεστήσει τους πάντες. Οι απλοί μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να ανεχτούν την εξίσωσή τους με τους μη μουσουλμάνους, την πλήρη δηλαδή ανατροπή των αξιών με τις οποίες είχαν γαλουχηθεί. Οι μη μουσουλμάνοι παίρνοντας τις διακηρύξεις τοις μετρητοίς, και συγκεκριμένα στα Βαλκάνια υπό την επίδραση των εθνικισμών, απαίτησαν με σθένος τα δικαιώματά τους, διαμαρτυρόμενοι εναντίον των κρατικών υπαλλήλων που θα κοστολογούσαν τα εισοδήματά τους, κυρίως όμως στρεφόμενοι εναντίον των μουσουλμάνων προκρίτων, των αγάδων, αλλά και των χριστιανών προκρίτων που έως τότε τους καταδυνάστευαν. Οι μουσουλμάνοι αγάδες αρχικά αντέδρασαν σθεναρά, στη συνέχεια όμως εκμεταλλευόμενοι τις γενικόλογες εγγυήσεις περί ζωής και περιουσίας, καθώς και την καθιέρωση μηχανισμών τοπικής εκπροσώπησης που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, κατοχύρωσαν με τίτλους ιδιοκτησίας όσα κατείχαν κατ’ έθιμον και αυτοανακηρύχτηκαν, χάρη στην επιρροή τους, εκπρόσωποι του τοπικού πληθυσμού. 


Πολλοί από τους χριστιανούς ακολούθησαν την ίδια πρακτική. Άλλοι, ωστόσο, και αυτό έχει ενδιαφέρον, θεωρώντας πως το κράτος στην προσπάθειά του να συγκεντρωποιήσει τη διοίκηση τούς είχε γυρίσει την πλάτη, αποφάσισαν να στραφούν προς τις κοινότητές τους και από μεσάζοντες μεταξύ αυτών και της κεντρικής διοίκησης να ανακηρυχθούν εθνικοί ηγέτες. Αυτή η διαδικασία, που είχε εξάλλου ξεκινήσει νωρίτερα και θα συνεχιζόταν και στο εξής, μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη συμμετοχή προυχόντων στα επαναστατικά κινήματα. Αν προσθέσει κανείς στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα την αδυναμία του κράτους να βρει το προσωπικό εκείνο που θα προωθούσε τις αλλαγές, μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος της σύγχυσης. Πολύ γρήγορα ξέσπασαν εξεγέρσεις στο Ναϊσό (Νις) της σημερινής Σερβίας το 1840, στο Αϊβαλί, το 1842, στο Βιδίνι και στο Χαλέπι το 1850. Οι εξεγέρσεις, πέρα από τη βίαιη καταστολή τους, συχνά πήραν τη μορφή εθνοθρησκευτικών συγκρούσεων μουσουλμάνων Αλβανών εναντίον χριστιανών Σλάβων στα Βαλκάνια,4 μουσουλμάνων Αράβων εναντίον Αρμενίων και ορθόδoξων Αράβων στη Μέση Ανατολή.5


Την ίδια εποχή, και πάλι εν μέρει χάρη στην εξωτερική πίεση και εν μέρει ως αποτέλεσμα εσωτερικών διαδικασιών, σημειώνονται δύο πολύ σημαντικές εξελίξεις. Η μία είναι η υπογραφή με τη βρετανική κυβέρνηση της συνθήκης του Μπαλτά Λιμανί (1838), η οποία καταργεί τα μονοπώλια σε όλους τους τομείς της οθωμανικής οικονομίας (είσπραξη των φόρων, καθορισμός τελωνειακών τελών, διαμόρφωση τιμών αγροτικών προϊόντων) και επιτρέπει σε Οθωμανούς και αλλοδαπούς τον ελεύθερο ανταγωνισμό στις αγορές της Ανατολής. Βεβαίως και πάλι η διαδικασία δε θα ήταν ομαλή. Αυτή τη φορά, η αντίδραση προερχόταν από Ρωμιούς και Αρμένιους εμπόρους και τοκογλύφους που με την υποστήριξη των μουσουλμάνων προστατών τους στη διοίκηση κατάφεραν για χρόνια να εμποδίσουν την εφαρμογή στην πράξη των νέων ρυθμίσεων δημιουργώντας συνθήκες σύγχυσης. Σταδιακά, ωστόσο, οι ξένες εταιρείες, αφού συνειδητοποίησαν πως θα ήταν αδύνατο να παρακάμψουν τους ντόπιους χριστιανούς και το δίκτυό τους, αποφάσισαν, παρά τον ανταγωνισμό που δεν έπαψε να διακρίνει τις σχέσεις τους, να συνεργαστούν με πολλούς από αυτούς, ώστε να αξιοποιήσουν τη γνώση τους για τις τοπικές αγορές. Μετά το 1880, σε μια εποχή που οι Βρετανοί είχαν χάσει την ηγεμονία στις οικονομικές συναλλαγές, οι ξένες εταιρείες είχαν λιγότερο πια ανάγκη τα παιδιά και τα εγγόνια των παλιών τοκογλύφων και είχαν πλέον εμπεδωθεί οι συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, ιδιαίτερα μετά την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στα δημοσιονομικά της αυτοκρατορίας το 1881.


Η άλλη σημαντική εξέλιξη είναι η θεσμική αναγνώριση από τους Οθωμανούς νέων εθνοθρησκευτικών ομάδων, και συγκεκριμένα των καθολικών το 1830 και των προτεσταντών το 1850, κατόπιν πίεσης των Γάλλων και των Βρετανών αντίστοιχα. Η αναγνώριση αυτή άνοιγε το δρόμο στην ιεραποστολική δραστηριότητα, που έπαιρνε τη μορφή ίδρυσης σχολείων, έκδοσης βιβλίων στην ομιλούμενη γλώσσα διάφορων κοινοτήτων, και στην προσπάθεια προσηλυτισμού. Αυτή η τελευταία ευνοήθηκε από τη νομική κατοχύρωση της ισότητας μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων με την εισαγωγή του νέου ποινικού κώδικα και την απόφαση της οθωμανικής διοίκησης το 1844 να απαγορεύσει την τιμωρία για αποστασία από το Ισλάμ, μια κίνηση πολύ ριζοσπαστική, καθώς αποτελούσε ευθεία παραβίαση του ισλαμικού νόμου. 


Αυτό που πρέπει να τονιστεί ως συνέπεια των παραπάνω εξελίξεων είναι πως τόσο στο χώρο της οικονομίας, όσο και στις κοινωνικές σχέσεις και την εκπαίδευση, οι χριστιανοί –πάντοτε με τη σχετική υποστήριξη τοπικών διπλωματικών αποστολών– είχαν κάνει πιο αισθητή την παρουσία τους, κάτι που ερέθισε τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς και σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε στις διακοινοτικές βιαιότητες που περιγράψαμε. Η διοίκηση η ίδια, μην μπορώντας να αντέξει την πίεση αυτή, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ήδη το 1841 οι ρυθμίσεις που είχαν ανακοινωθεί ανεστάλησαν, ο κεφαλικός φόρος επέστρεψε, το ίδιο και η ενοικίαση των φόρων, ο Μουσταφά Ρεσίτ πασάς καθαιρέθηκε από βεζίρης και οι συντηρητικοί επικράτησαν και πάλι. Όπως κάθε τομή, όμως, είχε αφήσει και η περίοδος αυτή ανεξίτηλο το στίγμα της στην οθωμανική διοίκηση και κοινωνία. Ήδη είχαν ιδρυθεί σημαντικά σχολεία, η Ακαδημία Πολέμου (Μεκτέπ-ι Χαρμπιγιέ) και η Ιατρική Σχολή το 1834, ενώ το 1858 ιδρύθηκε η Ακαδημία Διοίκησης (Μεκτέπ-ι Μουλκιγιέ). Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, σε ένα περιβάλλον πολύ πιο ευνοϊκό για την αυτοκρατορία, που ήταν στο στρατόπεδο των νικητών, ανακοινώθηκε από το βεζίρη Ααλί Πασά, προστατευόμενο του Μουσταφά Ρεσίτ Πασά, το Ισλαχάτ Φερμανί, ως περαιτέρω ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων και απόδειξη της καλής θέλησης της διοίκησης, η οποία διέθετε το κατάλληλο προσωπικό που θα εφάρμοζε το πνεύμα των μεταρρυθμίσεων. Αυτό καταδεικνύεται σε μια σειρά από προσωπικότητες που παίζουν καθοριστικό ρόλο την εποχή αυτή. Πιο γνωστός από όλους είναι ο Μιντχάτ πασάς που διατέλεσε βαλής του βιλαετιού του Δούναβη και του βιλαετιού της Βαγδάτης, δυο περιοχές που θεωρήθηκαν μοντέλα για την περαιτέρω εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.


Το νέο μοντέλο διοίκησης περιγράφηκε με λεπτομέρεια στο Νόμο περί Επαρχιών (Βιλαγέτ Νιζαμναμεσί) το 1864. Eπρόκειτο για μια μεταφορά του γαλλικού μοντέλου από το Φουάτ πασά, τον άλλο σημαντικό βεζίρη του Τανζιμάτ και επίσης προστατευόμενο του πρωτοπόρου Μουσταφά Ρεσίτ Πασά. Δυο στοιχεία αξίζει να σημειωθούν εδώ: Το ένα είναι η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των επαρχιακών κυβερνητών που στο εξής θα εισέπρατταν από την κεντρική διοίκηση καθορισμένο μισθό και θα μετατίθεντο ανάλογα με τις ανάγκες της. Ως τότε η είσπραξη των φόρων, η απονομή δικαιοσύνης και η επιβολή της τάξης αποτελούσαν αρμοδιότητες που ανήκαν σε διαφορετικά πρόσωπα: στον αγά, τον καδή και το στρατιωτικό διοικητή της περιοχής. Βεβαίως υπήρχε και το αξίωμα του διοικητή (μουσίρ πασά για το βιλαέτι, φερίκ πασά για το σαντζάκι) με περιορισμένες γραφειοκρατικές αρμοδιότητες. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των αξιωμάτων ήταν πως οι κάτοχοί τους δε λάμβαναν μισθό αλλά καρπώνονταν έκτακτα εισοδήματα, συχνά καταχρώμενοι το αξίωμά τους και δυναστεύοντας τον ντόπιο πληθυσμό. Εξάλλου, συνήθως προέρχονταν και οι ίδιοι από την περιοχή και έτσι η κεντρική διοίκηση απλώς αναγνώριζε την εξουσία τους. Ήδη από την πρώτη φάση του Τανζιμάτ είχε γίνει προσπάθεια να ενισχυθεί το αξίωμα του νομάρχη-κυβερνήτη, στον οποίο εκχωρήθηκε και η διοίκηση των στρατευμάτων της περιοχής, και να μετατραπούν τα αξιώματα σε έμμισθα. Για τους λόγους όμως που εξηγήσαμε, η προσπάθεια απέτυχε. Στη δεύτερη φάση των μεταρρυθμίσεων, ωστόσο, τα πράγματα ήταν ώριμα για τέτοιες αλλαγές. Οι κυβερνήτες που ήταν πλέον έμμισθοι, όπως και το σύνολο των επαρχιακών υπαλλήλων, διοικούσαν έναν μηχανισμό που ήταν μικρογραφία της κεντρικής κυβέρνησης, με αρμόδια υπηρεσία για τις εξωτερικές υποθέσεις, την οικονομία, την εκπαίδευση. Βεβαίως, το σύστημα ακόμα και στις καλύτερες μέρες του δεν απέφυγε τις παλινδρομήσεις, τη διαφθορά και τις ασυνέχειες, ενώ μετά το 1878, με την επιβολή από τον Αμπντούλ Χαμίτ μιας απολυταρχικής προσωποπαγούς εξουσίας, μονίμως υπονομευόταν από ένα παράλληλο σύστημα χαφιέδων και ευνοούμενων που παρέκαμπταν την ιεραρχία και απευθύνονταν στον ίδιο το σουλτάνο.


Το άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η διαμόρφωση ενός αντιστοίχως ιεραρχικού συστήματος τοπικής εκπροσώπησης ξεκινώντας στο επίπεδο του καζά (τώρα πια καϊμακαμλίκι), περνώντας από τo σαντζάκι (τώρα πια μουτεσαριφλίκι) και καταλήγοντας τελικά στο βιλαέτι. Σε κάθε επίπεδο προβλεπόταν η λειτουργία ενός συμβουλίου (μετζλίς) στο οποίο θα συμμετείχαν, εκτός από τα ανώτερα στελέχη της διοίκησης, θρησκευτικοί και λαϊκοί εκπρόσωποι των ντόπιων πληθυσμών, μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων. Με τον τρόπο αυτοί, οι μη μουσουλμάνοι πληθυσμοί μέσω των εκπροσώπων τους αποκτούσαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στη λήψη αποφάσεων. Βεβαίως, όπως διαπιστώσαμε και για τους μουσουλμάνους αγάδες, οι χριστιανοί πρόκριτοι μονοπωλούσαν το αξίωμα είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω εκπροσώπων τους (μουτεσελίμ), ενώ είναι αμφίβολο αν η παρουσία τους στα συμβούλια αυτά είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. 


Στη δεύτερη περίοδο του Τανζιμάτ, ωστόσο, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Με τη διακήρυξη του Ισλαχάτ Φερμανί ενημερώθηκαν οι θρησκευτικές ηγεσίες των μη μουσουλμάνων πως κάθε κοινότητα όφειλε να συγκαλέσει γενική συνέλευση στην οποία θα συμμετείχαν τόσο κληρικοί όσο και λαϊκοί και να επεξεργαστεί έναν εσωτερικό κανονισμό (νιζαμναμέ), με βάση τον οποίο θα ρύθμιζε τόσο τις αρμοδιότητες των επιτροπών στο εσωτερικό της κοινότητας, όσο και τις σχέσεις της με την οθωμανική διοίκηση. Η τελευταία προσπάθησε, μέσα από την εμπλοκή λαϊκών αντιπροσώπων που ήταν ταυτοχρόνως και μέλη της κρατικής μηχανής, να επιβάλει μια ιεραρχία στο εσωτερικό κάθε κοινότητας αντίστοιχη με εκείνη που ίσχυε συνολικά για τη διοίκηση. Για να το επιτύχει αυτό, επιδίωξε να προωθήσει ένα σαφή διαχωρισμό μεταξύ πνευματικών και υλικών υποθέσεων. Οι πρώτες θα παρέμεναν στη δικαιοδοσία του κλήρου, ενώ οι δεύτερες θα περνούσαν στον απόλυτο έλεγχο των λαϊκών. Όπως έχει υποστηριχθεί,6 απώτερος στόχος της διοίκησης ήταν να περιορίσει τους κληρικούς στα θρησκευτικά τους καθήκοντα και μέσω της εκλαΐκευσης των κοινοτικών δομών να μπορέσει, εν ευθέτω χρόνω, να τις απαλείψει μεταθέτοντας στην κρατική μέριμνα ζητήματα που αφορούσαν την παιδεία, το οικογενειακό και το αστικό δίκαιο. Έτσι, οι κληρικοί θα μισθοδοτούνταν, ενώ τα έκτακτα δοσίματα, που ήταν έως τότε ο κανόνας, θα απαγορεύονταν. Στην εκλογή του πατριάρχη, εξάλλου, θα συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλη την αυτοκρατορία, οι οποίοι θα αναδεικνύονταν από τις κατά τόπους κοινότητες. 


