Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Αναγκαστικός εποικισμός της Κωνσταντινούπολης

Κωνσταντινούπολη 1450

Κατά την περίοδο της επέκτασης του οθωμανικού κράτους, οι σουλτάνοι εφάρμοζαν συστηματικά την πολιτική των εποικισμών με στόχο την επιτυχή ενσωμάτωση των νεοκατακτημένων περιοχών στις κρατικές και κοινωνικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εποικισμοί αυτοί αφορούσαν αφενός την εγκατάσταση μουσουλμανικού πληθυσμού σε μια νεοκατακτηθείσα περιοχή και αφετέρου την απομάκρυνση και το διασκορπισμό μέρους του εντόπιου πληθυσμού σε άλλες περιοχές – στόχος ήταν η διάσπαση της ενότητας και του συμπαγούς χαρακτήρα του ντόπιου πληθυσμού, που σε μια πρόσφατα κατακτηθείσα περιοχή δε θα ενέπνεε ασφάλεια ως προς τη νομιμοφροσύνη του. Εκτός αυτών, οι μετακινήσεις πληθυσμού αποσκοπούσαν και στην πληθυσμιακή αναζωογόνηση πόλεω
ν ή περιοχών που σε δεδομένη συγκυρία είχαν υποστεί μεγάλη μείωση του πληθυσμού τους. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η Κωνσταντινούπολη την επαύριο της τουρκικής κατάκτησης. Αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμού (sürgün) είχαν καταναγκαστικό χαρακτήρα, συνοδεύονταν όμως και από διευκολύνσεις, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις ή απόδοση γης, οικήματος κ.λπ. στους μετακινούμενους, ώστε να καταστεί ευκολότερη η εγκατάστασή τους στο νέο τόπο κατοικίας, ή υπήρχε και εθελοντική μετακίνηση. Η πληθυσμιακή ανόρθωση της οθωμανικής πλέον Κωνσταντινούπολης μετά την Άλωση πραγματοποιήθηκε εν πολλοίς μέσα από αυτή την πρακτική του εποικισμού.

Το πλαίσιο

Η επιδίωξη κατάληψης της βυζαντινής πρωτεύουσας από το Μωάμεθ τον Πορθητή ενείχε σημαντικές συμβολικές και πρακτικές διαστάσεις. Οι ιδέες του σουλτάνου για την πόλη και τη σημασία της είχαν διαμορφωθεί μέσα από ένα συνδυασμό γεωπολιτικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών παραμέτρων. Καταρχάς γινόταν αντιληπτή η θέση της Πόλης ως ανεξάρτητου θύλακα στο κεντρικότερο σημείο της οθωμανικής επικράτειας· εκτός των άλλων, η μη κατοχή της εμπόδιζε την άσκηση πλήρους ελέγχου στα Στενά και κατ’ επέκταση την εμπέδωση της οθωμανικής επιρροής στον Εύξεινο Πόντο. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη είχε σταδιακά αποκτήσει ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα και στην ισλαμική παράδοση, μέσα από την καθιέρωση του θρύλου της παρακαταθήκης του Προφήτη Μωάμεθ προς τους μελλοντικούς ηγέτες του ισλαμικού κόσμου για την κατάληψή της· επίσης, το ενδεχόμενο μουσουλμανικής κατάληψης της Κωνσταντινούπολης είχε συνδεθεί με τελεολογικές και εσχατολογικές προσμονές.1 Τέλος, ο σουλτάνος Μωάμεθ Πορθητής είχε διαποτιστεί και από τις ρωμαιοβυζαντινές ιδέες περί οικουμενικής μοναρχίας και ενστερνιζόταν το συμβολικό ρόλο της Κωνσταντινούπολης σε αυτές. Οι παραπάνω επιρροές καθιστούσαν την κατάληψη της πόλης και τη μεταφορά εκεί της οθωμανικής πρωτεύουσας βασική προτεραιότητα του σουλτάνου.

Οι περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η κατάληψη της πόλης κατέστησαν επιτακτική την πραγματοποίηση εκτεταμένου εποικισμού. Θέτοντας σε τόσο υψηλή προτεραιότητα την ανάγκη κατάληψης της πόλης, ο σουλτάνος επιθυμούσε να διατηρήσει αυτή τον πληθυσμό της, στοιχείο που θα επέτρεπε την άμεση ένταξή της στον ιστό του οθωμανικού αστικού πλέγματος και θα καθιστούσε ευκολότερη τη μεταφορά εκεί της σουλτανικής έδρας. Αυτή η επιδίωξη του σουλτάνου εξηγεί και τις προτάσεις του προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο για ειρηνική παράδοση της Πόλης, που συνοδεύονταν από γενναιόδωρες παραχωρήσεις, αφού, αν η πόλη καταλαμβανόταν διά της βίας, ο σουλτάνος δε θα μπορούσε να εμποδίσει τον εξανδραποδισμό των κατοίκων από τους στρατιώτες του. Στόχος βέβαια του σουλτάνου δεν ήταν η διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως χριστιανικής πόλης, αλλά και η ανάδειξή της σε ισλαμικό κέντρο, παρά τη σχετικά «κοσμοπολιτική» ιδιοσυγκρασία της, όπως άλλωστε συνέβαινε και με άλλες σημαντικές πόλεις που περιέρχονταν υπό την οθωμανική εξουσία.2 Σε αυτή την περίπτωση θα απαιτούνταν ένας πιο περιορισμένης κλίμακας εποικισμός μουσουλμανικού κυρίως πληθυσμού. Ο τρόπος όμως που εξελίχθηκαν τα γεγονότα τελικά κατέληξε στη βίαιη άλωση της πόλης και στον εξανδραποδισμό των κατοίκων, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τους στρατιώτες σε διάφορα μέρη προκειμένου να πωληθούν. Έτσι η ανασυγκρότηση της πόλης, έως ότου αυτή αποκτούσε την πρέπουσα εικόνα της νέας οθωμανικής πρωτεύουσας, θα εξελισσόταν σε μία πολύχρονη υπόθεση και θα απαιτούσε εκτεταμένες μετοικήσεις.