Οι κοσμοϊστορικές αυτές αλλαγές, ωστόσο, δεν πρέπει να ερμηνευθούν απλώς ως ανάμειξη και επιβολή του κράτους στα εσωτερικά των κοινοτήτων, εντός των οποίων είχαν ήδη διαμορφωθεί συνθήκες σύγκρουσης, με μια ομάδα νέων γραφειοκρατών να ενστερνίζονται τις μεταρρυθμίσεις, που τους έδιναν τη δυνατότητα να ανατρέψουν το μονοπώλιο εξουσίας των παραδοσιακών ηγετικών ομάδων. Οι Αρμένιοι, που είχαν ήδη ξεκινήσει τις εργασίες για την επεξεργασία ενός συντάγματος το οποίο θα επέτρεπε μεγαλύτερη συμμετοχή στις συντεχνίες και στους «νέους Αρμένιους», όπως αποκαλούνται οι νέοι ξενοσπουδαγμένοι γραφειοκράτες αμιράδες, κατέθεσαν το κείμενό τους το 1860, αλλά πήραν την έγκριση μόλις το 1863. Οι ελληνορθόδοξοι, έπειτα από θυελλώδεις συζητήσεις, την παραίτηση ενός πατριάρχη και πολλών μελών της Ιεράς Συνόδου, κατέθεσαν το δικό τους κείμενο το οποίο εγκρίθηκε το 1862. Τέλος, οι Εβραίοι –όπου οι λαϊκοί, στο πρόσωπο Λεβαντίνων εμπόρων, των γνωστών ως francos, με κυρίαρχη φυσιογνωμία τον Εντουάρντο Καμόντο, αλλά και υπό την επίδραση της γαλλικών συμφερόντων Alliance Israélite–, σύντομα έκαναν αισθητή την παρουσία τους, χωρίς όμως να επικρατήσουν εντελώς απέναντι στους συντηρητικούς ραβινικούς κύκλους, και απέκτησαν το δικό τους κανονισμό το 1865.


Πέρα από το γεγονός ότι στην αρμενική κοινότητα η εφαρμογή του συντάγματος ανεστάλη μερικά χρόνια αργότερα, για να επανεισαχθεί και να ανασταλεί οριστικά το 1892, ενώ οι συγκρούσεις στην εβραϊκή κοινότητα κατέστησαν για δεκαετίες αδύνατη την εκλογή αρχιραβίνου (χαχαμ-μπασί), η βασική αδυναμία των μεταρρυθμίσεων είναι η αμφίσημη στάση απέναντι στον κλήρο. Από τη μία γίνεται προσπάθεια, όπως είπαμε, να περιοριστούν στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, από την άλλη τόσο ο πατριάρχης ή ο αρχιραβίνος στο κέντρο, όσο και οι μητροπολίτες ή οι ραβίνοι στις επαρχίες μετατρέπονται (αν και λιγότερο στην περίπτωση των Εβραίων που τους είναι ξένη μια τέτοια ιεραρχία) σε εγγυητές των μεταρρυθμίσεων και, επομένως, ειδικά αφού συμμετέχουν στα κάθε είδους συμβούλια, όχι μόνο σε θρησκευτικούς αλλά και σε πολιτικούς ηγέτες των κοινοτήτων τους.7 Αυτή η αμφισημία έχει οδηγήσει τους ιστορικούς σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες αναγνώσεις των μεταρρυθμίσεων. Από τη μία βρίσκονται αυτοί που θεωρούν πως το Τανζιμάτ δημιούργησε, ή τουλάχιστον επικύρωσε, εκείνες τις συνθήκες κοινοτικής αυτονομίας που θα επέτρεπαν στους μη μουσουλμάνους μια αποκεντρωμένη διοίκηση,8 ενώ από την άλλη στέκουν εκείνοι που υποστηρίζουν ακριβώς το αντίθετο, πως με το Τανζιμάτ το κράτους επέβαλε τις συγκεντρωτικές δομές του και συνέθλιψε τις συνθήκες αυτονομίας που προϋπήρχαν.9 Και οι δύο απόψεις συγκλίνουν ωστόσο στο συμπέρασμα πως οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην ενίσχυση του εθνικισμού και στα αποσχιστικά κινήματα.


Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί πως δεν υπάρχει τίποτε το τελεολογικό στις διαδικασίες αυτές. Έχει διατυπωθεί και τρίτη άποψη που δίνει ιδιαίτερη σημασία τόσο στη δυνατότητα της κρατικής διοίκησης να μαθαίνει από τα λάθη της, όσο και στη συνεργασία των τοπικών χριστιανικών ηγετικών ομάδων. Η άποψη αυτή έχει καταδείξει πως σε περιοχές όπως η Θράκη, όπου ήταν προς το συμφέρον των ομάδων αυτών η κατασκευή σιδηροδρόμων και η κάθε είδους τεχνική υποδομή που θα διευκόλυνε την ήδη ανεπτυγμένη επικοινωνία με την κεντρική Ευρώπη, το κράτος ήταν σε θέση να αξιοποιήσει τη συνεισφορά των τοπικών παραγόντων, γεγονός που οδήγησε σε συνθήκες ευημερίας από τις οποίες όλοι ωφελήθηκαν. Αντίθετα, σε περιοχές όπως η κεντρική Ανατολία, όπου όχι μόνο δεν υπήρξε συνεισφορά αλλά σημειώθηκαν αντιδράσεις από ντόπιους μουσουλμάνους προκρίτους, το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό.10


Είναι γεγονός, λοιπόν, πως για πολλές δεκαετίες, τουλάχιστον έως τις αρχές του 20ού αιώνα, και παρά τον αυταρχικό χαρακτήρα της εξουσίας του Αμπντούλ Χαμίτ, μεγάλα τμήματα των ηγετικών ομάδων, είδαν τα συμφέροντά τους να ταυτίζονται με την μακροημέρευση της αυτοκρατορίας. Εξάλλου, η ιστοριογραφία σήμερα θεωρεί την περίοδο του Αμπντούλ Χαμίτ κατά κάποιο τρόπο ως συνέχεια και όχι ως αναστολή των μεταρρυθμίσεων.11 Γιατί όχι άλλωστε, αφού οι θεσμοί που διαμόρφωσε το Τανζιμάτ θα κατέρρεαν οριστικά μόνο μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και την επαναφορά του συντάγματος του 1876, το οποίο ο ίδιος σουλτάνος είχε αναστείλει πριν από 33 έτη.


1. Shaw, B.S., Between old and new. The Ottoman Empire under sultan Selim III, 1789-1807 (Cambridge, Massachusetts 1971), σελ 180-199· McGowan, B., “The Αge of  the Ayans, 1699-1812”, στο İnalcık, H. – Quataert, D. (επιμ.), An Economic and Social History of the Ottoman Empire 1300-1914 (Cambridge 1994), σελ 637-758.


2. Shaw, B.S., Between old and new. The Ottoman Empire under sultan Selim III, 1789-1807 (Cambridge, Massachusetts 1971), σελ. 180-199.


3. Lewis, B., The Emergence of Modern Turkey (London 1961).


4. Inalcık, H., “Application of the Tanzimat and its social effects”, Archivum Ottomanicum 5 (1973), σελ. 97-127.


5. Masters, B., Christians and Jews in the Ottoman Arab world. Tthe roots of sectarianism (New York 2001).


6. Σταματόπουλος, Δ., Μεταρρύθμιση και Εκκοσμίκευση. Προς μια ανασύνθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα (Αθήνα 2003).


7. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία 19os αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1998).


8. Davison, R.H., Reform in the Ottoman Empire 1856-1876 (Princeton – New Jersey 1963).


9. Karpat, K.H., “The roots of the incongruity of nation and state in the post-Ottoman Era”, στο Braude, B. – Lewis, B. (επιμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire: Τhe functioning of a plural society, vol. I (New York – London 1983), σελ. 141-170.


10. Köksal, Y., “Imperial center and local groups: Tanzimat reforms in the provinces of Edirne and Ankara”, New Perspectives on Turkey 27 (2002), σελ. 107-138.


11. Deringil, S., The Well-Protected Domains: Ideology and the Legitimisation of Power in the Ottoman Empire, 1876-1909 (London – New York 1998).






Συγγραφή : Κεχριώτης Ευάγγελος (30/6/2008)
Για παραπομπή: Κεχριώτης Ευάγγελος, «Μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11702>

Ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως 1839-1923


 1. Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου 1830-1923

Η περίοδος της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που διαρκεί από το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης (1830) μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922-1923), χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική τομή: την ψήφιση του κειμένου του Γενικών Κανονισμών (1860), το οποίο κατήργησε το διοικητικό σύστημα του γεροντισμού και θεσμοποίησε τη συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, και ως ένα βαθμό ως αποτέλεσμα της ισχυροποίησης της τάξης των Φαναριωτών, μια κληρικαλική αριστοκρατία των μόνιμων μελών της Ιεράς Συνόδου (Γερόντων)1 κατάφερε να περιορίσει και να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό τις αρμοδιότητες του Πατριάρχη.

Ο 19ος αιώνας, ειδικά μετά το 1830, χαρακτηρίζεται από διαρκείς προσπάθειες να ελεγχθούν οι εκκλησιαστικές και πολιτικές δραστηριότητες αυτής της κληρικαλικής αριστοκρατίας (Γέροντες), με δεδομένη την καταστροφή και ανασυγκρότηση της αντίστοιχης λαϊκής αριστοκρατίας (Φαναριώτες). Πριν από την ψήφιση των Γενικών Κανονισμών, την περίοδο 1830-1860, σημειώθηκαν 12 αλλαξοπατριαρχίες, στις οποίες αναδείχθηκαν 9 διαφορετικά πρόσωπα στη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη. Μετά την ψήφιση των Γενικών Κανονισμών, και κατά την περίοδο 1860-1923 (διπλάσια σε χρονική διάρκεια από την προηγούμενη), επισυνέβησαν 14 αλλαξοπατριαρχίες, στις οποίες 12 διαφορετικά πρόσωπα κατέλαβαν το αξίωμα. Τη δεύτερη περίοδο οι μοναδικοί πατριάρχες που εξελέγησαν για δεύτερη φορά ήταν ο Ιωακείμ Β΄ και Ιωακείμ Γ΄. Ο δεύτερος, πνευματικό «ανάστημα» του πρώτου, υπήρξε ισχυρή προσωπικότητα που προσδιόρισε αποφασιστικά τις εξελίξεις αυτής της περιόδου και κυρίως συμβόλισε την αντιφατικότητα του θεσμού του Πατριαρχείου σε μια εποχή διάλυσης της ορθόδοξης οικουμενικότητας και κυριαρχίας της ιδεολογίας του εθνικισμού.

2. Πατριαρχείο και μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ

Η περίοδος της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το 1830 μέχρι το 1860 θα μπορούσε να θεωρηθεί μεταβατική. Όπως ήδη αναφέραμε, στοιχεία της προηγούμενης περιόδου επιβιώνουν μέσα από διαδικασίες μετασχηματισμού, όπως, για παράδειγμα, η λειτουργία της Γεροντικής Ιεράς Συνόδου και η συνεργασία των μελών της με ισχυρούς λαϊκούς. Μόνο που αυτοί οι τελευταίοι δεν προέρχονται πλέον από τις μεγάλες οικογένειες Φαναριωτών που είχαν κυριαρχήσει
προεπαναστατικά, κυρίως μέσω του ελέγχου των θρόνων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Οι οικογένειες αυτές μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης απαξιώθηκαν πολιτικά, καταστράφηκαν οικονομικά και η συντριπτική πλειονότητα των μελών τους εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη. Στη θέση όμως των οικογενειών αυτών αναδείχθηκαν νέα τζάκια γύρω από ισχυρές προσωπικότητες νεοφαναριωτών (όπως εύστοχα τους αποκαλεί ο Μανουήλ Γεδεών): του βουλγαρικής καταγωγής Στεφάνου Βογορίδη, του αρμενικής καταγωγής Νικολάου Αριστάρχη και του ελληνικής καταγωγής Ιωάννη Ψυχάρη (από την κατεστραμμένη και με απολεσθέντα πλέον προνόμια Χίο). Η «εθνοτική» σύνθεση αυτής της νεοφαναριώτικης ηγετικής ελίτ δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαία, αφού η Επανάσταση του 1821 είχε αλλάξει προς το δυσμενέστερο τους όρους αντιμετώπισης του ελληνόφωνου στοιχείου μέσα στο ρωμέικο μιλλέτ από την πλευρά της οθωμανικής εξουσίας.

Ταυτόχρονα η περίοδος 1830-1860 συμπίπτει λίγο έως πολύ με την έναρξη των μεγάλων μεταρρυθμίσεων στο οθωμανικό κράτος, γνωστών και ως μεταρρυθμίσεων Τανζιμάτ.2 Το μεταρρυθμιστικό πνεύμα στο Πατριαρχείο εκφράστηκε με το αίτημα για θεσμοποιημένη εισαγωγή των λαϊκών στη διοίκησή του. Η πρώτη απόπειρα εφαρμογής μιας τέτοιας λύσης έλαβε χώρα πριν από την έναρξη του Τανζιμάτ, με την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του Κωνσταντίου Α΄ (1830-1834). Ιδεολογικός εκφραστής της κίνησης αυτής υπήρξε ο τότε «μέγας γραμματικός» του Πατριαρχείου Γεώργιος Αφθονίδης. Ο Αφθονίδης είχε εισηγηθεί την εισαγωγή του λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας, τη δημιουργία μεικτής επιτροπής από κληρικούς και λαϊκούς, όπως και τη μισθοδοσία του Πατριάρχη από το Ταμείο του Κοινού. Την πρώτη αυτή απόπειρα θα την ακολουθήσουν άλλες δύο (1843, 1847), επίσης αποτυχημένες. Η κατάσταση όμως μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και την πολιτική περιθωριοποίηση της ρωσικής επιρροής στα εσωτερικά του Πατριαρχείου άλλαξε άρδην.