Γενικό πλαίσιο του εποικισμού της Κωνσταντινούπολης

Αρχής γενομένης από την άλωση του 1204 και καθ’ όλη την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δε διατηρούσε τα πληθυσμιακά μεγέθη του παρελθόντος που την καθιστούσαν μία μοναδική μεγαλούπολη για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού και του μεσογειακού κόσμου. Ο πληθυσμός της μάλιστα γνώριζε συνεχή σταδιακή συρρίκνωση λόγω αποχωρήσεων αλλά και λόγω της επίδρασης των επιδημιών από την εποχή του «μαύρου θανάτου» (1347) και εξής. Ο εκτεταμένος χώρος που καλυπτόταν από τα θεοδοσιανά τείχη ουδέποτε είχε πυκνοκατοικηθεί στο σύνολό του, όμως κατά την τελευταία περίοδο της βυζαντινής ιστορίας η πόλη ήταν τόσο αραιοκατοικημένη, ώστε οι 13 regiones της περισσότερο αποτελούσαν ένα πλέγμα διακριτών οικισμών παρά έναν ενιαίο οικιστικό χώρο. Πάντως, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης παρέμενε συγκριτικά υψηλός για τα δεδομένα της εποχής.3

Αυτή ήταν η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης από πλευράς πληθυσμιακής ευρωστίας, όταν η βίαιη κατάληψή της την 29η Μαΐου 1453 είχε αποτέλεσμα τον εξανδραποδισμό του συνόλου των κατοίκων και τη μεταφορά των περισσότερων εκτός αυτής. Οι προσπάθειες του σουλτάνου για την αναζωογόνηση της πόλης αλλά και την απόδοση σε αυτήν των χαρακτηριστικών μιας ισλαμικής πρωτεύουσας ξεκίνησαν την επαύριο της Άλωσης και περιλάμβαναν ενέργειες όπως ο διορισμός διοικητή (subaşı) – παραδίδεται ότι αρχικά είχε επιλεγεί ο Λουκάς Νοταράς, αλλά φαίνεται πως ο σουλτάνος αναθεώρησε αμέσως αυτή τη σκέψη του και τοποθέτησε Τούρκο διοικητή, ενώ ο Νοταράς εκτελέστηκε. Άλλες ενέργειες ήταν η εγκατάσταση φρουράς, η μετατροπή του σημαντικότερου ναού, της Αγίας Σοφίας, όπως και πολλών άλλων σε τζαμιά, η ανέγερση ανακτόρων, η έναρξη εποικισμού, αλλά και ο διορισμός Πατριάρχη, του Γενναδίου, που εξαρχής εγκαταστάθηκε στην πόλη, ως θρησκευτικού ηγέτη του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού. Η προσπάθεια για ανασυγκρότηση της πόλης διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα και ο σουλτάνος δε μετέφερε οριστικά την έδρα του εκεί από την Αδριανούπολη παρά μόνο αρκετά χρόνια μετά την Άλωση.4

Σε ό,τι αφορά τους εποικισμούς, που συνιστούν και την κυριότερη όψη της ανασυγκρότησης της πόλης, αυτοί εξελίσσονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ Πορθητή (1451-1481) και προς το τέλος αυτής είχαν αποδώσει θεαματικά αποτελέσματα, αφού η πόλη παρουσίαζε πολύ πιο εύρωστα πληθυσμιακά μεγέθη σε σύγκριση με την κατάσταση πριν από την Άλωση. Σε απογραφικό κατάστιχο του 1477 καταγράφονται 14.803 νοικοκυριά, που αντιστοιχούν χονδρικά σε πληθυσμό της τάξης των 70.000 με 75.000 κατά προσέγγιση, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μουσουλμάνοι. Αναλυτικά, η κατανομή του πληθυσμού της πόλης το 1477 είχε ως εξής:

Εθνοθρησκευτική ομάδα   -   Αριθμός νοικοκυριών

Μουσουλμάνοι                      8.951

Ορθόδοξοι χριστιανοί            3.151

Εβραίοι                                1.647

Καφφαίοι (πιθανώς εννοούνται Ιταλοί)  267

Αρμένιοι                                372

Καραμανλήδες ορθόδοξοι και Αρμένιοι  384

Τσιγγάνοι                              31

Σύνολο  14.8035

Οι μετακινήσεις πληθυσμού προς την Κωνσταντινούπολη συντέλεσαν στο μέγιστο βαθμό στην ιδιαίτερη ένταση που έλαβε το φαινόμενο των αναγκαστικών εποικισμών κατά την περίοδο αυτή, αφού ούτως ή άλλως ανάλογες μετακινήσεις υφίσταντο και στο πλαίσιο της αντίστοιχης αναζωογόνησης άλλων σημαντικών πόλεων, όπως η Θεσσαλονίκη, που επίσης είχε απωλέσει τον πληθυσμό της κατά την άλωση του 1430, ή σε περιπτώσεις πόλεων και περιοχών που πολιτικοί λόγοι επέβαλαν την τροποποίηση της πληθυσμιακής τους σύνθεσης.