Η τελευταία περίοδος της ζωής του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό οθωμανική εξουσία και μετά την ψήφιση των Γενικών Κανονισμών (από το 1860 έως το 1923) χωρίζεται με τη σειρά της σε τέσσερις υποπεριόδους/φάσεις:

Η πρώτη φάση μπορούμε να πούμε ότι διαρκεί από το 1860 μέχρι και την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του Ιωακείμ Γ΄ το 1878. Το Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηümayun) του 1856 προέβλεπε ρητά την αναδιάρθρωση του θεσμού των μιλλέτ. Οι λαϊκοί και κληρικοί αντιπρόσωποι του Rum Millet (πρακτικά αυτό σήμαινε Ρωμιοί και Βούλγαροι αντιπρόσωποι) συνήλθαν στο Πατριαρχείο τη διετία 1858-1860. Η «Εθνοσυνέλευση», όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία του Πατριαρχείου, εν μέσω μεγάλων αντιπαραθέσεων κατήργησε το Γεροντισμό, ενώ κατάρτισε ένα καταστατικό κείμενο, τους «Γενικούς Κανονισμούς» (αργότερα γνωστό ως «Εθνικοί Κανονισμοί»), με βάση το οποίο διοικήθηκε το Πατριαρχείο μέχρι την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από το Μουσταφά Κεμάλ (1923). Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του κειμένου ήταν ότι προέβλεπε τη θεσμοποίηση της συμμετοχής των λαϊκών στη διοίκηση του Πατριαρχείου, όπως και στην εκλογή Πατριάρχη. Μέσα από τις διαδικασίες ενίσχυσης του λαϊκού στοιχείου και τη μείωση της ισχύος των παλαιών Γερόντων μητροπολιτών είχαμε και μια ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και της συγκεντρωτικής εξουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη. Μεγάλες προσωπικότητες πατριαρχών του 19ου αιώνα, όπως ο Γρηγόριος ΣΤ΄ (1835-1840, 1867-1871), ο Άνθιμος ΣΤ΄ (1845-1848, 1853-1855, 1871-1873), ο Ιωακείμ Β΄ (1860-1863, 1873-1878) και κυρίως ο Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884, 1901-1912), έδωσαν ένα νέο περιεχόμενο στην έννοια του Πατριάρχη-«Εθνάρχη» (Millet Başı).

Η σημασία των θεσμοθέτησης των Γενικών Κανονισμών σε πολιτικό επίπεδο ήταν η δημιουργία ενός μόνιμου πεδίου πολιτικής παρέμβασης στο εσωτερικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου που επέτρεψε τη σταθερή παρέμβαση εκπροσώπων των νεοφαναριώτικων κύκλων και των ανερχόμενων κοινωνικών στρωμάτων (εμπόρων και τραπεζιτών) στη διαχείριση των «υλικών υποθέσεων» του Πατριαρχείου. Η συγκρότηση του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου, η ταυτόχρονη κατάργηση του Γεροντισμού και η δημιουργία μιας νέας Ιεράς Συνόδου στην οποία αναβαθμιζόταν ο ρόλος των αρχιερέων των επαρχιών δημιούργησαν μια καινούρια ισορροπία μεταξύ των κυρίαρχων πόλων της πατριαρχικής ζωής. Ταυτόχρονα, η μεταρρυθμιστική πτέρυγα περιόρισε δραστικά το ρόλο των συντεχνιών τόσο στη διαδικασία εκλογής Πατριάρχη, όσο και στη διοίκηση του Πατριαρχείου. Συνεπώς, μολονότι δεν ήταν καθόλου άγνωστες στα εσωτερικά του Πατριαρχείου η συμμετοχή και οι παρεμβάσεις των λαϊκών στη διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, οι Γενικοί Κανονισμοί εισήγαγαν μια ποιοτική διαφορά στο χαρακτήρα αυτής της συμμετοχής: το στοιχείο της γενικευμένης αντιπροσώπευσης του πληθυσμού της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης (όχι όμως και των επαρχιών): τα μέλη του Μεικτού Συμβουλίου δεν προέρχονταν αυτοδίκαια από τον κύκλο των «προκρίτων», όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά αναδεικνύονταν μέσα από διαδικασίες εκλογών στις κατά τόπους ενορίες της Κωνσταντινούπολης. Φυσικά αυτή η διαδικασία πολιτικής διαμεσολάβησης των «συμφερόντων» της κοινότητας ήταν σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη από ισχυρές οικογένειες είτε νεοφαναριωτών είτε αστών.

Η μεταρρυθμιστική κίνηση που ακολούθησε τις διακηρύξεις περί ισονομίας του Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηümayun) τα έτη 1858-1860 είχε στόχο την κατάργηση του Γεροντισμού και τη θέσπιση της συμμετοχής των λαϊκών στη διοίκηση του Πατριαρχείου. Πίσω όμως από το διακηρυγμένο αυτό στόχο δύο ήταν οι βασικοί παράμετροι της προώθησης των μεταρρυθμίσεων: α) η εξάλειψη των ερεισμάτων της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στο εσωτερικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου (η περιθωριοποίηση δηλαδή του Νικολάου Αριστάρχη και των συμμάχων του) και β) η ανατροπή των συσχετισμών υπέρ των νεοφαναριώτικων οικογενειών που ήταν φιλοδυτικές και στήριζαν τις μεταρρυθμίσεις στο οθωμανικό κράτος (και συσπειρώνονταν γύρω από τη μορφή του Στεφάνου Βογορίδη και δευτερευόντως του Ιωάννη Ψυχάρη).

Οι σχέσεις εξάρτησης που αναπτύχθηκαν μεταξύ μελών του ανώτατου κλήρου και ισχυρών εκπροσώπων των νεοφαναριώτικων και αστικών κύκλων πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής. Στην πραγματικότητα, στο επίπεδο αυτό υπήρξε μια συνέχεια σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην προ των Γενικών Κανονισμών εποχή. Οι τρεις σημαντικότεροι πρωταγωνιστές, ανώτατοι κληρικοί που διετέλεσαν πατριάρχες καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε, διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους ίδιους κύκλους ισχυρών λαϊκών.3

Η ανάπτυξη των προσωποπαγών αυτών σχέσεων, μολονότι γινόταν σε ένα περιβάλλον προώθησης του εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και κατά συνέπεια «φορτιζόταν» με διαφορετικό πολιτικό τρόπο απ’ ό,τι οι αντίστοιχες σχέσεις μεταξύ Φαναριωτών και ανώτατου κλήρου σε παλιότερες εποχές, καταδείκνυε και τα όρια των επιδιωκόμενων μεταρρυθμίσεων.

3. Πατριαρχείο και αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες: το πρόβλημα του «εθνοφυλετισμού»

Εκτός από το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, κατά τη δεύτερη αυτή φάση το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρέθηκε αντιμέτωπο με την όξυνση του Βουλγαρικού ζητήματος. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα το Πατριαρχείο καλούνταν να αντιμετωπίσει ένα καινοφανές φαινόμενο, τον εθνικισμό, που απειλούσε άμεσα την αυτοκρατορική οικουμενικότητα με την οποία ταυτιζόταν. Τον αιώνα αυτό της ανάδειξης και επικράτησης του φαινομένου κυρίως στις χώρες της κεντρικής, ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης σημειώθηκε η απόσχιση κρατικών οντοτήτων από την ενιαία Οθωμανική Αυτοκρατορία και η επακόλουθη ίδρυση εθνικοποιημένων αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών. Η διάσπαση του ορθόδοξου ποιμνίου του Πατριαρχείου είχε ως συνέπεια την τελική αναγνώριση αυτών των εκκλησιαστικών οργανισμών, γεγονός όμως που σήμαινε τον περιορισμό της επιρροής αλλά και σημαντικό οικονομικό πλήγμα για τη Μεγάλη Εκκλησία.

Κατά παράδοξο τρόπο το χορό των αποσκιρτήσεων τον άνοιξε η Ελλαδική Εκκλησία, η οποία συγκροτήθηκε το 1833 και αναγνωρίστηκε εντέλει από το Πατριαρχείο με τον Τόμο του 1850. Θα ακολουθήσει η ανάδυση του βουλγαρικού εθνικού κινήματος και η προώθηση από τους Βούλγαρους εθνικιστές του αιτήματος για την ίδρυση ανεξάρτητης Βουλγαρικής Εκκλησίας, μολονότι δεν είχε προηγηθεί κρατική απόσχιση. Η αναγνώριση της βουλγαρικής εξαρχίας με το φιρμάνι του Φεβρουαρίου του 1870, και η επακόλουθη αποκήρυξη των υποστηρικτών της ως σχισματικών από την Τοπική Σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο του 1872, αποτέλεσε τη θρυαλλίδα ενός μακροχρόνιου πολιτικού και στρατιωτικού ανταγωνισμού μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τον έλεγχο της Μακεδονίας, αλλά ταυτόχρονα και την επισημοποίηση μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει στα μέσα του 19ου αιώνα: την εσωτερική διάσπαση του ενιαίου ορθόδοξου μιλλέτ (Rum millet), όπως αυτό είχε θεσμοποιηθεί στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε εθνικά υποσύνολα. Ο ορθόδοξος οικουμενισμός που εκπροσωπούσε ως ιδεολογία το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής της Βυζαντινής και αργότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε υποστεί ένα καίριο πλήγμα. Οι επίσης αποσχιστικές κινήσεις και η έκδοση Συνοδικών Τόμων που επικύρωναν την ανεξαρτησία της Σερβικής (1879) και της Ρουμανικής Εκκλησίας (1885) ολοκλήρωσαν τη διαδικασία διάσπασης του ορθόδοξου κόσμου των Βαλκανίων, που για πάνω από 1.000 έτη είχε συμβιώσει ενωμένος μέσα σε αυτοκρατορικά περιβάλλοντα.

Ασφαλώς μεταξύ των περιπετειών αυτών το Βουλγαρικό ζήτημα υπήρξε ίσως το πλέον σημαντικό, κυρίως επειδή έθεσε υπό διακύβευση όχι απλώς τη φαντασιακή ενότητα του ορθόδοξου κόσμου, αλλά την πολιτική ενότητα του ρωμέικου μιλλέτ (Rum millet) μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα πάγια αιτήματα των ριζοσπαστών του βουλγαρικού εθνικού κινήματος, όπως είχαν ήδη διαμορφωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1840, αφορούσαν την εκλογή βουλγαρικής καταγωγής μητροπολιτών στις επαρχίες με βουλγαρικό πληθυσμό, την αντικατάσταση της ελληνικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία από την εκκλησιαστική σλαβική (σλαβονική), τη δημιουργία σχολείων στα οποία θα διδασκόταν η βουλγαρική, μακριά από τον έλεγχο που ασκούσε του Πατριαρχείο. Η Εθνοσυνέλευση του 1858-1860 έδωσε την ευκαιρία στους Βούλγαρους εθνικιστές (λόγω της υποεκπροσώπησης του βουλγαρικού στοιχείου) να προσθέσουν στα αιτήματα αυτά την απαίτηση να συγκροτηθεί η νέα Ιερά Σύνοδος και το Διαρκές Εθνικό Μεικτό Συμβούλιο με βάση την αρχή της ίσης συμμετοχής: το ήμισυ των μελών της Συνόδου και το ήμισυ των λαϊκών μελών του Συμβουλίου να είναι βουλγαρικής καταγωγής.

Το Πατριαρχείο αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα αυτά, οργανώνοντας την επιχειρηματολογία του (με τη σημαντική συμβολή διανοουμένων όπως ο Ευστάθιος Κλεόβουλος) εναντίον της αρχής του «εθνοφυλετισμού», η οποία ενέπνεε, κατ’ αυτό, τις ενέργειες της βουλγαρικής πλευράς. Διατεινόταν ότι δεν μπορεί να παραχωρήσει εκκλησιαστική αυτονομία ή ανεξαρτησία εάν δεν υφίστατο πολιτική απόσχιση από την αυτοκρατορία, όπως έγινε στις περιπτώσεις Ελλήνων και Σέρβων. Η στάση αυτή καταγγελλόταν από τη βουλγαρική πλευρά ως πολιτική που ευνοούσε τις θέσεις του ελληνικού εθνικισμού.

Το Πατριαρχείο ήθελε βέβαια να αποφύγει την ανεξαρτητοποίηση επαρχιών, που θα είχε συνέπεια την απώλεια φορολογικών εσόδων, αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο συνειδητοποιούσε ότι η εποχή των εθνικών κινημάτων προμήνυε το τέλος της ορθόδοξης οικουμενικότητας, όπως αυτό την επαγγελλόταν μέσα σε αυτοκρατορικά πλαίσια. Αυτός ήταν και ο λόγος που από την πλευρά διάφορων πατριαρχών στη δεκαετία του 1860-1870 προτάθηκαν διάφορα σχέδια επίλυσης του Βουλγαρικού,4 τα οποία όμως απέτυχαν να κατευνάσουν τα επιθετικά αιτήματα των Βούλγαρων εθνικιστών. Η αποτυχία όμως της «μετριοπαθούς» αντιμετώπισης των βουλγαρικών αιτημάτων οφειλόταν και σε εσωτερικούς πολιτικούς ανταγωνισμούς.

Το 1863 ο εκλεκτός των τραπεζιτών πατριάρχης Ιωακείμ Β΄ εκδιώκεται από τον πατριαρχικό θρόνο, επειδή του καταλογίζονται ευθύνες για τον τρόπο που χειρίστηκε το ζήτημα της δήμευσης των μοναστηριακών κτημάτων στη Μολδοβλαχία από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Ιωάννη Κούζα. Η απώλεια του ελέγχου του Πατριαρχείου οδήγησε τους δύο τραπεζίτες και τον ευρύτερο κύκλο αστών που εκπροσωπούσαν να ακολουθήσουν μία σκληρή πολιτική στο Βουλγαρικό ζήτημα ως μέσο πίεσης σε πατριάρχες όπως ο Γρηγόριος ΣΤ΄ και ο Άνθιμος ΣΤ΄ που εξελέγησαν έχοντας στόχο να ακολουθήσουν μια πολιτική κατευνασμού. Έτσι ο κύκλος των τραπεζιτών, μολονότι στην πραγματικότητα κατατασσόταν στην κατηγορία των υποστηρικτών του «ελληνοθωμανικού συνασπισμού», αρκετές φορές μετατοπίστηκε σε θέσεις ριζοσπαστικού και εθνοκεντρικού χαρακτήρα, με συνέπεια να ευνοήσει την πορεία των πραγμάτων προς το Σχίσμα. Το Φεβρουάριο του 1870, όπως αναφέραμε, η Πύλη θα εκδώσει φιρμάνι με βάση το οποίο αναγνωριζόταν η ύπαρξη βουλγαρικής εξαρχίας. Η πράξη αυτή θα οδηγήσει σε παραίτηση τον πατριάρχη Γρηγόριο (1871) που επέμενε στη λύση της Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και στην εξώθηση του επόμενου πατριάρχη Ανθίμου να συγκαλέσει Τοπική Σύνοδο το Σεπτέμβριο του 1872, η οποία καταδίκασε τους υποστηρικτές της εξαρχίας ως σχισματικούς με ιδεολογικό υπόβαθρο την καταδίκη της «αίρεσης» του «εθνοφυλετισμού».

Οι υποχωρήσεις ωστόσο του Ανθίμου δεν κατάφεραν να παρατείνουν την παραμονή του στον πατριαρχικό θρόνο: οι τραπεζίτες αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης το ζήτημα της αναθεώρησης των Γενικών Κανονισμών πέτυχαν την αποπομπή του και την επαναφορά στη θέση του πατριάρχη τον Ιωακείμ Β΄ (Οκτώβριος 1873).

Η επανεκλογή του Ιωακείμ επιβεβαίωσε την ηγεμονία του κύκλου των τραπεζιτών,5 η οποία αναπαράχθηκε και με την εκλογή του Ιωακείμ Γ΄ το 1878, μετά το θάνατο του Ιωακείμ Β΄. Η «πανορθόδοξου» χαρακτήρα πολιτική των δύο αυτών πατριαρχών (άρα φιλορωσική), καθώς και το σχέδιο του Γεωργίου Ζαρίφη το 1878 για δημιουργία μιας ενιαίας Ελληνοοθωμανικής Αυτοκρατορίας στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας, έδειξε ότι ο κύκλος αυτός κάθε άλλο παρά είχε εγκαταλείψει την προάσπιση του αυτοκρατορικού-οικουμενιστικού μοντέλου. Ωστόσο, γινόταν σαφές ότι η άμβλυνση των συνεπειών του Σχίσματος προϋπέθετε ένα άνοιγμα του Πατριαρχείου προς τη Ρωσία, ενώ αντίθετα το εγχείρημα της ελληνοοθωμανικής συνύπαρξης στηριζόταν πάνω στη βάση της απόκρουσης του σλαβικού κινδύνου. Η αντιφατικότητα των πολιτικών επιλογών μεταξύ του συγκεκριμένου κύκλου τραπεζιτών και των κληρικών που τον εκπροσωπούσαν στο χώρο του Πατριαρχείου είναι ιδιαίτερα εμφανής στο έργο του σημαντικότερου εκπροσώπου του στο χώρο της διανόησης: του Μανουήλ Γεδεών.

4. Η εσωτερική σχάση: Ιωακειμικοί εναντίον Αντιιωακειμικών

Η πρώτη πατριαρχία του Ιωακείμ Γ΄ μεταξύ 1878-1883/4 αποτελεί την απαρχή της δεύτερης φάσης, η οποία θα διαρκέσει μέχρι και την επανεκλογή του το 1901. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από τη σφοδρή σύγκρουση μεταξύ ιωακειμικών και αντιιωακειμικών. Ο Ιωακείμ το 1883/4 θα αναγκαστεί να αποχωρήσει από τον πατριαρχικό θρόνο, εξαιτίας επιπλοκών που προκάλεσε η πρώτη φάση του Προνομιακού Ζητήματος. Η στάση του απέναντι στο Προνομιακό, αλλά και στις πολιτικές του ελληνικού κράτους, θα διασπάσουν τον κόσμο του Πατριαρχείου, κληρικούς και λαϊκούς, σε φανατικούς υποστηρικτές αλλά και σφοδρούς πολεμίους του. Η αντιπαράθεση μεταξύ ιωακειμικών και αντιιωακειμικών σημάδεψε το τέλος του 19ου και προετοίμασε την απαρχή του 20ού αιώνα. Στην αντιπαράθεση αυτή εκφράστηκαν κυρίως παλιότερες διαιρέσεις διάφορων ομάδων μέσα στο Πατριαρχείο. Το ουσιαστικό όμως διακύβευμα αφορούσε τη διαφορά στρατηγικής που πρότεινε ο Ιωακείμ σε σχέση με το μέλλον των ορθόδοξων πληθυσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και σε αυτό που οργάνωνε για λογαριασμό τους το εθνικό κέντρο, όπως εκφραζόταν από την εξωτερική πολιτική κυρίως του φιλοδυτικού Χαριλάου Τρικούπη. Συγκεκριμένα, ο Ιωακείμ Γ΄ είχε πολιτικό υποστηρικτή του την οικογένεια Ζαρίφη,6 ενώ μεταξύ των πολιτικών του αντιπάλων δέσποζε η φυσιογνωμία του Σταύρου Βουτυρά, εκδότη της εφημερίδας Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης. Επίσης μεγάλο τμήμα του ανώτερου ορθόδοξου κλήρου είχε στραφεί εναντίον του με ηγετική προσωπικότητα το μητροπολίτη Ηρακλείας Γερμανό, μετέπειτα πατριάρχη Γερμανό Ε΄.

Η ελληνική πρεσβεία και υποστηρικτές της στην Κωνσταντινούπολη θα επιτύχουν να εμποδίσουν την επάνοδο του Ιωακείμ Γ΄ για 17 ολόκληρα χρόνια, υποστηρίζοντας στις αλλαξοπατριαρχίες πρόσωπα της αντιιωακειμικής παράταξης. Η επιστροφή του έτσι στον πατριαρχικό θρόνο σηματοδοτούσε και την ολοκλήρωση μιας μεγάλης εσωτερικής σύγκρουσης μέσα στο Πατριαρχείο.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο 20ός αιώνας για το Οικουμενικό Πατριαρχείο ξεκινά ουσιαστικά στις 25 Μαΐου 1901 με την επανεκλογή αυτής της ισχυρής προσωπικότητας στον πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως. Και μαζί ξεκινά η τρίτη φάση της περιόδου που εξετάζουμε, η οποία θα διαρκέσει μέχρι και το θάνατό του το 1912.

Την επανεκλογή του Ιωακείμ Γ΄ την επέβαλε η νέα πολιτική συγκυρία.7 Η άμεση πολιτική κληρονομιά που ο 19ος αιώνας άφηνε στον 20ό όσον αφορά την επιβίωση των ελληνορθόδοξων πληθυσμών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν φυσικά οι συνέπειες του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η δραστηριοποίηση στο μακεδονικό χώρο αντάρτικων ομάδων σλαβοφώνων, αλλά και δύο μεγάλες εκκλησιαστικές κρίσεις: το Αντιοχικό ζήτημα, με την εκλογή το 1899 για πρώτη φορά πατριάρχη αραβόφωνου, και η εκλογή νέου αρχιεπισκόπου στην Κύπρο το 1900. Τα προβλήματα επομένως του νέου πατριάρχη κατά τη δεύτερη πατριαρχία του ήταν ήδη οξυμένα.

Μία από τις πρώτες ενέργειες του Ιωακείμ Γ΄ ήταν η έκδοση πατριαρχικής και συνοδικής εγκυκλίου το 1902, με την οποία καλούσε τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (και κυρίως αυτή της Ρωσίας) να προχωρήσουν σε μια διαδικασία διαλόγου με το Βατικανό με στόχο την επίτευξη ενός consensus (συμφωνία) μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών. Η κίνηση αυτή εκτός από το γεγονός ότι ήθελε να επιβεβαιώσει τους οικουμενιστικούς προσανατολισμούς του Πατριαρχείου σε μια περίοδο έντονων εθνοτικών αντιπαραθέσεων, κυρίως στο χώρο της Μακεδονίας, ήταν μια ετεροχρονισμένη απάντηση στην εγκύκλιο του πάπα Λέοντα ΙΓ΄ το 1894, με την οποία ο τελευταίος καλούσε τους ορθόδοξους χριστιανούς να ενωθούν με την Καθολική Εκκλησία. Ταυτόχρονα ο Ιωακείμ Γ΄ σύσφιξε τις σχέσεις μεταξύ Πατριαρχείου και άλλων μη Ορθόδοξων Εκκλησιών, όπως η Αγγλικανική, η Παλαιοκαθολική κ.λπ. Πάντως, ενώ είχε προετοιμάσει τον κατάλογο των 12 βασικών θεμάτων διορθόδοξου και διαχριστιανικού προβληματισμού, η σύγκληση της Τοπικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη δεν επιτεύχθηκε λόγω της σταθερής άρνησης της Υψηλής Πύλης να παραχωρήσει άδεια για τη διεξαγωγή της.

Ωστόσο η έκρηξη της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903 και η απαρχή του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), με τη στρατιωτική αντιπαράθεση ανταρτικών τμημάτων Ελλήνων και Βουλγάρων, είχε εκτραχύνει την πολιτική κατάσταση και το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπαθούσε να προστατεύσει το ορθόδοξο ποίμνιό του σε αυτόν το ζωτικό από κάθε άποψη γεωγραφικό χώρο. Ήδη στα ανώτερα κλιμάκια του ορθόδοξου κλήρου είχε εμφανιστεί μια νέα γενιά κληρικών, η οποία εμπνεόταν όλο και λιγότερο από τα οικουμενιστικά οράματα των προηγούμενων αιώνων. Αντίθετα δρούσε με βάση τη λογική της ταύτισης εθνικών συμφερόντων και ορθόδοξης χριστιανικής ταυτότητας (αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που η αντιπαράθεση στη Μακεδονία έλαβε το χαρακτήρα αντιπαράθεσης όχι Ελλήνων εναντίον Βουλγάρων αλλά πατριαρχικών εναντίον εξαρχικών/σχισματικών). Παραδείγματα τέτοιων αρχιερέων ήταν αυτά του Γερμανού Καραβαγγέλη8 και του Χρυσοστόμου Καλαφάτη.9 Η έντονη δραστηριότητα αυτού του κύκλου των ιεραρχών θα επιφέρει πολλά προβλήματα στο Πατριαρχείο, το οποίο θα δεχθεί έντονες πολιτικές πιέσεις από την πλευρά της Υψηλής Πύλης να την περιορίσει. Αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων είναι το λεγόμενο Μητροπολιτικό ζήτημα (1903-1908), δηλαδή η καταγγελία πολλών από τους μητροπολίτες αυτούς ως στοιχείων που επιβουλεύονται την οθωμανική νομιμότητα. Η μετάθεση του Καραβαγγέλη στη μητρόπολη Αμασείας και η αντίστοιχη μετάθεση του Καλαφάτη στη μητρόπολη Σμύρνης υπήρξαν επιλογές του Ιωακείμ για την εκτόνωση αυτής της κρίσης.

Γενικά ο Ιωακείμ Γ΄, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ των οικουμενιστικών του οραμάτων και των πραγματιστικών αναγκών που επέβαλλε η σκλήρυνση της στάσης του βουλγαρικού εθνικισμού (διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών στις πόλεις της Ανατολικής Ρωμυλίας και της παρευξείνιας ζώνης), ήρθε τελικά σε σύγκρουση με την πλειονότητα των αρχιερέων της Ιεράς Συνόδου10 που τον πίεζαν για μια περισσότερο «εθνική» εκκλησιαστική πολιτική. Ταυτόχρονα όμως είχε ενισχύσει τα ερείσματά του στα λαϊκά μέλη του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου, ενώ αντιμετώπιζε με επιτυχία τις πιέσεις από την πλευρά της οθωμανικής κυβέρνησης. Τα πράγματα όμως άλλαξαν σε σημαντικό βαθμό το 1908, με την επικράτηση της Επανάστασης των Νεότουρκων. Η πολιτική του νεοτουρκικού καθεστώτος οδήγησε στην επαναφορά ουσιαστικά του Προνομιακού ζητήματος με πολύ σκληρότερους όρους από τις κρίσεις του 1883/1884 και 1891. Ίσως αυτές τις αλλαγές να τις είχε διαισθανθεί ο Ιωακείμ όταν το Μάρτιο του 1908 συναίνεσε και παραχώρησε διά τόμου τη διαποίμανση των ελληνικών ορθόδοξων κοινοτήτων της διασποράς στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Στην ημερήσια διάταξη του νεοτουρκικού προγράμματος μπήκε η κατάργηση του δικαιώματος των χριστιανών ορθοδόξων να μην κατατάσσονται στον οθωμανικό στρατό έναντι στρατιωτικού φόρου, η παύση των εκπαιδευτικών αρμοδιοτήτων του Πατριαρχείου όσον αφορά τον καταρτισμό προγραμμάτων σπουδών για τα ελληνορθόδοξα εκπαιδευτήρια στην αυτοκρατορία, η κατάργηση του δικαιώματος να επιλύουν τα πνευματικά δικαστήρια των ορθοδόξων αστικές δίκες κ.λπ., και όλα αυτά σε μια προοπτική τερματισμού των εθνοτικών ιδιαιτεροτήτων και εθνικοποίησης των παλιών μιλλέτ της αυτοκρατορίας.

Ο Ιωακείμ Γ΄ είχε επιτύχει κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, να ιδρύσει ορφανοτροφείο θηλέων στη νήσο Πρώτη και αρρένων στη νήσο Πρίγκιπο, να συστήσει τη Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου, να ολοκληρώσει την οικοδομή των νοσοκομείων του Μπαλουκλί και άλλα πολλά. Ωστόσο, είχε καταφέρει να γίνει ακόμη μία φορά στόχος επιθέσεων από μέλη της Ιεράς Συνόδου, εξαιτίας της μη κλήσης το 1910-1911 του μητροπολίτη Χαλκηδόνος Γερμανού (του πρώην Ηρακλείας) ως μέλους της Συνόδου, μεγάλου του αντιπάλου και ηγέτη της αντιιωακειμικής παράταξης. Τελικά η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών έληξε σύντομα και ακολούθησε μια σύντομη περίοδος στενής συνεργασίας, που φυσικά είχε λογικό επακόλουθο να είναι καθορισμένη εκ των προτέρων η διαδοχή στον πατριαρχικό θρόνο.

Πράγματι ο Ιωακείμ Γ΄ πεθαίνει έπειτα από ολιγοήμερη ασθένεια στις 13 Νοεμβρίου 1912, λίγες μόνο μέρες μετά την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου. Η σημειολογία της κηδείας του, μέσα από τη μεγαλοπρέπειά της, είναι αποκαλυπτική για τη σπουδαιότητα του προσώπου και του έργου που επιτέλεσε για τα συμφέροντα των ελληνορθόδοξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πέρασμα από το 19ο στον 20ό αιώνα και ταυτόχρονα για το μεγάλο κύρος που έχαιρε τόσο από την πλευρά της οθωμανικής εξουσίας όσο και των άλλων μεγάλων ορθόδοξων δυνάμεων.11

5. Το Πατριαρχείο ως προέκταση του εθνικού κέντρου

Ο θάνατος του Ιωακείμ Γ΄ σηματοδοτεί την έναρξη της τέταρτης και τελευταίας φάσης της ιστορικής περιόδου που εξετάζουμε. Διάδοχός του, όπως προαναφέραμε ήταν ο μεγάλος του αντίπαλος, ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γερμανός (κατά κόσμον Γεώργιος Καβακόπουλος), που ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο ως Γερμανός Ε΄. Η εκλογή του έγινε στις 28 Ιανουαρίου 1913 και η πατριαρχία του διήρκεσε μέχρι τις 12 Οκτωβρίου 1918. Ο Γερμανός δηλαδή πατριάρχευσε στα πιο κρίσιμα χρόνια για τη μοίρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι και τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, που βρήκε την αυτοκρατορία ηττημένη στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Εάν ο Ιωακείμ Γ΄ έχαιρε της πολιτικής υποστήριξης της οικογένειας Ζαρίφη, ο Γερμανός έχαιρε αντίστοιχα της υποστήριξης της οικογένειας Στεφάνοβικ. Ο ίδιος μάλιστα είχε πείσει τον Παύλο Στεφάνοβικ να αναλάβει την εξολοκλήρου ανοικοδόμηση του κτηρίου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1896).