Επιμέρους περιπτώσεις μετακινήσεων προς την Κωνσταντινούπολη

Τα πρώτα μέτρα του Μωάμεθ Πορθητή για την πληθυσμιακή ανασυγκρότηση της Κωνσταντινούπολης ελήφθησαν αμέσως μετά την Άλωση και αφορούσαν την εξαγορά μέρους των αιχμαλώτων από τον ίδιο, οι οποίοι αφέθηκαν να παραμείνουν στην πόλη, ενώ αντίστοιχη προσπάθεια έγινε και για αιχμαλώτους που εξαγοράστηκαν με ίδια μέσα.6 Παράλληλα εκδόθηκε διάταγμα που επέβαλλε τη μεταφορά πληθυσμού, μουσουλμανικού, χριστιανικού και εβραϊκού, από άλλες πόλεις της οθωμανικής επικράτειας.7 Οι πηγές δε δίνουν πληροφορίες για αυτό το πρώτο κύμα μετοίκησης, και επιμέρους όψεις του τεκμαίρονται μάλλον έμμεσα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι εβραϊκοί πληθυσμοί των βαλκανικών πόλεων που βρίσκονταν ήδη υπό την οθωμανική εξουσία. Η μη καταγραφή τους σε φορολογικά κατάστιχα του 15ου αιώνα που αφορούν τις πόλεις αυτές, ορισμένα εκ των οποίων ανήκουν σε πολύ πρώιμες και κοντινές στο χρόνο της Άλωσης χρονολογίες, π.χ. 1455, δείχνει ότι η μετακίνησή τους είχε ήδη συντελεστεί (όπως ο εβραϊκός πληθυσμός των Σερρών ή των Τρικάλων). Η μετέπειτα καταγραφή των εβραϊκών κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης του 16ου αιώνα με αναφορά στον τόπο καταγωγής τους φανερώνει ότι περίπου το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού των Βαλκανίων της Ύστερης Μεσαιωνικής εποχής είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη.

Στη συνέχεια, οι αναφορές των πηγών αφορούν τις περιπτώσεις μετακίνησης πληθυσμού από νεοκατακτημένες πόλεις, οπότε συνήθως πρόκειται για χριστιανικό πληθυσμό, αλλά και για μουσουλμάνους (στην περίπτωση του Καραμάν). Σε αυτή την περίπτωση η μετακίνηση εξυπηρετεί το διπλό στόχο αφενός της πληθυσμιακής ενίσχυσης της Κωνσταντινούπολης αφετέρου της επέμβασης στη σύνθεση του πληθυσμού της νεοκατακτηθείσας περιοχής, ώστε να επιτευχθεί η ασφαλής ενσωμάτωσή της στο οθωμανικό κράτος (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τραπεζούντα, όπου στη θέση των απομακρυσθέντων εγκαθίστανται μουσουλμάνοι από άλλες πόλεις της Ανατολίας). Οι μετακινήσεις αυτές αφορούσαν κυρίως αστικό πληθυσμό που ασκούσε βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες, ώστε η παρουσία τους να συμβάλει άμεσα στην αναζωογόνηση της οικονομίας της πόλης.

Γνωστές περιπτώσεις μετακίνησης πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από νέες κατακτήσεις συνιστούν η Αίνος (1455), η Παλαιά και Νέα Φώκαια (1456),8 η Άμαστρις (1458),9 η Πελοπόννησος (1460),10 η Τραπεζούντα (1461, όπου σε αυτούς που υποχρεώνονται να μετοικήσουν περιλαμβάνεται το σύνολο των ευγενών και αξιωματούχων που θα στελέχωναν σουλτανικές υπηρεσίες), η Μυτιλήνη (1462),11 οι πόλεις του Καραμάν (1468, όπου η μετακίνηση αφορούσε κυρίως μουσουλμάνους· οι οθωμανικές πηγές αναφέρουν ότι αυτό το μέτρο επιβλήθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα),12 ο Κάφφας (1475, η μετακίνηση αφορά μάλλον Ιταλούς). Η μετακίνηση αιχμαλώτων από τη Σερβία και την Ουγγαρία, αλλά και Βουλγάρων, που επίσης μνημονεύεται στις αναφορές των πηγών, αφορούσε αγροτικούς πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στα αγροτικά περίχωρα της πόλης, τα οποία είχαν επίσης εγκαταλειφθεί κατά την πολιορκία του 1453.13

Τα δεδομένα του 1477 δείχνουν ότι σε διάστημα μιας εικοσαετίας το πρόγραμμα εποικισμού οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής, αν και ο πληθυσμός της πόλης απείχε ακόμη από τα εντυπωσιακά μεγέθη που θα αποκτούσε κατά τον επόμενο αιώνα. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν επίσης το εύρος του εποικιστικού προγράμματος και τα υψηλά επίπεδα κινητικότητας του πληθυσμού κατά την εποχή αυτή, δεδομένου ότι οι εποικισμοί δεν αφορούσαν μόνο την Κωνσταντινούπολη. Ο εποικισμός της πόλης κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσω των αναγκαστικών μετακινήσεων· είναι μάλιστα ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετακινήθηκαν, δεδομένου ότι τα σχετικά με τις μεταφορές μουσουλμανικού πληθυσμού δε μνημονεύονται ιδιαίτερα στις πηγές.

1. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 84-85.

2.  Lowry, H., “From Lesser Wars to the Mightiest War: The Ottoman Conquest and Transformation of Byzantine Urban Centers in the Fifteenth Century”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry, H.W. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), σελ. 323-338. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Τραπεζούντας. Δεδομένου ότι η πόλη παραδόθηκε χωρίς μάχη, βάσει του ισλαμικού δικαίου αλλά και της συνήθους οθωμανικής πρακτικής ο πληθυσμός της θα μπορούσε να παραμείνει με ασφάλεια στην πόλη. Όμως, οι ανάγκες ασφαλούς ενσωμάτωσης της πόλης στο οθωμανικό σύστημα, αλλά και η πάγια οθωμανική επιδίωξη της απόδοσης ισλαμικών χαρακτηριστικών στις νεοπροσαρτηθείσες σημαντικές πόλεις, συντέλεσαν στη μεταφορά μεγάλου μέρους του ντόπιου πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη και στην αντικατάστασή τους από μουσουλμάνους εποίκους προερχόμενους από άλλες πόλεις της Ανατολίας. Για την Τραπεζούντα, βλ.  Lowry, H.W., Trabzon Şehrinin Islâmlaşma ve Türkleşmesi, 1461-1583 (Istanbul 1998).

3. Jacoby, D., “La population de Constantinople à l’époque byzantine: Un problème de démographie urbaine”, Byzantion 31 (1961), σελ. 81-109.

4. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 102-104.

5. Βλ. Encyclopedia of Islam IV (Leiden 1978), σελ. 238, βλ. λ. “Istanbul” (H. Inalcik).

6. Κριτόβουλος I 73.4.

7. Δούκας XLII 42· Κριτόβουλος ΙΙ 1.

8. Δούκας XLIV 44· Κριτόβουλος ΙΙΙ 17.4.

9. Κριτόβουλος ΙΙΙ 11.2.

10. Κριτόβουλος ΙΙΙ 11.

11. Κριτόβουλος IV 12.9.

12. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 272.

13. Δούκας XLII 42· Κριτόβουλος ΙΙ 22.


Συγγραφή : Μουστάκας Κωνσταντίνος (5/2/2008)

Forced migration (sürgün) in Constantinople after the Ottoman conquest
Συγγραφή : Moustakas Konstantinos (5/2/2008)
Μετάφραση : Tsokanis Anna
Για παραπομπή: Moustakas Konstantinos, "Forced migration (sürgün) in Constantinople after the Ottoman conquest",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL:
Αναγκαστικός εποικισμός της Κωνσταντινούπολης (16/12/2009 v.1) Forced migration (sürgün) in Constantinople after the Ottoman conquest (26/4/2011 v.1)

1. Introduction

During the period of expansion for the Ottoman state, the sultans systematically implemented the forced migration policy (sürgün), in order to successfully incorporate the newly-conquered areas within the governmental and social framework of the Ottoman Empire. These migrations involved both the introduction of Muslims to newly-conquered areas, as well as the depopulation and dispersal of part of the indigenous population to other areas – aiming to fracture the unity and compact ties of the local population, which in a newly-acquired area could raise questions with regard to its loyalty to the sultan. Besides that, the translocation of people also intended to repopulate and revive cities or areas that at one point had suffered a significant decrease of population. That was the case with Constantinople (Istanbul) right after the Ottoman conquest. These migrations (sürgün) were forced, but accompanied by benefits as well, such as tax reductions or the attribution of land or lodging to the new inhabitants, in order to facilitate their settlement at their new residence; voluntary migrations also took place. However, the repopulation of Ottoman Constantinople after the Fall was mainly achieved through the practice of forced migrations.

2. Framework

Mehmed’s intent to conquer the Byzantine capital involved important symbolic, as well as practical aspects. The sultan nurtured ideas for the city and its significance, which had been shaped within a certain geopolitical, ideological and cultural context. Firstly, Constantinople itself was perceived as an independent pocket, which lay at the most central part of the Ottoman Empire; moreover, non-occupation of Constantinople meant that complete control over the Straits would be obstructed and, consequently, so would the consolidation of Ottoman power in the Black Sea. Furthermore, Constantinople had gradually acquired a special symbolic status within the Islamic tradition as well, through the establishment of the legend of Prophet Muhammad, according to which he had guaranteed the future leaders of the Islamic world its conquest. Moreover, the potential occupation of Constantinople by Muslims was associated with teleological and eschatological aspirations.1 Lastly, Mehmed II the Conqueror himself was imbued with the Romeo-Byzantine ideas of ecumenical monarchy and embraced the symbolical part Constantinople occupied in those ideas. All these ideas constituted the conquest of the city and the transfer there of the Ottoman capital as the sultan’s top priority.

The circumstances, under which the city was conquered, constituted extended forced migrations necessary. By putting the conquest of the city in such high a priority the sultan wanted to preserve its population, in order to immediately incorporate it to the Ottoman urban plexus, thus constituting the transfer of the Ottoman capital there easier. This intention on behalf of the Sultan justifies his proposal to Constantine XI Palaiologos to peacefully surrender Constantinople to him, a proposal accompanied by generous concessions, since if the city was violently conquered the sultan would not be able to stop his soldiers from enslaving its inhabitants. The sultan’s goal, of course, was not to preserve Constantinople as a Christian city, but to transform it into an Islamic centre, despite its “cosmopolitan” character; the same had happened to other significant cities yielding to Ottoman power.2 In that case, a less extensive translocation of, mostly, non-Muslim population would be necessary. The way the events progressed, however, led to the violent occupation of the city and, consequently, the enslavement of its inhabitants, who were transferred by soldiers to various locations to be sold. So, the city’s revival, until it gradually morphed into a new Ottoman capital, would turn into a time-consuming procedure and would demand extended migrations.

3. General framework of forced migration to Constantinople

From the Fall of 1204 onwards and during the whole Late Byzantine Period, the capital of the empire did not preserve such high figures of population as in the past, figures which constituted it a unique cosmopolis within the context of the contemporary European and Mediterranean world. In fact, its population was gradually decreasing due to emigration and the effect of epidemics since the time of the “Black Death” (1347) onwards. The vast ground covered by the Theodosian Walls was never densely-populated, during the last period of Byzantine history; however, the city was so sparsely inhabited that its 13 regions constituted more of a plexus of distinct settlements rather than an integrated residential area. Still, the population of Constantinople remained relevantly high given the period.3

These were the conditions in Constantinople with regard to its population, when the violent conquest of the city on May 29th, 1453 resulted in the enslavement of all its inhabitants and the transfer of their majority elsewhere. Shortly after the Fall, the sultan began his efforts to revive the city and create characteristics of an Islamic capital for it; within that context, he proceeded to steps, such as the appointment of a governor (subaşı) – it is said that the initial choice was Loukas Notaras, but it appears that the Sultan immediately reconsidered and selected a Turk as governor, while Notaras was executed. Other steps included the institution of a guard, the transformation of the most significant church, the Hagia Sophia, as well as other churches, into mosques, the construction of palaces, the introduction of forced migrations, but also the appointment of a Patriarch; the new Patriarch was Gennadios, who settled in the city from the beginning as the religious leader of the Christian Orthodox population. The efforts to revive Constantinople were quite time-consuming and the sultan did not permanently transfer his capital there from Adrianople (Edirne) until after many years after the Fall.4

With regard to the forced migrations, which constitute the main aspect of the attempts to revive the city, they continued for the duration of the reign of Mehmed II the Conqueror (1451-1481); in fact, towards the end of the reign they yielded impressive results, since the population of Constantinople was greater than before the Fall. In a 1477 census archive 14,803 households were registered, roughly representing an approximate population of 70,000 or 75,000, the majority being Muslim. In detail, the distribution of population in 1477 was as follows:


Ethnic/religious group

Number of households

Muslims

8.951

Orthodox Christians

3.151

Jews

1.647

Kaffians (probably referring to Italians)

267

Armenians

372

Orthodox and Armenian Karamanli

384

Gypsies

31

Total

14.8035

The translocation of residents to Constantinople greatly contributed to the extent of the forced migrations phenomenon during this period, since the same practice was applied within the context of respective attempts to revive other significant cities like Thessaloniki, which had also suffered a population decrease after the 1430 Fall, or in cases of cities where political reasons dictated alterations in the composition of the population.

4. Individual cases of migrations to Constantinople

Mehmed II the Conqueror took the first measures for the revival of Constantinople in population directly after the Fall with regard to ransoming himself some of the prisoners. They were released and allowed to stay in town, while respective attempts were made for prisoners ransomed by their own means.6 At the same time, an edict was issued dictating the transfer of Muslim, Christian and Jewish population from other areas of the Ottoman Empire.7 Contemporary sources do not offer any information for this first migration wave, so its different aspects are rather indirectly assumed. Characteristic is the case of Jews from Balkan cities that were already under Ottoman rule. The fact that they are not recorded in 15th century tax catalogues from these Balkan cities, some of the catalogues dating close to the time of the Fall – i.e. 1455, indicates that they had already been transferred (as were, for example, the Jews of Serres or Trikala). A later record of the Jewish communities of Constantinople from the 16th century, which includes place of origin, manifests that the Balkan Jewish population of the Late Middle Ages had been translocated to Constantinople almost en masse.

Moreover, data from the sources refer to cases of migrations from newly-conquered cities; consequently, most of these cases involve Christian population, but also Muslims (as in the case of Karaman). In these instances, the translocations had a double purpose: on one hand to reinforce Constantinople population-wise and on the other to alter the composition of the population in the newly-acquired area, in order to smoothly incorporate it to the Ottoman state (characteristic is the example of Trabzon, where in the place of those who were transferred, Muslims from other areas of Anatolia were settled). These translocations mainly regarded urban population with artisan and mercantile skills; their presence aimed to contribute to the city’s financial revival.