Ο Γερμανός εξελέγη πατριάρχης στην ηλικία των 73 ετών. Από την πατριαρχική εκλογή του 1887 το όνομά του διαγραφόταν διαρκώς από τους εκλογικούς καταλόγους που έστελνε το Πατριαρχείο στην Πύλη (σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κείμενο των Γενικών Κανονισμών), πιθανόν επειδή ακριβώς ως ηγέτης της αντιιωακειμικής μερίδας θεωρούνταν πιο κοντά στις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του πολιτεύθηκε εναντίον του πνεύματος και του γράμματος των Γενικών Κανονισμών,12 η Ιερά Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση των ονοματολατρών μεταξύ των Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος (1913), αλλά και αναγνωρίστηκε η επανίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας (1917).

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913) πυροδότησαν την έναρξη μιας σειράς από μετακινήσεις και ανταλλαγές των πληθυσμών στα Βαλκάνια. Το μεγαλύτερο λοιπόν πολιτικό πρόβλημα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Γερμανός ήταν το ζήτημα της αναγκαστικής μετακίνησης πληθυσμών που επέβαλε η στρατηγική εκκένωσης των παραλίων της δυτικής Μικράς Ασίας από τους ελληνικούς και αρμενικούς πληθυσμούς. Ο πατριάρχης Γερμανός Ε΄, γέρος και ασθενής, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις βασικές κατευθύνσεις της νεοτουρκικής πολιτικής. Έγιναν διαβήματα του Πατριαρχείου προς την Υψηλή Πύλη, χωρίς όμως απτά αποτελέσματα, ενώ ο Γερμανός είχε προστρέξει προς το ελληνικό κράτος για να προβεί σε διάβημα (αναποτελεσματικό επίσης) προς την Πύλη με τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας (προφανώς στηριζόμενος στις καλές σχέσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ με το γερμανικό παράγοντα). Η εξέλιξη όμως του πολέμου και η αποχώρηση των πρεσβευτών της Αντάντ από την Κωνσταντινούπολη δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα διπλωματικών ελιγμών του Πατριαρχείου. Η αναποτελεσματικότητα της πολιτικής του πατριάρχη προκάλεσε την αντίδραση της πλειονότητας των μελών της Ιεράς Συνόδου και του Μεικτού Συμβουλίου. Ο Γερμανός σε μια κίνηση απελπισίας έπαυσε 6 συνοδικούς αρχιερείς και τους αντικατέστησε με άλλους. Και η αλλαγή αυτή όμως στη σύνθεση της Ιεράς Συνόδου δεν είχε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα: ο πατριάρχης ήρθε αντιμέτωπος με ένα συνασπισμό τόσο γόνων νεοφαναριώτικων οικογενειών (όπως π.χ. ο Στέφανος Καραθεοδωρής) και εθνικιστών αρχιερέων (όπως ο Αίνου Ιωακείμ, ο Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης και ο Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης).

Το προσφυγικό πρόβλημα ήταν αυτό που αποτέλεσε το κοινωνικό υπόβαθρο αυτής της πολιτικής αντίδρασης. Έτσι, όταν το μέλλον της αυτοκρατορίας ήταν πλέον προδιαγεγραμμένο, η αντιπολίτευση εναντίον του έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις με συνέπεια να αναγκαστεί να υποβάλει την παραίτησή του στις 12 Οκτωβρίου του 1918, όπως προαναφέραμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον ίδιο μήνα ο μητροπολίτης Αίνου Ιωακείμ, ο οποίος συσπείρωσε την αντιπολίτευση των συνοδικών αρχιερέων και των μελών του Μεικτού Συμβουλίου εναντίον του Γερμανού, ήταν αυτός που τέθηκε επικεφαλής της «Πατριαρχικής Κεντρικής Επιτροπής υπέρ των μετατοπισθέντων ελληνικών πληθυσμών».

Η παραίτηση ωστόσο του Γερμανού οδήγησε σε μια μακρά (τριετή) χηρεία του οικουμενικού θρόνου (όχι απαραίτητα και ακυβερνησία) μέχρι και την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του Μελετίου Δ΄ το Νοέμβριο του 1921. Τη διετία που ακολούθησε την παραίτηση Γερμανού, ο τοποτηρητής του οικουμενικού θρόνου μητροπολίτης Προύσης Δωρόθεος αναδείχθηκε ισχυρή προσωπικότητα στο Πατριαρχείο. Βέβαια ο κύριος υπεύθυνος για την αναβολή της πατριαρχικής εκλογής ήταν η ελληνική κυβέρνηση, όμως η αναβολή εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι, σύμφωνα με την προπολεμική κατάσταση πραγμάτων που οριζόταν από το κείμενο των Γενικών Κανονισμών, η εκλογή έπρεπε να επικυρωθεί από το σουλτάνο. Τόσο το Πατριαρχείο όσο και η ελληνική κυβέρνηση θα ήθελαν να αποφύγουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, από τη στιγμή που ήταν σε εκκρεμότητα το ζήτημα της εδαφικής επέκτασης του ελληνικού βασιλείου εις βάρος της ηττημένης αυτοκρατορίας. Φυσικά η Αθήνα πολύ γρήγορα (Απρίλιος 1919) έκανε φανερή την πρόθεσή της να εκλέξει στη θέση του πατριάρχη το Μελέτιο Μεταξάκη, ο οποίος ήταν γνωστός για τα φιλοβενιζελικά του αισθήματα και είχε εκλεγεί στη θέση του μητροπολίτη Αθηνών το Φεβρουάριο του 1918. Από την άλλη η ίδια η Πύλη σε καθεστώς αιχμαλωσίας ουσιαστικά μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τα συμμαχικά στρατεύματα δεν ήταν σε θέση να επιβάλει την ισχύ των Γενικών Κανονισμών που προέβλεπαν το χρονικό διάστημα των δύο μηνών για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της εκλογής.

Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (28/10-8-1920) και η προκήρυξη εκλογών από το Βενιζέλο την 1η Νοεμβρίου του 1920 μετέθεσαν το ζήτημα της εκλογής πέραν του Νοεμβρίου. Η απώλεια όμως των εκλογών από το Βενιζέλο άλλαξε τους συσχετισμούς μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης στο ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής. Η εμφανής πολιτική επιρροή των βενιζελικών στη δεύτερη, κυρίως μέσω της δράσης της οργάνωσης της «Άμυνας», και οι φόβοι των δύο συλλογικών σωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου ότι η νέα φιλοβασιλική κυβέρνηση στην Ελλάδα δε θα ακολουθούσε την ίδια πολιτική με την προγενέστερη βενιζελική όσον αφορά τη συνέχιση του πολέμου έφεραν τα πράγματα σε κάποιο αδιέξοδο.

Η Αθήνα προσανατολίστηκε στο να επαναφέρει στον πατριαρχικό θρόνο τον παραιτηθέντα πατριάρχη Γερμανό Ε΄, θέλοντας να αποφύγει το ενδεχόμενο να δει το βενιζελικό Μεταξάκη να γίνεται πατριάρχης. Με βασιλικό διάταγμα μάλιστα τον εξανάγκασε να αποχωρήσει από την Αθήνα, αν και διατήρησε την ιδιότητα του μητροπολίτη Αθηνών. Ο Μεταξάκης αναχώρησε το επόμενο διάστημα στην Αμερική (για δεύτερη φορά στη θυελλώδη καριέρα του), όπου εργάστηκε για τη διοργάνωση της ορθόδοξης αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής, ενώ ίδρυσε τον Οκτώβριο του 1921 το σεμινάριο του Αγίου Αθανασίου. Εν τω μεταξύ ο θάνατος του Γερμανού Ε΄, το Δεκέμβριο του 1920, και η απόφαση της κυβέρνησης Δημητρίου Γούναρη για συνέχιση του πολέμου (Μάρτιος 1921) έδωσαν κάποιες προοπτικές για συμβιβασμό μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Ο ξαφνικός θάνατος όμως του τοποτηρητή Δωροθέου στις 6 Μαρτίου στο Λονδίνο έδωσε την αφορμή για παράταση της κατάστασης χηρείας του οικουμενικού θρόνου για άλλους 9 περίπου μήνες. Η σορός του Δωροθέου μεταφέρθηκε και αποτέθηκε στο νεκροταφείο του Μπαλουκλί στην Κωνσταντινούπολη, ανοίγοντας το δρόμο στην εκλογή νέου πατριάρχη. Η εκλογή όμως δεν έγινε αμέσως. Ο διάδοχός του στη θέση της τοποτηρητείας Καισαρείας Νικόλαος είναι ενδιαφέρον ότι πήρε πρωτοβουλίες ούτως ώστε οι βενιζελικοί αξιωματικοί της «Εθνικής Άμυνας» να τεθούν υπό τον έλεγχο της φιλοβασιλικής πλέον ελληνικής κυβέρνησης – γεγονός που προκάλεσε τις αντιδράσεις του βρετανικού παράγοντα.

Εν τω μεταξύ η ιεραρχία του οικουμενικού θρόνου έλαβε την άδεια από την κυβέρνηση Γούναρη και συγκάλεσε συνέδριο από 40 αρχιερείς στην Αδριανούπολη. Στις 29 Μαΐου 1921 η σύνοδος αυτή των αρχιερέων συνέταξε υπόμνημα προς το νέο τοποτηρητή με δύο βασικά σημεία: την αναβολή της πατριαρχικής εκλογής και το αίτημα για συμμετοχή στην εκλογή, όποτε αυτή γίνει, του συνόλου της ιεραρχίας αλλά και των λαϊκών αντιπροσώπων από όλες τις επαρχίες του οικουμενικού θρόνου. Ουσιαστικά ήταν μια έμμεση αποδοχή της πολιτικής γραμμής παράτασης της τοποτηρητείας από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση από τη στιγμή που η επιλογή της να επαναφέρει το Γερμανό Ε΄ δεν μπορούσε να εκπληρωθεί.

Τελικά τα δύο σώματα του Πατριαρχείου συνεδρίασαν την 1η Οκτωβρίου 1921 και αποφάσισαν να προβούν στην εκλογή πατριάρχη. Όταν όμως στις 25 Νοεμβρίου άρχισε να συνεδριάζει η λεγόμενη εκλογική συνέλευση η πλειονότητα των μελών της Ιεράς Συνόδου13 απείχε της διαδικασίας με επιχείρημα τη μη ικανή συμμετοχή αρχιερέων στη συνέλευση.14 Στην πραγματικότητα η πλειονότητα της Ιεράς Συνόδου συνέπλεε με το φιλοβασιλικό πλέον εθνικό κέντρο θέλοντας να αποφύγει την εκλογή Μεταξάκη, η μειονότητα όμως και η παρουσία Αμυνιτών αξιωματικών στο Πατριαρχείο οδηγούσαν τα πράγματα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η εκλογική συνέλευση προχώρησε τελικά στη συγκρότηση του τριπροσώπου από τους Καισαρείας Νικόλαο, Αθηνών Μελετίου και Αμασείας Γερμανό. Στην τελική ψηφοφορία Οικουμενικός Πατριάρχης αναδείχθηκε ο Μελέτιος Μεταξάκης ως Μελέτιος Δ΄ με πλειοψηφία 16 ψήφων, ενώ οι άλλοι δύο υποψήφιοι πήραν από μία ψήφο. Για πρώτη φορά ένας μητροπολίτης Αθηνών καταλάμβανε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης: η Μεγάλη Ιδέα επικρατούσε στο Πατριαρχείο την ίδια στιγμή που επέκειτο η πολιτική της συντριβή στα πεδία των μαχών.

Εν τω μεταξύ οι επτά συνοδικοί έχοντας την υποστήριξη της Αθήνας συγκάλεσαν σύσκεψη της ιεραρχίας στη Θεσσαλονίκη, στις 16-22 Δεκεμβρίου 1921, η οποία αποφάσισε να μην αναγνωρίσει τα γενόμενα στην εκλογική συνέλευση της Κωνσταντινούπολης ως αντικανονικά, ενώ απέστειλε τηλεγράφημα στο Μεταξάκη με εντολή να παραμείνει στην Αμερική.

Ο Μεταξάκης όμως ήρθε τελικά στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιανουαρίου 1922, οπότε και έγινε η ανακήρυξή του σε Οικουμενικό Πατριάρχη. Η εκλογή του Μεταξάκη όμως προκάλεσε την αντίδραση της Κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης, την οποία θεώρησε παράνομη από τη στιγμή που ο Μελέτιος δεν είχε την οθωμανική υπηκοότητα. Ωστόσο την ίδια στάση απόρριψης έναντι του Μελετίου κράτησε και η (φιλομοναρχική) κυβέρνηση των Αθηνών για ευνόητους λόγους. Ο Μελέτιος στηρίχθηκε από τους βενιζελικούς της «Εθνικής Άμυνας» και αποτέλεσε μόνιμη πηγή προβλημάτων για το κωνσταντινικό καθεστώς. Η επιρροή της κυβέρνησης των Αθηνών σε επτά μέλη της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης (την πλειονότητα δηλαδή, εφόσον το σώμα των ιεραρχών ήταν δωδεκαμελές), τα οποία αμφισβήτησαν την κανονικότητα της εκλογής, όξυναν ακόμη περισσότερο την αντιπαράθεση. Η Σύνοδος μάλιστα της Εκκλησίας της Ελλάδος (22-29 Δεκεμβρίου 1921) προχώρησε σε καθαίρεση του Μελετίου «από του υψηλού της αρχιερωσύνης αξιώματος», λόγω φυσικά της αντικανονικότητας της εκλογής αλλά και εξαιτίας της δράσης του στην Αμερική, όπου και κατέφυγε αμέσως μετά την έκπτωσή του από τη θέση του αρχιεπισκόπου, με στόχο υποτίθεται να αναδιοργανώσει την εκεί Ορθόδοξη Εκκλησία. Η κυβέρνηση επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου με το βασιλικό διάταγμα της 25ης Ιανουαρίου 1922. Η απόφαση αυτή, της οποίας την αντικανονικότητα επικαλέστηκε το Πατριαρχείο, αποτελούσε ασφαλώς την απάντηση του βασιλιά Κωνσταντίνου στην «απειθαρχία» που επέδειξαν οι πρωταγωνιστές της εκλογής Μεταξάκη στην Κωνσταντινούπολη.

Σε απάντηση της κίνησης αυτής η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλαβε απόφαση (1 Μαρτίου 1922) που ανέτρεπε παλιότερη απόφασή της (του 1908 επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄), με την οποία έθετε τις ορθόδοξες αρχιεπισκοπές και μητροπόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής υπό τη δικαιοδοσία της Ελλαδικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Με την απόφαση αυτή ο έλεγχος των εκκλησιαστικών αυτών εδρών επανερχόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Φυσικά μόνο ένα είδος τραγικής ειρωνείας μπορεί να δικαιολογήσει την ανατροπή μιας «εθνοκεντρικής» απόφασης ενός παραδοσιακού «οικουμενιστή» Πατριάρχη, όπως ο Ιωακείμ Γ΄, από ένα δηλωμένο εθνικιστή, όπως ο Μελέτιος. Η σφοδρότητα όμως της σύγκρουσης φιλομοναρχικών και βενιζελικών στην πραγματικότητα διέλυε τον οικουμενισμό, όπως αυτός εμπεδώθηκε ως κυρίαρχη ιδεολογία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήδη από το 19ο αιώνα, προωθώντας ένα μοντέλο εθνικοποίησης της Εκκλησίας, που ήταν συμβατό με τα μεγαλοϊδεατικά οράματα του 20ού αιώνα. Ο οικουμενισμός, όπως αυτός εκπροσωπήθηκε από κύκλους ιεραρχών και γύρω από τις σημαντικές προσωπικότητες πατριαρχών όπως ο Γρηγόριος ΣΤ΄, ο Ιωακείμ Β΄ και ο Ιωακείμ Γ΄, υπήρξε μια προσπάθεια εγκόλπωσης και άμβλυνσης των βασικών εθνοκεντρικών επιχειρημάτων, μέσα στο πλαίσιο της ηγεμονικής ιδεολογίας του οθωμανισμού (και αργότερα του πανισλαμισμού). Η τριετία 1919-1922 έδειξε ότι σε μεγάλο μέρος η ασυμβατότητά του με τις πολιτικές επέκτασης του νεοελληνικού κράτους ήταν ευθέως ανάλογη με την αδυναμία του να αναπαραγάγει τον ηγεμονικό αυτό λόγο, παρά μόνο αν ταυτιζόταν σε κάποιο βαθμό με μια εκδοχή του νεοελληνικού εθνικισμού. Η συμμαχία των επτά συνοδικών, κληρονόμων αυτού του «οικουμενικού πνεύματος» του 19ου αιώνα, με τους κωνσταντινικούς της «Παλαιάς Ελλάδας» έδειχνε τα όρια της υπεράσπισης του αυτοκρατορικού παρελθόντος.

Η πορεία των πραγμάτων με τη Μικρασιατική Καταστροφή το καλοκαίρι του 1922 ήταν προδιαγεγραμμένη: στην πραγματικότητα είχε σημάνει την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας είτε στη βενιζελική είτε στη βασιλική της εκδοχή. Η δυσπιστία του εθνικού κέντρου προς την εθναρχούσα εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ο φόβος της πρώτης ότι η συνεργασία με τη δεύτερη ήταν πολύ πιθανόν να φέρει την παλινόρθωση του βενιζελισμού στο εθνικό κέντρο της Ελλάδας οδήγησαν σε αδιέξοδο τη σταθερή διάθεση της Κωνσταντινούπολης να αντιμετωπιστεί το εθνικό ζήτημα με κίνημα που θα αυτονομούσε τη Μικρά Ασία.

Στο μεταίχμιο αυτών των δύο εποχών ο Μελέτιος Δ΄ παρέμεινε στον πατριαρχικό θρόνο. Το κίνημα του Πλαστήρα στις 11/24 Σεπτεμβρίου 1922, η απώλεια της Ανατολικής Θράκης και η αντίστοιχη επικράτηση των κεμαλικών στην Τουρκία δεν οδήγησαν στην άμεση αποπομπή του από τον πατριαρχικό θρόνο. Και ο βασικός λόγος ήταν ότι είχε τεθεί υπό την προστασία των συμμαχικών δυνάμεων, και κυρίως της αγγλικής πρεσβείας. Η ανάγκη εξάλλου να υφίσταται αναγνωρισμένος Οικουμενικός Πατριάρχης τη χρονική στιγμή που θα διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο εθνικών κρατών (στην περίπτωσή μας αυτές που θα οδηγήσουν στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης) οδήγησε την Ιερά Σύνοδο να αναγνωρίσει το Μελέτιο ως πατριάρχη. Ωστόσο ήταν φυσικό από την πλευρά του κεμαλικού καθεστώτος ο Μελέτιος να θεωρείται από τις αιχμές του νεοελληνικού εθνικισμού, για αυτό στις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης τέθηκε ζήτημα αποπομπής του. Μάλιστα το αίτημα τέθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο από τον ίδιο τον Ισμέτ Ινονού, επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας. Το αίτημα έγινε δεκτό από το Βενιζέλο, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε από τον πατριάρχη να υποβάλει την παραίτησή του. Άλλωστε η προτεραιότητα εκείνη τη στιγμή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν να παραμείνει η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι και όχι η διάσωση των προσώπων. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο Μελέτιος είχε εκφράσει την άποψή του ότι η έδρα του Πατριαρχείου θα έπρεπε να μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη στο Άγιον Όρος ή ακόμα και στη Θεσσαλονίκη. Ο Πατριάρχης κατ’ αυτόν θα μετατρεπόταν σε απλό αρχιεπίσκοπο, εάν το ποίμνιό του περιοριζόταν στον αριθμό των 200.000 πιστών.

Η αυξανόμενη πίεση λοιπόν από την πλευρά του Βενιζέλου οδήγησε τελικά στην επικράτηση της άποψης του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Πράγματι ο Μελέτιος, για να διευκολύνει την ειρήνευση μεταξύ των δύο πλευρών, στις 10 Ιουλίου 1923, δεκατέσσερις μέρες πριν από από την υπογραφή της συνθήκης, αναχώρησε με την άδεια των δύο σωμάτων του Πατριαρχείου, από την Κωνσταντινούπολη στο Άγιον Όρος. Από εκεί, μετά την υπογραφή της συνθήκης, έστειλε την παραίτησή του από τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη στις 20 Σεπτεμβρίου 1923. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ταυτόχρονη συρρίκνωση του ελληνισμού στο «εθνικό κέντρο» είχαν οδηγήσει σε μια νέα εποχή και το θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

1. Στους Γέροντες περιλαμβάνονταν οι μητροπολίτες των πλησιόχωρων στην Κωνσταντινούπολη μητροπόλεων, δηλαδή αυτών που είχαν τη δυνατότητα μόνιμης παραμονής στην οθωμανική πρωτεύουσα. Αυτοί ήταν καταρχάς οι μητροπολίτες Ηρακλείας, Κυζίκου, Νικομηδείας, Νικαίας και Χαλκηδόνος. Αργότερα στον πυρήνα αυτών των μητροπολιτών προστέθηκαν και οι μητροπολίτες Δέρκων, Εφέσου και Καισαρείας.

2. Είναι γνωστό ότι κομβικά σημεία στην εξέλιξή τους ήταν η έκδοση δύο αυτοκρατορικών διαταγμάτων: του Hatt-ı Şerif το 1839 και του Hatt-ı Hümayun το 1856.

3. Στην περίπτωση του πατριάρχη Γρηγορίου διατηρήθηκε η προνομιακή σχέση που είχε με την οικογένεια Αριστάρχη, αλλά κυρίως με τη ρωσική πρεσβεία. Στην περίπτωση του πατριάρχη Ανθίμου η προνομιακή του σχέση κατά την πρώτη του πατριαρχία με τους Στέφανο Βογορίδη και Αλέξανδρο Φωτιάδη αντικαταστάθηκε στη μετά τους Γενικούς Κανονισμούς περίοδο με την προνομιακή του σχέση με την οικογένεια Μουσούρου. Τέλος, η προνομιακή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του πατριάρχη Ιωακείμ και των δύο ισχυρών τραπεζιτών Γεωργίου Ζαρίφη και Χρηστάκη Ζωγράφου υποκατέστησε την αντίστοιχη σχέση προστασίας του Ιωακείμ από τον Ιωάννη Ψυχάρη (και εν μέρει με το Ν. Αριστάρχη).

4. Τα πιο σημαντικά είναι τα εξής: το σχέδιο του Ιωακείμ Β΄ το 1861, η συγκρότηση Μεικτής Επιτροπής το 1864 επί πατριαρχίας Σωφρονίου Γ΄, καθώς και τα δύο σχέδια του φιλορώσου πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ το 1868 και 1869, όταν και εισάγεται προς χρήση ο όρος εξαρχία, ο οποίος υποδήλωνε υπαγωγή στην πνευματική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου.

5. Ο Ζαρίφης και ο Ζωγράφος εν τω μεταξύ είχαν κυριαρχήσει και σε κοινωνικό επίπεδο με τη δυναμική είσοδό τους στη δημιουργία συλλόγων, όπως ο Θρακικός και Ηπειρωτικός, που αμφισβητούσαν στην πραγματικότητα την ιδεολογική ηγεμονία και τον κεντρικό καθοδηγητικό ρόλο του Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως.

6. Ο Γεώργιος Ζαρίφης, πολιτικός προστάτης και του πνευματικού μέντορά του Ιωακείμ Β΄, ήταν ουσιαστικά υπεύθυνος για την ανάδειξή του σε πατριάρχη το 1878, ενώ ο γιος του Λεωνίδας υποστήριξε την επανεκλογή του το 1901.

7. Έστω και εάν το 1901 η πτώση του πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε΄ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας χρεώθηκε σε ανορθόδοξους πολιτικούς χειρισμούς από πλευράς Ιωακείμ.

8. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης στάλθηκε στη μητρόπολη Καστοριάς το 1900 πριν από την άνοδο του Ιωακείμ Γ΄ στη θέση του πατριάρχη.

9. Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης διατέλεσε μητροπολίτης Δράμας (1902-1910) και μετέπειτα Σμύρνης (1910-1922).

10. Αφορά την κίνηση των 8 συνοδικών το 1904 εξαιτίας του χειρισμού από τον Ιωακείμ του θέματος που προέκυψε από τον τρόπο εκλογής των μητροπολιτών Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

11. Βλ. Παράθεμα.

12. Όπως, για παράδειγμα, τη σύγκληση της Ιεράς Συνόδου αριστίνδην και όχι με βάση τον κατάλογο των μητροπόλεων που προέβλεπαν οι Κανονισμοί.

13. Οι μητροπολίτες Κυζίκου Κωνσταντίνος, ο Πισιδίας Γεράσιμος, ο Αίνου Ιωακείμ, ο Βιζύης Άνθιμος, ο Σηλυβρίας Ευγένιος, ο Τυρολόης Χρυσόστομος και ο Δαρδανελίων Ειρηναίος.

14. Πράγματι εκ συνόλου 68 αρχιερέων που είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν παρίσταντο μόνο 13, ενώ άλλοι 5 απέστειλαν την ψήφο τους, αναθέτοντας τη χρήση της στους παριστάμενους μητροπολίτες.



Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (4/7/2008)
Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως 1839-1923», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Τράπεζες και ρωμιοί τραπεζίτες στην Κωνσταντινούπολη


1. Η διαμόρφωση της ομάδας των τραπεζιτών του Γαλατά 


Κατά το 19ο αιώνα εμφανίστηκε μια ισχυρή ομάδα ελληνορθόδοξων τραπεζιτών που δραστηριοποιήθηκαν στα δημόσια οικονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και σε άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Ποιοι ήταν, όμως, αυτοί οι τραπεζίτες; Επρόκειτο για τα μέλη μιας δυναμικής και αναπτυσσόμενης ομάδας επιχειρηματιών, ανάμεσα στους οποίους προεξάρχοντες ήταν οι: Νικόλαος και Γεώργιος Ζαρίφης, Στέφανος Ζαφειρόπουλος, Χρηστάκης Ζωγράφος, Αλέξανδρος Μαυρογορδάτος, Παύλος Στεφάνοβικ-Σκυλίσσης, Ανδρέας Συγγρός, για να αναφερθούμε στους περισσότερο γνωστούς. Οι συγκεκριμένοι συμπεριλαμβάνονταν στην ομάδα των τραπεζιτών του Γαλατά, που ονομάστηκε έτσι λόγω της έδρας των πιστωτικών τους ιδρυμάτων στην περιοχή αυτή. Μαζί με τραπεζίτες από άλλες εθνοθρησκευτικές κοινότητες της αυτοκρατορίας, όπως Αρμένιους και Εβραίους, αλλά και κεφαλαιούχους από ευρωπαϊκά κράτη που εγκαταστάθηκαν στην Πόλη κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, για να ασκήσουν τραπεζικές εργασίες, διαμόρφωσαν μια διακριτή εξειδικευμένη επιχειρηματική ομάδα.


Οι σχέσεις της ομάδας αυτής ήταν σύνθετες καθώς εγγράφονται σε ένα επιχειρηματικό και συγγενικό δίκτυο. Σε επιχειρηματικό επίπεδο οι Ρωμιοί τραπεζίτες του Γαλατά είχαν αφετηρία τους ιδιωτικές επιχειρήσεις με κύριο τομέα απασχόλησης το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ο τομέας αυτός γνώρισε μεγάλες αλλαγές λόγω του ελεύθερου εμπορίου, μετά το 1838, αρχικά με τη Βρετανία και στη συνέχεια και με άλλες δυτικές χώρες. Παρότι το ελεύθερο εμπόριο με άλλα κράτη δεν οδήγησε στην επιβολή ανάλογου καθεστώτος στο εσωτερικό εμπόριο, καθώς διατηρήθηκαν για δεκαετίες οι εσωτερικοί δασμοί, επέτρεψε τη σταδιακή αύξηση του όγκου των συναλλαγών ανεβάζοντας αισθητά την αξία τους σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, το εμπόριο δημιουργούσε μεγάλες ευκαιρίες για σταθερά κέρδη σε όσους επένδυσαν σε αυτό τον τομέα, παρά τον ασταθή και απρόβλεπτο χαρακτήρα των εμπορικών πράξεων. Ειδικότερα για το εξωτερικό εμπόριο αναπτύχθηκαν πιστωτικές πρακτικές, όπως η προαγορά, που εμπεριείχαν υψηλό ρίσκο καθώς δεν κάλυπταν πάντα την πιθανότητα κακής σοδειάς. Αντίστοιχα προβλήματα υπήρχαν και στο εισαγωγικό εμπόριο αλλά και σε αυτό που σχετιζόταν με τις διατροφικές ανάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Κωνσταντινούπολη. Από την άλλη πλευρά μια σειρά από ειδικές συγκυρίες, όπως για παράδειγμα ο Κριμαϊκός πόλεμος, οδήγησαν στην αύξηση των εισαγωγών αλλά και την άνοδο των τιμών των δημητριακών, από τα οποία επωφελήθηκαν όσοι εμπορεύονταν σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη. Σε κάθε περίπτωση το εμπόριο, παρά τους κινδύνους του, διαμόρφωσε μεγάλο περιθώριο κέρδους, κινητοποίησε διαθέσιμα κεφάλαια και δημιούργησε υψηλές προσδοκίες κυρίως στους μη μουσουλμάνους, που αισθάνονταν επιπλέον μεγαλύτερη ασφάλεια με την εισαγωγή της ισονομίας με τους μουσουλμάνους κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων.


Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε μια ισχυρή ομάδα Ρωμιών επιχειρηματιών αλλά και Ελλήνων υπηκόων, που μαζί με Αρμένιους, Εβραίους και μουσουλμάνους κεφαλαιούχους εκμεταλλεύτηκαν τις ευνοϊκές συνθήκες για το εμπόριο που επικράτησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά το 19ο αιώνα και συνέδεσαν τις τύχες τους με την πορεία της οθωμανικής οικονομίας. Από αυτή την ομάδα ξεπήδησαν οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες του Γαλατά. Ας σημειωθεί ότι οι τραπεζίτες αυτοί διέθεταν στην πλειονότητά τους και την οθωμανική υπηκοότητα, παρότι πολλοί επιδίωξαν και απέκτησαν την υπηκοότητα και άλλων κρατών, κυρίως την ελληνική, αλλά και τη βρετανική, τη γαλλική και την ολλανδική.


2. Οι εσωτερικές διασυνδέσεις της τραπεζικής ομάδας


Αν και υπήρχαν περιπτώσεις ανταγωνισμού, πολλοί από τους επιχειρηματίες αυτούς ανέπτυξαν ισχυρές συνεργασίες, οι οποίες συχνά εκτείνονταν σε βάθος χρόνου, και οργάνωσαν εμπορικά δίκτυα που τους επέτρεψαν να εκμεταλλευτούν τις επιχειρηματικές ευκαιρίες σε διαφορετικά μέρη της αυτοκρατορίας. Η τηλεγραφική σύνδεση της οθωμανικής επικράτειας με την Ευρώπη και η επέκταση του τηλεγράφου στα κυριότερα εμπορικά κέντρα της χώρας διευκόλυναν αυτές τις δραστηριότητες, όπως επίσης τις διευκόλυνε η ανάπτυξη των μεταφορών με το σιδηρόδρομο και την ατμοπλοϊκή συγκοινωνία. Ωστόσο, η διασύνδεση αυτών των
επιχειρηματιών μεταξύ τους δεν περιορίστηκε στο επιχειρηματικό επίπεδο αλλά επεκτάθηκε και στις γαμήλιες στρατηγικές τους. Οι κεφαλαιούχοι αυτοί ήταν συνήθως αρχηγοί οικογενειών που επέλεγαν για τους γιους και τις κόρες τους σύζυγο από τον ίδιο κοινωνικό χώρο. Συχνά οι επιλογές αυτές επισφράγιζαν μια υπάρχουσα επιχειρηματική συνεργασία ή διευκόλυναν μια νέα. Ας αναφέρουμε, για παράδειγμα, το γάμο του Γεώργιου Ζαρίφη με την Ελένη Ζαφειροπούλου, κόρη του Στέφανου Ζαφειρόπουλου, συνεργάτη του Ζαρίφη, ή αργότερα την επιγαμία ανάμεσα στην οικογένεια Ευγενίδη και την οικογένεια Ζαρίφη. Τα επιχειρηματικά δίκτυα που συναντούμε την περίοδο εκείνη γρήγορα απέκτησαν μια δυναμική, στηρίχτηκαν, όμως, σε ατομικές επιχειρήσεις ή συνεργασίες που έχουν για βάση τους τη συγγένεια. Τα γνωρίσματα αυτά διακρίνουν τους επιχειρηματίες όλων των εθνοθρησκευτικών ομάδων της αυτοκρατορίας και όχι μόνο τους ελληνορθόδοξους.


3. Η ακμή της τραπεζικής ομάδας του Γαλατά – Η οικονομική συγκυρία


Η κατάσταση εκείνη που επέτρεψε την ανάδειξη των τραπεζικών εργασιών και κατ’ επέκταση την παρουσία της ομάδας των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών σχετίζεται με την εμφάνιση του δημόσιου δανεισμού του οθωμανικού κράτους, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1850. Το 1854 το οθωμανικό δημόσιο δανείστηκε πρώτη φορά 3 εκατομμύρια λίρες στερλίνες από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Επρόκειτο για την αρχή μιας πορείας η οποία σώρευσε μέσα σε ένα διάστημα περίπου είκοσι ετών ένα εξωτερικό χρέος που ξεπέρασε τα 250 εκατομμύρια. Οι όροι των οθωμανικών δανείων ήταν συχνά επαχθείς με αποτέλεσμα το πραγματικό ποσό που εισέρρευσε στα ταμεία του οθωμανικού κράτους να μην ξεπεράσει τα 140 εκατομμύρια. Αλλά οι υποχρεώσεις του οθωμανικού κράτους αφορούσαν την εξυπηρέτηση του ονομαστικού χρέους με αποτέλεσμα τη δραματική επιβάρυνση των δαπανών για την αποπληρωμή του χρέους και την αύξηση της φορολογίας. Στα 1875 το οθωμανικό κράτος ανακοίνωσε την παύση της εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους του και την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές του για την επίλυση του προβλήματος. Στα 1881 δημιουργήθηκε η Υπηρεσία του Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους, στην ουσία ένας μηχανισμός ελέγχου των πιστωτών της χώρας, η οποία διαχειρίστηκε έσοδα του οθωμανικού κράτους για να εξυπηρετήσει το υπάρχον χρέος της χώρας. Παρά τη βελτίωση των οθωμανικών δημόσιων οικονομικών που σε κάποιο βαθμό οφειλόταν στην Υπηρεσία του Χρέους, ο οθωμανικός δημόσιος δανεισμός συνεχίστηκε με ένταση μέχρι και τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου.


Η στροφή του οθωμανικού κράτους στον εξωτερικό δανεισμό συνδέεται άμεσα με τις μεταρρυθμιστική κατεύθυνση της χώρας κατά το 19ο αιώνα. Η περίοδος του Τανζιμάτ, όπως είναι γνωστές οι μεταρρυθμίσεις από το 1839 έως το 1876, οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στο υπάρχον νομικό πλαίσιο με την εισαγωγή νομοθεσίας σε διαφορετικά πεδία, την ενίσχυση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και κυρίως με την εισαγωγή της ισονομίας μουσουλμάνων με τους μη μουσουλμάνους, που αναιρούσε ένα θεμέλιο του ισλαμικού δημόσιου δικαίου. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, απαιτούσαν σημαντικές δαπάνες σε τομείς όπως η διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση, το εκπαιδευτικό σύστημα και οι υποδομές της χώρας. Παρότι ο δημόσιος δανεισμός της χώρας είχε στόχο να καλύψει αυτές τις ανάγκες και μεγάλο μέρος απορροφήθηκε στους συγκεκριμένους τομείς, από ένα σημείο και μετά όλο και μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού δανεισμού κατέληγε να εξυπηρετεί το υπάρχον χρέος.


Στην πράξη οι άμεσες ταμειακές ανάγκες του οθωμανικού δημοσίου αυξάνονταν συνεχώς, αλλά δεν μπορούσαν πάντα να καλύπτονται από τον εξωτερικό δανεισμό. Η σύναψη ενός δανείου στις δυτικές χρηματαγορές ήταν πολύπλοκη και χρονοβόρα υπόθεση, ενώ οι όροι των δανείων ήταν επαχθείς. Από την άλλη πλευρά η φορολογική βάση του οθωμανικού κράτους στηριζόταν στη φορολογία σε είδος, η οποία συλλεγόταν μετά τις σοδειές με αποτέλεσμα το οθωμανικό θησαυροφυλάκιο να μην έχει πάντα στη διάθεσή του επαρκή χρηματικά διαθέσιμα. Έτσι, για τις χρηματικές ανάγκες του το οθωμανικό κράτος στράφηκε στον εσωτερικό δανεισμό, αναπτύσσοντας ένα βραχυπρόθεσμο κυμαινόμενο χρέος, το οποίο, αν και σε όγκο ήταν πολύ χαμηλότερο του εξωτερικού, γινόταν με διαφορετικούς όρους και απέκτησε μεγάλη βαρύτητα.


Οι τραπεζίτες του Γαλατά, και κυρίως οι ελληνορθόδοξοι, έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Οι κεφαλαιούχοι αυτοί ανέλαβαν να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του οθωμανικού χρέους συγκεντρώνοντας χρήματα για το σκοπό αυτό πέραν των ιδίων κεφαλαίων τους. Στο βαθμό που δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα αρχεία των επιχειρήσεων αυτών είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε ποιο ακριβώς ήταν το ύψος των δικών τους κεφαλαίων και ποιο το ύψος των κεφαλαίων άλλων επενδυτών, τα οποία διαχειρίζονταν έναντι προμήθειας. Έχοντας ήδη επωφεληθεί από το νέο θεσμικό πλαίσιο που διασφάλιζε την περιουσία ακόμη και όσων δεν είχαν οθωμανική υπηκοότητα και διαθέτοντας επαφές με τις δυτικές αγορές λόγω της εμπειρίας και των σχέσεων που είχαν αναπτύξει στον εμπορικό τομέα, οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες μετατράπηκαν σε προνομιακούς δανειστές του οθωμανικού κράτους στο πεδίο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επικερδής.


Ο βασικός μηχανισμός κερδοφορίας αυτής της δραστηριότητας φαίνεται πως ήταν η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού στην Ευρώπη και αυτά που οι ίδιοι χρέωναν στο θησαυροφυλάκιο. Είναι γνωστό ότι τα επιτόκια δανεισμού στην αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα υψηλά στην οθωμανική επικράτεια, μάλιστα σε ορισμένες περιοχές ήταν δυσθεώρητα, σε αντίθεση με αυτά που ίσχυαν στις δυτικές χρηματαγορές, που κυμαίνονταν ανάμεσα στο 3 με 7%. Βέβαια, οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες, και οι τραπεζίτες του Γαλατά γενικότερα, ασκούσαν μια καθ’ όλα αποδεκτή εργασία, τουλάχιστον με βάση τα επιχειρηματικά δεδομένα της εποχής. Εξάλλου στον τομέα του βραχυπρόθεσμου δανεισμού δραστηριοποιούνταν και η αγγλογαλλικών συμφερόντων Οθωμανική Τράπεζα και, από ένα σημείο και μετά, αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες.


Το βέβαιο πάντως είναι ότι κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870 ο ελληνορθόδοξος επιχειρηματικός κόσμος της Κωνσταντινούπολης γνώρισε κάποιες αλλαγές. Αρχικά μεγάλο μέρος των κεφαλαίων του διοχετεύτηκε στις τραπεζικές εργασίες. Αυτό δε σημαίνει ότι σταμάτησε η εμπορική δραστηριότητα. Οι τραπεζικοί οίκοι που δημιουργήθηκαν περιόρισαν το ενδιαφέρον τους για το εμπόριο και η προτεραιότητά τους ήταν πλέον οι συναλλαγές με το θησαυροφυλάκιο. Κατά δεύτερον, μέσα από τις τραπεζικές εργασίες προέκυψε η ανάγκη της δημιουργίας μετοχικών επιχειρήσεων που θα κινητοποιούσαν κεφάλαια άλλων επενδυτών. Η ίδρυση μετοχικών εταιρειών επέτρεψε στους τραπεζίτες του Γαλατά να διατηρήσουν τον έλεγχο στο πεδίο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού κινητοποιώντας άλλα κεφάλαια, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δικές τους επιχειρήσεις. Συμμετείχαν ενεργά και σταθερά στα διοικητικά συμβούλια των μετοχικών εταιρειών χωρίς άμεσο κίνδυνο για τα δικά τους κεφάλαια, πέραν της ίδιας συμμετοχής τους. Η γνώση της αγοράς και η εμπιστοσύνη που τους είχαν οι ντόπιοι επενδυτές τούς επέτρεψε να παραμείνουν στο πηδάλιο των μετοχικών ιδρυμάτων επί δεκαετίες.


Τα μετοχικά ιδρύματα που εμφανίστηκαν στην οθωμανική πρωτεύουσα άρχισαν να εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1860 και η παρουσία τους πύκνωσε αισθητά κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1870. Συγκεκριμένα, στα 1869 δημιουργήθηκε η Γενική Εταιρεία του Οθωμανικού Κράτους, η πρώτη σοβαρή μετοχική εταιρεία, που στηρίχθηκε στα κεφάλαια των τραπεζιτών του Γαλάτα, και ακολούθησαν η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, την οποία ίδρυσε ο Α. Συγγρός και συμμετείχαν οι Γ. Ζαρίφης, Σ. Σκουλούδης κ.ά., η Οθωμανική Εταιρεία Αξιών και Συναλλαγών, η Αυστροτουρκική Τράπεζα και άλλες που προστέθηκαν στον κατάλογο των τραπεζών του Γαλατά. Σε όλες αυτές τις εταιρείες η συμμετοχή των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών υπήρξε καθοριστική τόσο στην κεφαλαιακή τους βάση όσο και στη διοίκηση. Επομένως περνάμε σε μια διαφορετική φάση της επιχειρηματικής οργάνωσης στον τραπεζικό χώρο, στην οποία η ατομική ή συνεταιρική επιχείρηση συμβιώνει με τη μετοχική εταιρεία. Κατά τρίτον, το σκηνικό αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της τοπικής χρηματαγοράς η οποία κινητοποίησε κεφάλαια πολλών επενδυτών όχι μόνο από την Κωνσταντινούπολη αλλά και από άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, καθώς και από την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Η ανάπτυξη της τοπικής χρηματαγοράς στηρίχθηκε πολλές φορές σε βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από την κατάσταση στις ευρωπαϊκές χρηματαγορές. Χρηματιστικές κρίσεις στην Ευρώπη επιδρούσαν άμεσα στην Κωνσταντινούπολη οδηγώντας σε μεγάλες απώλειες και χρεοκοπίες, όπως συνέβη το 1869 και κυρίως το 1873. Παρ’ όλα αυτά οι επιχειρήσεις ελληνορθόδοξων συμφερόντων γνώρισαν μεγάλες περιόδους κερδοφορίας ενισχύοντας τη θέση των ελληνορθόδοξων τραπεζιτών στην τοπική αγορά.