Well-known cases of forced migrations to Constantinople after new conquests were Ainos (1455), Old Phokaia (Old Phocaea) and Nea Phokaia (New Phocaea) (1456),8Amastris (1458)9, the Peloponnese10, Trabzon (1461, where those forced to migrate included all of the nobles and officials who were to staff the ottoman administration), Mytilini (1462),11 the cities of Karaman (1468, where the translocations mainly regarded Muslims; Ottoman sources record that in this case the measure was brutally enforced)12 and Kaffa (1475, the transfer probably regarded Italian population). The transfer of prisoners from Serbia, Hungary and Bulgaria referred to in records regarded rural population that settled in the agricultural outskirts of Constantinople, which had been also abandoned during the 1453 siege.13

Data from 1477 indicate that within 20 years, the forced migrations program had lead to a great increase in population for the time, although the total number of inhabitants did not come close to the impressive figures it would reach the following century. The data also manifest the extent of the migration program, as well as the high levels of mobility for the people of the time, provided that the migrations were not only focused on Constantinople. The repopulation of the city was chiefly achieved through forced migrations; rather impressive is the number of Muslims being translocated, despite the fact that these transfers were not extensively recorded.

1. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), pp. 84-85.

2. Lowry, H., “From Lesser Wars to the Mightiest War: The Ottoman Conquest and Transformation of Byzantine Urban Centers in the Fifteenth Century”, in Bryer, A.A.M. – Lowry, H.W. (ed.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), pp. 323-338. The example of Trabzon is characteristic. Since the city surrendered without a fight, by right of Islamic law and standard Ottoman custom its population could have remained safely in town. However, the need to securely incorporate the city within the Ottoman system, as well as the Ottoman practice of attributing Islamic characteristics to newly-annexed important cities, resulted in the transportation of a significant part of the local population to Constantinople and their replacement with Muslim colonists from other cities of Anatolia. For Trabzon, see Lowry, H.W., Trabzon Şehrinin Islâmlaşma ve Türkleşmesi, 1461-1583 (Istanbul 1998).

3. Jacoby, D., “La population de Constantinople à l’époque byzantine: Un problème de démographie urbaine”, Byzantion 31 (1961), pp. 81-109.

4. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), pp. 102-104.

5. See Encyclopedia of Islam IV (Leiden 1978), p. 238, see entry “Istanbul” (H. Inalcik).

6. Κριτόβουλος I 73.4.

7. Doukas XLII 42; Kritovoulos ΙΙ 1.

8. Doukas XLIV 44; Kritovoulos ΙΙΙ 17.4.

9. Kritovoulos ΙΙΙ 11.2.

10. Kritovoulos ΙΙΙ 11.

11. Kritovoulos IV 12.9.

12. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), p. 272.

13. Doukas XLII 42; Kritovoulos ΙΙ 22.


Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ναύπλιον – Ετυμολογία του Ονόματος



Α΄ Ονοματολογικά.
 Η ονομασία της πόλεως κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν Ναυπλία και απαντάται στην αρχαία Γραμματεία κατά πρώτον στον Ηρόδοτο στη φράση «Ναυπλίη χώρη». Γράφει ο Ηρόδοτος: «Μετά δε ταύτα εξαναχωρήσας (ο Κλεομένης) την στρατίην κατήγαγε ες Θυρέην, σφραγησάμενος δε τη θαλάσση ταύρον πλοίοισι σφέας ήγαγεν ες τε την Τιρυνθίην χώρην και Ναυπλίην = Μετά από αυτά, έφυγε ο Κλεομένης και οδήγησε τον στρατόν του στην Θυρέα κι αφού απέκλεισε την θάλασσα με πλοία μετέφερε τους δικούς του στην περιοχή της Τίρυνθας και της Ναυπλίας» (VI 76).

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.
Τύπος ονόματος na-u-pi-ri-jo στη Γραμμική Γραφή Β ταυτίζεται από ορισμένους γλωσσολόγους με το όνομα Ναύπλιος. Γενικότερη όμως παραδοχή της εκτιμήσεως αυτής δεν υπάρχει στους ειδικούς. Ίσως νεώτερες πινακίδες, πού κατά καιρούς ανευρίσκονται, να λύσουν το πρόβλημα. Έτσι παραμένομε στον Ηρόδοτο, ως πρώτη μνεία του ονόματος.

Το εθνικό όνομα, αυτό δηλαδή πού δηλώνει τον κάτοικο της πόλεως, το συναντούμε μεταγενεστέρως στον Στράβωνα (VIII, p. 374) και έχει τον τύπο Ναυπλιεύς / Ναυπλιείς.

Το κτητικό επίθετο έχει τους τύπους Ναύπλιος και Ναυπλίειος και απαντάται συχνά στον Ευριπίδη. Λέγει ο αρχαίος τραγωδός: Ναυπλίη χθών = γη του Ναυπλίου (Ορέστης, σ. 369), Ναύπλιοι λιμένες = λιμάνια του Ναυπλίου (Ελένη, σ. 453), Ναύπλιαι ακταί (Ελέ­νη, σ. 1586) και Ναυπλίειος λιμήν (Ορέστης, σ. 54). Η πόλις με τα ονόματα Ναύπλιον και Ανάπλιον-Ανάπλιν – Ανάπλι εμφανίζεται κατά πρώτον στα υστεροβυζαντινά χρόνια:

Συγκεκριμένα το όνομα Ναύπλιον αναφέρεται κατά πρώτον από τον Βυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό, πού έγραψε γύρω στα 1100 μ.Χ., στο έργο του Σύνοψις Ιστοριών:
«στρατηγούντος έν Ναυπλίω Νικηφόρου Πατρικίου = όταν στρατηγός στο Ναύπλιο ήταν ο Ν. Π.» (Migne, τ. 122 II 499, σ. 232).