Ωστόσο, η βάση των τραπεζιτών αυτών εξακολουθούσε να βρίσκεται στον οθωμανικό βραχυπρόθεσμο δανεισμό, και η οθωμανική παύση πληρωμών το 1875 δεν μπορούσε παρά να τους επηρεάσει. Όμως η θέση τους απέναντι στο οθωμανικό κράτος ήταν διαφορετική από αυτή των Ευρωπαίων πιστωτών της χώρας. Οι κάτοχοι οθωμανικών ομολογιών είχαν στα χέρια τους τίτλους που δεν εξυπηρετούνταν και τα συνδικάτα των πιστωτών που δημιουργήθηκαν μετά την παύση πληρωμών ξεκίνησαν ενέργειες για την εξασφάλιση των κεφαλαίων τους και ζήτησαν την υποστήριξη των ευρωπαϊκών κρατών. Επιπλέον, μετά το 1875 το οθωμανικό δημόσιο δεν είχε καμία δυνατότητα προσφυγής στις δυτικές χρηματαγορές λόγω της παύσης πληρωμών που είχε ήδη εξαγγείλει. Οι τραπεζίτες του Γαλάτα από τη πλευρά τους βρέθηκαν σε μια ιδιόμορφη θέση. Το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τους ήταν τοποθετημένο σε βραχυπρόθεσμα δάνεια, τα οποία εξακολουθούσαν να εξυπηρετούνται. Το οθωμανικό κράτος δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, διότι η χρηματαγορά της Κωνσταντινούπολης ήταν ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούσε να βρει ρευστό κεφάλαιο. Έτσι συνέχισε να εξυπηρετεί το βραχυπρόθεσμο χρέος του και οι τραπεζίτες του Γαλατά συνέχισαν να ανανεώνουν τις πιστώσεις τους στο θησαυροφυλάκιο. Αισθάνονταν όμως ευάλωτοι γνωρίζοντας ότι τα ευρωπαϊκά συνδικάτα των πιστωτών πίεζαν για μια λύση που ενδεχομένως θα τους έθιγε οικονομικά. Επιπλέον, η πολιτική συγκυρία της εποχής ήταν ιδιαίτερα ρευστή. Ας θυμηθούμε ότι το 1876 ξεκίνησε η Μεγάλη Ανατολική Κρίση, που οδήγησε στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, στη συνθήκη του Βερολίνου και στην αποδυνάμωση της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ κατάργησε το οθωμανικό κοινοβούλιο και το οθωμανικό σύνταγμα του 1876 εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο απολυταρχίας. Όλα αυτά ενίσχυαν την αβεβαιότητα στις δημοσιονομικές εξελίξεις.


Η στρατηγική που ακολούθησαν οι ελληνορθόδοξοι τραπεζίτες στην αβέβαιη αυτή συγκυρία είχε στόχο την εξασφάλιση των κεφαλαίων που είχαν επενδύσει στο θησαυροφυλάκιο πριν από τον επικείμενο συμβιβασμό του οθωμανικού κράτους με τους Ευρωπαίους πιστωτές του. Προς το σκοπό αυτό εξακολούθησαν να δανείζουν το θησαυροφυλάκιο και διαπραγματεύτηκαν την κάλυψη των δανείων τους με εγγύηση δημόσια έσοδα του οθωμανικού κράτους. Δε ζήτησαν, όμως, τα οποιαδήποτε έσοδα αλλά έμμεσους φόρους που ήταν χρηματικοί, όπως οι τελωνειακοί δασμοί, και τα έσοδα από τα μονοπώλια. Επιδίωξαν επίσης συμμαχία με την Οθωμανική Τράπεζα, που και αυτή είχε δεσμεύσει κεφάλαια στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό του οθωμανικού κράτους. Ο Γ. Ζαρίφης, ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Πόλης, ηγήθηκε ενός συνασπισμού τραπεζιτών στις διαπραγματεύσεις με το οθωμανικο δημόσιο και προφανώς χρησιμοποίησε τις άριστες σχέσεις που είχε με το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, του οποίου υπήρξε και προσωπικός τραπεζίτης. Έπειτα από διάφορα σχέδια που κατατέθηκαν, τελικά οι τραπεζίτες του Γαλατά κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν μια σύμβαση με το οθωμανικό κράτος το Νοέμβριο του 1879, σύμφωνα με την οποία το κράτος παραχωρούσε προς κάλυψη του χρέους του τους φόρους του χαρτοσήμου, των οινοπνευματωδών, των ψαριών της πρωτεύουσας αλλά και το φόρο της μετάξης των επαρχιών της Αδριανούπολης, της Σαμψούντας και της Προύσας. Δίπλα σε αυτούς τους φόρους η κυβέρνηση θα παραχωρούσε τη διεύθυνση των μονοπωλίων του καπνού και του αλατιού και τους φόρους υποτελείας της Ρωμυλίας, της Κύπρου και της Βουλγαρίας. Από τους φόρους αυτούς ο όμιλος των τραπεζιτών του Γαλατά θα έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος αφήνοντας ένα πολύ μικρότερο μερίδιο στους ξένους πιστωτές.


Η συμφωνία αυτή διασφάλισε τα συμφέροντα του Γαλατά αλλά όχι και τη συναίνεση των Ευρωπαίων πιστωτών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα και ενίσχυσαν τις πιέσεις προς τις κυβερνήσεις τους για μια νέα σύμβαση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πράγματι, το 1881 η οθωμανική κυβέρνηση αποδέχθηκε ένα νέο διακανονισμό που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων πιστωτών, ο οποίος οδήγησε, όπως είπαμε, στη δημιουργία της Υπηρεσίας του Οθωμανικού Χρέους αλλά και στην εκ νέου πρόσβαση του οθωμανικού δημοσίου στις δυτικές χρηματαγορές. Στη βάση του ο διακανονισμός αυτός ήταν παρόμοιος με τη σύμβαση που είχαν κερδίσει οι τραπεζίτες του Γαλατά, στηριζόταν δηλαδή στην παραχώρηση χρηματικών φόρων, που τόσο ανάγκη είχε το οθωμανικό κράτος για να καλύψει τις δαπάνες του. Όμως δύσκολα θα μπορούσε η αυτοκρατορία να αποφύγει μια τέτοια λύση, αφού χρειαζόταν άμεσα χρήματα σε ποσότητες που μόνο οι ευρωπαϊκές χρηματαγορές θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν. Ωστόσο, οι τραπεζίτες του Γαλατά δε βγήκαν χαμένοι από το νέο διακανονισμό που διασφάλισε τα κεφάλαιά τους.


4. Η παρακμή της ομάδας του Γαλατά


Κατά παράδοξο τρόπο η θετική έκβαση που είχε η ρύθμιση του οθωμανικού χρέους για τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες σηματοδότησε ταυτόχρονα και τη μείωση της ισχύος τους στη χρηματαγορά της Πόλης, καθώς δημιουργήθηκε ένα νέο σκηνικό. Ο διακανονισμός του 1881 συνέτεινε στον έλεγχο των οθωμανικών δημόσιων οικονομικών από την Υπηρεσία του Οθωμανικού Χρέους και στο σταδιακό περιορισμό των βραχυπρόθεσμων δανείων. Μείωσε επομένως το περιθώριο δραστηριοποίησης στον τομέα αυτό αποκλείοντας έτσι τους τραπεζίτες του Γαλατά από μια πηγή υψηλής κερδοφορίας. Η διέξοδος αναζητήθηκε στη διαφοροποίηση των επενδύσεων στη βάση μιας πολιτικής χαρτοφυλακίου η οποία συμπεριλάμβανε επενδύσεις σε ομόλογα και μετοχές. Οι επενδυτικές αυτές επιλογές αφορούσαν καταρχήν την οθωμανική επικράτεια. Ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων υποδομής, στους σιδηροδρόμους και τα λιμάνια, αλλά και παραγωγικές επενδύσεις στον κλάδο της εξόρυξης ορυκτών και στη βιομηχανία, είχαν υλοποιηθεί από μετοχικές εταιρείες. Παρότι μεγάλο μέρος των επενδύσεων αυτών στηρίχθηκε σε ευρωπαϊκά κεφάλαια, οι μετοχές των εταιρειών διακινήθηκαν στις τοπικές χρηματαγορές και πολλές κατέληξαν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζιτών του Γαλάτα. Επίσης οι τράπεζες του Γαλατά επένδυσαν σημαντικά κεφάλαια στα εξωτερικά δάνεια των βαλκανικών κρατών, κυρίως στην Ελλάδα, η οποία κατά την περίοδο του Τρικούπη στράφηκε στον εξωτερικό δανεισμό για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη των υποδομών της. Στις ελληνικές επενδύσεις η θέση του Α. Συγγρού και της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε ισχυρή. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι τράπεζες του Γαλατά επένδυσαν σε ομόλογα και μετοχές σε χώρες της Λατινικής Αμερικής αλλά και στην Κίνα, το Σιάμ και αλλού. Η δραστηριότητα αυτή τους απέφερε κέρδη, τα οποία όμως δε συγκρίνονταν με αυτά που αποκόμισαν κατά τη δεκαετία του 1870. Επιπλέον η ελληνική πτώχευση του 1893 είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις τράπεζες εκείνες που ανοίχτηκαν πολύ στον ελληνικό δανεισμό, όπως η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως.


Στα τέλη της δεκαετίας του 1890, οι μετοχικές τράπεζες οι οποίες δημιουργήθηκαν από τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες σταμάτησαν τη λειτουργία τους μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος που προέβλεπε το καταστατικό τους. Αρκετοί από τους ελληνορθόδοξους τραπεζίτες συνέχισαν τις εργασίες τους με τις ατομικές επιχειρήσεις τους, αλλά ως ομάδα δε γνώρισαν ξανά την αίγλη του παρελθόντος. Εξάλλου οι καιροί είχαν πλέον αλλάξει. Η επιχειρηματική επιτυχία των τραπεζιτών του Γαλατά στο παρελθόν οφειλόταν στην προσωπική τους εργασία και σε μια πολύ ευνοϊκή συγκυρία που ήταν ανεπανάληπτη. Σε μεγάλο βαθμό εκπροσωπούσαν τη μορφή της τράπεζας επενδύσεων είτε με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις τους είτε με τις μετοχικές τράπεζες τις οποίες δημιούργησαν. Επικεντρώθηκαν σε χρηματιστικές πραξεις και στο δημόσιο δανεισμό και δεν έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στη χρηματοδότηση του εμπορίου. Χρησιμοποίησαν κεφάλαια άλλων επενδυτών, αλλά δεν επιχείρησαν να απευθυνθούν σε μικρούς καταθέτες και δεν τους απασχόλησε ο τομέας της έντοκης κατάθεσης. Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Γεώργιος Ζαρίφης, για παράδειγμα, ανέπτυξαν δίκτυο ανταποκριτών σε πολλές πόλεις της οθωμανικής επικράτειας και του εξωτερικού, σε Ελλάδα, Αίγυπτο, Μασσαλία, αλλά οι δραστηριότητες εκτός της οθωμανικής πρωτεύουσας υπήρξαν περιορισμένες. Το προφίλ που διαμόρφωσαν δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών. Οι επιχειρηματικές/εμπορικές δραστηριότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν αναπτυχθεί πολύ και απαιτούσαν μια νέα μορφή τράπεζας, που θα επωφελούνταν από τις συνθήκες των τοπικών οικονομιών, αντλώντας χρήματα με τη μορφή των έντοκων καταθέσεων και χρηματοδοτώντας το εμπόριο. Η μορφή της νέας τράπεζας στηριζόταν σε ένα οργανωμένο δίκτυο υποκαταστημάτων που λειτουργούσαν κάτω από κεντρική διοίκηση. Σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη αυτή την κάλυψαν νέες τράπεζες που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η Τράπεζα Αθηνών, η Τράπεζα Ανατολής και η Τράπεζα Μυτιλήνης, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία χρηματοδοτώντας το οθωμανικό εμπόριο. Παρότι οι τραπεζίτες του Γαλατά δεν ανταγωνίστηκαν τα ιδρύματα αυτά, σε κάποια μάλιστα όπως η Τράπεζα Μυτιλήνης και η Τράπεζα Ανατολής συμμετείχαν ενεργά, δεν είχαν πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η θέση της χρηματαγοράς της Κωνσταντινούπολης παρέμενε καθοριστική, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι τα κεντρικά καταστήματα των νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, όπως η Τράπεζα Ανατολής και η Τράπεζα Μυτιλήνης, είχαν την έδρα τους εκεί. Ειδικότερα για την Τράπεζα Μυτιλήνης, η αφετηρία της δεν ήταν τελείως διαφορετική από τα μετοχικά ιδρύματα της δεκαετίας του 1870. Στο διοικητικό συμβούλιό της συναντάμε τραπεζίτες όπως ο Λεωνίδας Ζαρίφης, αλλά και άλλους κεφαλαιούχους της Πόλης. Όμως, από επιχειρηματική άποψη η Τράπεζα Μυτιλήνης διαφοροποιήθηκε από τις παλαιότερες πρακτικές του Γαλατά, διότι δραστηριοποιήθηκε σε άμεσες επενδύσεις, στην Ακτοπλοΐα Αιγαίου και τα Ανθρακωρυχεία Ηρακλείας, και δημιούργησε πολλά υποκαταστήματα στην αυτοκρατορία και το εξωτερικό –το 1910 διέθετε 15 υποκαταστήματα– για τη χρηματοδότηση του εμπορίου και των τραπεζικών εργασιών. Αν και η διαδρομή της δεν ήταν τελικά επιτυχημένη, αφού ενεπλάκη στη χρεοκοπία του Ζερβουδάκη στην Αίγυπτο το 1911, η Τράπεζα Μυτιλήνης έδωσε ένα ιδιαίτερο στίγμα σε μια εποχή μεταβαλλόμενων οικονομικών συνθηκών συνδυάζοντας το συνασπισμό κεφαλαιούχων, δηλαδή μια «παραδοσιακή» μορφή τραπεζικής οργάνωσης, με νέες επιχειρηματικές πρακτικές. Από την άποψη αυτή, το τέλος των τραπεζιτών του Γαλατά, που πολλές φορές σχετιζόταν με το βιολογικό τέλος των μεγάλων αυτών κεφαλαιούχων, ήταν ταυτόχρονα και μια μεταβατική περίοδος προς μια περισσότερο σύνθετη και δύσκολη συγκυρία για τις επιχειρηματικές προσδοκίες σε μια αυτοκρατορία με τελείως αβέβαιο μέλλον.



Τράπεζες και ρωμιοί τραπεζίτες στην Κωνσταντινούπολη
Συγγραφή : Εξερτζόγλου Χάρης (7/7/2008)
Για παραπομπή: Εξερτζόγλου Χάρης, «Τράπεζες και ρωμιοί τραπεζίτες στην Κωνσταντινούπολη», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11040