Το όνομα επισημαίνεται και πά­λιν σε υπόμνημα του επισκόπου Ναυπλίου και Άργους Λέοντος συνταχθέν κατά το έτος 1144 μ.Χ. Ακολούθως το συναντούμε στους ιστορικούς Μιχαήλ Χωνιάτη Ακομινάτο και Νικήτα Χωνιάτη Ακομινάτο πού έγραψαν γύρω στο 1200 μ.Χ. Λέγει ο Μιχαήλ σε επιστολή του προς τον ανεψιό του Γεώργιο Σεβαστόν: «Οι μεν φασιν εκ των παρακρήμνων Ναυπλίου σκοπέ­λων…= Άλλοι μεν λέγουν από τα απόκρημνα βράχια του Ναυπλίου». Και ο Νικήτας: «Ο δε Σγουρός ούτος εκ Ναυπλίου γεγενημένος…» (Χρονική Διήγησις, σ. 800).

Τον τύπον αυτόν του ονόματος θα τον συναντήσωμε ακολούθως στους Ιστορικούς της αλώσεως Γεώργιο Σφραντζή και Λαόνικο Χαλκοκον­δύλη. Ο Σφραντζής γράφει: «Και εν Ναυπλίω τον πλείονα καιρόν διέτριβε» (Χρονικόν, Migne, τ. 156 IV 407, σ. 983). Και ο Χαλκοκονδύλης: «Ην δε ο νεανίας Πριάμου παις, του Ναύπλιον επιτετραμένου παρά Ουενετών = Ήταν δε ο νέος αυτός γυιός του Πριάμου, αυτόν που οι Βενετοί είχαν τοποθετήσει στο Ναύπλιον» (Απόδειξις Ιστοριών, Migne τ. 159 IX 241, σ. 445).

Το όνομα Ανάπλιον, και απλοποιημένο Ανάπλιν και Ανάπλι, εμφανίζεται κατά πρώτον στο Βυζαντινό ιστορικό και λόγιο Γεώργιο Παχυμέρη (1242-1310;), ο οποίος στο έργο του Μιχαήλ Παλαιολόγος, γράφει: «τα κατά την Πελοπόννησον ταύτα, Μονεμβασίαν, Μαΐνην, Ιεράκιον, Μυζηθράν (Ανάπλιον δε και Άργος εν Αμφιβόλοις ετίθει = Το Ναύπλιον και το Άργος ανέθεσε στους Αμφιβόλους)» (Migne τ. 143 I 88, σ. 523).

Την ίδια εποχή (περ. 1300 μ.Χ.) το μνημονεύει ο συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως. Ο τύπος αναγράφεται και στις τρεις παραλλαγές. Δηλαδή μορφή Ανάπλιον (στ. 1587 και 2766), μορφή Ανάπλιν (στ. 2085) και Ανάπλι (στ. 2871) (Έκδ. J. Schmidt, Methuen, London 1904).

Και πάλιν μεταγενεστέρως συναντάται στον Γεώργιο Σφραντζή στη μορφή Ανάπλιν: «και πάλιν ευρίσκετο εις τε τον δεσπότην κύρ Δημήτριον και εις το Ανάπλιν, τον πλείονα καιρόν» (Χρονικόν Μικρόν, Migne τ. 156 υξ’, σ. 1070). Και πάλι θα το συναντήσομε στον Δωρόθεο Μονεμβασίας στο έργο του Χρονογράφος (γύρω στο 1600 μ.Χ.).

Ναύπλιος ο Νεώτερος
 Β’ Ετυμολογικά. Η ετυμολογία της λέξεως Ναυπλία είναι διαφα­νής. Δηλαδή η λέξις παράγεται εκ του ναύς + πλέω. Ο Στράβων εξηγεί την ετυμολογία της λέξεως ως εξής: «το δ’ έτυμον από του ταις ναυσίν προσπλείσθαι = την ετυμολογία της λέξης ερμηνεύει από τα πλοία» (VIII, p. 368). Υπήρχε όμως και η θέσις ότι το όνομα της πόλεως ωφείλετο στον Ναύπλιο, υιόν του Ποσειδώνος και της Δαναΐδος Αμυμώνης.

Ο Ναύπλιος υπήρξε ο θεμελιωτής και πρώτος οικιστής της πόλεως αυτής. Γράφει ο Παυσανίας: «οικιστής δε εγένετο αυτής Ναύπλιος Πο­σειδώνος λεγόμενος και Αμυμώνης είναι = αυτός που έχτισε την πόλη ήταν ο Ναύπλιος ο οποίος κατά την παράδοση ήταν γυιός του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης» (II 38 2).

Ο Παυσανίας δηλαδή θεωρεί το όνομα κυριώνυμο. Ας σημειωθή ότι η τάσις αυτή, του να αναζητούνται δηλαδή για τα τοπωνύμια πρώτοι οικιστές, είναι αρκετά διαδεδομένη στους αρχαίους χρόνους. Την άποψη όμως αυτή απορρίπτει ο γεωγράφος Στράβων ισχυριζόμενος ότι προηγείται το όνομα της πόλεως, ενώ το όνομα Ναύπλιος είναι νεώτερο δημιούργημα: «Από τούτου (του ετύμου) δε πεπλάσθαι φασί τον Ναύπλιον και τους παίδας αυτού παρά τοις νεωτέροις = Λέγεται δε ότι οι μεταγενέστεροι ξεκινώντας από την ονομασία αυτή ( της πόλης) δημιούργησαν το Κύριο όνομα που έδωσαν στον Ναύπλιο και τους απογόνους του». Και συνεχίζει αιτιολογών τη θέσιν του: «Ου γαρ Όμηρων αμνημονήσαι αν τούτων = Γιατί ο Όμηρος δεν θα μπορούσε να τους ξεχάσει» (VIII, p. 368).

Ο Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος  αιώνας μ.Χ.) υιοθετεί αυτή τη θέση: «Ναυπλία, πόλις Άργους. Στράβων ογδόη «από του ταις ναυσί προσπλείσθαι». Οι οικούντες Ναυπλιείς, ως Στράβων» (s.v. Ναυπλία). Αντιθέτως ο αρχαίος σχολιαστής του Ευριπίδη υιοθετεί τη θέσιν του Παυσανία: «Ναύπλιος γαρ Αργείος ανήρ, ναυτικής εμπειρίας έμπειρος… ότι εν λιμένι διέτριβε, εκ τούτου ομώνυμος αύτω ο λιμήν» (Σχόλιο στο στίχο 472 του Ορέστη).

Το ότι ο Ναύπλιος ήταν δεινός θαλασσοπόρος μαρτυρείται και από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο: «Ναύπλιον, ος περί πάντας εκαίνυτο ναυτιλίησιν = ο Ναύπλιος ο οποίος εξουσίαζε τους πάντες με τον στόλο του( τη ναυτική δύναμη)» (Αργοναυτικά, στ. 138).

Το λεξικό της Σούδας αναφέρεται στη σιγή του Ομήρου, πού μνημο­νεύει ο Στράβων, και δίδει μία ερμηνεία: «Τα δε ποιήματα αυτού ηφανίσθη υπό των Αγαμέμνονος απογόνων δια βασκανίαν. Υπολαμβάνω δε και τον ποιητήν Όμηρον αυτό τούτο πεπονθέναι, και μηδεμίαν του ανδρός μνήμην ποιήσασθαι = τα έργα αυτού χάθηκαν ( ξεχάστηκαν) από τους απογόνους του Αγαμέμνονα για λόγους αντιζηλίας. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι και ο ποιητής Όμηρος αυτό έπαθε και δεν μνημονεύει τον άνδρα πουθενά» (δηλ. του Παλαμήδη) (λ. Παλαμήδης).


Παλαμήδης
Ο Παλαμήδης, ως γνω­στόν, μετέσχε του Τρωικού Πολέμου και είχε οικτρό τέλος από τέχνασμα του Οδυσσέα. Ήταν γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης. Ο εδώ αναφερόμενος Ναύπλιος ήταν πέμπτος απόγονος του πρώτου Ναυπλίου.

Το όνομα Ναύπλιον είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του κτητικού επιθέτου Ναύπλιος, το οποίο, ως ήδη ελέχθη, θεωρείται παράγωγο του ονόματος Ναυπλία. Το εθνικό όνομα του τύπου αυτού είναι Ναυπλιώτης / Ναυπλιώτισσα και το κτητικό Ναυπλιακός και Ναυπλιώτικος.

Το όνομα Ανάπλιον παράγεται από το πρόθεμα (προτακτικό φωνήεν) α + Ναύπλιον, με απλοποίησιν του συμφωνικού συμπλέγματος fpl στο δεύ­τερο συνθετικό. Εθνικό όνομα του τύπου αυτού είναι Aναπλιώτης και Αναπλιώτισσα και το κτητικό Αναπλιώτικος.

Ας σημειωθή ότι η πόλις ως πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος επί πενταετίαν (1829-1834) καταγράφεται και ως Ανάπλιον, ονομασία πού μέχρι σήμερα διατηρείται σε χρήσιν λαϊκή και λογοτεχνική. Το πρόθεμα α στη λέξι Ανάπλιον αναπτύχθηκε χάριν ευφωνίας και απλοποιήσεως. Τούτο, ως γνωστόν, συνέβη και σε άλλα τοπωνύμια, όπως Ναύπακτος – Έπαχτος κ.λπ. Το προτακτικό φωνήεν είναι συνηθέστερο στην ποιητική γλώσσα και συνήθως δεν διαφοροποιεί τη σημασία της λέξεως. Έτσι ο τσιγγάνος λέγεται και Ατσίγγανος, η βδέλλα και αβδέλλα, η σκιά και ίσκιος, η μασχάλη και αμασχάλη, κ.λπ.

Συμπερασματικά, κατά την πιθανότερη θέσιν, η Ναυπλία είναι ή το πρώτον υπάρξασα λέξις και παράγεται εκ του ναύς + πλέω. Δηλώνει δε τον τόπο στον οποίο προσωρμίζοντο τα πλοία των χρόνων εκείνων, εύρι­σκαν δηλ. καλό αραξοβόλι.



 Αθανάσιος Βερτσέτης                                             

Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών                                            

Σταυρούλα Πετράκη – Βερτσέρη

Σχολική Σύμβουλος

* Η μετάφραση των αποσπασμάτων από τα αρχαία,  έγινε από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.

Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Ναύπλιο 18-20 Φεβρουαρίου 2005, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι, 2006.
Επισκεφτείτε το εξαιρετικό site της Αργολικής Βιβλιοθήκης